Ο καρκίνος του πνεύμονος είναι μια εξαιρετικά ετερογενής χρόνια πνευμονοπάθεια με καλώς αναγνωρισμένες πάνω από 50 διακριτές ιστολογικές παραλλαγές, όπως καταχωρούνται στον ανανεωμένο πίνακα του WHO [1] |νεοπλάσματα πνεύμονος|. Επειδή η παραλλαγές αυτές εμφανίζουν διαφορετικές γενετικές και βιολογικές ιδιότητες, η ορθή ταξινόμηση είναι αναγκαία για την ορθή επιλογή της θεραπευτικής τακτικής. Επειδή ο ιστολογικός τύπος και οι μεταλλάξεις του EGFR είναι απόλυτα αναγκαία για τη στοχευμένη επιλογή χημειοθεραπείας, για το αδενοκαρκίνωμ του πνεύμονος, που είναι ο συχνότερος ιστολογικός τύπος [2], αναδύεται επιτακτική ανάγκη επαναταξινομήσεώς του που να είναι προσανατοιλισμένη στα νεότερα διαγνμωστικά δεδομένα και τις εναλλακτικές θεραπευτικές στρατηγικές, τέτοις που αν επιτρέπουν τη διενέργεια μοριακών εξετάσεων σε μικρά βιοπτικά δείγματα και κυτταρολογικές συλλογές. Για τους παραπάνω λόγους προτάθηκε από μια πολυσχιδή ομάδα εργασίας υπό τη διεθνή Οργάνωση για τη μελέτη του καρκίνου του πνεύμονος, την αμερικανική και ευρωπαϊκη πνευνολογικές εταιρείες μια νέα ταξινόμηση για τον καρκίνο τοπυ πνεύμονος [3] (&)
αγγειογένεση είναι μια διαδικασία, με την οποία επιτρέπεται πο σχηματισμός και η ανάπτυξη νέων αγγείων από το ήδη διαθέσιμο αγγειακό δίκτυο. Η διαδικασία είνια πολυπαραγοντική, πολύπλοκη και διακρίνεται σε διάφορα στάδια, στα οποία εμπλέκονται ενεργά κύτταρα, διαλυτοί παράγοντες, και το εξωκυττάριο δίκτυο. Στα ενδιάμεσα στάδια περιλαμβάνεται: ανάπτυξη του όγκου και οι επεκτάσεις του εξαρτώνται σε κρίσιμο βαθμό από την ένταση της αγγειογενέσεως, έχουν καταβληθεί εντατικές προσπάθειες για να διευκρινιστεί ο ρόλος της νεοαγγειογενέσεως, όχι μόνο στο σχηματισμό κι ανάπτυξη του όγκου, αλλά και στην εισαγωγή νεών θεραπειών. Η αγγειογένεση, εν γένει, είναι μια πολύπλοκη διεργασία που συμβαίνει παντού στον οργανισμό καιυπόκειται σε διαφορουθς προ-μκαιαντι-αγγειογενετικούς παράγοντες. Πέραν από την φυσιολογική δράση τους, εν τούτοις, ο σχηματισμός νέων αγγείων αποτελεί μέρος της βιολογίας των περισσότερων νεοπλασμάτων, συμπεριλμαβανιμένων των τύπων του καρκίνου του πνεύμονος. Διατίθεται πράγματι ποικιλία προ-αγγειογενετικων παραγόντων στους οποίους συμπεριλαμβάνεται ο αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγων (vascular endothelial growth factor -VEGF), ο από τα αιμοπέταλια προερχόμενος αυξητικός παράγων (platelet derived growth factor (PDGF) και ο απ΄πο τους ινοβλάστες προερχόμενος αυξητικός παράγων (fi broblast derived growth factor - FGF) (&, &, &, &, &, &, &). |
η αγγειογένεση στο μΜΚΠ
|αντιαγγειογενετική θεραπεία του ΚΠ| οι αντιαγγειογτενετικοί παράγοντες στην εξατομικευμένη θεραπεία τουΚΠ| Οι πνεύμονες διαθέτουν πλουσιώτατη αγγείωση, από την ακεραιόττηα της οποίας εξαρτάται η αποδοτική λειτουργία της.Τα ενδοθηλιακά κύτταρα που επαλείφουν τηνεσωτερική επιφάνεια των αγγείων, δεν αποτελούν μόνο έναν μηχανικό τείχος αλλά διαδραματίζουν κρίσμο ρόλο στη ρύθμιση της αιματικ;hw ροής, της αγγειακής διαπερατότητας, την αγγειογένεση, κια τη δυνατότηα του όγκου να μεθίσταται. Tα ενδοθηλιακά κύτταρα από τον υγιή ιστό διαφέρουν όχι μόνο φαινοτυπικά, αλλά και ως προς την γονιδιακή τους έκφραση από εκείνα που απαντούν στο νεοπλασματικό ιστό.
Τυπικά, η αγγειογένεση στα νεοπλάσματα αποτιμάται εμμέσως μετρώντας την ενδοπλασματική τους πυκνότητα (MVD), μετά από κατάλληλη ανοσοϊστοχημική επεξεργασία. Έχει δειχθεί, σε πληθώρα κλινικών δοκιμών, ότι η αύξηση της MVD αποτελεί ανεξάρτητο προγνωστικό παράγοντα σε ποικιλία νεοπλασματικών τύπων, όπως του μαστούμ του παχέος εντέρου, του προστάτη και του στομάχου, αλλά δεν έχει αποδειχθεί παρόμοια συσχέτιση με τον ΜΜΚΠ, παρ΄όλο ότι έχει διαπιστωθεί ότι η συχνότητα τηςλμφαδενικής επινεμήσεως συσχετίζεται μετη MVD, η οποία, εν τούτοις συσχετίζεται με τη συχνότητα των λεμφαδενικών μεταστάσεων. Ο ρόλος της MVD ως προγνωστικός παράγοντας του ΜΜΚΠ, που αντιμετωπίστηκε με χειρουργική εξαίρεση και συμπληρωματική χημειοθεραπεία.
Η ανάγκη εισαγωγής νέων φαρμακευτικών παραγόντων για τη θεραπεία του ΜΜΚΠ μπορεί να ικανοποιηθεί με την εισαγωγή αντι-αγγειογενετικών παραγόντων. τόσο ως φάρμακο πρώτης γραμμής, όσο και κατά τη θεραπεία των υποτροπών ή των επιμόνων μορφών. Όπως προειπώθηκε, παράγοντες οι οποίοι ρυθμίζουν γην αγγειογένεση όπως ο ο αυξητικός απράγων του γγεικού ενδοθηλίου (vascular endothelial growth factor, VEGF), ο προερχόμενος από τα αιμοπετάλια παράγων αναπτύξεως (platelet-derived growth factor, PDGF) και ο αυξητικός απράγων των ινοβλαστών (fibroblast growth factor, FGF) αποτελούν σημαντικούς θεραπευτικούς στόχους. Πολλοί άλλοι παράγοντες και βιοδραστικές ουσίες όπως αντισώματα αναστολείς της τυροσίνης κινάσης και παράγοντες που διασπούν αγγεία, έχουν εισαχθεί σε μελέτες φάσεως ΙΙΙ αλλά, γενικά, δεν έχουν αποδόωσει αξιποιήσιμους θεραπευτικούς καρπούς, πιθανόν λόγω της μοριακής και κλινικής ετερογένειας του ΜΜΚΠ.
εικόνα 1. επιδιωκόμενοι θεραπευτικοί στόχοι επί των μηχανισμών αγγειογενέσεως, στο ΜΜΚΠ (&).
Θεωρητικά, τα νεοπλασματικά κύτταρα παράγουν VEGFR-Α, bFGF, αγγειοποιιτίνες, ινετελευκίνη-8, πλακουντικό αυξητικό παράγοντα και VEGF-C. Οι παράγοντες αυτοί διεγείρουν τον πολλαπλασιασμό και την μετανάστευση των προσηλωμένων ενδοθηλιακών κυττάρων. Επ΄σης το stroma αποτελεί πρόσθετη πηγή ενδοθηλιακών κυττάρων, Το stroma παριστά μια ετερογενή περιοχή, που περιλαμβάνει ινοβλαστικά, φλεγμονώδη και άνοσα κύτταρα. Πρόσφατες μελέτες δείχνουν ότι σχετίζονται με ινοβλάστες συνδόμενους με τον όγκο που παράγουν χημοκίνες, όπως κύτταρο παράγοντα στρωματικό παράγοντα (SDF) -1, που μπορεί να στρατολογήσει αγγειογενετικά κύτταρα από τον μυελό των οστών (BMC). Τα νεοπλασματικά κύτταρα απελευθερώνουν, επίσης, παράγοντες που στρατολογούν κύτταρα από το stroma, όπως τον αιμοπεταλιακό αυξητικό παράγοντα (platelet-derived growth factor, PDGF-A, PDGF-C) ή τον μετασηματικό αυξητικό παράγοντα ( transforming growth factor, TGF)-β). Άλλος παράγοντας που έχει επαρκώς αναγνωριστεί, είναι οι συνδεόμενλι με τον όγκο ινοβλάστες Xalkori-targeted-treatment-ALK-positive-non-small-cell-lung-cancer.
ΧΗΜΕΙΟΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΑ ΦΑΡΜΑΚΑ ΠΟΥ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΥΝΤΑΙ ΣΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΟΝΙΚΟΥ ΚΑΡΚΙΝΟΥ. - νεοαγγειογενετικά
bevacizumab (Avastin). H Bevacizumab είναι το πλέον πρόσφατα εισαχθέν φάρμακο στην φαρέτρα της θεραπείας του ΠΚ και αποτελεί το τονμόνο αντιαγγειογενετικό παράγοντα, σήμερα., με σαφή θεραπευθτική δράση, με κριτ'ήριο τη βελτίωση του προσδόκιμου επιβίωσης των ασθενών με ΜΜΚΠ. Στις παρενέργειές του συμπμπεριλαμβάνετα η φλεβική θρομβοεμβολική νόσος, και η θανατηφόρος αιμορραγί: παρενέργειες που σημειώθηκαν στις κλινικές δοκιμές της αρχικής περιόδου φάσεως ΙΙ. |
Σε μια τυχαιοποιημένη, φάσεως ΙΙΙ, κατά την οποία εκτιμήθηκε σε συδυασμό με καρβοπλατίνα/πακλιταξέλη, έναντι καρβοπλατίνα/πακλιταξέλη μόνο (ECOG 4599) αποδείχθη βελτίωση της επιβιώσεως. Η μελέτη περιορίστηκε σε ασθενείς με ΜΜΚΠ, οι οποίοι δεν εμφάνισαν μεταστάσεις στο ΚΝΣ ή να απαιτούσαν θεραπεία με αντιπηκτικά, ή είχαν ιστορικό σημαντικής αιμοπτύσεως.
μηχανισμός δράσεως. Η Bevacizumab είναι ανασυνδυασμένο ανθρώπινο μονοκλωνικό αντίσωμα που δεσμεύει και αναατέλλει τη βιολογική δραστηριότητα τον ανθρώπινο, ενδοθηλιακό αυξητικό παράγοντα (VEGF), που αναστέλλει την αγγειονεογένεση, κι έτσι, την εξέλιξη του όγκου. Επιπέλον, μπορεί να μπορεί να ανστέλλει την προκαλούμενη από τον όγκο πίεση στο διάμεσο χώρο και να διευκολύνει την διάχυση της χημειοθεραπείας προς τον όγκο. Φαρμακοκινητική/μεταβολισμός. Η διάρκεια ημοιζωής του φαρμάκου εκτιμάται σε 20 ημέρες. Ο μετααβολισμός του φαρμάκου δεν έχει μελετηθεί πλήρως, αλλά έχει αναφερθεί ότι επιφέρει απουσιώδεις νεφρικές ή ηπατικές διαταραχές. Ενώ, λεχει λάβει άδεια για τη θεραπεία του καρκίνου του παχέος εντέρου, έχει δείξει ωφέλιμα αποτελέσματα στο ΜΜΚΠ, ιδίως το αδενοκαρκίνωμα, σε ασθενείς χωρίς επεισόδια σημαντικής αιμοπτύσεως. Έχει, επίσης, δράση στο καρκίνο του μαστού.
Η Bevacizumab έχει σημαντικές -δυνητικά σοβαρές- παρενέργειες, στους ασθενείς με ΠΚ, όπως η υπέρταση, η αυξημένη επίπτωση καρδιαγγειακών επεισοδίων και το ενδεχόμενο της επιβραδύνσεως της επουλώσεως των τραυμάτων. H μαζική αιμόπτυση (όχι σπάνια θανατηφόρος) που παρατηρήθηκε σε ασθενείς με ΜΜΚΠ εκ πλακωδών επιθηλίων, σε μια προκαταρκτική κλινική δοκιμή, οδήγησε στον αποκλεισμό των ασθενών αυτών, από τη θεραπεία με Bevacizumab, στη μελέτη φάσεως ΙΙΙ, που επακολούθησε. Παρά τα αναφερόμενα προβλήματα, ο θεραπευτικός αυτός παράγων έχει επιδείξει ικανοποιητική θεραπευτική δράση και, ήδη, υφίσταται περαιτέρω εκτίμηση σε ιστολογικές ποικιλίες του ΜΜΚΠ, ως μέρος της χημειοθεραπείας ή ως συμπληρωματική χορήγηση [βλ.: κατηγορίες κυτταροστατικών φαρμάκων]. Η bevacizumab παραμένει ο μόνος πράγων που έχειμ λαβει έγκριση για χορήγηση σε ασθενείς με αδενοκαρκίνωμα, με καλή κατάσταση απουσία εγκεφαλικών μεταστάσεωνκαι χωρίς σημαντικές αιμορραγίες ή θρομβωτικά επεισόδια. Οι σχετικές μεταναλύσεις της χορήγησης bevacizumab σε συνδασυνό με στάνταρντ θεραπεία με βάση την πλατίνη, δείχνουν ικανοποιητικά θεραπευτικά αποτελέσματα, αλλά και σταδιακά επιτεινούμενες παρενέργειες. Προσπάθειες με άλλους αντιαγγειαγενετικούς παράγοντες δεν έχουν φτάσει σε ικανοποιητικά θεραπευτικά αποτελέσματα. Επιπλέον μάλιστα πρόσφατες μελέτες έχου δείξει ότι η σισπλατίνη ή καρβοπλατίνη σε συνδυασμό με pemetrexed που ακολουθείται από συντηρητική θεραπεία με pemetrexed, μέχρις να επισημανθεί πορόοδος της πάθησης, παριστούν ένα εναλλακτικό σχήμα, σε αντικατάσταση με τις θεραπείες με βάση την bevacizumab.
Vandetanib
θαλιδομίδη και άλλλοι ανοσοτροποποιητικοί παράγοντες
Η θαλιδομίδη είναι ένας αντιαγγειοπγενετικός πάράγων που αναστέλλει τον FGF και τον VEGF.
Sunitinib, S
Έχουν δημοσιευτεί δύο κλινικές δοκιμές απoτίμησης της δράσως της S. Μια φάσης ΙΙΙ κλινική δοκιμή...
Sorafenib, S
Άλλοι θραπευτικοί παράγοντες, υπό κλινική αξιολόγηση
Nivolumab
Συμπεράσματα. Η αγγειογένεση θεωρείτια ως κρίσιμος παράγων στην ανάπτυξη του όγκου - επομένως και κρίσιμος στόχος στη θεραπευτική των νεοπλασμάτων. ¨Εχουν δημοσιευτεί πληθώρα κλινικών δοκιμών με τις οποίες αποτιμώνται διάφοροι φαρμακολογικοί παράγοντες, ως προς την ικανότητά τους να αναστέλλουν την νεοαγγειογένεση, επί ΚΠ, αλλά τα απεριοσσότερα από τα αποτέλεσματα αυτών των προσπαθειών απέβησαν απογητευτικά, καθώς δεν πε΄τυχαν να βελτιώσουν την έκβαση της θεραπείας. ¨Εχει ωστγόσο εντοπιστγεί κάποια διαφοροποίηση ανάλογα με τον ιστολογικό υπότυπο των νεοπλαμάτων. Διάφοροι θεραπευτικοί παράγοντες, στους οποίους συμπεριλαμβάνεται η sorafenib και η motesanib έχουν εμφανίσει επιδείνωση της επιβίωσης σε ασθεξνείς με πλακώδες ΚΠ, κι έτσι, έχουν εξαιρεθεί από τη θεραπευτική του πλακώδους νεοπλάσματος, ακόμη και bevacizumab.
βιβλιογραφία
1. Travis WD, Brambilla E, Muller-Hermelink HK, Harris CC (eds) (2004) World Health Organization classifi cation of tumours. Pathology and genetics of tumours of the lung, pleura, thymus and heart. IARC Press, Lyon
2. Antonicelli A, Cafarotti S, Indini A, Galli A et al (2013) EGFR-targeted therapy for non-small cell lung cancer: focus on EGFR oncogenic mutation. Int J Med Sci 10(3):320–330
3. Travis WD et al (2011) IASLC/ATS/ERS international multidisciplinary classifi cation of lung adenocarcinoma. J Thorac Oncol 6(2):244–285
1. Halmos B, Boiselle PM, Karp DD. Lung cancer. Prim Care Update Ob Gyns. 2003;10:87-94.
2. National Cancer Institute. Surveillance, epidemiology and end results. Available from: http://seer.cancer.gov/csr/1975_2004/results_merged/sect_15_lung_bronchu... [accessed 25.02.11]
3. Hanahan D, Folkman J (1996) Patterns and emerging mechanisms of the angiogenic switch during tumorigenesis. Cell 86:353–364 2. 4. Folkman J, Klagsbrun M (1987) Vascular physiology. A family of angiogenic peptides. Nature 329:671–67245.
4. Kim KJ, Li B, Winer J et al (1993) Inhibition of vascular endothelial growth factor-induced angiogenesis suppresses tumour growth in vivo. Nature 362:841–844
5. Alvarez RH, Kantarjian HM, Cortes JE (2006) Biology of platelet-derived growth factor and its involvement in disease. Mayo Clin Proc 81:1241–1257
6. Presta M, Dell’Era P, Mitola S, Moroni E, Ronca R, Rusnati M (2005) Fibroblast growth factor/fi broblast growth factor receptor system in angiogenesis. Cytokine Growth Factor Rev 16:159–178
7. Kerbel RS (2006) Antiangiogenic therapy: a universal chemosensitization strategy for cancer? Science 312:1171–1175 7. Ferrara N, Gerber H-P, LeCouter J (2003) The biology of VEGF and its receptors. Nat Med 9:669–676