☛Η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια είναι χρόνια παθολογική κατάσταση, που χρειάζεται αδιάλειπτη, ειδική και επιμελή διαχείριση και θεραπεία (φαρμακολογική και μη φαρμακολογική), εάν στόχος είναι η αναχαίτιση της νοσηρότητας και θνητότητάς της, η βελτίωση της ποιότητας ζωής και η περιστολή του ιδιωτικού και δημόσιου κόστους θεραπείας της Χ̳̲ρ̳̲ό̳̲ν̳̲ι̳̲α̳̲ α̳̲π̳̲ο̳̲φ̳̲ρ̳̲α̳̲κ̳̲τ̳̲ι̳̲κ̳̲ή̳̲ π̳̲ν̳̲ε̳̲υ̳̲μ̳̲ο̳̲ν̳̲ο̳̲π̳̲ά̳̲θ̳̲ε̳̲ι̳̲α̳̲ [̳̲Χ̳̲Α̳̲Π̳̲]̳̲ α̳̲ν̳̲α̳̲σ̳̲κ̳̲ό̳̲π̳̲η̳̲σ̳̲η̳̲ 2̳̲0̳̲2̳̲3̳̲
|
πίνακας περιεχομένων της μονογραφίας|
===========================================
Eχουν ως κοινό χαρακτηριστικό την απόφραξη των αεραγωγών, λόγω κυρίως βρογχόσπασμου (άσθμα) και κυρίως βρογχοστενώσεως (ΧΑΠ). H βρογχοστένωση επί ΧΑΠ, οφείλεται στο οίδημα του βλεννογόνου των αεραγωγών, την υπερτροφία, υπερπλασία και μεταπλασία των λείων μυϊκών και καλυκοειδών κυττάρων και στη μείωση της ακτινωτής υποστηρίξεως των τοιχωμάτων των αεραγωγών από το περιβάλλον πνευμονικό παρέγχυμα |
☛ Αιτιολογία |αιτιολογία|
☛ Παθολογική ανατομία: υπερπλασία (: αύξηση του αριθμού) των τραχειοβρογχικών αδένων ιδίως στους μεγαλύτερους αεραγωγούς, αλλά και υπερτροφία (: αύξηση του μεγέθους τους) και μεταπλασία (: εμφάνιση εκεί όπου φυσιολογικά δεν υπάρχουν) στους μικρότερους. παθολογικής συστάσεως, υπερβολική έκκριση βλέννης, που προκαλεί χρόνιο, παραγωγικό βήχα. Μεταπλασία πλακώδους επιθηλίου: αντικατάσταση του φυσιολογικού κυβοειδούς κροσσωτού από πλακώδες επιθήλιο. Απώλεια κροσσών από τα κροσσωτά κύτταρα: μείωση της βλεννοκροσσωτής κάθαρσης, που αποτελεί αίτιο παραγωγικού βήχα. Χρόνια φλεγμονή και ίνωση των μικρών αεραγωγών, την οποία χαρακτηρίζει η παρουσία CD8+ λεμφοκυττάρων, τα ενεργοποιημέναμακροφάγα, και η διήθηση από ουδετερόφιλα (στις παροξύνσεις εμφανίζονται ηωσινόφιλα). Παράγονται προφλεγμονωδεις κυτοκίνες. Υποτροπιάζουσες λοιμώξεις επάγουν τη χρόνια φλεγμονή.
➂ Χρονία βρογχίτις (βλέπε: χρον βρογχίτις )
➃ Πνευμονικό εμφύσημα. εμφύσημα. Οφείλεται σε καταστροφή των κυψελιδικών τοιχωμάτων, που προκαλεί τη διαμόρφωση ευρύτερων αεροχώρων περιφερικά των τελικών βρογχιολίων, με επακόλουθο τη μείωση της πιέσεως ελαστικής επαναφοράς και την υπερδιάταση του πνεύμονος.
4α. πανβοτρυδιακό εμφύσημα, οι διατεταμένοι αεροχώροι κατανέμονται ομοιομερώς γύρω από τα βοτρύδια.
4β. κεντροβοτρυδιακό ή εγγύς εμφύσημα. διατεταμένοι αεροχώροι, συνδεόμενοι με τα αναπνευστικά βρογχιόλια. -4γ. περιβρογχιολικό ή παραουλώδες. με διατεταμένους τους αεροχώρους στα όρια των παρακείμενων σε υπεζωκότα ή αγγεία λοβιδίων.
Η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπαθεια, ΧΑΠ, είναι τρίτη κατά σειρά συχνότητας αιτία θανάτου (&). Ο επιπολασμός της εξαρτάται από την καπνιστική συνήθεια, την έκθεση σε επαγγελματική, αστική ή ενδοοικιακή ρύπανση, τις γενετικές καταβολές και τις επικρατούσες χωροβιονομικές συνθήκες του υπό μελέτη πληθυσμού. Δεν είναι αξιόπιστη, επομένως, η υιοθέτηση αλλοδαπών στατιστικών δεικτών.
χρονία βρογχίτιδα πνευμονικό, εμφύσημα Τρείς παράμετροι, πέραν των μεταβολών αεριδμού και ανταλλαγής αερίων καθορίζουν τη βαρύτητα της ΧΑΠ, την ανοχή στην άσκηση και την έκπτωση της ποιότητας ζωής. Οι πάρταμετροι αυτές είναι: η χρόνια φλεγμονή και η διάχυσή της σε εξωπνευμονικά όργανα, οι παροξύνσεις, οι συννοσηρότητες. Ούτε οι αποφρακτικού τύπου μείωση σπιρομετρικώνν τιμών ούτε οι διαταραχές ανταλλαγής αερίων μπορούν να μας δώσουν πληροφορίες για το μέγεθος αυτών των παραμέτρων. Είναι φανερό, επομένως, ότι μια άλλη ταξινόμηση θα ήταν χρησιμότερη στην κλινική πράξη. Έτσι, επινοήθηκε η ομαδοποίηση στον τετράπτυχο πίνακα ABCD, με ή χωρίς την συμπερίληψη των αποικλίσεων των σπιρομετρικών τιμών. Αργότερα, οι σπιορμετρικές τιμές απομακρύνθηκαν από τη μεθοδολογία της ταξινόμησης, ενόσω δεν εισφέρουν στην αποτίμηση της έντασης των συμπτωμάτων και του κινδύνου παροξύνσεων. Η σπιρομέτρηση, εν τούτοις, παραμένει αναντικατάστατη για την αρχψική διάγνωση, την πρόγνωση και την αποτίμηση της θεραπείας με μη-φαρμακολογικά μέτρα. |
➄ πάχυνση των πνευμονικών αρτηριολίων και ιστική αναδιαμόρφωση. Παρατηρείται επί χρόνιας υποξίας, προκαλεί αύξηση των πνευμονικών αγγειακών αντιστάσεων, πνευμονική υπέρταση, και διαταραχή στην ανταλλαγή αερίων. Η συμβολή του παρεγχύματος στον περιορισμό ροής έγκειται στην απώλεια επαφής των κυψελίδων στα τοιχώματα των αεραγωγών, με αποτέλεσμα την αποσταθεροποίησή τους και την πρώιμη σύγκλεισή τους. Σε μελέτες έχει καταδειχθεί ότι η φλεγμονή στους αεραγωγούς συσχετίζεται με την καταστροφή των κυψελιδικών επαφών, γεγονός που υποδεικνύει τη δράση πρωτεασών, προερχομένων από τα ουδετερόφιλα στις ρήξεις των κυψελίδων (&, &, &)
Η αύξηση των αντιστάσεων ροής στους αεραγωγούς κι έτσι, η οριοθέτηση της εκπνευστικής ροής, είναι φαινόμενα πολυπαραγοντικά. Η φλεγμονή των αεραγωγών συνεπάγεται μείωση του αυλού τους, ενώ το εμφύσημα καταστρέφει τις εξαρτήσεις των μικρών αεραγωγών από τα τοιχώματα των παρακείμενων κυψελίδων, που φυσιολογικά τα διατηρούν ανοικτά και ανθίστανται στη δυναμική συμπίεση.
εικόνα 2. Tο πνευμονικό εμφύσημα χαρακτηρίζεται από διάταση των τελικών αεροχώρων, των πέρα από τα τελικά βρογχιόλια. με καταστροφή των τοιχωμάτων τους. Οι μικροί περιφερικοί αεραγωγοί χάνουν τη χόνδρινη υποστήριξή τους και βασίζουν τη βατότητά τους στην ακτινωτή στήριξη που τους παρέχουν οι παρακείμενες κυψελίδες (α). Η καταστροφή των κυψελίδων στο εμφύσημα συνεπάγεται απώλεια της πιέσεως ελαστικής επαναφοράς και απώλεια τη προς τα έξω (διατατικής) έλξεως των τοιχωμάτων των αεραγωγών, που, άλλως, θα τα κρατούσε ανοικτά κατά την εκπνοή. Έτσι, προάγεται άλλοτε άλλου μεγέθους σύγκλεισή τους κατά την εκπνοή.
Οι ασθματικοί, που είναι εκτεθειμένοι σε χρόνιο διερεθισμό, μπορεί, επίσης, να εμφανίσουν παραγωγικό βήχα, και ευρήματα συμβατά με χρόνια βρογχίτιδα, ενώ οι ασθενείς με χρόνια βρογχίτιδα και εμφύσημα, μπορεί να εμφανίσουν αυξημένη βρογχική αντιδραστικότητα, των αεραγωγών, που μπορεί να είναι εν μέρει ή να μην είναι καθόλου αναστρέψιμη (dutch vs british hypothesis, ολλανδική vs βρετανικής υπόθεσης). Η ενδοσχέση των δύο αυτών παθολογικών (αποφρακτικών) οντοτήτων αντανακλάται στην επιδημιολογική βιβλιογραφία, καθώς μελέτες έχουν προσανατολιστεί σε ένα ευρύ φάσμα σημείων, που εκτείνονται από την υπεραντιδραστικότητα των αεραγωγών, μέχρι τις μεταβολές της πνευμονικής λειτουργίας, τα αναπνευστικά συμπτώματα των παθολογικών αυτών μορφών. Δεν υπάρχει ΄τέλειος΄ τρόπος να συγκερασθούν τα επιδημιολογικά δεδομένα, εν όψει της ενδοσχέσεως του χρόνιου περιορισμού ροής, κι επομένως, είναι προτιμότερο να αναφερόμαστε σε σύνδρομα: [α] συμπτώματα προσιδιάζοντα άσθμα, με βρογχική υπεραντιδραστικότητα και συριγμό, και [β] μεταβολές τύπου ΧΑΠ στην πνευμονική λειτουργία και χρόνια αναπνευστικά συμπτώματα, γνωρίζοντας ότι δεν υπάρχει σαφής διαχωρισμός μεταξύ των δύο παθολογικών οντοτήτων. Μερικές προσανατολίζονται σε άλλοτε άλλες κλινικές εκβάσεις.
Η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια διαγιγνώσκεται προοδευτικά συχνότερα, επειδή έχει ευρήματα, όχι μόνο από το καρδιαγγειακό σύστημα, αλλά, λόγω της συστηματικής φλεγμονής προκαλεί πληθώρα συνοσηροτήτων από το καρδιαγγειακό, το ΚΝΣ, το μεταβολισμό, την ψυχική σφαίρα και το ερειστικό (οστά και μύες). Η καθημερινή δραστηριότητα τροποποιείται, προκειμένου να αποφευχθεί η δύσπνοια,που μπορεί να επιφέρει ανατροπή της ισορροπίας, μυϊκή αδυναμία, αναπτύσσεται, έτσι, ένας φαύλος κύκλος που οδηγεί σε μείωση της δραστηριότητας.
H ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΕΛΕΓΧΟΜΕΝΗΣ ΧΑΠ. Η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια αφορά το 10% του πληθυσμού, ηλικίας >40 ετών. Στα χαρακτηριστικά παθολογοανατομικά ευρήματα συγκαταλέγονται οι δομικές διαταραχές στους μικρούς αεραγωγούς και η καταστροφή του πνευμονικού παρεγχύματος [:εμφύσημα]. Οι αλοιωσεις αυτές εισφέρουν στον περιορισμό εκπνευστικής ροής μέσω διακριτών μηχανισμών ή/και σε διαταραχές στην ανταλλαγή αερίων. Η θεραπεία της ΧΑΠ [εξατομικευμένη προσέγγιση] σχεδιάζεται σύμφωνα με τα κλινικά χαρακτηριστικά του ασθενούς, το στάδιο βαρύτητας, τη συχνότητα των παροξύνσεων τις συννοσηρότητες που τη συνοδεύουν και τις απαντήσεις στα διάφορα θεραπευτικά σχήματα. Επιπλέον όμως, άτομα στο ίδιο στάδιο βαρύτητας όπως καταμετρήθηκε με τον βαθμό απόφραξης των βρόγχων ή, καλύτερα, με πολυδιάστατους δείκτες μπορεί να εμφανίζουν πολύ διαφορετικά συμπτώματα και περιορισμούς στην καθημερινή δραστηριότητα και την ποιότητα ζωής. Η έννοια της ελεγχόμενης ΧΑΠ αν και έχει εξαντλητικά μελετηθεί στο άσθμα, δεν έχει ακόμη μελετηθεί στη ΧΑΠ. Πιστεύουμε ότι ένας παρόμοιος έλεγχος, μπορεί να ερείδεται στην επίδραση της ποιότητας ζωής και τη σταθεροποίηση.
Dutch vs British hypothesis.
Τόσο το βρογχικό άσθμα, όσο και η ΧΑΠ και (οι βρογχιολίτιδες) είναι αποφρακτικές παθήσεις των πνευμόνων, απότοκες φλεγμονωδών αλλοιώσεων. Και οι δύο παθήσεις εμφανίζουν παρόμοιες παθολογο- ανατομικές εικόνες, που απολήγουν σε μείωση της εκπνευστικής ροής που στο άσθμα έχει χαρακτήρες βρογχοσπάσμου, που διαρκεί όσο αίρεται αυτόματα ή μετά εφαρμογή κατάλληλης θεραπείας, ενώ στο εμφύσημα έχει χαρακτήρες βρογχοστενώσεως, όχι πλήρως αναστρέψιμη. Το μεν άσθμα χαρακτηρίζεται από βρογχική υπεραντιδραστικότητα, η δε ΧΑΠ, από δομικές αλλοιώσεις στους βρόγχους ή και το πνευμονικό παρέγχυμα. Τα ευρήματα αυτά, επί των οποίων βασίζεται η dutch hypothesis, με την οποία με την οποία καθορίζονται οι φαινότυποι των δύο παθήσεων.
το ιστορικό. To 1961, οι Orie e al., (Orie NG SH, De Vries K, Tammeling GJ, Witkop J: The host factor in bronchitis. In: Orie NG, Sluiter HJ, editors. Bronchitis Assen, The Netherlands: Royal Van Gorcum. 1961) παρατήρησαν ότι υπάρχουν ασθενείς με εκδηλώσεις άσθματος και ΧΑΠ, ταυτόχρονα και ότι μπορεί να εμπλέκονται κοινοί παθογενετικοί μηχανισμοί. Η άποψη αυτή κλήθηκε ' dutch hypothesis- ολλανδική υπόθεση' και προτάθηκε ο όρος 'χρόνια μη ειδική πνευμονοπάθεια. Η υπόθεση αυτή βασίζεται στην παρουσία γενετικής προδιάθεσης, ατοπικής κατάστασης και υπεραντιδραστικότητας των αεραγωγών, δηλαδή συγκερασμού γενετικών καταβολών και επιδράσεων του περιβάλλοντος. Η γενετική προδιάθεση και η επίδραση περιβαλλοντικών παραγόντων, π.χ., η δράση αλλεργιογόνων, ερεθσιτικών παραγόντων, λοιμώξεων, καπνού και σκόνης προκαλούν την εμφάνιση της χρονίας βρογχίτιδας, του πνευμονικού εμφυσήματος ή του βρογχικού άσθματος. Ο κύριος, αλλά όχι μοναδικός, προκλητικός παράγοντας της ΧΑΠ είναι το κάπνισμα, αλλ΄εν τούτοις μόνο το 15% των καπνιστών εμφανίζουν ΧΑΠ, έτσι, που μπορεί να υποστηριχθεί ότι προσβάλλονται από ΧΑΠ αλλεργικά άτομα που καταναλώνουν καπνό. Σε μια πρόσφατη μελέτη παρατήρησης, διαπιστώσαμε την κατανομή της ΧΑΠ μεταξύ μη, πρώην και νυν καπνιστών, ως εξής μεταξύ ανδρών (γυναικών) : μη: 15.9% (17%), πρώην: 24.5%(49.0%) νυν: 59.6%(35.0%). Επί του συνόλου του δείγματος, από ΧΑΠ έπασχαν το 15.3% (14%).
Στον αντίποδα, οι Reid et al., το 1965 (Reid L: The Role of Chronic Bronchitis in the Production of “Chronic Obstructive Pulmonary Emphysema”. J Am Med Womens Assoc. 1965; 20: 633–638)αναγνώρισαν ότι η υπερέκκριση στο τραχειοβρογχικό δένδρο (εξιδρωμάτική ή απλή βρογχίτις), ως αποτέλεσμα λοιμώξεως, προκαλεί στους αεραγωγούς στένωση. Η άποψη αυτή αποκλήθηκε 'βρετανική υπόθεση'.και βασίζεςτι σε μεταγενέτερα ευρήματα, κατά τα οποία παρατηρείτια καταστροφή του πνευμονικού παρεγχύματος από τη δράση κυτοκινών Th1, από τις πνευμονικές λοιμώξεις
Πρόσφατα έχει αναγνωριστεί ότι οι μακρολίδες σε μακροπερίοδες χορηγήσεις μπορεί να έχουν ευνοϊκό αποτέλεσμα στη μείωση των παροξύνσεων και βελτίωση των συμπτωμάτων, αλλά δεν πρέπει να διαφεύγει ο κίνδυνος τρων γνωστών παρενεργειών και τη ανάπτυξης αντοχής |τα μακρολίδια στη ΧΑΠ|
περιεχόμενα