Ο καρκίνος του πνεύμονος (&) – είναι παγκοσμίως, ο συχνότερος κακοήθης όγκος. Ο όρος ‘’ κακοήθης’’ υποδηλώνει τη θανατηφόρο συμπεριφορά του ανεξέλεγκτα αναπτυσσομένου νεοπλασματικού ιστού σε βάρος των φυσιολογικών και με λειτουργική αποστολή οργάνων. Παρά την πρόοδο στις διαγνωστικές τεχνικές και τη βελτίωση και τον εμπλουτισμό των θεραπευτικών πρωτοκόλλων, η επιβίωση των καρκινοπαθών ασθενών έχει μεταβληθεί ελάχιστα τα τελευταία τριάντα χρόνια, καθώς μόνο 1 στους 10 ασθενείς αναμένεται να επιζήσουν πέραν της πενταετίας, μετά τη διάγνωση. Καθώς η επίπτωση (&) του καρκίνου του πνεύμονος συνεχίζει την ανοδική της πορεία, είναι επιτακτικό να διαμορφωθούν μέθοδοι πρωιμότερης διαγνώσεως και αποτελεσματικότερης θεραπείας. Ο καρκίνος του πνεύμονος αποτελεί την πρώτη αιτία θανάτου από νεοπλάσματα, τόσο στους άνδρες, όσο και στις γυναίκες και ευθύνεται για το 35% των θανάτων από νεόπλασμα οποιασδήποπτε εντοπίσεως. Εκτιμήθηκε ότι το 1993 στις ΗΠΑ., διαγνώσθηκαν περισσότερες από 170000 περιπτώσεις βρογχογενούς καρκινώματος, 80% από τις οποίες αφορούσαν σε μη μικροκυτταρικούς όγκους, 70% από τις οποίες είχαν εκτεταμένο, μη χειρουργήσιμο όγκο, κατά το χρόνο της διαγνώσεως. Προοδευτικά, ο καρκίνος του πνεύμονος επιπίπτει σε νεαρότερες ομάδες ηλικιών, μεταξύ 35-75 ετών με τη μέγιστη συχνότητα στις ηλικίες 55-65. Οι παθογενετικοί μηχανισμοί του βρογχογενούς καρκινώματος αναζητούνται προς δύο κατευθύνσεις: Αφ΄ενός μεν ενοχοποιούνται εξωγενείς παράγοντες, με βιολογική δράση, μεταξύ των οποίων η εισπνοή καρκινογόνων και άλλοι και αφετέρου, διάφοροι ενδογενείς γενετικά καθοριζόμενοι ή μη παράγοντες, όπως ενζυματικοί παράγοντες, καθώς, επίσης, προϋπάρχοντα νοσήματα και παθολογικές καταστάσεις. Κλινικές και πειραματικές παρατηρήσεις συνηγορούν στην παραδοχή ότι γενετικοί παράγοντες αντεπιδρούν ή/και συνδυάζονται με περιβαλλοντικούς, στην τελική διαμόρφωση της επιπτώσεως του βρογχογενούς καρκίνου. Ο Belcher, (1971), διαπίστωσε διαφορές στις κατά φύλλο επιπτώσεις των ιστολογικών τύπων του πνευμονικού καρκίνου που μπορούν μερικά μόνο να αποδοθούν στις διαφορές της καπνιστικής συνήθειας των ανδρών των υπό μελέτη χωρών. Με την ανάλυση επιδημιολογικών δεδομένων αναγνωρίζεται με σαφήνεια ο πρωταγωνιστικός ρόλος περιβαλλοντικών καρκινογόνων παραγόντων, στην επιδημιομετρική διαμόρφωση του καρκίνου του πνεύμονος, μεταξύ αυτών το κάπνισμα και οι διαιτητικές συνήθειες που αποτελούν χαρακτήρες των διαφόρων εθνικών ομάδων του πληθυσμού. J Michael Bishop [βραβείο Νοbel, 1989]