Οι λειτουργικές δοκιμασίες αναπνοής και οι δοκιμασίες καρδιοπνευμονικής κοπώσεως χρησιμοποιούνται προκειμένου να ανιχνευθούν και αποτιμηθούν λειτουργικές εκπτώσεις, τόσο κατά τα πρώιμα, όσο και κατά τα όψιμα στάδια της αναπτύξεως των καρδιοπνευμονικών διαταραχών. Ο σκοπός των καρδιοπνευμονικών δοκιμασιών κόπωσης, ειδικότερα, είναι, με την εφαρμογή ελεγχόμενης κοπώσεως, η αποτίμηση των λειτουργικών αποκλίσεως όλων των εμπλεκομένων στην άσκηση οργάνων-συστημάτων. Για το λόγο αυτό, οι δοκιμασίες κοπώσεως είναι σχεδιασμένες έτσι, ώστε να ενεργοποιούν μεγάλες ομάδες μυών, συνήθως των κάτω άκρων, ενώ σημαντικό ρόλο διαδραματίζει η κόπωση πρέπει να ποσοτικοποιηθεί, με όρους καταγραφής παροχής έργου και προτυπωθεί, ώστε τα εξαγόμενα αποτελέσματα να είναι συγκρίσιμα, από περίοδο σε περίοδο στον ίδιο εξεταζόμενο, όσο και μεταξύ των εξεταζομένων. Απλούστερες δοκιμασίες, όπως οι δοκιμασίες βαδίσεως (6λεπτη, 12λεπτη κλπ) μπορούν να εξασφαλίσουν αξιόπιστη εκτίμηση της ανοχής στην άσκηση, αλλά δεν μπορουν να συνεισφέρουν στη διάγνωση (&). Αποδοτικότερα είναι τα προγράμματα κλιμακωτής αυξήσεως του παραγομένου έργου, έτσι, ώστε, να αξιολογείται ένα εύρος εντάσεως ασκήσεως σε σχετικά περιορισμένο χρόνο. Τεχνολογικές βελτιώσεις έχουν καταστήσει δυνατή τη απόκτηση πληροφοριώνη, αναφορικά με τις μεταβολές των εμπλεκομένων συστημάτων σε διάστημα <20 min προγραμματισμένης ασκήσεως.
Γενικά, στις ενδείξεις των λειτουργικών δοκιμασιών αναπνοής και καρδιοπνευμονικής κοπώσεως περιλαμβάνονται:
βλέπε: μύες αναπνευστικοί, μεσοπλευριοι μύες, μύες της αναπνοής, ικανότητα αναπνοής, κόπωση αναπνευστικών μυών, -Συλλογή δεδομένων γενικής ή ειδικής φύσεως.