Η αρχική επισήμανση των Γενικών Χειρουργών, το 1952, ότι το 'κάπνισμα βλάπτει σοβαρά την υγεία', οδήγησε στη διατύπωση προ δεκαετίας της προειδοποίησης για τις βλάβες που το κάπνισμα προκαλεί στην υγεία. Ήταν μια προειδοποίηση που η καπνική βιομηχανία μπέρσε εύκολα να εξουδετερώσει, καθώς έστρεψε τη διαφήμιση προς διάφορα πλεονεκτήματα κοινωνικής, επαγγελματικής επιτυχίας που μπορεί να έχει ένας καπνιστής. Ο ΠΟΥ αντέδρασε καθοδηγώντας τις Χώρες της επιρροής του προς την απαγόρευση των διαφημίσεων καπνού από τον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο και κατεβάζοντας τις γιγαντοαφίσσες που είχαν πλημμυρίσει τους δρόμους βαρειάς κυκλοφορίας.
Το παθητικό κάπνισμα, έδωσε ισχυρό κτύπημα στις υπερ του καπνίσματος παραπληροφορήσεις της καπνικής βιομηχανίας, που ήθελαν να επεκτείνουν την κατανάλωση των προϊόντων τους. Η αφορμή δόθηκε με την εισαγωγή της έννοιας του παθητικού καπνίσματος. Στην πραγματικότητα, οι κίνδυνοι για τα άτομα που μποιράζονται κοινό περιβάλλον με τους καπνιστές, ήταν γνωστοί ήδη από μελέτες που είχαν εκπονηθεί από το Ινστιτούτο Καπνού, ήδη από το 1978 και οι οποίες είχαν κρατηθεί μυστικές. Όπου αιφνιδιαστικά, εξαπολύθηκε την τελευταία εικοσαετία μια παγκόσμια αντικαπνιστική εκστρατεία με κύρια αιχμή το παθητικό κάπνισμα [&&].
ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗ ΝΟΣΗΛΕΙΑ ΑΣΘΕΝΩΝ ΜΕ ΧΑΠ
Σκοπός της αναδρο9μικής μελέτης ήταν η εκτίμηση των παραγόντων κινδύνου εξ αφορμής νοσηλείας για ΧΑΠ, σε σχέση με την εξωνοσοκομειακή διάγνωσή της. Μεταξύ των κλινικά διαγνωσθέντων ασθενών, η σπιρομετρική εικόνα της αποφρακτικού τύπου μείωσης της ικανότητσας αερισμού δεν αποτελούσε παράγοντα κινδύνου για εισαγωγή στο Νοσοκομείο. Αντίθετα, τόσο για εκείνους με αποφρακτικού τύπου μείωση της ικανότητς αερισμού, όσο και για τους υπόλοποιπους χωρίς, ο μέσος αριθμός ηωσινοφίλων, ήταν ισχυρός παράγοντς κινδύνου για παρόξυνση και εισαγωγή στο Νοσοκομείο.
Πρέπει να υπομνησθεί, στο σημείο αυτό ότι ως δείκτη παειλούμενης σοβαρής παρόξυνσης είχε αρχικά επισημάνει η M. Saeta.
ΧΑΠ: ανοσοπαθολογία
insert_commentκλικ
H ανοσοπαθολογία της ΧΑΠ ερείδεται σε διεργασίες που παρατηρούνται τόσο στο σύμφυτο, όσο και στο προσαρμοσμένο αμυντικό σύστημα του αν και σπανιότερα, παρατηρούνται γενετικές διαταραχές, όπως η ανεπάρκεια α1ΑΤ και πνεύμονος. Η αιτιολογία της, επομένως, οφείλετια σε πολύπολοκες αντεπιδράσεις περιβαλλοντικών παραγόντων.
Έχει πρόσφατα πειραματικά διαπιστωθεί ότι η πλούσια σε υδατάνθρακες διατροφή επάγει τιςς φλεγμονώδεις διεργασίες σε πειραματόζωα εκτεθειμένα σε κάπνισμα.Η αύξηση οφείλεται σε επίταση της προσέλευσης κυττάρων και παραγωγής μεσολαβητών της φλεγμονής, με ασποτέλεσμα επίταση του οξειδωτικού stress.
Ινδακατερόλη και γλυκοπυρόνιο [Ι/Γ] σε συμπτωματικούς ασθενείς με ΧΑΠ (GOLD B και GOLD D) vs σαλμετερόλη/φλουτικαζόνη [Σ/Φ] [μελέτη ILLUMINATE/LANTERN] (&)
Η ΧΑΠ είναι αποτέλεσμα επίμονων και εξελικτικών παθολογικών αλλοιώσεων στους μικρούς αεραγωγούς, συχνά συνοδευομένων με απώλεια κυψελιδικών τοιχωμάτων. Στο επίπεδο εκείνο, τα κυψελιδικά τοιχώματα συγκρατούν τη βατότητα των μικρών αεραγωγών, που στερούνται άλλης υποστηρίξεως. Ανάλογα με το βαθμό της βλάβης στους μικρούς αεραγωγούς και το πνευμονικό παρέγχυμα, προκαλείται μη πλήρως αναστρέψιμος περιορισμός της εκπνευστικής ροής, που οφείλεται εν μέρει σε βρογχόσπασμο και εν μέρει σε βρογχοστένωση. Κλινικά εκδηλώνεται με χρόνιο βήχα, δύσπνοια και παραγωγή παθολογικής συστάσεως και υπερβολικής ποσότητας τραχειοβρογχικής βλέννης, από το ιξώδες της οποίας εξαρτάται η ευχέρεια της αποβολής της. Στην κάθαρση των αεραγωγών, κύριο ρόλο διαδραματίζει, επίσης, η διατήρηση άθικτης της τραχειοβρογχικής, βλεννοκροσσωτής συσκευής. Η τελευταία βλάπτεται από τις ιογενείς και μικροβιακές λοιμώξεις, που αποτελούν συνήθη αίτια παροξύνσεων. Η διακοπή του καπνίσματος και η απόσυρση της αστικής, βιομηχανικής και ενδοοικιακής ατμοσφαιρικής ρυπάνσεως είναι, προς το παρόν, οι μόνες μέθοδοι αναχαιτίσεως της εξελίξεως της ΧΑΠ. Οι παρατεταμένης δράσεως βρογχοδιασταλτικοί παράγοντες χορηγούνται για την ανακούφιση από τα συμπτώματα που προκαλούνται από τον βρογχόσπασμο, τη βρογχοστένωση, το οίδημα του βλεννμογόνου των αεραγωγών και την υπερπλασία, υπερτροφία και μεταπλασία των καλυκοειδών κυττάρων και των ορογόνων και βλεννογόνων κυττάρων. Μεταξύ των συχνοτέρων είναι ο βήχας, η δύσπνοια και η παραγωγή παθολογικής συστάσεως και ποσότητας τραχειοβρογχικής βλέννης, με υψηλό ιξώδες που ευθύνεται για την κολώδη τους σύσταση και τη μεγάλη δυσκολία αποβολής τους.
Για την αντιμετώπιση των συμπτωμάτων χορηγούνται εισπνεόμενα βρογχοδιασγταλτικά, μόνα τους ή, συχνότερα, σε συνδυασμούς παραγόντων με διαφορετικό μηχανισμό δράσεως, έτσι, ώστε να εξασφαλίζεται καλύερο αποτέλεσμα. Μεταξύ αυτών, οι β2-διεγέρτες, οι αναστολείς μουσκαρινικών υποδοχέων, και αντιφλεγμονώδη, όπως τα γλυκοκορτιικοπειδή, έχουν δείξει σημαντική απόδοση, σε κάθε στ΄διο της παθήσεως. Αντίθετα, άλλοι παράγοντες, όπως τα NSAID, οι αναστολείς αποκοκκιώσεως σιτευτικών κυττάρων, τα αντιλευκοτριενικά κ.ά., δεν φαίνεται ότι έχουν θεραπευτική απόδοση στη ΧΑΠ. Για τις περιπτώσεις ασθενών με μη επαρκώς ελεγχόμενη ΧΑΠ, με παρατεταμένης δράσεως μονοθεραπείες με βρογχοδιασταλτικά φάρμακα, οι διεθνείς οδηγίες προτείνουν την χορήγηση παρατεταμένης δράσεως β2-διεγερτών, LABA, σε συνδυασμό με παρατεταμένης δράσεως αναστολέων μουσκαρινικών υποδοχέων, LAMA, σε κοινούς περιέκτες, για διπλή βρογχοδιαστολή. Μεταξύ των νεότερων παραγόντων, ο σταθερός συνδυασμός ινδακατερόλης, 110μg και γλυκοπυρονίου, 50 μg, Χ1 ημερησίως, έχει δειχθεί κλινικές σειρές ότι είναι ένας ασφαλής και αποδοτικός θεραπευτικός συνδυασμός. Έχει, ειδικότερα, διαπισωθεί βελτίωση της πνευκμονικής λειτουργίας, υποχώρηση των συμπτωμάτων και καλύτερη έκβαση προσανατολισμένη στην ποιόττηα ζωής του ασθενούς. Ο συνδυασμίς Ι/Γ πετυχαίνει καλύτερη βρογχοδιαστολή, σε σχέση με το συνδυασμό σαλμετρόλης 50μg, φλουτικαζόνης 500 μg, Χ2 ημερησίως.
Συγκριτικά με το τιοτρόπιο, μια ευρέως αναγνωριμένη αποτελεσματική μονοθεραπεία της συμπτωματικής ΧΑΠ, η συγχορήγηση Ι/Γ αποδείχθηκε καλύτερη στη βελτίωση της ποιότητας ζωής των ασθενών, τη δύσπνοια, οι νυκτερινές αφυπνίσεις, η χρήση φαρμάκων διασώσεως και η αποτροπή των παροξύνσεων.
Ο συνδυασμός Ι/Γ, σε εφ΄άπαξ ημερήσια χορήγηση, έχει αποδειχθεί, στις παραπάνω μελέτες, καλύτερος από το συνδυασμό Σ/Φ. Ο συνδυασμός Ι/Γ μειώνει σημαντικά τον κλίνδυνο σοβαρής επιδεινώσεως όπως αναγνωρίζεται από τη μελέτη CRYSTAL. Η απόδοση και η ασφάλεια της Χ1 ημερησίως χορηγήσης Ι/Γ έναντι ι μόνον, έχει μελετηθεί στη μελέτη GLOW6. Στη μελέτη αυτή τονίζεται ότι η προσθήκη ενός δεύτερου βρογχοδιασταλτικού με διαφορετικό μηχνισμό δράσεως μπορεί να είναι επωφελής στους ασθενείς με ΧΑΠ, των οποίων τα συμπτώματα δ3εν αντιμετωπίζονται επαρκώς, με τη χορήγηση ενός μόνου βρογχοδιασταλτικού. Στη μελέτη αυτή συγκρίθηκε η εφ΄άπαξ ημερήσια χορήγηση υνδυασμού Ι/Γ [ινδακατερόλη: παρατεταμένης δράσδεως β2-διεγέρτου και γλυκοπυρονίου: παρατεταμένης δράσεως μουσκαρινικού νταγωνιστή] σε αθενείς με σοβαρή-προς-πολύ σοβαρή ΧΑΠ. Εντελώφς πρόσφατα, μόλις το Μάρτιο 2018, δημοσιεύτηκε μια φαρμακο-οικονομική μελέτη, από την οποία αποδείχτηκε ότι η σχέση κόστους αποδόσεως είναι ευνοϊκότερη στη θεραπεία της ΧΑΠ με Ι/Γ, παρά με Σαλμετερόλη/φλουτικαζόνη.
Το ερωτηματολόγιο CAT και η μέτρηση CRP στη ΧΑΠ (&)
Το ερωτηματολόγιο CAT αποτελείται από 8 ερωτήσεις, και χρησιμοποιείται για την εκτίμηση της επιρροής της ΧΑΠ στο επίπεδο υγείας τους ασθενούς. Η CRP, με τη σειρά της, συνδέεται με την βαρύτητα και τις αρνητικές εκβάσεις της πάθησης. Στη ελέτη αυτή αναδείχθηκε η σχέση της CRP με την ολική επίδοση στο ερωτηματολόγιο CAT, που σχετίζεται με τα αναπνευστικά συμπτώματα, το αίσθημα ασφάλειας για παραμονή στο σπίτι, η μείωση της ανοχής στην άσκηση και το αίσθημα ενέργειας [&]. Μεταξύ σωρείας ερωτηματολογίων, με τα οποία επιδιώκεται η αντικειμενική αποτίμηση της διαταραχής της ποιότητας ζωής, το ερωτηματολόγιο CAT χρησιμοποιείται ευρέως στην καθημερινή κλινική πράξηiimport_contacts. Πρόκειται για απλή κι εύχρηστη μέθοδο αποτίμησης, το οποίο, μεταξύ ασθενών με σταθεροποιημένη ΧΑΠ, είναι συγκρίσιμο με το ερωτηματολόγιο SGQ. Οι επιδόσεις στο ερωτηματολόγιο αυτό, συνδέονται επίσης με τον κίνδυνο επερχόμενων παροξύνσεων και μεταβ'άλλονται σημαντικά κατά τη διάρκεια ή μετά μια παρόξυνση (&, &).
H CRP, από την πλευρά της, είναι ένας αντιπτορσωπευτικός βιοδείκτης που αναπαριστά αξιόπιστα το εν γένει φορτίο φλεγμονής σε ολόκληρο τον οργανισμό. Η CRP αυξάνεται στον ορό, σε ασθενείς με σταθεροποιημένη ΧΑΠ και συσχετίζεται θετικά με τη βαρύτητα της πάθησης και την πρόγνωση σε ασθενείς με ήπια/μέση ΧΑΠ. Oι μελέτες i. the Copenhagen City Heart Study και η Copenhagen General population study έδειξαν ότι η αύξηση της CRP κι άλλων συστηματικών βιοδεικτών συσχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο επερχόμενων παροξύνσεων, όπως και η παραμονή υψηλών τιμών CRP, παρά την ύφεση προηγούμενης παρόξυνσης (&).
βιβλιογραφία
1.Man SF, Connett JE, Anthonisen NR, Wise RA, Tashkin DP, Sin DD. C-reactive protein and mortality in mild to moderate chronic obstructive pulmonary disease. Thorax. 2006;61(10):849–853.
2. Tu YH, Zhang Y, Fei GH. Utility of the CAT in the therapy assessment of COPD exacerbations in China. BMC Pulm Med. 2014;14:42.
Lee SD, Huang MS, Kang J, et al. The COPD assessment test (CAT) assists prediction of COPD exacerbations in high-risk patients. Respir Med. 2014;108(4):600–608.
καθοριστές παραγόντων κινδύνου παροξύνσεων επί ΧΑΠ
Ο προσδιορισμός του κινδύνου παροξύνσεως σε ασθενείς με ΧΑΠ βασίζεται, κατά παράδοση, σε ιστορικά δεδομένα με αναφορά στον αριθμό των παροξύνσεων που σημειώθηκαν σε προσδιορισμένο διάστημα στο παρελθόν, αν και μια παρόμοια προσέγγιση χαρακτηρίζεται από χαμηλή αξιοπιστία, καθώς η σχέση της με άλλους παράγοντες κινδύνου και τις επικρατούσες προθεραπευτικές συνθήκες είναι ασαφής. Για την εκτίμηση των ενμδοσχέσεων αυτών, εκπονηθηκε μια post hoc μελέτη τωμ ασθενών που είχαν συμπεριληφθεί στη μελέτη TIOSPIR και παρακολουθληθηκαν για διάστημα >=των 2 ετών ή μέχρι την καταλήξησή τους. Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν δεδομένα από μια προηγούμενη κλινική μελέτη, στην οποία είχαν συμπεριληφθεί περισσότεροι από 17000 άτομα, Από ιστορικά δεδομένα προκύτει ότι ο κίνδυνος παροξύνσεων είναι μεγλύτερος μεταξύ ατόμων που αναφέρουν παρόμοια επεισόδια στο παρελθόν, έχουν μεγαλύτερη δύσπνοια και κι έχουν κι έχουν χειρότερη αναπνευστική λειτουργία. παρ΄όλο ότι η σημασία της του ιστορικού χρόνιας βρογχίτιδας είναι λιγότερο σαφής. Τα δεδομένα αυτά προέρχονται, εν γένει, από μελέτες παρατηρήσεως κια ιστορικά ιστορικά δεδομένα, με τα οποία αξιολογούνται οι κλινικές εικόνες με βάση τις προταθείσες θεραπείες. Προς ώρας, έχει δοθεί μικρή προσοχή στη σχέση με θεραπείες αναφοράς,