Το 2013 , ορίστηκε ως Ευρωπαϊκό Έτος καθαρού αέρα και η Ευρωπαϊκή Πνευμονολογική Κοινότητα ανακεφαλαιώνει την ευρωπαϊκή πολιτική για τον έλεγχο της ατμοσφαιρικής ρυπάνσεως (►). Η έλλειψη καθαρού αέρα είναι μια από τις μεγαλύτερες περιβαλλοντικές απειλές της δημόσιας υγείας στην Ευρώπη, στις ημέρες μας. Η Ευρωπαϊκή Πνευμονολογική Κοινότητα, από κοινού με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Υγείας έχουν εκπονήσει κείμενο, στο οποίο εμπεριέχονται δέκα αρχές καθαρού αέρα, στις οποίες συγκεφαλαιώνονται το απόσταγμα της επιστημονικής έρευνας για τον κίνδυνο της ρυπάνσεως της ατμόσφαιρας, και προτείνουν οδηγίες για τη διαμόρφωση πολιτικής δημόσιας υγείας.
Οι δέκα αρχές έχουν ως εξής:
H αρχή αυτή είναι αυταπόδεικτη στο βαθμό που κανείς αισθάνεται αμηχανία, ακόμη και στην απλή αναφορά. Αλλά η πραγματικότητα είναι ότι εκατομμύρια Ευρωπαίων διαβιούν σε περιοχές, στις οποίες η αναπνοή είναι ανασφαλής. Η πλέον πρόσφατη Ευρωπαϊκή οδηγία είναι η 2008/50/EC, στην οποία αναγνωρίζεται η άμεση ανάγκη δραστικού περιορισμού της ατμοσφαιρικής ρυπάνσεως, σε επίπεδα στα οποία ελαχιστοποιούνται οι δυσμενείς επιδράσεις στην ανθρώπινη υγεία. Τα όρια ασφάλειας για τα αιωρούμενα σωματίδια παραμένουν, εν τούτοις, πολύ υψηλότερα, από τα πρέποντα, που υποδεικνύονται από τον Π.Ο.Υ. Π.χ., το ετήσιο μέσο όριο για εισπνεύσιμα σωματίδια (μίγματα προσμίξεων σωματιδίων αεροδυναμικής διαμέτρου 2.5 μm, ΡΜ2.5) έχει τεθεί στο 25 μg·m−3 που είναι 2.5 φορές υψηλότερο, από το οριζόμενο από τον Π.Ο.Υ. Οι οδηγίες που προτείνονται από τον Π.Ο.Υ., βασίζονται αποκλειστικά σε θεωρήσεις επί της ανθρώπινης υγείας και δεν αλλοιώνονται από οικονομικές και τεχνικές σκοπιμότητες. Στις οδηγίες της Ε.Ε. αναγνωρίζεται ότι δεν έχει ταυτοποιηθεί, ακόμη, το υποδειχθέν όριο των ΡΜ2.5 και εντέλλεται ότι θα πρέπει να υπάρξουν πολιτικές πρωτοβουλίες προς την κατεύθυνση της γενικής μειώσεως των συγκεντρώσεων μικροσωματιδίων στις αστικές περιοχές. Εν τούτοις, δεν έχουν, ακόμη (!) ληφθεί νομικά μέτρα για την παραγματοποίηση του στόχου αυτού.
O ΕυρωπαΙκός στόχος για τις συγκεντρώσεις του όζοντος είναι το όριο των 120 μg·m−3 ως μέγιστη/8ωρο μέση τιμή, που δεν πρέπει να υπερβαίνεται για περισσότερες από 25 ημέρες το χρόνο. Οι οδηγίες του Π.Ο.Υ., για την ποιότητα του αέρα θέτουν ως ανώτατο όριο τα 100 μg·m−3, αλλά ακόμη και αυτό το όριο, ο Π.Ο.Υ., εκτιμά ότι επιβαρύνει την ανθρώπινη κοινωνία με 1-2% επιπλέον θανάτους, συγκριτικά με τις συγκεντρώσεις ασφάλειας, των 70 μg·m−3 .
Επομένως, η συμμόρφωση μόνο με τα όρια της Ευρωπαϊκής νομοθεσίας για τα αιωρούμενα σωματίδια και το όζον, γενικά, δεν αποτελεί επαρκές μέτρο για την αποτελεσματική προστασία της δημόσιας υγείας.
Πριν μερικά χρόνια, ο Π.Ο.Υ., εκτίμησε τις δυσμενείς επιδράσεις της ανθρωπογενούς (: απότοκης της ανθρώπινης δραστηριότητας) ρυπάνσεως της ατμόσφαιρας στο προσδόκιμο επιβιώσεως (►). Τα αποτελέσματα της αναλύσεως αυτής έδειξαν ότι η έκθεση σε αερογενή σωματίδια, που παράγονται από πηγές ανθρώπινης δραστηριότητας (μηχανές εσωτερικής καύσεως) συνεπάγονται μέση απώλεια 8.6 μηνών (!) του προσδόκιμου επιβιώσεως στην Ευρώπη. Η δυσμενής επίδραση της ρυπάνσεως της Ατμόσφαιρας κυμαίνεται από περίπου 3 μήνες στην Φινλανδία, μέχρι περίπου 13 μήνες στο Βέλγιο.
Η δυσμενής επίδραση στην παραγωγικότητα είναι σημαντική, αν και έχει επιχειρηθεί περιορισμένος αριθμός σχετικών μελετών. Σε μια πρόσφαατη ανάλυση από τις Η.Π.Α., διαπιστώθηκε ότι περίπου 18.000.000 εκατομμύρια ημέρες εργασίας χάνονται λόγω της εκθέσεως σε σωματίδια PM2.5 και 11.000.000 ημέρες απουσίας από το σχολείο, λόγω εκθέσεως στο όζον (►). Εκτιμήθηκε ότι χάνονται 1.1 εκατομμύρια χρόνια ζωής, λόγω εκθέσεως σε αερογενή σωματίδια PM2.5, στις ομάδες ηλικών 65-99 ετών και 36.000 χρόνια λόγω εκθέσεως στο όζον. Μεταξύ 10 μεγαλουπόλεων, όπως η San Jose και το Los Angeles, η αναλογία των θανάτων που αποδίδονται στα σωματίδια και στο όζον κυμαίνεται στο 3.5% και 10%, αντίστοιχα. Τα αποτελέσματα αυτά δείχνουν ότι παρά τη βελτίωση στην ποιότητα του αέρα, τις τελευταίες δεκαετίες, οι τρέχουσες συγκεντρώσεις σωματιδίων και όζοντος εξακολουθούν να θέτουν σε μεγάλο κίνδυνο τη δημόσια υγεία. Επίσης, σε μια ευρωπαϊκή μελέτη εκτιμήθηκε ότι η έκθεση σε σωματίδια PM10 και όζον ευθύνεται για την απώλεια 625 εκατομμυρίων ημερών εργασίας (►).
Σε μια πρόσφατη μελέτη, στην οποία συμμετείχαν 6 ευρωπαϊκές χώρες (►), συγκρίθηκε η επίπτωση 9 μειζόνων ατμοσφαιρικών ρύπων. Αποδείχτηκε ότι τα αιωρούμενα σωματίδια ευθύνονται για τη μέγιστη δυσμενή επίδραση στην υγεία.
Έχουν επισημανθεί αδιαμφισβήτητες ενδείξεις ότι τα αερογενή σωματίδια είναι ο μαγαλύτερος κίνδυνος δημόσιας υγείας, καθώς έχει δειχθεί ότι η συνολική θνησιμότητα αυξάνεται κατά 6-8% για κάθε 10 μg·m−3 αυξήσεως των σωματιδίων ΡΜ2.5 (►). Για τη θνησιμότητα από καρδιαγγειακά και καρκίνο του πνεύμονος έχουν επισημανθεί, ακόμη μεγαλύτερες επιβαρύνσεις. Σε μια ευρωπαΙκή μελέτη φαλάγγων βρέθηκε ότι η αύξηση PM2.5 κατά 10 μg·m−3 συνεπάγεται αύξηση της θνησιμότητας κατά 6% (►). Διαπιστώθηκε, πιο συγκεκριμένα, ότι η ατμοσφαιρική ρύπανση που συνδέεται με τις συγκοινωνίες, και διάφορες μεταβλητές εκθέσεως σε ρύπους συγκοινωνιών, συνδέονταν με αύξηση της θνησιμότητας. Η σχέση μεταξύ του φυσικού θανάτου και της αναπνευστικής θνητότητας, απότοκης εκθέσεως σε ΝΟ(2) και BS ήταν στατιστικά σημαντική. Η μελέτη αυτή κατέληξε ότι η μακροπερίοδη έκθεση σε ατμοσφαιρικούς ρύπους συνδέεται με αυξημένη θνησιμότητα.
Tα αιωρούμενα σωματίδια και το όζον ασκούν άμεσες επιπτώσεις στην θνητότητα και τις εισαγωγές στο Νοσοκομείο, ενώ η μακροπερίοδη έκθεση στο όζον έχει επιπτώσεις στην αναπνευστική υγεία, όπως αποδείχτηκε μετά διόρθωση για έκθεση σε σωματίδια ΡΜ2.5 (►►). Η επίδραση του όζοντος, επομένως, στη δημόσια υγεία, μπορεί αν είναι ακόμη δυσμενέστερη, συγκριτικά με τις διαπιστώσεις του Π.Ο.Υ., καθώς, μάλιστα, σε μια πρόσφατη ανάλυση αποτιμήθηκε ότι ενώ τα μικροσωματίδια ευθύνονται για 130000 πρώιμους θανάτους, ενώ πρόσθετη επιβάρυνση 23.700 πρώιμων θανάτων αποδόθηκαν στην έκθεση στο όζον, γεγονός από το οποίο συμπεραίνεται ότι η υποψία αυξημένης θνητότητας από αναπνευστικά προβλήματα επί εκθέσεως στο όζον είναι πραγματική (►). Το κατώφλι, επομένως, πέρα από το οποίο η έκθεση σε όζον είναι επιβλαβής είναι πολύ χαμηλά, άν κιόλας υπάρχει. Αυτό σημαίνει ότι η έκθεση ακόμη και σε συγκεντρώσεις χαμηλότερες από τις τιθέμενες ως όριο από τον Π.Ο.Υ., μπορεί να προκαλέσουν ιακανής εκτάσεως δυσμενείς επιδράσεις στη δημόσια υγεία. Μειώσεις της ατμοσφαιρτικής ρυπάνσεως που επιτεύχθηκαν κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες έχουν συνοδευτεί από ταυτόχρονη αύξηση του προσδόκιμου επιβιώσεως και βελτίωση της αναπνευστικής υγείας (►, ►).
Πολλές εργασίες, προερχόμενες, ιδίως, από ευρωπαϊκά ερευνητικά κέντρα, έχουν επιστήσει την προσοχή σε παθολογικές συνέπειες μεταξύ των κατοίκων σε παρακείμενες αυτοκινητοδρόμων μεγάλης, ιδίως, κυκλοφορίας περιοχές ή των μαθητών σε σχολεία που παράκεινται σε δρόμους υψηλής κυκλοφορικής φορτίσεως. Στις δυσμενείς επιδράσεις περιλαμβάνονται πρώιμοι θάνατοι, αναπνευστικά και καρδιαγγειακά προβλήματα, επί ενηλίκων και άσθμα και άλλες αλλεργικές αντιδράσεις επί μαθητών των παρακείμενων σε δρόμους υψηλής κυκλοφορίας σχολείων. Εν τούτοις, η κλίση των συγκεντρώσεων των σωματιδίων και του όζοντος είναι σχεδόν αμελητέα, συγκριτικά με τις αντίστοιχες σε απομακρυσμένες μεγάλης κυκλοφορίας δρόμων. Δεν θεωρείται πιθανόν ότι η αύξηση της νοσηρότητας στις περιοχές αυτές θα μπορούσε να αποδοθεί στις συγκεντρώσεις συνήθων ρύπων και, ασφαλώς, δεν μπορούν να αποδοθούν στο όζον. Αντίθετα, έχουν επισημανθεί άλλου τύπου ρύποι, οι οποίοι έμφανίζουν πολύ μεγαλύτερη κλίση συγκεντρώσεως, με την απομάκρυνση από τον περίγυρο των δρόμων υψηλής κυκλοφορίας. Οι ρύποι αυτοί σχετίζονται με τα κυκλοφορούντα οχήματα, τα φρένα, τα ελαστικά και την επιφάνεια του οδοστρώματος. Ο μαύρος άνθρακας και τα συμπυκνώματα ρύπων έχουν τεθεί υπό έλεγχο σε πολλές μελέτες παρατηρήσεως, που έχουν παρέξει ενδείξεις εμπλοκής τους στην απώλεια υγείας των περιοίκων (►). Τα αποτελέσματα των μελετών αυτών δεν είναι ακόμη αρκετά ισχυρά, ώστε να αναχθούν σε υποδείξεις προστασίας της ποιότητας του αέρος, αλλά είναι αρκούντως ικανά να επιβάλουν μειώσεις ή περιορισμούς των εκπομπών των υπέρμικρων σωματιδίων από τα οχήματα δεδομένων των τοξικολογικών και επιδημιολογικών ευρημάτων.
Στις εκπομπές εκτός καπναγωγών περιλαμβάνονται τα φρένα και τα ελαστικά των οσημάτων, όπως και οι επιφάνειες των οδοστρωμάτων των βαρειάς κυκλοφορίας αυτοκινητοδρόμων. Τα τελευταία χρόνια έχει επισημανθεί ότι πολύ λεπτή η αδρά διαμερισμένα σωματίδια από τα φρένα, τα ελατικά και τις επιφάνειες του οδοστρώματος μπορεί να εισφέρουν πρόσθετες απειλές για την υγεία, πέραν των οφειλομένων από τα σωματίδια και το όζον. Αυτό είναι σοβαρότερο στους δρόμους των βορείων χωρών, που χρησιμοποιούνται ειδικά ελαστικά, προκειμένου να αντιμετωπίζουν την ολισθηρότητα των χειμερινών μηνών, αλλά και στις νοτιότερες χώρες, με ηπίότερους χειμώνες, από τη χρήση off road οχημάτων (►). Ο κίνδυνος από την έκθεση στους ρύπους αυτούς δεν έχει, ακόμη, αποτιμηθεί, αλλά τοξικολογικές μελέτες υποστηρίζουν την πεποίθηση ότι τα σωματίδια αυτά ασκούν σημαντικά δυσμενείς επιδράσεις (►, ►). Συστατικά των φρένων, όπως το Κάδμιο, ο χαλκός και το βάριο, των ελαστικών, όπως ο ψευδάργυρος, ή το ποτάσιο προκαλούν τοξικές αντιδράσεις. Συγκεντρώνονται ενδείξεις ότι αδρά σωματίδια, όπως η σκόνη από τη Σαχάρα, προκαλούν δυσμενείς επιδράσεις στην υγεία, ώστε απαιτούν προσοχή και έλεγχο (►). Έχει, πράγματι διαπιστωθεί ότι σωματίδια ΡΜ2.5-10 και σωματίδια ΡΜ10 συνδέονται με αύξηση των φυσικών θανάτων και ειδικής θνητότητας από διάφορες χρόνιες παθήσεις, με ειδικότερη επιβάρυνση τις καρδιαγγειακές παθήσεις και τα επεισόδια ρυπάνσεως από σκόνη της Σαχάρας, στις ευρωμεσογειακές χώρες. Τοξικολογικές και βιολογικές επιδράσεις από πηγές της ερήμου απαιτούν περαιτέρω έρευνα, προσοχή και έλεγχο (►).
Ως μη αναμενόμενο, έχει διαπιστωθεί ότι οι συγκεντρώσεις οξειδίων του αζώτου αυξάνονται σε πολλές περιοχές, ως αποτέλεσμα μεταβολών των αναλογιών NO2/NOx στις εκπομπές των μηχανών πετρελαίου που είναι εξοπλισμένες με συσκευές συγκεντρώσεως σωματιδίων (►).
διαπιστώνεται επιβράδυνση της διαχρονικής μειώσεως του ΝΟ2 σε μεγάλης κυκλοφορίας αυτοκινητόδρομο του Λονδίνου
Επεισόδια ρυπάνσεως χαρακτηρίζονται από βραχυπρόθεσμες αυξήσεις της αιχμής των συγκεντρώσεων, που μπορεί να φτάνουν σε εκατοντάδες μικρογραμμάρια ανά κυβικό μέτρο, επίπεδα, δηλαδή, που προκαλούν σοβαρά αναπνευστικά προβλήματα σε επηρρεπή άτομα (►). Μελέτες έχουν καταλήξει ότι η ετήσια μέση συγκέντρωση των 40 μg·m−3 υπερβαίνεται σε πολλούς υψηλής φορτίσεως αυτοκινητοδρόμους (►). Ο κίνδυνος προσβολής της υγείας που συνδέεται με μακροπερίοδες μέσες συγκεντρώσεις μιγμάτων ρυπαντών της ατμόσφαιρας με αυξήσεις της συγκεντρώσεως του ΝΟ2 και άλλων συστατικών του μίγματος ρύπων φαίνεται πολύ μεγαλύτερος, από ό,τι αρχικά είχε εκτιμηθεί.
Οι υψηλότερες θερινές θερμοκρασίες παράγουν υψηλότερες συγκεντρώσεις όζοντος, με την παραδοχή ότι άλλοι παράγοντες παραμένουν σταθεροί, γεγονός που συνεπάγεται αύξηση της θνητόττηας και των εισαγωγών στο Νοσοκομείο (►, ►). Η αύξηση της θερμοκρασίας και η μείωση των βρογχοπτώσεων απολήγουν σε αύξηση των επισοδίων πυρκαγιών και, κατά συνέπεια, των εκθέσεων σε ατμοσφαιρικούς ρύπους από τις καιόμενες βιομάζες. Αναγνωρίζεται συνέργεια μεταξύ της ρυπάνσεως της ατμόσφαιρας και των υψηλών θερμοκρασιών, που απολήγουν στην αύξηση των δυσμενών επιδράσεων στη δημόσια υγεία, από τις αναμενόμενες με τη δράση του καθένα παράγοντα χωριστά (►).
Η μεγάλη πυρκαγια στη Ρωσία το 2010, έδειξε με τον πιο δραματικό τρόπο το μέγεθος της ρυπάνσεως που μπορεί να προέλθει από μια φυσική καταστροφή, εφόσον πολύ υψηλές συγκεντρώσεις σωματιδίων αιωρούντο επί μεγάλο διάστημα σε ευρύτατη περιοχή (►). Οι επιδράσεις στη θνητότητα και τη νοσηρότητα είναι πολύ σοβαρές, αν και δεν έχουν πλήρως αποτιμηθεί. Η έκθεση στον καπνό καιόμενου ξύλου είναι μεγάλη σε πολλές περιοχές της Ευρώπης, όπου χρησιμοποιούνται ξυλόσομπες για οικιακή θέρμανση και παρασκευή φαγητού, όπως σε περιοχές στη Σκανδιναυία, στις Άλπεις και αλλού (►). Τα προϊόντα καύσεως βιομάζας είναι στον ίδιο βαθμό τοξικά, όπως τα προϊόντα καύσεως υγρών καυσίμων και, επιπλέον, δεν έχουν μελετηθεί οι δυσμενείς επιδράσεις τους στη δημόσια υγεία (►, ►). Ενώ οι παρεγχυματικές βλάβες των εκτεθειμένων πειραματοζώων σε ρύπους προερχόμενους από καύση βιομάζας ήταν συγκρίσιμες με εκείνες επί καύσεως υγρών καυσίμων, οι μηχανικές ιδιότητες του αναπνευστικού δέχονται δυσμενέστερες επιδράσεις επί καύσεως βιομάζας. Από τα συμπεράσματα της τελευταίας εργασίας συμπεράνθηκε ότι τα σωματίδια από την καύση βιομάζας είναι τουλάχιστον στον ίδιο βαθμό τοξικά, όπως εκείνα που παράγονται στην κυκλοφορία. Η καύση βιομάζας ενθαρρύνεται έντονα στην Ευρώπη, προκειμένου να μειωθούν οι εκπομπές καύσεως αερίου. Είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι οι καύσεις αυτές πρέπει να τελούνται σε οργανωμένους καυστήρες με αποδοτική και καθαρή καύση προς περιορισμό των εκπομπών σωματιδίων.
Τα τρέχοντα όρια ασφαλείας των ατμοσφαιρικών ρύπων στην Ευρώπη για τα αιωρούμενα σωματίδια δεν προσφέρουν προστασία από τις δυσμενείς επιπτώσεις της ρυπάνσεως στη δημόσια υγεία (►), ενώ εξακολουθούν να παραμένουν πολύ υψηλότερα από τα συνιστώμενα από τον Π.Ο.Υ. και, επίσης, πολύ υψηλότερα από τα όρια ασφαλείας που έχουν θεσπισθεί στις Η.Π.Α και άλλες ανεπτυγμένες χώρες. Είναι κατεπείγουσα ανάγκη να πληροφορηθούν οι διαπιστευμένοι με τον πολιτικό σχεδιασμό, τοπικό, εθνικό και υπερεθνικό, ότι η τάση χαλαρώσεως των μέτρων περιορισμού της ρυπάνσεως της ατμόσφαιρας, που προωθείται για καθαρά οικονομικούς λόγους, πρέπει αμέσως να αντικατασταθεί από μέτρα αυστηροποιήσεως των ορίων ασφαλείας, τουλάχιστον στα επίπεδα που προτείνει ο Π.Ο.Υ., παρ΄όλο που και τα όρια αυτά ανέχονται μικρότερης εντάσεως δυσμενείς συνέπειες. Αυτό είναι ιδιαίτερα αληθές για το όζον, του οποίου τα όρια ασφαλείας είναι υψηλότερα από τα όρια, στα οποία παρατηρείται αύξηση της θνητότητας και των εισαγωγών στα Νοσοκομεία (►).
Εν όψει των εκτεταμένων δυσμενώς συνεπειών της ατμοσφαιρικής ρυπάνσεως στην υγεία των πολιτών, απαιτείται η ανάληψη πρωτοβουλιών για τη μείωση των συγκεντρώσεων των ρύπων, ιδίως των υπέρμικρων σωματιδίων και του όζοντος. Πρώιμες αναλύσεις κόστους-ωφέλους έχουν αποδείξει καθαρά ότι η ρύπανση της ατμόσφαιρας συνεπάγεται αντίστοιχη μείωση του προσδόκιμου επιβιώσεως και αύξηση της καταναλώσεως πόρων υγείας. Αντίθετα, η μείωση των τιμών των ρύπων συνεπάγεται αύξηση του προσδόκιμου επιβιώσεως, μείωση των απωλειών παραγωγικότητας και μείωση της καταναλώσεως πόρων υγείας. Τα ωφελήματα αυτά εξισορροπούν το κόστος για τη μείωση των συγκεντρώσεων ρύπων (►).
Συμπερασματικά, η ευρωπαϊκή πολιτική πρέπει να επαναπροσανατολισθεί στην κατεύθυνση της δραστικής μειώσεως των επιτρεπτών ορίων ρύπων, που τελικά θα απολήξουν στον "καθαρό αέρα", που δεν θα σχετίζεται με σημαντικές παρενέργειες στην υγεία των Ευρωπαίων πολιτών.