Βρογχόσπασμος - βρογχοδιαστολή

παράδοξος βρογχόσπασμος |βρογχική αντιδραστικότητα| βρογχοδιαστολή|
 
Ο βρογχόσπασμος και ο βήχας είναι μεταξύ των κύριων εκδηλώσεων από το τραχειοβρογχικό δένδρο, μετά τοξική δράση ορισμένων φαρμάκων.
Ο επαγόμενος από φάρμακα (χορηγούμενα από του στόματος ή παρεντερικά) βρογχόσπασμος μπορεί να προκληθεί από τρεις-ιδίως- κατηγορίες φαρμάκων, μεταξύ των οποίων:
a. Αναστολείς της κυκλοοξυγενάσης
Ασθενείς με ρινικούς πολύποδες και άσθμα και -σε μικρότερο βαθμό- εκείνοι που έχουν ιστορικό αγγειοκινητικής ρινίτιδας και/ή ηωσινοφιλία, είναι ιδιαίτερα επιρρεπείς στην πρόκληση βρογχοσπάσμου μετά χρήση μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών φαρμάκων και ασπιρίνης.
b. Β-αναστολείς
Είναι δυνατό σε ασθενείς με υπεραντιδραστικούς αεραγωγούς, όπως οι ασθματικοί και οι πάσχοντες από χρόνια βρογχίτιδα, αλλά όχι στα φυσιολογικά άτομα, να παρατηρηθεί βρογχόσπασμος, που σε σπανιότερες περιστάσεις μπορεί να αποβεί απειλητικός για τη ζωή, μετά χορήγηση β-αναστολέων, που χορηγούνται για τη θεραπεία της υπερτάσεως.


oξύς βρογχόσπασμοςΠολλά φάρμακα, όπως η ασπιρίνη και τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη, μπορεί να προκαλέσουν οξύ, σοβαρό βρογχόσπασμο, οι β-αναστολείς και πολλά εισπνεόμενα φάρμακα. Παρ΄όλο ότι ο οξύς βρογχόσπασμος, συχνά, εισβάλλει χωρίς συναγερμικά συμπτώματα, σε ασθενείς χωρίς ιστορικό άσθματος, τις περισσότερες φορές, η απειλητική αυτή κατάσταση αναγνωρίζεται σε άτομα με υποκείμενη πνευμονοπάθεια, ασκόμη και ήπιο άσθμα ή ΧΑΠ. Πρόσφατα, η εισπνεόμενη ηρωΐνη έχει αναγνωριστεί ως αίτιο οξέος βρογχοσπάσμου, για τον οποίο απαιτείται άμεση νοσηλεία και αντιμετώπιση. Πολλά από τα ενεχόμενα φάρμακα, αντενδείκνυνται σε ασθενείς με τα υποκείμενα νοσήματα (όπως η μαννιτόλη, που χρησιμοποιείται, εισπνεόμενη, για τη διάγνωση της βρογχικής αντιδραστικότητας). Η ευαισθησία στην ασπιρίνη και η δυσανοχή στα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη, δεν είναι αποτέλεσμα επίκτητης υπερευαισθησίας αλλά μάλλον μια ενδογενής ιδιότητα, που μπορεί να συσχετίζεται με την τριάδα: ρινικοί πολύποδες, ευαισθησία στην ασπιρίνη και δυσίατο άσθμα. Επιρρέπεια στα ρινικά συμπτώματα και σοβαρό βρογχόσπασμο εγκαθίσταται μετά έκθεση στην ασπιρίνη ή τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη. Ο βρογχόσπασμος εγκαθίσταται μερικά λεπτά ή ώρες μετά τη λήψη του υπεύθυνου φαρμάκου. Επομένως, απαιτείται η αποφυγή λήψεως των φαρμάκων αυτών, εάν είναι δυνατό. Εναλλακτικά μπορεί να επιχειρηθεί επαγωγή της ανοχής στα φάρμακα αυτά με χορήγηση πολύ μικρών, προοδευτικά αυξανόμενων δόσεων των φαρμάκων αυτών, η οποία, στις περισσότερες των περιπτώσεων αποβαίνει λυσιτελής, αν και απαιτείται συνέχιση της χορηγήσεως προκειμένου να διατηρηθεί η ανοχή.


 Για τη θεραπεία του οξέος βρογχοσπάσμου χρησιμοπειείται ευρεώς θεραπεία μέσω νεφελοποιήσεως, αλλά ακόμη κια μέσω δοσιμετρικών συσκευών με προωθητικό μέσο, με την παρεμβολή ευρύχωρου αεροθαλάμου (~500 ml).Η χρήση του αεροθαλάμου μειώνει τη συστηματική απορρόφηση και αυξάνει την αναλογία του φαρμάκου που διανμέμεται στοςυ πνεύμονες.
Στα πλεονεκτήματα της θεραπείας με νεφελοποιητή περιλαμβάνονται [α] επιτρέπεται η ταυτόχρονη χορήγηση οξυγόνου, ιδιαίτερα επιθυμητής, δεδομένης της αγγειοδιαστολής και της διαταραχής V/Q και της εξ αυτής επιτάσεως της υποξαιμίας, [β] επιτρέπεται η χορήγηση μεγαλύτερων δόσεων, [γ] επιτρέπει τη συνέχιση της θεραπείας εάν απαιτείται. Η δοσιμετρική συσκευή είναι η πλέον οικονομική, αρχική επιλογή. Ο ασθενής τη χρησιμοποιεί ανάλογα με τις ανάγκες τους, εντός καθορισμένων ορίων, καθοριζόμενες από Επιστημοκές Οργανώσεις (π.χ., Medical THoracic Society, European Respiratory Society guide lines). Oι β2-διεγέρτες διατίθενται, επίσης, σε συσκευές απελευθερώσεως ξηράς κόνεως, που μπορεί να διευκολύνουν εκείνους οι οποίοι δυσκολεύονται να συγχρονιστούν με τις δοσιμετρικές συσκευές προωθήσεως. αλλά είναι ακριβότερα. Αφού επιβεβαιωθεί ότι ο ασθενής μπορεί να χρησιμοποιήσει τη συσκευή του ορθά, |παρατεταμένης δράσεως β2-διεγέρτες|σύγκριση μεταξύ σαλμετερόλης φορμοτερόλης| Τα φάρμακα αυτά διατίθενται επίσης ως συνδυασμό με εισπνεόμενα αντιχολινεργικά (αποκλειστές μουσκαρινικών υποδοχέων). ΤΑ φάρμακα αυτά μπορούν να χορηγηθούν μόνο εφόσον υπα΄ρχουν ενδείξεις και για τα δύο. κι έχει σταθεροποιηθεί η δόση συντηρήσεως.  ΟΙ χορηγούμενες δόσεις μέσω μιας δοσιμετρικής προωθητικής συσκευής προκαλεί σπάνια απρενέργειες, ενώ οι νεφελοποιητές αποδίδου πολύ μεγαλύερες δόσεις κια, έτσι, μια σημαντική ποσότητα υφίσταται συστηματική απορρόφηση μέσω του ρινικού και του στοματικού βλεννογόνου, καθώς καταπίνεται κια απορροφάται. Η εκλεκτικότητα των υποδχοεών είνια πα΄ντα σχετική οι μεγαλύτερες δόσεις αποδιδόμενες από έναν νεφελοποιητή ή μέσω μιας ενδοφλέβιας εγχύσεως προκαλούν τρόμο και ταχυκαρδία. Σε μερικούς ασθενείς, όπως σε εκείνους με ισχαιμική καρδιοπάθεια τα φάρμακα αυτά μπορεί αναπολήξουν σε ταχυαρρυθμία, με΄σω δράσεώς τους στους β1-υποδοχείς. Σημειώνεται ότι τα νεφελοποιήματα είναι όξινα και, σπάνια, προκαλούν παροξυσμικό βρογχόσπασμο.
Απόδοση. Η απόδοση μιας θεραπείας με β2-διεγέρτες εκτιμάται με΄σω ενός peak flow meter, από την καρδιακή συχνότητα, και τονα ναπνευστικό ρυθμό. Οι παράγοντες αυτοί καθορίζουν και τη συχνότητα της χορηγήσεως.  Οι βραχείας δράσεως β2-διεγέρτες έχουν -μόνο- την ικανότητα να άρουν τα συμπτώματα του άσθματος αλλά δεν διορθώνουν την υποκείμενη παθολογία - φλεγμονή (Μερικοά μακράς δράσεως β2-διεγέρτες εν τούτοις, λε΄γεται ότι, έχουν και αντιφλεγμονώδη δράση). Αντίθετα, τα κορτικοστεροειδή δρουν, μεταβάλλοντας την πορεία της παθήσεως, αίροντας τη φλεγμονή. Οι ασθενείς πρέπει να ενημερώνονται ότι οι β2-διεγερτες βραχεάις δράσεως είναι φάρμακα διασώσεως, κια ότι τα εισπνεόμενα κορτικοειδή είναι φάρμακα ελέγχου και αποτροπής της εξελίξεως, έχοντας έτσι, δοαφορετική αποστολή.
Πρέπει να επιβεβαώνεται ότι ο ασθενεής γνωρίζει τον τρόπο χρήσεως της συσκευής και τη δράση του φαρμάκου που λαμβάνει. Ο ασθενής πρέπει να ε΄χει διθέσιμο ένα σχέδιο διασώσεως, σε περίπτωση που τα συμπτώματά του επιδεινώνονται ή καθίστανται σδυσβάστακτα.     

 

 

 

Οι β-αναστολείς προκαλούν ενίοτε πολύ σοβαρό και δυσίατο άσθμα, επειδή οι β-αναστολείς αποκλείουν τη δράση των β2-διεγετών, προς αναστορφή του βρογχοσπάσμου. Μπορεί να επέλθει ο θάνατος των ασθενών από απόφραξη των αςεραγωγών, οξεία αναπνευστική ανεπάρκεια, ή σοβαρή εγκεφαλική βλάβη από υποξία. 

αλκαλοειδή της vinca. Μπορεί να εμφανιστεί υπερευαισθησία και βρογχόσπασμος  σε μια αναλογία ασθενών υπό θεραπεία με αλκαλοειδή της vinca ή ταξάνες, αλλά οι αντιδράσεις αυτές μπορεί να περισταλούν με προθεραπεία με αντιισταμινικά και κορτικοειδή. 

Εξ ασκήσεως βρογχόσπασμος

παράδοξος βρογχόσπασμος. Είναι ο βρογχόσπασμος που εμφανίζεται μετά τη χορήγηση συμπαθητικομιμητικού βρογχοδιασταλτικού (&). 1Truitt T, Witko J, Halpern M. Levalbuterol compared to racemic albuterol: efficacy and outcomes in patients hospitalized with COPD or asthma. Chest 2003;123:128-135. 2. Package insert for Xopenex. In: Physicians Desk Reference. Montvale, Medical Economics Company, 2002, pp 3207-3209. 3. Yarbrough J, Mansfield L, Ting S. Metered dose induced bronchospasm in asthmatic patients. Ann Allergy 1985;55:25-27. 4. Perrin-Fayolle M. Salbutamol in the treatment of asthma [letter]. Lancet 1995;346:1101.

5. American Academy of Pediatrics Committee on Drugs. 'Inactive' ingredients in pharmaceutical products: update (subject review). Pediatrics 1997;99:268-278.</p> <pre> Manners easily and rapidly mature into morals. --Horace Mann </pre> <p>Kalpana Raghunathan, MD, and Nagapradeep Nagajothi, MD

c. Φάρμακα ακτινολογικής απεικονίσεως

Μετά ενδοφλέβια χορήγηση σκιαστικών μέσων μπορεί να αναπτυχθεί αναφυλακτοειδής αντίδραση, διαμεσολαβούμενη από μη ανοσολογικά προωθούμενους μεσολαβητές. Τα νεότερα, χαμηλής ωσμωτικότητας ακτινοσκιερά μέσα προκαλούν πολύ λιγότερες αναφυλακτοειδείς αντιδράσεις. Εάν απαιτείται η χορήγηση ακτινοσκιερών μέσων, επαρκής προστασία κατά των ενδεχόμενων   αναφυλακτοειδών αντιδράσεων εξασφαλίζεται με την προετοιμασία του ασθενούς με χορήγηση κορτικοειδών και Η1 αντιϊσταμινικών. Μεταξύ των υπολοίπων, η βινπλαστίνη και η βιντενσίνη, μερικές φορές, προκαλούν βρογχόσπασμο στα πλαίσια των τοξικών τους επιδράσεων. Βρογχόσπασμος μπορεί, επιπλέον, να προκληθεί μετά χορήγηση μυοχαλαρωτικών φαρμάκων, όπως το d-tubocurarine. Η επίπτωση των παρενεργειών αυτών είναι, πάντως, πολύ χαμηλή.

Η ικανότητα βρογχοσπάσμου ελέγχεται με τον έλεγχο της βρογχικής υπεραντιδραστικόττηας

βρογχοδιαστολή

Για λόγους ασφάλειας, όλοι οι ασθενείς δεν μπορούν να είναι υποψήφιοι διενμέργειας δοκιμασιών προκλήσεων. Είναι, επίσης, πιθανό ότι τα γονίδια που εκφράζουν την ικανότητα βρογχοσπάσμου μπορεί να μην αντιστοιχούνται απόλυτα από τα γονίδια που εκφράζουν την ικανότητα βρογχοδιαστολής. Σε κάθε περίπτωση, η ανεξάρτητη εκτίμηση της ικανότητας βρογχοδιαστολής πρέπει να ελέγχεται σε κάθε γενετικό έλεγχο πνευμονοπαθειών, όπως η κυστική ίνωση, η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια και το άσθμα. 

Η δοκιμασία διενεργείται με την υπόδειξη στον εξεταζόμενο να κάνει δύο εισπνοές σαλβουταμόλης, των 90 μcg /εισπνοή, μλέσω δοσιμετρικής συσκευής. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί εκτατικός σωλήνας για την καλύτερη απορρόφηση του βρογχοδιασταλτικού. Διενεργείται σπιρομέτρηση πριον και 15 λεπτά μετά την εισπνοή του βρογχοδιασταλτικού. Η απάντηση σην βρογχοδιαστολή είναι κανονικής κατανομής στον πληθυσμό, και μπορεί να μια καμπύλη δόσεως αποτελέσματος, μετά την επανάληγη της δοκιμασίας με 4 εισπνοές σαλβουταμόλης. Η απάντηση στη βρογχοδιαστολή μπορεί να εκφραστεί εμ διάφορους τρόπους, αλλά οι συνήθως χρησιμοποιούμενοι είναι:

[α] η μεταβολή του απόλυτου όγκου στον FEV1 [μετάFEV1 - πρινFEV1),
[β] ως εκατοστιαία ανaλογία της βασικής τιμής:
(postFEV-preFEV1)/preFEV1, ως απόλυτος αριθμός
[γ]  ως εκατοστιαία αναλογία των προβλεπόμενων τιμών:
(postFEV1-preFEV1)/FEV1 pred.