Καρκίνος Πνεύμονος

 Οι εκστρατείες κατά του καπνίσματος και τα μέτρα διακοπής του καπνίσματος έχουν απολήξει στην σταθερή μείωση στη θνητότητα μεταξύ των ανδρών, αλλά στη σταθεροποίηση μεταξύ γυναικών του δυτικού κόσμου, κατά τη διάρκεια της τελευταίας εικοσαετίας. Έχει πλήρως κατανοηθεί ότι η μείωση της τρέχουσας επιπτώσεως του καρκίνου του πνεύμονος βασίζεται στην οριστική διακοπή του καπνίσματος σε ολόκληρο τον κόσμο, αλλά, εν τω μεταξύ, η χρήση της χαμηλής εκθέσεως ελικοειδούς αξονικής τομογραφίας σε άτομα υψηλού ικινδύνου ως την καλύτερη, προς ώρας, μέθοδο πρώϊμης ανιχνεύσεως των περιπτώσεων, τελεί υπό κλινική αξιολόγηση. Από τις μεθόδους δευτερογενούς προλήψεως που εφαρμόστηκαν δεν παραλήφθησαν ικανοποιητικά αποτελέσματα, ώστε οι προσπάθειες εισγαγής νέων μέσων δευτερογενούς προλήψεως πρέπει να συνεχιστούν. Οι στρατηγικές για την ταυτοποίηση και θεραπεία πολύ πρώιμων μορφών ΠΚ, όπως το καρκίνωμα in situ και η άτυπη αδενοματοειδής υπερπλασία, χρειάζεται να καταστούν πρακτικότερες, πριν λάβουν ευρεία διάδοση στην καθημερινή κλινική πράξη. Ωστόσο, με τις βελτιωμένες μεθόδους κλινικής σταδιοποιήσεως μπορεί να μειωθεί η περιεγχειρητική θνητότητα και νοσηρότητα, ενώ η βελτίωση των χημειοθεραπυτικών προγταμμάτων μπορεί να απολήξουν σε βελτίωση των εκβάσεών τους σε εξατομικευμένες περιπτώσεις ασθενών. Παρά την ανάπτυξη νέων θεραπευτικών σχημάτων, στοχεύοντας σε διάφορα επίπεδα τη μοριακής δραστηριότητας του όγκου (π.χ., στην νεοαγγειογένεση), απαιτείται ακόμη περισσότερη εμβάθυνση στα άδυτα της μοριακής δραστηριότητας της καρκινογενέσεως, ώστε να εισαχθούν καλύτερα θεραπευτικά προγράμματα με αποτελεσματικότητα στη βελτίωση των δεικτών επιβιώσεως των ασθενών. 
γενικά. H καρκινογένεση [βλέπε, επίσης: καπνοειδκή και μη καπνοειδική καρκινογένεση, μοριακή παθογένεια] είναι πολυσταδιακή παθολογική εξέλιξη διαδοχικών σταδίων, από την έναρξη, την προαγωγή, την μετάλλαξη, και την εξελιξη.  Η ανάπτυξη τόσο των φυσιολογικών όσο και των νεοπλασματικών κυττάρων ελέγχεται γονιδιακά, μέσω της ισορροπίας (ή της ανατροπής της) των ογκογονιδίων και των πρωτεϊνικών προϊόντων των κατασταλτικών όγκων γονιδίων. Απαιτούνται πολλαπλές μεταλλάξεις προκειμένου να μετατραπεί ένα φυσιολογικό κύτταρο σ΄ένα νεοπλασματικό. Επειδή οι ασθενείς με μεταστατικό νεόπλασμα σπάνια βιώνουν ίαση, η πρώιμη διάγνωση του πρωτοπαθούς όγκου είναι κρίσιμης σημασίας για την επιβίωσή τους. Εκπονούνται προγράμματα προσυμπτωματικού ελέγχου προκειμένου να εντοπιστούν περιπτώσεις ασυμπτωματικού καρκίνου που τελούν από κίνδυνο αναπτύξεως ειδικών τύπων νεοπλασμάτων. Εντοπίζοντας πρώιμα ευρήματα, είναι δυνατή η έγκαιρη διάγνωσή τους, σε περίοδο που ο αρχικός όγκος είναι πιθανότερο να είναι εντοπισμένος. Η θεραπεία του καρκίνου ΔΕΝ πρέπει να εφαρμόζεται, πριν αναγνωριστεί με ιστολογική (μελέτη επί στολογικού δείγματος) διάγνωση, αλλά η κλινική σταδιοποίηση εισφέρει προγνωστικές πληροφορίες, και, σε συνδυασμό με τις στοχευμένες προθέσεις του ασθενούς, μπορεί να δεισφέρει στην επιλογή της κατάλληλης θεραπευτικής στρατηγικής. Στους θεραπευτικούς στόχους των νεοπλασμάτων περιλαμβάνεται: η ίαση, επιμήκυνση της ζωής, ανακούφιση από τα συμπτώματα. Η χειρουργική εξαίρεση και η ακτινοθεραπεία προβάλλεται ως η καλύτερη θεραπευτική επιλογή επί ασθενών με εντοπισμένη πάθηση, αλλά χρειάζονται μέθοδοι συστηματικής θεραπείας, επί διεσπαρμένων νεοπλασμάτων. Η συμπληρωματική χημειοθεραπεία είναι συστηματική θεραπεία, που χορηγείται για τη θεραπεία τυχόν υπαρχόντων μικρομεταστάσεων, που διαφεύγουν μετά χειρουργικό καθαρισμό, επί ασθενών χωρίς κλινικά ευρήματα υπολειματικού όγκου, το όφελός της δεν μπορεί να αποδειχθεί για κάθε άσθενή χωριστά, αλλά μόνον για τον πληθυσμό των καρκινοπαθών. Η απόφαση θεραπευτικής επιλογής βασίζεται ευρέως στην εκτίμηση των παραγόντων κινδύνου σε εξατομικευμένη βάση, και στον κίνδυνο υποτροπής του όγκου σε κάθε περίπτωση. Η απόδοση της συμπληρωματικής χημειοθεραπείας αξιολογείται από το σχετικό και απόλυτο περιορισμό του κινδύνου υποτροπής. Με τα παραδοσιακά χημειοθεραπευτικά σχήματα επιδιώκεται η στόχευση έναντι των ταχέως πολλαπλασιαζομένων κυττάρων και οι παράγοντες αυτοί διακρίνονται: [α] στους ειδικούς ανά κυτταρικό κύκλο (cell-cycle phase-specific), που στοχεύουν σε ειδική φάση του κυτταρικού κύκλου, [β] στους μη ειδικούς ανά κυτταρικό κύκλο (cell-cycle phase-nonspecific), οι οποίοι στοχεύουν ε όλα τα νεοπλασματικά κύτταρα, δηλαδή τα ταχέως πολλαπλασιαζόμενα, ανεξάρτητα από τη φάση του κυτταρικού κύκλου, στην οποία ευρίσκονται όταν συναντηθούν με τον θεραπευτικό παράγοντα. Οι ειδικοί ανά κυτταρική φάση θεραπευτικοί παράγοντες χορηγούνται, γενικώς, συχνότερα, ή ως συνεχή έγχυση, ενώ οι μη ειδικοί κατά τη φάση παράγοντες, γενικά, χορηγούνται σε απλές δόσεις.
Τα μονοκλωνικά αντισώματα στη θεραπεία του καρκίνου αναγνωρίζουν ένα αντιγόνο, που παράγεται κατά προτίμηση από ένα νεοπλασματικό τύπο ή στοχεύουν στους αυξητικούς παράγοντες που είναι υπεύθυνοι για την ανάπτυξη του όγκου. Οι παράγοντες αυτοί μπορεί να ποικίλουν, ως προς το ποσόν των ξενοβιοτικών τους συστατικών, με τα οποία αναγνωρίζεται η ανοχή σε αυτούς. Τα μονοκλωνικά αντισώματα που στοχεύουν σε κυτταρικά αντιγόνα, επάγουν τον κυτταρικό θάνατο με διάφορους τρόπους, στους οποίους εμπλέκονται ανοσολογικοί μηχανισμοί. Οι παράγοντες αυτοί μπορεί, επίσης, να χρησιμοποιηθούν ως όχημα χημειοθεραπείας ή ραδιοϊσοτόπων, προς τα κύτταρα που εκφράζουν τα γονίδια. Ο υποδοχέας του επιδερμικού, αυξητικού παράγοντα (human epidermal growth factor, receptor, HER) εμπεριέχει 4 γνωστούς υπότυπους υποδοχέων, που ρυθμίζουν τον κυτταρικό πολλαπλασιασμό, μέσω μεταγωγής σημάτων. Το σύστημα των υποδοχέων αυτών, απορρυθμίζεται σε διάφορους νεοπλασματικούς τύπους κι έχουν προταθεί διάφοροι παράγοντες που φέρονται ικανοί να αναστείλολυν την απορρύμιση. Τα μονοκλωνικά αντισώματα που συνδέονται πλήρως σε εξωκυττάριους υποδοχείς και μικρομοριακούς αναστολείς που στοχεύουν ενδοκυττάριους μηχανισμούς μεταγραφής διατίθενται στο εμπόριο για διάφορους τύπους κακοηθειών.
αγγειογένεση. Στους όγκους πρέπει να αναπτυχθούν νέα αγγειακά δίκτυα, μέσω μηχανισμών αγγειογενέσεως, προκειμένου να αναπτυχθούν απρόσκοπτα. Η διαδικασία αυτή, που  ρυθμίζεται από προαγγειωτικούς και αντιαγγειωτικούς παράγοντες, μπορεί να απορρυθμιστεί σε διάφρους νεοπλασματικούς τύπους και μπορεί να οδηγήσει στην ανάπτυξή τους, την επινέμηση υγιών οργάνων και τη μετάστασή τους. Νέοι αντικαρκινικοί παράγοντες μπορούν να στοχοποιήσουν την εξέλιξη αυτή και να επιφέρουν επιβράδυνση ή αναστολή της αναπτύξεως του όγκου. Η κατανόηση των μηχανισμών της χημειοθεραπείας και της τοξικότητάς τους μπορεί να εισφέρει σε πλέον αποδοτική θεραπεία των τοξικώσεων αυτών. Προοπτικές τροποποιήσεις δόσεων μερικών αντικαρκινικών φαρμάκων είναι κρίσιμης σημασίας για την ηπατική και νεφρική λειτουργία, προκειμένου να περιορστούν οι σοβαρές παρενέργειες. Η ταυτοποίηση γενετικών διακυμάνσεων που εμπλέκονται στην ενεργοποίηση και μεταβολισμό των φαρμάκων αυτών μπορεί να διευκολύνει το σχεδιασμό εξατομικευμένων θεραπευτικών σχημάτων που βελτιστοποιούν τη θεραπεία και ελαχιστοποιούν τις παρενέργειες.
Η μυελοκαταστολή είναι η άμεση παρενέργεια των περισσοτέρων μη ειδικών χημειοθεραπειών. Η αναιμία μπορεί να επιφέρει εξάντληση στους ασθενείς, ενώ ο αυξημένος κίνδυνος λοιμώξεων σχετίζεται με τη διάρκεια και το βάθος της ουδετεροπενίας. Η ανεξήγητη εμπύρετη ουδετεροπενία στους ασθενείς υπό χημειοθεραπεία επιβάλλει την εμπειρική χορήγηση αντιβιοτικών, ενώ η διάθεση αυξητικών παραγόντων διατίθενται για τη βελτίωση της εξαντλήσεως των ασθενών, σε ασθενείς με αναιμια και μειώνουν τον κίνδυνο εμπύρετης ουδετεροπενίας. Οι βασισμένες σε ενδείξεις κλινικές οδηγίες  κατευθύνουν της ενδείξεις χορηγήσεως αυξητικών παραγόντων αιμοποιήσεως.

Tα νεοπλάσματα πνεύμονος είναι τα συχνότερα διαγιγνωσκόμενα νεοπλάσματα, παντού στον κόσμο (βλέπε: βρογχογενής καρκίνος: περίληψη).
  Καταγράφονται ~1.35 εκατομμύρια νέες περιπτώσεις και 1.18 εκατομμύρια θάνατοι, το χρόνο [βλ. επιδημιολογία και επιδημιολογία]. Η επίπτωση αυτή καλεί σε συναγερμό, δεδομένου ότι μόλις πριν 20 χρόνια, στο τέλος του 20ου αιώνα, ο καρκίνος του πνεύμονος ήταν μια σπάνια κακοήθεια. Η 5-ετής επιβίωση στις ΗΠΑ και Ευρώπη είναι μόλις 16% και "δείχνει" την ερήμωση που απειλεί το νεόπλασμα αυτό. Η συχνή παρουσία και η θανατηφόρος φύση του πνευμονικού καρκίνου, έχει αναγάγει τα νεοπλάσματα αυτά στην πρώτη γραμμή του πνευμονολογικού ενδιαφέροντος από πλευράς προλήψεως, έγκαιρης διαγνώσεως, θεραπείας και αποκαταστάσεως. Ο όρος πνευμονικός καρκίνος χρησιμοποιείται για να περιγράψει τους όγκους που εξορμώνται από τους αεραγωγούς ή το παρέγχυμα. Ο πνευμονικός καρκίνος διακρίνεται, αρχικά, σε δύο υποομάδες, που έχουν σημασία, αναφορικά με τη θεραπευτική διαχείρισή του: Τον μικροκυτταρικό καρκίνο, ΜΚΠ και τον μη μικροκυτταρικό καρκίνο, ΜΜΚΠ. Περίπου 95% των πνευμονικών καρκίνων ταξινομούνται σε μια από τις δύο αυτές κατηγορίες. Παρ' όλο ότι ο πνευμονικός καρκίνος  (ΠΚ) και το βρογχογενές καρκίνωμα (ΒΚ) είναι όροι που χρησιμοποιούνται σχεδόν ως συνώνυμοι, όγκοι, που αποτελούν το υπόλοιπο άλλο 5% του συνόλου προέρχονται από άλλους -σπανιότερους- κυτταρικούς τύπους, όπως το λέμφωμα, το βλεννοεπιδερμικό καρκίνωμα, το αδενοειδές κυστικό καρκίνωμα, το αμάρτωμα, οι πνευμονικές μεταστάσεις και το καρκινοειδές.