Αποκατάσταση, rehabilitation




 

περιεχόμενα, Ορισμός | σκοπός | μέθοδοι |πνευμονική αποκατάσταση | plulmonary rehabilitation |καρδιακή αποκατάσταση, cardiac rehabilitation |νεφρική αποκατάσταση | απόδοση | η θεραπευτική επίδραση της μουσικής  | βιβλιογραφία



hp mercury med4Σύμφωνα με τον Π.Ο.Υ., υγεία δεν είναι απλά μόνο η απουσία κάθε εκπτώσεως της φυσικής, συναισθηματικής ή διανοητικής επάρκειας, αλλά και η προσαρμογή και διαχείριση των απωλειών της, έτσι, ώστε, να εξασφαλίζεται στον πάσχοντα καλή ποιότητα ζωής και συμμετοχή στις δραστηριότητες του κοινωνικού του περίγυρου. Αποκατάσταση είναι ολοκληρωμένη δράση στα πλαίσια της κλινικής διαχειρίσεως ασθενών με εξελισσόμενες παθολογικές εκτροπές  που συνεπάγονται προοδευτική επιδείνωση της λειτουργίας και επίμονα συμπτώματα, παρά την εφαρμογή βέλτιστης ιατρικής αγωγής. Γενικά, Πάθηση είναι μια εκτροπή της υγείας, άγνωστης αιτιολογίας, εν αντιθέσει με τον όρο νόσος, που είναι απώλεια υγείας, αποδιδόμενη σε γνωστά αίτια. Υπό τον ορισμό αυτό, το άσθμα εξακολουθεί να παραμένει πάθηση, παρά τις προόδους που έχουν συντελεστεί στην κατανόηση της παθογένειά τους, ενώ η πνευμονία, είναι νόσος, εφόσον είναι γνωστό το μικροβιακό αίτιο που την προκάλεσε. Διαταραχή είναι οποιαδήποτε δομική ή λειτουργική απώλεια της ψυχολογικής, φυσικής ή ανατομικής συγκροτήσεως του ανθρωπίνου όντος. Ανικανότητα είναι ο περιορισμός ή η απώλεια, ως αποτέλεσμα μιας διαταραχής αναφορικά με την εκτέλεση μιας δραστηριότητας, με τρόπο ή στα πλαίσια του φυσιολογικού για ανθρώπινα όντα, Οι έκπτωση της ικανότητας συνηθισμένων δραστηριοτήτων έχει δυσμενές αποτέλεσμα στην ποιότητα ζωής των πασχόντων, καθώς απειλεί την αυτονομία τους. Η αναπηρία είναι μειονεξία απότοκη μιας διαταραχής ή ανικανότητας που οριοθετεί την επιτέλεση του φυσιολογικού ρόλου ενός ανθρώπου.  Από πνευμονολογικής απόψεως, στην πλειονότητα των ασθενών, η ανικανότητα μπορεί να αξιολογηθεί με βάση απλές λειτουργικές δοκιμασίες, όπως η σπιρομέτρηση, η μέτρηση του μέγιστου εθελοντικού αερισμού, η εκτίμηση του παράγοντος διαχύσεως η λεπτομερέστερα, με τις δοκιμασίες καρδιοπνευμονικής κοπώσεως. Άτομα με φυσιολογική ή ήπια διαταραγμένη αναπνευστική λειτουργία, συνήθως, μπορούν να εκτελέσουν όλες τις εργασίες εκτός από τις ασυνήθιστα βαριές. Άτομα με βαριά διαταραχή της αναπνευστικής λειτουργίας συνήθως είναι ανίκανοι να εκτελέσουν οποιαδήποτε εργασία. Η ανικανότητα αυτή οφείλεται σε δυσλειτουργία των μυών, σε πρωτοπαθείς σκελετικές ή καρδιοπνευμονικές διαταραχές, περιορισμένη αντοχή, ή συνδυασμό των προαναφερομένων διαταραχών. Οι ασθενείς μπορεί να μειονεκτούν περισσότερο λόγω οικονομικής ανεπάρκειας, ανεπαρκούς στηρίξεως της οικογένειας ή  εκπαίδευσης, καθώς και, κυρίως, την ανεπάρκεια ή έλλειψη πολιτικών δημόσιας υγείας και ευημερίας.
Οι χρόνιες παθήσεις είναι στη σημερινή εποχή η μείζων αιτία νοσηρότητας και θνητότητας, καθλώς οι πάσχοντες βιώνουν καθημερινά τις συνέπειες της τελικού σταδίου ανεπάρκειας του πάσχοντος οργάνου, όπως επιδεινώνεται από βασανιστικά φυσικά και ψυχολογικά συμπτώματα και με την συνεισφορά των συνοσηροτήτων, παρά την χορήγηση βέλτιστης φαρμακοθεραπείας (&). Η μεγάλη αναλογία των χρόνιων αυτών παθήσεων αφορά παθήσεις του καρδιιαγγειακού, του αναπνευστικού και ουροποιητικού συστήματος
και, επομένως, αναγκαιούν προσπάθειες προαγωγής των παρηγορητικών μεθόδων διαχειρίσεως των ασθενών αυτών (&), όπως οι μέθοδοι αποκαταστάσεως.
πνευμονική αποκατάσταση
Επί μιας χρόνιας πνευμονοπάθειεας, παρατηρούνται: δυσλειτορυγία σκελετικών και αναπνευστικών μυών, διατροφικές διαταραχές, καρδιακές διαταραχές, σκελετικές παθήσεις (π.χ., οστεοπόρωση από την πάθηση (πχ., ΧΑΠ) ή τη θεραπεία της, αισθητικές διαταραχές, ψυχοκοινωνικές διαταραχές. Τα αίτια της νοσηρότητας επί πνευμονοπαθειών αναζητούνται στις δυσμενείς επιδράσεις της Υποξαιμίας, στην πνευμονική υπερδιάταση ( στατική και δυναμική) την κόπωση του διαφράγματος, τις συχνές νοσηλείες στο Νοσοκομείο, τις παρενέργειες των φαρμάκων, στις διαταραχές του ύπνου και στον προοδευτικό  ψυχοκοινωνικό αποσχηματισμό (Deconditioning), ως δευτεροπαθείς εκφράσεις των διαφόρων πνευμονοπαθειών, οι παρενέργειες των φαρμάκων, π.χ., κορτικοειδών.
ορισμοί 
Σύμφωνα με την  American Thoracic Society/European Respiratory Society (ATS/ERS)  Πνευμονική αποκατάσταση ορίζεται ως ένα πολυδιάστατο συνεχές υπηρεσιών προς άτομα με πνευμονοπάθειες, και στις οικογένειές τους, συνήθως από μια εξειδικευμένη ομάδα ειδικών, με στόχο την επίτευξη ενός μέγιστου επιπέδου ανεξαρτησίας, αυτοεξυπηρετήσεως και λειτουργικής επάρκειας. Η συμβολή της πνευμονικής αποκαταστάσεως έγκειται στη μείωση των συμπτωμάτων, με δράσεις συμβατές με την Ιατρική ευπραξία (Ιατρική βασισμένη σε ενδείξεις) στην περιεκτική διαχείριση συμπτωματικών ασθενών, με βασικό σκοπό την αποκατάσταση, στο μέγιστο δυνατό βαθμό των καθημερινών δραστηριοτήτων και την εξασφάλιση της καλύτερης δυνατής ποιότητας ζωής (&). Η πνευμονική αποκατάσταση είναι σύστημα ολοκληρωμένης παρεμβάσεως, συμπληρωματικής της φαρμακοθεραπείας,  αλλά δεν περιορίζονται μόνο στο στόχο της βελτιώσεως της ανοχής στην άσκηση, στην εκπαίδευση και την επαναχάραξη της συμπεριφοράς του ασθενούς, αλλά σχεδιάζεται με σκοπό τη βελτίωση της φυσικής και ψυχολογικής ακταστάσεως των πασχόντων από χρόνιες πνευμονοπάθειες και την υιοθέτηση συμπεριφορών προαγωγής της υγείας (&). Αναγνωρίζεται ως κεντρικής σημασίας συστατικό της ολοκληρωμένης αμτιμετωπίσεως ασθενών με χρόνιες πνευμονοπάθειες (&). Η στροφή της προσοχής των κλινικών στις μεθόδους και την αποτίμηση της αποτελεσματικότητας των μεθόδοων πνευμονικής αποκαταστάσεως καταδεικνύεται από το γεγονός ότι μόνο κατά τη διετια 2012-2013, έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά με πολύ ψηλό impact factor, πολυάριθμες σχετικές εργασίες (&, &, &, &, ). 
Η πνευμονική αποκατάσταση είναι η βασισμένη σε ενδείξεις παρέμβαση που έχει αποδειχθεί ότι βελτιώνει την έκβαση των ασθενών με χρόνιες αποφρακτικές ή περιοριστικές πνευμονοπάθειες, αν και η επίδραση των συνοσηροτήτων στις εκβάσεις της πνευμονικής αποκαταστάσεως και vice versa, έχει μόνο μερικώς κατανοηθεί. Προς το παρόν, υπάρχει περιορισμένος αριθμός πληροφοριών της ανάγκης προσαρμογής ειδικών παρεμβάσεων στην πνευμονική αποκατάσταση που να περιλαμβάνει και τις συνοσηρότητες ή τις ενδεχόμενες δυσμενείς συνέπειές της στη βαρύτητα των συνοσηροτήτων (βλέπε: πνευμονική αποκατάσταση σε ασθενείς με ΧΑΠ)
σκοπός
Η εφαρμογή μεθόδων πνευμονικής αποκαταστάσεως αποσκοπούν στην μείωση των συμπτωμάτων, τον περιορισμό της ανικανότητας, ενθάρρυνση και αύξηση της συμμετοχής στις κοινωνικές δράσεις και φυσικές δραστηριότητες, και βελτίωση της συνόλης ποιότηας ζωής, ασθενών με χρόνια πνευμονικά νοσήματα/παθήσιες. Οι στόχοι αυτοί, επιδιώκονται μέσω εκπαιδεύσεως του ασθενούς και του οικογενειακού του περιβάλλοντος,  συστηματικής ασκήσεως και του μεγαλύτερου, δυνατού φυσικού ανασχηματισμού, ψυχοκοινωνικής και συμπεριοφοριολογικής καθοδηγήσεως και υποστηρίξεως, και μέσω εκτιμήσεως των αποτελεσμάτων των εγχειρημάτων αυτών.  Η παρέμβαση αποκατάστασης είναι προσανατολισμένη προς τα μοναδικά προβλήματα και τις ανάγκες του κάθε ασθενή και υλοποιείται από μια διεπιστημονική ομάδα των επαγγελματιών υγείας, υπό την καθοδήγηση του ειδικού, ανάλογα με την εντόπιση της πρωτεύουσας παθολογικής εκτροπής. Παρ΄όλο ΄ότι η σύγχρονη τάση είναι να αντιμετωπίζονται ολιστικά οι ασθενείς ως ένα σύνολο φυσικής, συναισθηματικής και διανοητικής αυθυπάρξεως, για εκαπιδευτικούς λκόγους, διακρίνουμε τις μεθόδους αποκαταστάσεςω κατά σύστημα. Τα οφέλη της πνευμονικής αποκαταστάσεως καθίστανται ορατά, ακόμη και σε ανυπόστρεπτες πνευμονοπάθειες, επειδή το πλείστον των ανεπαρκειών και της ανικανότητας δεν προέρχεται από την πνευμονοπάθειεα καθ αυτή, αλλά από τις συνοσηρότητες,  που είναι θεραπεύσιμες, εφόσον αναγνωριστούν και αντιμετωπιστούν. Τόσο η ΧΑΠ, πχ., όσο και η εφαρμοζόμενη θεραπεία, επάγουν την ανάπτυξη οστεοπορώσεως (&), με δυσμενή συνεπακόλουθα στην ποιότητα ζωής και την επιβίωση των ασθενών. Παρ΄όλο ότι ο βαθμός της αποφράξεως των αεραγωγών ή της πνευμονικής υπερδιάτασεως δεν μεταβάλλεται σημαντικά, με μεθόδους πνευμονικής αποκαταστάσεως εφαρμοζόμενους σε ασθενείς με χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια, η αναστροφή του μυϊκού αποσχηματισμού κια η ακλύτερη βηματοδότησή τους, εξασφαλόζυν στους ασθενείς καλύτερη βάδιση με λιγότερη δύσπνοια.
επιλογή ασθενών. Η πνευμονική αποκατάσταση παρέχεται σε ασθενείς με χρόνιες πνευμονοπάθειες (αποφρακτικού ή περιοριστικού τύπου), που, παρά την βέλτιστη θεραπεία, παραμένουν δυσπνοϊκοί, έχουν περιορισμένη ανοχή στην άσκηση ή βιώνουν μείωση της αποδόσεώς τους στις συνήθεις φυσικές δραστηριότητες. Η επιλογή ασθενών για εφαρμογή πνευμονικής αποκατάστασης δεν βασίζεται στα αποτελέσματα από τις λειτουγικές εξετάσεις αναπνοής, αλλά στην επιμονή των συμπτωμάτων, στην ανικανότητα ή την προκαλούμενη αναπηρία. Παρ΄όλο ότι η ΧΑΠ παραμένει η κύρια ένδειξη για πνευμονική αποκατάσταση, ασθενείς με άλλες καταστάσεις, όπως άσθμα, παθήσεις του θωρακικού τοιχώματος, Κυστική Ίνωση, βρογχεκτασίες, διάμεσες πνευμονοπάθειες, πνευμονικός καρκίνος, επιλεγμένες παθήσεις του νευρομυϊκού συστήματος, μεταπολυομυελιτικό σύνδορμο, και περιεγχειρητικές καταστάσεις (επεμβάσεις θώρακος ή κοιλίας, μεταμόσχευση πνεύμονος, επεμβάσεις μειώσεως πνευμονικού όγκου, αποτελούν ενδείξεις εφαρμογής προγραμμάτων πνευμονικής αποκαταστάσεως. Στις αντενδείξεις συμπεριλαμβάνονται παράγοντες που θέτουν σε κίνδυνο τον εκτιθέμενο στις δοκιμασίες καρδιοπνευμονικής κοπώσεως και στις μεθόδους καρδιοπνευμονικής αποκαταστάσεως, όπως οι ασθενείς με γνωστική δυσλειτουργία, σοβαρή πνευμονική υπέρταση, ασταθή στηθάγχη, πρόσφατο έμφραγμα μυοκαρδίου.
Προϋποτίθεται ενδελεχής έλεγχος των ασθενών προς αποκατάσταση, προκειμένου να σχεδιαστεί ένα εξατομικευμένο αποδοτικό πρόγραμμα θεραπείας. Για το σκοπό αυτό, απατειτάι η προσεκτική λήψη του ιστορικού, η φυσική εξλεταση, η μελέτη των δοκιμασιών λειτορυγικού ελέγχου αναπνοής, η βάση των αποτελεσμάτων καρδιοπνευμονικής κοπώσεως και ο παρατηρούμενος βαθμός υποξαιμίας και αποκορεσμού  (βλέπ: παλμική οξυμετρία) κατά την άσκηση. Η εκτίμηση της ανοχής στην άσκηση μπορεί να επιτευχθεί είτε με υποβολή του ασθενούς σε δοκιμασίες καρδιοπνευμονικής κοπώσεως (κλιμακωτή) ή στη δοκιμασία της 6λεπτης βαδίσεως.
μέθοδοι Σ΄ένα αποδοτικό πρίγραμμα αποκαταστάσεως, επιχειρείται αρχικά η αποτίμηση του φυσικού συναισθηματικού ή διανοητικού αποοσχηματισμού του ασθενούς, στις μεθόδους της πνευμονικής αποκαταστάσεως συμπεριλαμβάνονται: η αναχαίτιση και έγκαιρη αναγνώριση και θεραπεία των συνοσηροτήτων και η παρακολούθηση εξωτερικών, εσωτερικών ασθενών και νοσηλευομένων σε κέντρα αποκαταστάσεως. Τα αναμενόμενα αποτελέσματα από ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα αποκαταστάσεως περιλαμβάνουν αυξημένη ανεξαρτησία και βελτιωμένη ποιότητα ζωής, καθώς και λιγότερες νοσηλείες ή μικρότερο χρόνο νοσηλείας.
απόδοση H  δύσπνοια (&), η κόπωση (&) η μειωμένη ανοχή στην άσκηση (&) η δυσλειτουργία των περιφερικών σκελετικών μυών, και οι συναισθηματικές διαταραχές που αποτελούν συνήθεις συνοσηρότητες στις χρόνιες πνευμονοπάθειες, καρδιαγγειοπάθειες αποτελούν στόχο επιτυχούς θεραπείας των προγραμμάτων πνευμονικής/καρδιακής  αποκαταστάσεως. Συνήθως εφαρμόζονται προσαρμοσμένα προγράμματα αποκαταστάσεως, σχεδιασθέντα για ασθενείς με ΧΑΠ και αφορούν τεχνικές αναπνοής και εκπαίδευση αυτεκτιμήσεως (&) . Τα προγράμματα αποκαταστάσεως διαμορφώνονται ανάλογα με τον βαθμό της λειτουργικής εκπτώσεως, δηλαδή εάν πρόκειται για διαταραχή, ανικανότητα ή αναπηρία και αποσκοπούν στην αποκατάσταση του καλύτερου δυνατού επιπέδου φυσικής, συναισθηματικής, κοινωνικής και οικονομικής αυτονομίας του ασθενούς (&). Η αποτελεσματικότητα των προγραμμάτων πνευμονικής αποκαταστάσεως έχουν αποτιμηθεί σε οργανωμένες κλινικές δοκιμές.
χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια. Έχει, ήδη, αναγνωριστεί ότι η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια είναι ετερογενής πάθηση, που παλισιώνεται από πολλές συστηματικές επιπλοκές και καρδιαγγειακές, μεταβολικές, μυοσκελετικές, και ψυχολογικές συνοσηρόττηες, που εισφέρουν στην καθ΄όλη νοσηρότητα και θνητότητα της πολυδιάστατης αυτής παθήσεως. Η παρουσία των συνοσηροτήτων έχει σοβαρές επιδράσεις στην εξέλιξη της παθήσεως και στην έκβαση των θεραπευτικών προσπαθειών. Πλεόν της θεραπείας των δομικών και μλειτορυγικών διαταταρχών στους πνεύμονες, πρέπει να λαμβάνεται μέριμνα για την βέλτιστη αντιμετώπιση των συνοσηροτήτων, Επομένως, απαιτείται η κατανόηση των αντεπιδράσεωψν μεταξύ των διαθέσιμων θεραπευτικών σχημάτων και των συνοσηροτήτων. Ακόμη και επί εφαρμογής βέλτιστης θεραπείας, οι ασθενείς βιώνουν καθημερινά συμπτώματα δύσονοιας κι εξαντλήσεως.
[α] μέθοδος Τ' ai chi.
Η μέθοδος προέρχεται από την κινεζική παράδοση των πολεμικών τεχνών και θεωρείται ότι ενισχύει τη ζωτική ενεργεια του σώματος  (&), που προωθείται  παντού στο σώμα, προς βελτίωση της φυσικής και συναισθηματικής λειτουργίας (&). 'εχει δειχθεί ότι η σωματική κόπωση που δεν προκαλεί την αρτηριακή προσαρμογή, έιναι ιδια΄τιερα επωφελής στις μεγάλες ηλικίες. Οι ασκούμενοι με τη μέθοδο T'ai chi διατηρούν καλύτερη αρτηριακή ανοχή, ενώ, ενισχύουν τη μυϊκή δύναμη. Με τη μέθοδο αυτή μπορεί να ενισυχθούν οι εκτίνοντες τα γόνατα μύες, και η αρτηριακή προσαρμογή, προς βελτίωση της καρδιαγγειακής λειτορυγίας, και της μυϊκής δυνάμεως των ηλικιωμένων.
[β] εξάσκηση των εκτεινόντων των γονάτων. Πολλοί ασθενείς με χρόνιες πνευμονοπάθειες βιώνουν περιορισμό της ικανότητας αερισμού  κατά τις ενισχυτικές δοκιμασίες (&), οπότε η άσκηση μικρότερων ομάδων μυών των κάτω άκρων επιλέγεται, επειδή, γενικά, μειώνεται η φόρτιση του αερισμού (&) κια, με τη σειρά τους, μπορεί να βελτιώσουν την απόδοση των δοκιμασιών και την αναπροσαρμογή των μυών (&). Οι BrØnstad και συν (2012), αναγνώρισαν το ευνοϊκό αποτέλεσμα της αεροβικής ασκήσεως των εκτεινόντων τα γόνατα μυών, και διαπίστωσαν αύξηση.
[β] νευρομυϊκή ηλεκτρική διέγερση (ΝΜΗΔ). Κατ΄αυτή, εφαρμόζονται ηλεκτρικά ρεύματα μέσω επιδερμικών ηλεκτροδίων, επί μυών-στόχων, αποσκοπώντας στην αποπόλωση των νευρώνων και επάγοντας μυϊκές συσπάσεις (&).
συνοσηρότητες και πνευμονική αποκατάσταση. Έχουν επισημανθεί ικανά ωφελήματα σε αποφρακτικούς ασθενείς με συνοσηρότητες (&, 2013). Στις μελέτες αυτές επιχειρήθηκε να προσδιοριστεί εάν μετρήσεις όπως ο ΒΜΙ, η δύσπνοια, ηα απόφραξη και η αντοχή στην άσκηση, δηλαδή ο δείκτης BODE, η ηλικία, η φυσική δραστηριότητα, οι καρδιακές, μεταβολικές και μυοσκελετικές συνοσηρότητες και ο αριθμός νοσηλειών, που επισηνέβησαν τους πρηγούμενους 12 μήνες, έχουν προγνωστική αξία στη δοκιμασία 6MWD, μετά από εφαρμογή προγραμμάτων αποκαταστάσεως, όπως και οι διαφορετικές μέθοδοι με τις οποίες ορίζεται η βελτίωση στη δοκιμασία 6ΜWD μπορεί να επηρεάσει την ταυτοποίηση των ασθενών που απάντησαν θετικά στην εφαρμογή προγραμμάτων αποκαταστάσεως. Αποδείχτηκε ότι ήταν δύσχερής η ταυτοποίηση των ατόμων με θετική απόδοση των προγραμμάτων αποκαταστάσεως,  εκτός από την ηλικία και την παρουσία μεταβολικών παθήσεων. Σε μια μελέτη (&), διαπιστώθηκε ότι η εφαρμογή μεθόδων αποκαταστάσεως συνεπάγονται βελτίωση σε όλες τις υποομάδες, ανάλογα με τις επισημασμένες  συνοσηρότητές τους, υππγραμμίζ0οντας το σημαντικό ρόλο που διαδραματίζουν η σωματική άσκηση στη βελτίωση των δεικτών νοσηρότητας των ασθενών με ΧΑΠ και συνοσηρότητες. Σε μια πρόσφατη, προοπτική μελέτη (&), η οποία σσχεδιάστηκε προκειμένου να ερευνηθεί η συχνότερη συνοσηρότητα σε ασθενείς με ΧΑΠ και η επίδραση της αποκαταστάσεως κια διαπιστώθηκε ότι η οστεοπόρωση είναι συχνή συνοσηρότητα μεταξύ αποφρακτικών ασθενών και ότι από κοινού με την κινητική ανικανότητα βελτιώνονται περισσότερο μετά εφαρμογή μεθόδου αποκαταστάσεως (βλέπε ΧΑΠκαρδιοπάθειες). Η μεγάλη επίπτωση καρδιακής συνοσηρόιττηας επί ασθενών με ΧΑΠ οδήγησε τον Kawut, πορόσφατα να αναρρωτηθεί:
COPD = Chronic Obstructive Pulmonary Disease ή μήπως
COPD = CardiOPulmonary Disease
αποκατάσταση. Μια από τις αποτελεσματικότερες μεθόδους θεραπείας της χρόνιας δύσπνοιας είναι η αποκατάσταση. Η πνευμονική αποκατάταση είναι δομημένη προσέγγιση που αποσκοπεί στη βελτίωση της ποιότητας ζωής του ασθενούς με χρόνια δύσπνοια, καθώς αθροίζονται ενδείξεις ότι η απόκατάσταση μπορεί να απολήξει στη μείωση της δύσπνοιας και στην αύξηση του εκτελούμενου έργου, που εισφέρουν στη μείωση του κόστους υγείας. Τα σημαντικότερα στοιχεία ενός προγράμματος αποκαταστάσεως είναι είναι η εκπαίδευση στην άσκηση  η διατροφή, η ενίσχυση των εισπνευστικών μυών, και η βελτίωση της δυναμικής της αναπνοής. Η εκπαίδευση στην άσκηση, π.χ., προφανώς λειτουργεί μλεσω συνδυασμού παραγόντων, όπως η βελτίωση της μεταβολικής αποδόσεως των μυών, έτσι, ώστε παράγονται μικρότερες ποσότητες γαλακτικού οξέος, όπως και η μείωση της αισθήσεως της δύσπνοιας, κεντρικά.
νεφρική αποκατάσταση 
Τα αποτελέσματα μιας πρόσφατης μεταναλύσεως επί χρόνιων νεφροπαθών υπό αιμοκάθαρση που υποβλήθηκαν σε κλιμάκωση της ασκήσεως επιβεβαιώνουν μια μικρή αλλά σημαντική επίδραση της ενίσχυσης της άσκησης ως αναβολικό παρέμβασης για την αύξηση της μυϊκής μάζας. Άσκησης, θα πρέπει να περιλαμβάνονται στην καθημερινή διαχείριση των ανθρώπων για τη συντήρηση HD. Παρόλο που τα σημερινά αποτελέσματα δείχνουν ότι ένας στους εννέα άτομα σε νεφροπαθείς  είναι πιθανό να επωφεληθούν από την παρέμβαση άσκησης, οι παράμετροι που επηρεάζουν τα αποτελέσματα αυτά απαιτούν περαιτέρω έρευνα (&).
καρδιακή αποκατάσταση
Η καρδιακή αποκατάσταση είναι εξαιρετικά αποδοτική στην παράταση της επιβιώσεως και στον περιορισμό της ανικανότητας ασθενών με στεφανιαίες παθήσεις, αν και δεν έχει ληφθεί επαρκής μέριμνα ώστε οι μέθοδοι αποκαταστάσεως να ενσωματωθούν όχι μόνο στα εθνικά συστήματα υγείας, αλλά και στα θεραπευτικά προγράμματα που εφαρμόζονται από τα ιατρικά σώματα (&). Εν τούτοις, σε οργανωμένα συστήματα υγείας, η καρδιακή αποκατάσταση αναγνωρίζεται όλο και περισσότερο ως αναπόσπαστο στοιχείο της συνέχειας της φροντίδας για τους ασθενείς με καρδιαγγειακή νόσο. Η εφαρμογή του είναι μια κατηγορία σύστασης Ι σε πιο σύγχρονες κατευθυντήριες οδηγίες κλινικής πρακτικής στις καρδιαγγειολογικές μονάδες. Παρά την τεκμηρίωση της σημαντικής νοσηρότητας και θνησιμότητας παροχές, υπηρεσίες καρδιακής αποκατάστασης υποχρησιμοποιούνται. Τα βασικά συστατικά της καρδιακής αποκατάστασης έχουν οριοθετηθεί με κάθε λεπτομέρεια. Η εφαρμογή των νέων διαθέσιμων μέτρων απόδοσης ενθαρρύνει την συμμετοχή προοδευτικά μεγαλύτερου αριθμού καρδιοπαθών σε προγράμματα ολοκληρώμενης καρδιακής αποκαταστάσεως (&).  H συμμετοχή στην καρδιακή αποκατάσταση μετά από έμφραγμα του μυοκαρδίου (ΜΙ), έχει αποδειχθεί ότι βελτιώνει την επιβίωση, μειώνει τον κίνδυνο επανεμφάνισης ΜΙ, και βελτιώνει τη Χωρητικότητα (&, &, & ).An external file that holds a picture, illustration, etc.Object name is nihms149282f3.jpg
Κλινικά χαρακτηριστικά των καρδιοπαθών ασθενών που παραπέμπονται ή δεν παραπέμπονται για καρδιακή αποκατάσταση, ως ενισχυτικό θεραπεύτικό μέσον, παράλληλα με τη φαρμακολογική τους αγωγή (&). Εκτός από τα φυσικά οφέλη της καρδιακής αποκατάστασης, έχει επιπλέον, έχει δειχτεί ότι οι υποβαλλόμενοι σε προγράμματα χρόνιοι καρδιοπάθείς, βιώνουν ψυχοκοινωνικά οφέλη συμπεριλαμβανομένης της βελτιωμένης αυτο-εκτιμούμενης σωματικής λειτουργίας, λιγότερη κατάθλιψη και ευερεθιστότητα και βελτιωμένη αίσθηση του ελέγχου της χρόνιας παθήσεώς τους. Σημειώνεται,  εν τούτοις, ότι παρά τα οφέλη, τα ποσοστά συμμετοχής καρδιακής αποκαταστάσεως είναι χαμηλά, και κυμαίνονται 14 - 55% μετά MI, με ακόμη χαμηλότερη συμμετοχή των γυναικών και των ηλικιωμένων. Ο στόχος της καρδιακής αποκαταστάσεως είναι: η βελτίωση της ανοχής στη σωματική καταπόνιση, ο έλεγχος των συμπτωμάτων, η απώλεια σωματικού βάρους και αρτηριακής πιέσεως, η διακοπή του καπνίσματος, η μείωση του stress, η ενδυνάμωση της κοινωνικής προσαρμογής και της επανεντάξεως στις επαγγελματικές δραστηριότητες και, τέλος, στη μείωση της νοσηρότητας.
επιλογή ασθενών
Σε μερικούς ασθενείς ο κίνδυνος από τις δοκιμασίες αποκαταστάσεως μπορεί να υπερβαίνουν τα ωφελήματα από αυτήν. Όλοι οι ακρδιαγγειακοί ασθενείς δεν είναι κατάλληλοι για ένταξη σε προγράμματα αποκαταστάσεως, 15-25% των ασθενών που προωθούνται σ΄ένα τμήμα αποκαταστάσεως χρειάζονται μέγιστο επίπεδο εποπτείας, όπως συνεχής κατγραφή ΗΚΓ και η επιλογή τους γίνεται μετά τη φάση 1 (βλέπε παρακάτω) (&). Η καρδιακή αποκατάσταση είναι standard μέθοδος σε ασθενείς που ανένηψαν μετά εγχείρηση στεφανιαίας παρακάμψεως (&). Γενικά ακατάλληλοι για πρόγραμμμα καρδιακής αποκαταστάσεως είναι ασθενείς με δυσλειτουργία αριστερής κοιλίας, ασθενείς με κλάσμα εξωθήσεως <30% συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια, και ιστορικό καρδιακής καταπληξίας. Ασθενείς με σοβαρή εξα ασκήσεως ισχαιμίας, όπως εκείνοι που εμφανίζουν στηθάγχη με ορτίο <5 METs, παράταση του SΤ, μεγαλύτερου των 0.2 mV, πολλαπλά ελλείματα αιματώσεως στο σπινθηρογράφημα κοπώσεως, η πολλαπλές τμήματα δυσκινησίας της αριστερής κοιλίας. Οι ασθενείς με κοιλιακή αρρυθμία, ασθενείς με ασταθή κοιλιακή ταχυκαρδία κατά την ανάπαυσηή την άσκηση. Ασθενείς με υποτασική αντίδραση κατά την άσκηση (μείωση της συστολικής πιέσεως >20 mmHg στην βαθμιδωτή δοκιμασία. Ασθενείς με χαμηλή λειτουργικότητα (π.χ., αιχμή <5 METs λειτορυγική ικανότητα αποτιμούμενη με Δοκιμασίες κοπώσεως, σε σταθερές συνθήκες, steady state με μείωση της εγίστης καταναλώσεως Ο2 (VO2,MAX) ή ασθενείς που δεν έχουν την ικανότητα αυτοπαρακολουθήσεως του καρδιακού τους ρυθμού.
πρωτόκολλα
Από τη δεκαετία του 1950 (&) και μετά, οι κλινικοί άρχισαν να αναγνωρίζουν ότι η ολιγόλεπτη (4-5 λεπτά) φυσική άσκηση στους ασθενείς που ανένηψαν από ΜΙ ήταν επωφελής και ότι οι περιπατικοί ασθενείς, είχαν, γενικά, καλύτερη έκβαση των κατακεκλιμμένων, καθώς απαλλάσσονταν από σωρεία περενεργειών του κλινοστατισμού. Επειδή υπήρξαν επιφυλάξεις αναφορικά με τις ενδεχόμενες δυσάρεστες επιπλοκές της ανέλγκτης σωματικής ασκήσεως στους ασθενείς αυτούς, καταστρώθηκαν δομημένα προγράμματα κινητοποιήσεως, υπό άμεσο κλινικό και ΗΚΓ-ικό έλεγχο. Διστακτικά στην αρχή, επιθετικότερα στη συνέχεια, καταστρώνονται προγράμματα αποκαταστάσεως σε ασθενείς με σημαντικά καρδιολογικά πρποβλήματα, αφού πρηγουμένως έχουν με προσοχή ελεγχθεί οι παράγοντες κινδύνου. Όπως είναι γνωστό, η δυσλειτουργία του ενδοθηλίου αποτελεί προγνωστικό παράγοντα καρδιαγγειακών προβλημάτων, και η μερική αποκατάσταση της λειτουργίας τους, που επάγεται με την άσκηση, απολήγει στη μείωση της νοσηρότητας και θνητότητας από ισχαιμία μυοκαρδίου. Η αγγειοδιαστολή των στεφανιαίων καθορίζεται από τη βιοδιαθεσιμότητα του ΝΟ, που παράγεται από τις δράσεις του ενζύμου συνθετάση του ΝΟ του ενδοθηλίου και μεταβολίζεται από τις οξειδωτικές ρίζες. Στους υγιείς, η σωματική άσκηση συνεπάγεται αύξηση της απελευθερώσεως ΝΟ από το αγγειακό ενδοθήλιο και της φωσφορυλιώσεως μια τουσ χηματισμού του. Εάν η παραγωγή του ΝΟ διαταραχθεί, σε συνδυασμό με την αύξηση των ελεύθερων οξειδωτικών ριζών απολήγει στη μείωση των ενδοθηλιακών κυττάρων μέσω αποπτώσεως. Περαιτέρω επιδείνωση της λειτουργίας των ενδοθηλίων απολήγει σε ισχαιμία του μυοκαρδίου, επί ασθενών με ανεπάρκεια των στεφανιαίων. Η άσκηση ασκεί ευοδωτικό ρόλο στην καρδιακή αποκατάσταση επειδή μειώνει την νοσηρότητα και αυξάνει την αιμάτωση του μυοκαρδίου. Αυτό αποδίδεται, σε μεγάλο βαθμό, στην σωματική άσκηση, μέσω της οποίας αποκαθίσταται η δυσλειτουργία του ενδοθηλίου σε άτομα με ισχαιμία μυοκαρδίου. Σε ασθενείς με ισχαιμία του μυοκαρδίου, η άσκηση συνεπάγεται αποκατάσταση της ισορροπίας μεταξύ της παραγωγής και της αδρανοποιήσεως του ΝΟ, μέσω ελευθέρων οξειδωτικών ριζών κι ενισχύσει την αγγειοδιαστολή σε διάφορα αγγειακά πρέμνα και στα στεφανιαία.  Στα προγράμματα καρδιακής αποκαταστάσεως περιλαμβάνεται το βάδισμα (&), και η δοκιμάσία εξάλεπτης βαδίσεως είναι κλινικά χρήσιμη για την αναγνώριση της ωφέλειας που παρέχεται με τη σωματική άσκηση σε ασθενείς με ισχαιμική καρδιοπάθεια. Σύμφωνα με τις Υπηρεσίες Υγείας των ΗΠΑ, ένα πρόγραμμα καρδιολογικής αποκαταστάσεως περιλαμβάνει [α] ιατρική εκτίμηση, [β] προδιατύπωση των ασκήσεων, [γ] εκαπίδευση του ασθενούς και [δ] συνηγορία, μετά από πλήρη ενημέρωση, του ασθενούς.  Η καρδιακή αποκατάσταση πρέπει να είναι ένα ολοκληρωμένο σύστημα, ταυτόχρονα, όμως και εξατομικευμένο.  Οι κύριοι, βραχυπρόθεσμοι, στόχοι του αφορούν στον "ανασχηματισμό" του ασθενούς, ώστε να του επιτραπεί να αναλάβει συνήθεις δραστηριότητες, μειώνοντας τους φυσικούς και συναισθηματικούς περιορισμούς της καρδιοπάθειας, μειώνοντας τους κινδύνους του αιφνίδιου καρδιακού θανάτου και της επαναπροφράξεως στεφανιαίων (&) και ελέγχοντας τα συμπτώματα. Στους μακροπρόθεσμους στόχους περιλαμβάνονται η ταυτοποίηση και η  άρση των παραγόντων κινδύνου, η αναχαίτιση, η άρση ή αναστροφή των αθηρογενετικών διεργασιών και η ενίσχυση της ψυχολογικής ακμαιότητας του ασθενούς.  
Η καρδιακή αποκατάσταση ενσωματώνει βραχυπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους στόχους, που προεσγγίζονται μέσω της σωματικ'ής ασκήσεως, της εκαπιδεύσεως και των συμβουλευτικών δράσεων. Οι ασθενείς, υποψήφιοι για προγράμματα αποκαταστάσεως εντάσσονται σε μια από τις επόμενες κατηγορίες:

επιλογή ασθενών για έντασξη σε πρόγραμμα αποκαταστάσεως
  1. χαμηλού σχετικού κινδύνου ασθενείς μετά από ένα καρδιακό επεισόδιο
  2. ασθενείς που έχουν υποβληθεί σε επέμβαση σταφανιαίας παρακάμψεως (&)
  3. ασθενείς με χρόνια σταθεροποιημένη ισχαιμία μυοκαρδίου
  4. ασθενείς που έχουν υποβληθεί σε μεταμόσχευση καρδιάς
  5. ασθενείς που έχουν υποστεί διαδερμική αγγειοπλαστική στεφανιαίων
  6. ασθενείς χωρίς ιστορικό καρδιακού επεισοδίου, αλλά που είναι εκτεθειμένοι σε σημαντικό κίνδυνο
  7. ασθενείς με σταθεροποιημένη καρδιακή ανεπάρκεια 
  8. ασθενείς που έχουν υποβληθεί σε άλλη εκτός επί των σταφανιαίων καρδιοχειρουργική επέμβαση - βαλβιδοπάθειες (&)
  9. ασθενείς με προηγούμενη σταθεροποιημένη καρδιακή ανεπάρκεια που, όμως, αποσταθεροποίηθηκε λόγω συμπαρομαρτούσης συνοσηρότητας

Δοκιμασία καρδιοπνευμονικής κοπώσεως μπορεί, ακόμη να δοκιμαστεί σε ασθενείς με μυοκαρδιοπάθεια ή συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια, προς αντικειμενική αποτίμηση των εφεδρειών τους.
Γενικά, διατίθενται δύο δοκιμασίες καρδιοπνευμονικής κοπώσεως σε ασθενείς μετά οξύ καρδιακό επεισόδιο.
[α] η υπομέγιστη δοκιμασία κοπώσεως, κατά την οποία ο ασθενής εκτελεί άσκηση μέχρι να φτάσει το 70% του μέγιστου του ανά λεπτό καρδιακού ρυθμού [0.70Χ(220-ΗΛΙΚΙΑ)], επί 6-8 εβδομάδες, πριν δοκιμάσει να εκτελέσει το 90% του μέγιστου έργου του. Οι δοκιμασίες υπομέγιστης κοπώσεως δεν είναι, κατ΄ανάγκη ασφαλέστερες των δοκιμασιών με όριο τηνν εμφάνιση συμπτωμάτων, αλλά, μπορεί να συνδέονται με σημαντικά μειονεκτήματα. Μπορεί να οδηγούν σε απρόσφορο περιορισμό των δραστηριοτήτων του ασθενούς, και σημαντική, επίσης, καθυστέρηση στην επσιτροφή του ασθενούς στην εργασία του. Επίσης, με τη στρατηγική αυτή δεν διευκολύνεται ο εντοπισμός σημαντικών προγνωστικών δεικτών, όπως η ισχαιμία, η καρδιακή δυσλειτουργία, και η αρρυθμία.    
[β] η περιορισμένη από την εμφάνιση συμπτωμάτων δοκιμασία κοπώσεως. Ο ασθενής εκτίθεται σε άσκηση, σε σύντομο χρονικό διάστημα, μετά το καρδιακό συμβάν, δηλαδή 7-12 ημέρες μετά ανεπίπλεκτο ΜΙ, 3-10 ημέρες μετά αγγειοπλαστική, και 14-28 ημέρες μετά επεμβάσεις παρακάμψεως (bypass).
Οι κλιμακωτές δοκιμασίες κοπώσεως διενεργούνται χρησιμοποιώντας τροποποιημένοπ πρωτόκολλο Nauhton ή Bruce για δαπεδοεργόμετρο ή για εργομετρικό ποδήλατο. Η ταυτόχρονη αναπνοή-προς-αναπνοή ανάλυση και μέτρηση της καταναλώσεως Ο2 και αποβολής CO2 διενεργούνται για την αποτίμηση της τιμής V̇O2, MAX  που αποτελεί την πλέον αντικειμενική μέθοδο αποτιμήσεως της λειτουργικής ικανότητας, σε ασθενείς με καρδιακή δυσλειτουργία, βαλβιδοπάθειες, 'ή πρόσφατο επεισόδιο καρδιακής παύσεως.
Τα τροποποιημένα πρωτόκολλα Nauhton ή Bruce χρησιμοποιούνται κατά τη φάση της δοκιμασίας, προς αποφυγή αιφνίδιων μεταβολών των ΜΕΤs (Βλεπε: ΕΡΓΟΣΠΙΡΟΜΕΤΡΙΑ: Η διαχείριση της καρδιοπνευμονικής δοκιμασίας κοπώσεως - ερμηνεία αποτελεσμάτων - καρδιαγγειακές διαταρχές). Tα τροποποιημένα πρωτόκολλα αρχίζουν με χαμηλά METs (μονάδα φορτίου) και αυξάνονται κατά 1 ΜΕΤ ανά στάδιο, ώστε, με τον τρόπο αυτό, να γίνονται ανεκτές μεγαλύτερες προοδευτικές αυξήσεις της κοπώσεως, και πλέον ακριβγή αποτίμηση της ικανότητας στην άσκηση. Στη διαδικασία αυτή τα συνήθη τελικά σημεία είναι η εξάντληση και η δύσπνοια. Οπωσδήποτε δεν μπορεί να συσταθεί ένα "βαρύ" πρόγραμμα ασκήσεως, παρ΄όλο ότι δεν έχει συσχετιστεί με επιδέινωση της λειτουργίας της αριστερής κοιλίας, σε ασθενείς μετά από οξύ πρόσθιο έμφραγμα μυοκαρδίου.  
Αφού περατωθεί το στάδιο της μελέτης της αντοχής στην άσκηση, έρχεται το 2ο στάδιο, της "εξατομικευμένης συνταγογραφήσεως" της ασκήσεως, που είναι ασφαλής για τον ασθενή, στα πλαίσια ενός προγράμματος αποκαταστάσεως. Η ελάχιστη συχνότητα εφαρμογής του προγράμματος αποκαταστάσεως είναι 3 φορές την εβδομάδα, αεροβικής γυμναστικής, διάρκειας 30-60 λεπτών, στο οποίο περιλαμβάνεται μια δεκάλεπτη περίοδος "ζεστάματος". Η 'ένταση του προγράμματος σχετίζεται με τον στόχο του καρδιακού ρυθμού, όπως προαναφέρθηκε [0.70Χ(220-ΗΛΙΚΙΑ)]. Χρησιμοποιείται η κλίμακα Borg για την εκτίμηση της δύσπμνοιας. Η κλίμακα Borg (αλλά και άλλες κατηγορικές κλίμακες δύσπνοιας, όπως η MRC)  είναι ιδιαίτερα κατάλληλη για την εργαστηριακή εκτίμηση της δύσπνοιας, υπό συνθήκες ελεγχόμενης ασκήσεως. Εισήχθη, ως εφαρμογή του νόμου Fletcher για την αντικειμενικοποίηση των αισθήσεων. Αργότερα, οι ασθενείς εισάγονται σε βαρύτερα προγράμματα.
Γενικά, αναγνωρίζονται τρεις φάσεις, σ΄ένα πρόγραμμα καρδιακής αποκαταστάσεως.
φάση 1. άρχεται, ενώ ακόμη ο ασθενής ευρίσκεται στο Νοσοκομείο, όπου δέχεται την επίσκεψη ενός μέλους της ομάδας αποκαταστάσεως, όπου ενημερώνει για τη διαδικασία και το όφελος του προγράμματος αποκαταστάσεως, ενώ προγραμματίζονται εκπαιδευτικές συναντήσεις με μέλη της οικογενείας τους. Στις συνεδρίες αυτές, μπορεί να παρίστανται παλιότεροι ασθενείς, οι οποίοι περιγράφουν τις εμπειρίες τους και τα αποτελέσματα που είχαν, από την ένταξή τους σ΄ένα πρόγραμμα αποκαταστάσεως (&).
φάση 1.5. Η φάση αυτή άρχεται αφότου ο ασθενής επσιτρέψει στην οικία του, εξερχόμενος του Νοσοκομείου. Επιδιώκεται να κατανοηθούν οι τρόποι με τους οποίους θα επιχειρηθεί να διατηρηεί η υγεία της καρδιάς και συνεχίζεται η εκπαίδευση του ασθενούς και του περιβάλλοντος από μέλη της ομάδας αποκαταστάσεως. Η φάση αυτή περιλαμβάνει επίσης χαμηλού επιπέδου άσκηση και φυσική δραστηριότητα όπως και οδηγίες αναφορικά με την υιοθέτηση ενός ενεργού και ικανοποιούντος τρόπου ζωής (a satisfying life style). Στη φάση αυτή πρέπει, επιπλέον, να γίνει διαχωρισμός των κατάλληλων ασθενών που μπρούν με ασφάλεια να ενταχθούν σ΄ένα πρόγραμμα αποκαταστάσεως, που δεν είναι απαλλαγμένα κινδύνων. Γενικά, δεν είναι κατάλληλοι για ασκήσεις αποκαταστάσεως [α] ασθενείς με κλάσμα εξωθήσεως <30%, συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια, ή σοβαρή δυσλειτουργία αριστερής κοιλίας. [β] ασθενείς με σοβαρή επαγόμενη από την κόπωση ισχαιμία μυοκαρδίου με φορτίο< 5 ΜΕΤs. [γ] άτομα με ΗΚΓ με κατάσπαση του ST ή μεγαλύτερο των 0.2 mV, πολλαπλάσ ελλείμματα αιματώσεως στο σπινθηρογράφημα ή πολλαπλά δυσκινητικά τμήματα της LV στο υπερηχοκαρδιογράφημα κοπώσεως. 
 φάση 2.
Οι ασθενείς που έχουν εξλεθιε από το νοσοκομείο μκι έχουν συμπληρώσει την περίοδο 2-6 εβδομάδων ανανήψεως, μπορούν να ενταχθούν στη φάση 2 του προγράμματος αποκαταστάσεως, εφόσον ο ιατρός, συνεργαζόμενος με το προσωπικό της ομάδας αποκαταστάσεως, καθορίζουν το επίπεδο της ασκήσεως που χρειάζεται, ανάλογα με τις ανάγκες του, ο ασθενής. Συνήθως σχεδιάζονται τρισεβδομαδιαίες συνεδρίες, υπό την εποπτεία νοσηλύτριες φυσιοθεραπευτού, υπό συνεχή ΗΚΓ-παρακολούθηση. Οι παράμετροι της ασκήσεως διάρκεια, ένταση, METs και HR καθορίζονται από τα αποτελέσματα που εξίχθησαν κατά την μελέτη καρδιοπνευμονικής κοπώσεως, στην οποία υποβάλλεται ο ασθενής (βλέπε: Δοκιμασίες κοπώσεως, σε σταθερές συνθήκες, steady state). Παράλληλα, συνεχίζονται οι εκπαιδευτικές και συμβουλευτικές προσπάθειες από τον θεράποντα Ιατρό και μέλη της ομάδας αποκαταστάσεως, με ιδιαίτερη επικέντρωση στη διαχείριση των stress, τη διακοπή του καπνίσματος, την προσαρμογή της διατροφής και την απώλεια βάρους. Η φάση 2 διαρκεί 3-6 μήνες
φάση 3. συντηρήσεως
Στη φάση αυτή εκετελείται το πρόγραμμα που σχεδιάστηκε αρχικά, προσαρμοασμένο όπου πρέπει, για όλη την υπόλοιπη ζωή του ασθενούς. Η άσκηση προγραμματίζεται 3 φορές την εβδομάδα και για την επιλογή του είδους της, βάδισμα, ποδήλατο ή τροχάδην, λαμβάνεται υπ΄όψη η προτίμηση του ασθενούς. Συνήθως, πλέον, η ΗΚΓ-ική καταγραφή δεν είναι απαραίτητη και, σχυνά, δεν είναι απαραίτητ ούτε η ιατρική ή νοσηλευτική παρακολούθηση. Ο κύριος στόχος της φάσεως 3 είναι η υιοθέτηση ενός τρόπου ζωής που αν είναι ικανοποιητικός για τον ασθενή.
σεξουαλική δραστηριότητα.
Συνήθως οι ασθενείς με καρδιοπάθειες κατατρύχονται από ανικανότητα, πρώιμη ή καθυστερημένη εκσπερμάτωση, μειωμένη libido, προβλήματα, που μπορεί να οφείλονται στα λαμβανόμενα φάρμακα -β-αποκλειστές, διουρητικά), στην κατάθλιψη, και στο αιωρούμενο φόβο ότι μπορεί να συμβεί κάποιο καρδιακό επεισόδιο. Σημειώνουμε εδώ ότι κατά τη δια΄ρκεια της ερωτικής συνερεύσεως, ηο καρδιακός ρυθμός επιθταχύνεται μέχρι 120 /λεπτό, που είναι ανεκτός, και που παρατηρείται κατά τις συνήθεις δραστηριότητες. Σημειώνεται, πάντως, ότι οι αιμοδυναμικές διαταραχές μπορεί να εκσημαίνονται κατά τη διάρκεια ερωτικής πράξεως με ανοίκεια πρόσωπα, σε ανοίκεια περιβάλλοον, μετά τα γεύματα, ή τη λήψη αλκοόλ.
ανάλυση της σχέσεως κόστους ωφέλειας των προγραμμάτων αποκαταστάσεων
Οι μέθοδοι της καρδιακής αποκαταστάσεως έχουν δοκιμαστεί ως προςς τη σχέση 'κόστους-ωφέλειας' τουλάχιστον για ασθενείς με ισχαιμική καρδιοπάθεια (&, &). Το σχετικό όφελος, γενικά, φαίνεται ότι κειμένεται στις 12000 δολ., ανά ασθενή. Σε μια πολυκεντρική ανάλυση αναγνωρίστηκε ότι το κόστος ήταν 4.950 δολ., για κάθε χρόνο επιβιώσεως, έναντι προγραμμάτων μειώσεως της χοληστερίνης (~9.000) και αντιθρονβωτικής θεραπείας (~32.000) ανά έτος επιβιώσεως, και επεμβάσεις παρακάμψεως (~18.000). Οι ημέρες νοπσηλείας μειώνονται από 18 σε 11, και πετυχαίνεται μεγαλύτερος ρυθμός επιστροφής στην εργασία (53% vs 38%).
συμεπράσματα
Η καρδιακή αποκατάσταση είναι ουσιώδες τμήμα της θεραπευτικής των ασθενών με ισχαιμία μυοκαρδίου. Στα σχετικά προγράμματα περιλαμβάνονται εξοικείωση με την άσκηση, εκπαίδευση, συμβουλευτική παρέμβαση αναφορικά με τα προγράμματα μειω΄σεως του σχετικού κινδύνου και τροποποίηση του τρόπου ζωής, και, συχνά, μεταβολές συμπεριφοράς. Οι στόχοι των προγραμμάρτων αποκαταστάσεως είναιη βελτίωση της φυσικής και ψυχολογικής αποκαταστάσεως των ασθενών. Στις φυσιολογικές βελτιώσεις περιλαμβάνονται η βελτίωση της ανοχής στη σωματική κόπωση, και μείωση των κινδύνων, όπως διακοπής του καπνίσματος, των επιπέδων λιπιδίων, του σωματικού βάρους, της αρτηριακής πιέσεως, του σακχάρου αίματος και της αθηροσκληρώσεως. Όλες αυτές βελτιώσεις καθιστούν τον ασθενή ικανό να αποκτήσει και συντηρήσει λειτουργική ανεξαρτησία, να επανακτήσει ένα ικανοποιητικό μοντέλο ζωής και να αναλάβει δραστηριότητες επ ωφελεία του ίδιου και της κοινωνίας του. 
επίδραση της μουσικής στη θεραπεία των χρόνιων πνευμονοπαθειών.
Έχει γνωστεί ότι η μουσικοθεραπεία μπορεί να θεραπεύσει παθήσεις, που έχουν σχέση με την καρδιά, τα αγγεία και τις πνευμονοπάθειες, μέσω της ενισχύσεως μιας χαλαρωτικής επιδράσεως στην (κεντρική) ρύθμιση της αναπνοής.  Η μουσική εισφέρει στον έλεγχο των συμπτωμάτων που οφείλονται στην αναπνευστική δυσλειτουργία και, παράλληλα, ενισχύει την  συνειδητοποίηση των συμπτωμάτων αυτών. Επιπλέον, η μουσική θεραπεία, κατά φυσικό και θεραπευτικό τρόπο, 'ρθυθμίζει' τις συγκινησιακές επιδράσεις στην αναπνοή και διευκολύνει την ανθεκτικότητα στην αναπνευστική δυσχέρεια και την διαχείριση της δύσπνοιας. Οι ασθενείς με χρόνιες πνευμονοπάθειες, ανεξάρτητα εάν πρόκειται για άσθμα, ΧΑΠ ή πνευμονική ίνωση, έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: η αναπνοή τους μπορεί να είναι σε άλλοτε, άλλο βαθμό, κοπιώδης, σε βαθμό αναντίστοιχο με την έκταση της παθολογοανατομικής βλάβης. Με την ευρεία έννοια, αυτή η μεταβολή είναι και ο ορισμός της δύσπνοιας.
Η μουσική μπορεί να ωφελήσει τους πνευμονοπαθείς με δύο τρόπους: [α] Οι ασθενείς που εκπαιδεύονται να παίζουν ένα πνευστό όργανο, μπορεί να ενισχύσουν την ικανότητα αναπνοής τους και να αποκατήσουν καλύτερο έλεγχό της. [β] Ο οργανομένος ήχος και ο ρυθμός, μπορεί να επιφέρει χαλάρωση του οργανισμού και, με τη σειρά του, να σταθεροποιήσει την αναπνευστική ρυθμικότητα και να μειώσει την ευερεθιστότητα.
Πέρα, από τον συστηματικό έλεγχο της χορηγούμενης θεραπείας και τον περιορισμό των θεραπευτικών υπερβολών, στη χρήση εισπνεόμενων ή συστηματικά λαμβανόμενων φαρμάκων, η προσφυγή στη μουσική είναι ένας καλός τρόπος εκγυμνάσεως της αναπνοής, αμέσως με την έναρξη των συμπτωμάτων, όπως δήλωσε ο Bernardo Canga, Coordinator of the Advances in Respiration (AIR) Progra, παραθέτωντας ένα παράδειγμα: Η Ραχήλ είχε άσθμα και συχνά κατέφευγε στη χρήση ειπσνοών διασώσεως, προκειμένου να βελτιώσει τη δύσνοιά της. Δύο φορές την εβδομάδα, συμμετείχε σ΄ένα σχολείο μουσικής εκπαιδεύσεως όπου ασκούταν στην παραγωγή μερικών τόνων και ακούγοντας παραδοσιακά Ιρλανδικά τραγούδια, από μια συσκευή αναπαραγωγής, υπό την εποπτεία ενός μουσικοθεραπευτή. Κάθε νότα που έπαιζε, της εζητείτο να εισπνεύσει ή να εκπνεύσει με διαφορετικά μεσοδιαστήματα ανάπαυλας. Μετά από μερικές συνεδρίες, Η Ραχήλ διδάχτηκε πως να ελέγχει το ρυθμό της αναπνοής της, χωρίς την παρεμβολή του μουσικού οργάνου. Ήδη, όταν αισθάνεται δύσπνοια, χρησιμοποιεί τις τεχνικές αναπνοής, που διδάχτηκε στη μουσική θεραπεία, να παραμείνει ήρεμη, και να απορροφήσει οξυγόνο, μάλλον, παρά να τρέξει, αλαφιασμένη, να βρεί το 'εισπνεόμενό' της. 
Εάν κάποιος φυσάει σ΄ένα πνευστό μουσικό όργανο, επιχειρεί να πειθαρχήσει την αναπνοή του στα όρια της μουσικής αρμονίας, και του συντονισμού της με την καρδιακή συχνότητα, χωρίς να επιδιώκει να παίξει ένα καταπληκτικό μουσικό κομμάτι. Σύντομα οι πνευμονοπαθείς αισθάνονται ικανόί να παίζουν μουσικά κομμάτια κι αισθάνονται ότι έχουν βελτιώσει τον έλεγχο της αναπνοής τους, καθώς βιώνουν ότι ακριβώς αυτό είναι που χάνουν όταν έχουν αναπνευστικά προβλήματα. Εάν ο ασθενής μαθαίνει τεχνικές αναπνοής, αναγκαίες για να παίξει ένα όργανο, ή να ακούσει ένα μουσικό κομμάτι, να συγγράψει ένα ποίημα, και να πεοβάλλει χαλάρωση στον εαυτό του, πειθαρχημένος στα αρμονικά όρια της μουσικής (&).   .