Αγγειογένεση, αγγειόσταση

[βλ. νεοαγγειογένεση και νεοαγγειογένεση]. Ο σχηματισμός νέων αγγείων αποτελεί κρίσιμη διαδικασία στο σχηματισμό κοκκιώδους ιστού, ως αποκατάσταση επιφανειακών τραυμάτων και στους αεροχώρους μετά σοβαρή κυψελιδική βλάβη. Ταυτόχρονα με τις απαντήσεις των μεσεγχυματικών κυττάρων, παρατηρείται ανάπτυξη νεόπλαστων τριχοειδών στους αεροχώρους, από την εκβλάστηση των φλεβιδίων των παρακειμένων ιστών. Ενόσω οι πυροδοτικοί μηχανισμοί που ρυθμίζουν τη νεοαγγειογένεση δεν έχουν με πληρότητα μελετηθεί, προτείνοται διάφορες υποθέσεις, με τις οποίες επιχειρείται να κατανοηθούν οι σχετικές διεργασίες, όπως η αναστολή της επαφής των κυττάρων, η συμβολή της θεμέλιας ουσίας και των παραγόντων αναπτύξεως, η επίδραση διαφόρων μηχανισμών, δυνάμεων κλπ[i] (à64). 

Μετά την εγκατάσταση βλάβης στο τοίχωμα ενός αγγείου παρατηρείται ταχεία αναπαραγωγή και επέκταση μονόστιβου ενδοθηλίου. Η ανάπτυξη των ενδοθηλιακών κυττάρων τελεί υπό τον έλεγχο αντεπιδράσεων λείων μυικών ινών, περικυττάρων ή των προϊόντων τους. Η θεμέλια ουσία παριστά σημαντικό ρυθμιστή της συμπεριφοράς των τριχοειδικών ενδοθηλιακών κυττάρων, καθώς είναι γνωστό ότι τα τριχοειδικά ενδοθήλια πολλαπλασιάζονται αθρόα, μετά συγκόλληση με ινοδεσμίνη, in vitro. Έτσι, η ινοδεσμίνη συμπεριφέρεται ως παράγων αναπτύξεως για τα μεσεγχυματικά και ενδοθηλιακά κύτταρα, που παριστούν κύρια στοιχεία του κοκκιώδους ιστού.

Πληθώρα άλλων κυτοκινών επιρεάζουν τις διαδικασίες της αγγειογενέσεως, τόσο in vitro, όσο και in vivo, με διάφορους τρόπους, που είναι παρόμοιοι προς τις διαδικασίες αποκαταστάσεως, μετά πνευμονική κάκωση.

Επιπλέον των βασικών FGF, εμπλέκονται πεπτίδια, προερχόμενα από τα μακροφάγα, στα οποία συμπεριλαμβάνεται ο TGF-a, που αποτελεί έναν αγγειογενετικό παράγοντα, που ταυτοποιήθηκε στα μακροφάγα, που προσελκύονται στις δερματικές κακώσεις, ενώ ο TNF-a και ο TGF-b μπορεί να διεγείρει την αγγειογένεση, εμμέσως, επάγοντας τον πολλαπλασιασμό των μακροφάγων και των αιμοπεταλίων[ii]. Η αφθονία ινικής και πρωτεασών στους αεροχώρους, μετά κυψελιδική βλάβη, υποδηλώνει ότι προϊόντα αποδομήσεως της ινικής μπορεί, επίσης, να παρίστανται ενεργώς στη διαδικασία αγγειογενέσεως και, πράγματι, έχει δειχθεί ότι χαμηλού μοριακού βάρους (<50000) προϊόντα αποδομήσεως ινικής διεγείρουν την αγγειογένεση in vivo[iii].

Σε παθολογικές καταστάσεις, η πολύπλοκη διαδικασία της αγγειογενέσεως ρυθμίζεται από πληθώρα διαφορετικών παραγόντων που δρουν σε συγχρονισμό, αλλά οι γνώσεις μας επί του ρόλου τους στις πνευμονοπάθειες παραμένουν περιορισμένες. Στο BAL ασθενών με ποικιλία σοβαρών πνευμονοπαθειών, ανιχνεύονται δύο πεπτίδια, 18 kilodaltons, που διεγείρουν τη μετανάστευση και προσκόλληση των ενδοθηλιακών κυττάρων in vitro και προάγουν την αγγειογένεση in vivo48. Τα πεπτίδια αυτά, με χημική συγγένεια έναντι της ηπαρίνης ταυτόσιμη με το βασικό FGF και έναν μακρομοριακό, 150-kilodaltons, πεπτιδικό παράγοντα, εμφανίζονται πολλαπλώς ισχυρότερα από τον βασικό FGF, που απελευθερώνεται από τα κυψελιδικά μακροφάγα ή την κατακερματισμένη βασική μεμβράνη [βλ.: αναστολείς αγγειογενέσεως]

 

[i] Gibbons GH, Dzau VJ: The emerging concept of vascular remodeling. N Engl J Med 1994• 330:143

[ii] Frater-Schrader M, Risau W, Hallmann R, et al: Tumor necrosis factor type alpha, a potent inhibitor of endothelial cell growth in vitro, is angiogenic in vivo. Proc Natl Acad Sci U S A 1987• 84:5277

[iii] Henke C, Fiegel V, Peterson M, et al: Identification and partial characterization of angiogenesis bioactivity in the lower respiratory tract after acute lung injury. J Clin Invest 1991• 88:1386

Ο σχηματισμός νέων αγγείων είναι μια φυσιολογική λειτουργία που συνοδεύει την εμβρυική ανάπτυξη, την επούλωση των τραυμάτων, τη χρόνια φλεγμονή, και την ανάπτυξη των κακοήθων όγκων. Μερικές χημοκίνες (ιδίως οι CXC χημοκίνες) προάγουν την αγγειογένεση, ενώ άλλες μεσολαβούν την αναστολή της (αγγειόσταση). Οι αγγειογενετικές ιδιότητες των CXC χημοκινών συσχετίζονται με την παρουσία τριπεπτιδίων glu-leu-arg. Στις προαγγειογενετικές χημοκίνες συμπεριλαμβάνονται οι ELR+ CXC χημοκίνες  (CXCL1,2,3,5,6,7,8,12 και CCL2). Στις αντιαγγειογενετικές χημοκίνες συμπεριλαμβάνονται οι ERL-CXC 4,9,10,11,13 και οι CCL21. Οι αγγειογενετικές και αγγειοστατικές ιδιότητες των χημοκινών είναι μεγίστης σημασίας στην παθογένεια των όγκων και της φλεγμονής.

Οι 4 βιολογικές δράσεις των χημοκινών (à1384) εμπλέκονται συνδυαστικά σε διάφορα βιολογικά φαινόμενα, όπως στην απόρριψη όγκων (χημοταξία λευκοκυττάρων), στις αλλεργικές αντιδράσεις (λευκοκυτταρική μετανάστευση και αποκοκκίωση).

σιτευτικά κύτταρα και νεοαγγειογένεση, αγγειογένεση: αναστολείς.