Το άσθμα είναι χρόνια πάθηση, εφ΄όρου ζωής. και η διαχείρισή του βασίζεται στην εκπαίδευση του ασθενούς. Η διάγνωση του άσθματος είναι κλινική. Δεν υπάρχουν πρότυποι ορισμοί για τον ορισμό του τύπου της βαρύτητας ή της συχνότηας των συμπτωμάτων ούτε της των ευρημάτων από την παρακλινική έρευνα. Η απουσία ενός πρότυπου ορισμού σημαίνει ότι δεν είναι εφικτή η σύνταξη οδηγιών επί της διαγνωστικής τεχνικής του άσθματος. Σε κεντρική θέση, σε όλους τους ορισμούς του άσθματος, είναι η παρουσία περισσοτερων από τα συμπτώματα:
Εφόσον τα αναπνευστικά συμπτώματα του άσθματος είναι μη ειδικά, η διαφορική διάγνωση είναι εξαιρετικά μεγάλη. Στους πλέον σύγχρονους ορισμούς του άσθματος παιδιών κι ενηλίκων, έχει συμπεριληφθεί και ο παράγων υπεραντιδραστικότητα των αεραγωγών, και, επίσης, η φλεγμονή των αεραγωγών, ως ειδοποιά χαρακτηριστικά της παθήσεως. Ο τρόπος με τον οποίο οι ποιοτικοί αυτοί χαρακτήρες της παθήσεως συνδέονται μεταξύ τους ο τρόπος με τον οποίον εξασφαλίζεται η ακριβέστερη μέτρησή τους, όπως και ο τρόπος με τον οποίον εισφέρουν στη διαμόρφωση των κλινικών του μορφών παραμένει ουσιωδώς άγνωστος. Η διάγνωση του άσθματος βασίζεται στο κλινικό ιστορικό και τις δοκιμασίες λειτουργικού ελέγχου αναπνοής (: αποφρακτικού τύπου μείωση της ικανότητας αερισμού, αναστρέψιμη κατά ποσοστό >12%, μετά διενέργεια βρογχοδιαστολής) και φυσιολογική ικανότητα διαχύσεως στους πνεύμονες. διαφορική διάγνωση. Αναγνωρίζεται οικογενής επιρρέπεια, ατοπία, έκθεση σε αλλεργιογόνα, και ευαισθητοποιούντες παράγοντες ως παράγονβτες κινδύνου για το άσθμα, ακόμη και εάντα αίτια του άσθματος, οι υπεύθυνοι προδιαθεσικοί παράγοντες, και οι παροξύσνεις του παραμένουν ατελώς διευκρινισμένοι. ΣΥΝΟΣΗΡΟΤΗΤΕΣ ΣΤΟ ΑΣΘΜΑ. Οι συνοσηρότητες διαδραματίζουν σημαντκό ρόλο στις περιπτώσεις μςε σοβαρό άσθμα, ενλω διαδραματίζουν περιορισμένο ρόλο στο κλινικά ήπιό και μέτριο άσθμα. Η συνύπαρξη χρονίας ρινίτιδας ρινικών πολυπόδων και παραρινοκολπίτιδας, μπορεί να εισφέρουν στη βαρύτητα του άσθματος. Έχει συγκεντρωθεί πληθώρα κλινικών παρατηρήσεων, σύμφωνα με τιος οποίες, η θεραπεία των παθολογικών καταστάσεων των ανώτερων αναπνευστικών οδών εισφέρουν στον καλύτερο έλεγχο του άσθματος, μέσω μηχανισμών που δεν έχουν επαρκώς κατανοηθεί.Η αντόληψη του "ενιαίου αεραγωγού" που αναπτύχθηκε από τον ΠΟΥ (ARIA group) έχει προκαλε΄σει την προσοχή στη σημασία του να θεραπεύεις ολόκληρο το αναπνευστικό σύστημα, κατά την αντιμετώπιση του άσθματος. Ο θεραπευτικός στόχος επί άσθματος είναι είναι ο έλεγχος και η διαχείριση των συμπτωμάτων, και η αναχαίτιση των παροξύνσεων. |
λήμμα υπό διαμόρφωση
ΑΣΘΜA|έλεγχος του άσθματος| γενικά|φαινότυποι-ετερογένεια| επιδημιολογία| παθοφυσιολογία| φυσική ιστορία| κλινική εικόνα| ταξινόμηση|συνοδευτικές κλινικές οντότητες|έλεγχος του άσθματος | |||ΑΣΘΜΑ 2|απεικόνιση|έλεγχος του άσθματος||
Το άσθμα είναι ένα ετερογενές σύνδρομο που έχει διακριθεί σε περισσότερους κλνικούς τύπους όπως το αλλεργικό, των ενηλίκων (συνήθως μη αλλεργικό) το επαγγελματικό, το άσθμα των καπνιστών και το άσθμα των παχυσάρκων. ,
Άσθμα είναι η χρόνια φλεγμονώδης πάθηση των αεραγωγών, που χαρακτηρίζεται κλινικά, από την εμφάνιση αναπνευστικών συμπτωμάτων, που σχεδόν πάντα συνοδεύονται από υποκείμενη απόφραξη των αεραγωγών. Χαρακτηρίζεται από υπεραντιδραστικότητα των αεραγωγών σε ποικίλα ερεθίσματα (φυσικά: κρύος αέρας, άσκηση) ή (χημικά: μεταχολίνη, μαννιτόλη) και, στις περισσότερες περιπτπώσεις παρατηρείται μια ειδική χρόνια φλεγμονή στους αεραγωγούς που χαρακτηρίζεται από αυξηση των CD4+ th2-λεμφοκυττάρων, ηωσινοφίλων, και μεταχρωματικών κυττάρων στον βλεννογόνο των αεραγωγών και πάχυνση της δικτυώδους βασικής μεμβράνης των επιθηλιακών κυττάρων.
Το άσθμα είναι πάθηση των αεραγωγών: Μεγάλων και μικρών περιφερικών. Μπορεί να συσχετίζεται με άλλα νοσήματα αιτιοπαθογενετικά, γονιδιακά, λόγω αναμίξεών που αφορούν κυτταρο- μοριο- βιολογικές διαταραχές, γονιδιακές αλλοιώσεις κλπ ή, εναλλακτικά, απλά να συνυπάρχουν.
•διάγνωση
Η διάγνωση του άσθματος βασίζεται στην αναγνώριση ενός χαρακτηριστικού προτύπου συμπτωμάτων και σημείων και της απουσίας επαρκούς εξηγήσεως γι αυτά. Η προσεκτική λήψη του ιστορικού είναι κρίσιμης σημασίας διαγνωστικό εργαλείο, καθώς σε πολλές περιπτώσεις θα διευκολύνει την αιτιολογικά υποστηριγμένη διάγνωση ή θα παραπέμψει σε μια εναλλακτική, Εάν το άσθμα φαίνεται πιθανό, το επαγγελματικό ιστορικό θα διευκολύνει την περαιτέρω συγκεκριμενοποιήσή του.
Εν όψει του γεγονότος ότι αναμένεται μακροπερίοδη θεραπεία του άσθματος, είναι αναγκαίο, ακόμη και για τις εμφανείς περιπτώσεις, να εξασφαλιστεί αντικειμενική υποστήριξη της διαγνώσεως, αλλά εάν αυτό θα επιβεβαιωθεί πριν ή μετά την έναρξη της θεραπείας, εξαρτάται από τη βεβαιότητα της αρχικής διαγνώσεως και της βαρύτητας των συμπτωμάτων.
•επιβεβαίωση Χρειάζονται επανειλημμένες μετρήσεις κι εκτιμήσεις πριν την επιβεβαίωση της οριστικής διαγνώσεως. Η επιβεβαίωση βασίζεται επί του ευρήματος της αποφράξεως των αεραγωγών που κυμαίνεται σε ένταση, εντός βραχυπερίοδων διαστημάτων και η σπιρομέτρηση που ήδη είναι ευρέως διαθέσιμη, είναι προτιμότερη για την μέτρηση, παρ΄ό,τι η μεγίστη εκπνευστική ροή (Peak expiratory flow), επειδή επιτρέπει σαφέστερη ταυτοποίηση της αποφράξεως των αεραγωγών, και τα αποτελέσματα εξαρτώνται λιγότερο από την προσπάθεια. Η σπιρομέτρηση πρέπει να αναχθεί στο βασικό εργαλείο της διαγνώσεως και του ελέγχου του άσθματος, αν και ούτε η διενέργειά της ούτε, περισσότερο, η ερμηνεία της μπορεί να αφεθεί σε χέρια μη συστηματικά εκπαιδευμένων ειδικών Ιατρών. Σημειώνεται ότι η φυσιολογική σπιρομέτρηση (ή PFR) δεν μπορούν να αποκλείσουν τη διάγνωση του άσθματος.
Το άσθμα εμφανίζει οικογενή κατανομή. και οι γενετικοί του καθοριστές εμφανίζονται να συσχετίζονται με άλλες αλλεργικές παθήσεις που μεσολαβούνται με την ανοσοσφαιρίνη IgE (: άμεση υπεραιευσθησία). Επομένως, πρέπει να αναζητείται το ατομικό ή οικογενειακό ιστορικό του άσθματος ή της αλλεργικής ρινίτιδας, της ατοπικής δερματίτιδας ή του εκζέματος, όπου η πιθανότητα της διαγνώσεως είναι μεγαλύτερη.
•Συμπτώματα και ιατρικό ιστορικό. Τα συμπτώματα του άσθματος μπορεί να πυροδοτούνται ή να επιδεινώνονται από διάφορους παράγοντες, όπως η άσκηση, η έκθεση σε αλλεργιογόνα, οι ιογενείς λοιμώξεις, και οι συγκινήσεις. Υποτροπιάζουσες παροξύνσεις αναπνευστικών συμπτωμάτων η επιδείνωση των τοιμών των παραμέτρων αναπνοής, που χρειάζονται μεταβολή της θεραπείας, απρόβλεπτη προσέλευση σε ιατρική βοήθεια, ακόμη και νοσοκομειακή νοσηλεία, συγκαταλέγονται μεταξύ των χαρακτηριστικών του άσθματος, επίσης. Οι περισσότεροι ασθενείς με άσθμα προσέρχονται λόγω αναπνευστικών συμπτωμάτων, τυπικό χαρακτηριστικό των οποίων είναι η διακύμανσή τους. Τα καταχωρούμενα συμπτώματα αναφέρονται σε ποσοστό >90% των ασθενών με άσθμα, παρ΄όλο ότι η παρουσία τους δεν είναι υποχρεωτικά διαγνωστική του άσθματος, από ποικιλία ερεθισμάτων σε μη ασθματικά άτομα. όπως επί οξείας ιογενούς λοιμώξεως. Η φυσική δραστηριότητα απογτελεί σημαντικό εκλυτικό συμπτωμάτων παράγοντα, για τους περισσότεροθς ασθματικούς ασθενείς και, ιδίως, τα παιδιά. Ο εξ ασκήσεως βρογχόσπασμος, συνήθως δεν εμφανίζεται κατά τη διάρκεια της ασκήσεως, αλλά 5-10 λεπτά μετά και αίρεται αυτόματα μετά παρέλευση 40-45 λεπτών. Ευχερής άρση των συμπτωμάτων εξασφαλίζεται μετά τη χρήση β2-διεγέρτη, ή με την πρόληψη με την προθεραπεία με β2-διεγέρτη, πριν από την άσκηση, γεγονός που επιβεβαιώνει και τη διάγνωση.
πίνακας 1. οι πιθανότητες του άσθματος
-ευρήματα που αυξάνουν τις πιθανότητες για άσθμα.
α. Περισσότερα από τα επόμενα συμπτώματα: συριγμός, δύσπνοια, αίσθημα συσφίγξεως στο θώρακα, βήχας, ιδιαίτερα εάν τα συμπτώματα επιδεινώνονται τη νύκτα και τις πρώτες πρωινές ώρες, σχετίζονται με τη άσκηση, την έκθεση σε αλλεργιογόνα, και τον κρύο αέρα, επάγονται με τη λήψη ασπιρίνης ή β-αποκλειστών. β. ιστορικό ατοπικών παθήσεων. γ. υπάρχει οικογενειακό ιστορικό ατοπίας ή άσθματος. δ. ακούγοντγαι διάσπαρτοι συρρίττοντες ήχοι σκαι στα δύο ημιθωράκια. ε. ανεξήγητη μέιωση του FEV1 ή της PEFR, εάν υπάρχουν ιστορικά δεδομένα προς σύγκριση. στ. ανεξληγγητη με άλλες παθολογίες περιφερική ηωσινοφιλία
- ευρήματα που μειώνουν την πιθανότητα του άσθματος
ζαλάδες, αίσθηση κενού κεφαλιού, περιφερικές αιμωδίες. χρόνιος παραγωγικός βήχας, επί απουσίας δύσπνοιας και συριγμού. Επανειλημμένη αρνητική κλινική εξέταση, ενώ υπάρχουν συμπτώματα. διαταραχές της φωνήσδεως, συμπτώματα που επισύρονται με το κρύο. σημαντικό καπνιστικό ιστορικό, π.χ., >20 pyears. καρδιοπάθειες. φυσιολογική PEFR ή σπιρομετρικές τιμές, ε΄νω υπάρχουν συμπτώματα.
Σε μερικούς ασθματικούς, απουσιάζει ο συριγμός και το αίσθημα συσφίγξεως στον θώρακα και το μόνο που σύμπτωμα που εμφανίζουν είναι ο χρόνιος βήχας, (ισοδύναμο άσθματος). Σημαντικό εύρημα είναι η πρόκληση άσθματος είναι η έκθεση σε -οικιακούς- παράγοντες γνωστοί ότι πυροδοτούν ενεργοποιησή του,όπως είναι μερικοί τύποι παρασκευής του φαγητού, τύποιθερμάνσεως, οι μύκητες της σκόνης του σπιτιού κλπ., οι συνθήκες στον επαγγελματικό χώρο, ο κλιματισμός, τα κατοικίδια ζώα, ο καπνός των τσιγάρων, ακόμη και οι ατμοσφαιρικοί ρύποι, από τις μηχανές εσωτερικής καύσεως.
•Λειτουργικός έλεγχος αναπνοής - σπιρομέτρηση. Ο λειτουργικός έλεγχος αναπνοής διαδραματίζει κρίσιμο ρόλο στη διάγνωση, παρακολούθηση κι έλεγχο του άσθματος. |σπιρομέτρηση|. Η σπιρομέτρηση (είναι προτιμότερη η μέθοδος καταγραφής της καμπύλης ροής-όγκου, παρά της καμπ'ύλης όγκου-χρόνου ή ροής χρόνου), είναι η εξέταση αναφοράς για την εκτίμηση της παοσυσίας και της βαρύτητας της αποφράξεως των αεραγωγών. Τόσο οι τιμές των επιμέρους εκπνευστικών ροών, FEV1, PEFR, ME75, 50, 25, αλλά και η μορφολογική αποτύπωση της καμπύλης ροής-όγκου μπορεί να δώσει χρήσιμες πληροφορίες, εφόσον διενεργθεί και εκτιμηθεί από εξειδικευμένο Πνευμονολόγο. .
Γενικά, μετρήσεις των διακυμάνσεων PEFR, των πνευμονικών όγκων, της ικανότητας διαχύσεως, της υπεραντιδραστικότητας των αεραγωγών, και της παρουσίας φλεγμονής στους αεραγωγούς έχουν περιορισμένη αξία στη διάκριση ασθενών με απόφραξη αεραγωγών, λόγω άσθματος, έναντι εκείνων των οποίων η απόφραξη οφείλεται σε άλλους παράγοντες. Οι ασθενείς μπορεί να έχουν περισσότερες αιτίες αποφράξεως αεραγωγών, που επιπλέκουν την ερμηνεία των αποτελεσμάτων. Ιδίως, επειδή, όχι σπάνια το άσθμα συνυπάρχει με τη ΧΑΠ. Αντίθετα, σε ασθενείς με φυσιολογική ή σχεδόν φυσιολογική σπιρομέτρηση είναι χρησιμότερη η διερεύνιση τη;ς βρογχικής υπεραντιδραστικότητας και της παρουσία ςφλεςγμονής στους αεραγωγούς. Οι δοκιμασίες αυτές έχουν υψηλή ευαισθησία και η αρνητική έκβασή τους, ουσιωδώς, αποκλείουν τη διάγνωησ του άσθματος.
Διαφορική διάγνωση άσθματος ενηλίκων, ανάλογα με την παρουσία ή απουσία αποφράξεως αεραγωγών (FEV/FVC<0.7)
-Χωρίς απόφραξη αεραγωγών. Σύνδρομα που εκφράζονται με χρόνια βήχα, σύνδρομο υπεραερισμού, δυσλειρουργία φωνητικών χορδών, ρινίτις, ΓΟΠ, καρδιακή ανεπάρκεια, πνευμονική ίνωση
-με απόφραξη αεραγωγών. ΧΑΠ, βρογχεκτασίες, εισρόφηση ξένου σώματος, στένωση μεγάλων αεραγωγών, πνευμονιός καρκίνος, σαρκοείδωση.
Οι μετρήσεις του υπολειπόμενου όγκου και της ολικής πνευμονικής χωρητικότητας αναγκαιούν για τον καθορισμό του βαθμού της υπερδιατάσεως και την μεγέυθυνση των αεροχώρων, και οι πνευμονικοί όγκοι εισφέρουν στη διάκριση μεταξύ άσθματος και ΧΑΠ, αν και δεν είναι απαραίτητοι για τη διάγνωση του άσθματος ή και την εκτίμηση της βαρύτητάς του. Σημειώνεται ότι επί άσθματος, ο περιορισμός της ροής είναι αναστρέψιμος είτε αυτόματα ή, συνηθέστερα, μετά θεραπεία, εκτός από σοβαρό άσθμα, με προσηλωμένη απόφραξη των αεραγωγών.
Ένα σημαντικό εργαλείο για τη διάγνωησ και την επακόλουθη παρακολούθηση και αποτίμηση της θεραπείας του άσθματος είναι η μέτρηση της αιχμής της μεγίστης ροής (peak flow), που είναι η στιγμιαία μεγίστη ροή που παράγεται κατά την μέγιστη εκπνευστική ροή. Εάν η σπιρομέτρηση δεν αποκαλύπτει η μέτρηση της PEFR για διάστημα 2-4 εβδομάδων μπορεί να αποκαλύψει την αναμενόμενη διακύμανση της αποφράξεως και να εισφέρει στη διάγνωση. Τουλάχιστον δύο μετρήσεις την ημέρα, αμέσως μετά την πρωινή έγερση, και το βράδυ, κατά προτίμηση μετά τη λήψη του βρογχοδιασταλτικού είναι χρήσιμη μεθοδολογία για την εκτίμηση της βαρύττηας της παθήσεως και της απαντήσεώς της στη θεραπεία,, κια μπορεί να βοηθήσει του ασθενείς στην έγκαιρη αναγνώριση της επιδεινώσωες. Η διημερήσια διακύμναση υπολογίζεται ως εξής: (PEFmax - PEFmin) / [(PEFmax + PEFmin) / 2] X 100. Η φυσιολογική ημερήσια διακύμανση είναι 20%, πέραν από την οποία επιβεβαιώνεςι τη διάγνωση του άσθματος. Έχδει βρεθεί ότι η ημερήσια διακύμανση είναι ανάλογη της βαρύτητας του άσθματος. Ο έλεγχος της PEFR δεν είναι αναγκαίος μόνο για τη διάγνωση του άσθματος, και την εκτίμηση της σοβαρότητάς του, αλλά και για την αποκάλυψη ενός επαγγελματικού άσθματος. Εάν η μέθοδος της ημερήσιας μετρήσεως της PEFR χρησιμοποιηθεί προς τον σκοπό αυτό, Η PEFR πρέπει να μετριέται συχνότερα, από ό,τι Χ2 ημερησίως.και πρέπει να ακταβάλλεται ιδιαίτερη προσοχή, για τις αναφυόμενες μεταβολές, κατά την προσέλευση ή απομάκρυνηση από τον επαγγελνματικό χώρο.
βρογχοδιαταλτικά για τον έλεγχο της αναστρεψιμότητας. Η αναστρεψιμότητα της αποφράξεως μετά χορήγηση βρογχοδιασταλτικών, δηλαδή >+12% μεταβολή κια >200 ml μεταβολή στον FEV1 μετά βρογχοδιαστολή επιβεβαιώνει τη διάγνωση του άσθματος. Η περιορισμένη αναστρεψιμότητα, συνήθως, με απόλυτη μείωση του δείκτη Gaesler (FEV1/FVC<0.7). Εν τούτοις, επειδή η παράμετρος αυτή μειώνεται με την παροδο της ηλικίας, πρέπει να επιβεβαιωθεί με επακόλουθη μέτρηση της τιμής Tiffenau (FEV/VC), της οποίας η μεταβρογχοδιαστολή τιμή της πρέπει να παραμένει μικρότερη των κάτω ορίων του φυσιολογικού. Σημειώνεται ότι η αναστρεψιμότητα, συνήθως, δεν είναι ορατή, κατά τη στιγμή της εξετάσεως, ιδιαίτερα εάν πρόκειται για ασθενείς υπό θεραπεία κι έτσι, η απουσία αναστρεψιμόττηας δεν μπορεί να αποκλείσει την πάθηση. Εν τούτοις, επανειλημμένες εξετάσεις αναστρεψιμότητας και των δύο κλινικών ονοτήτων, ΧΑΠ και άσθματος, και ο έλεγχος των λειτορυγικών παραμέτρων αναπνοής μπορεί να επιτρέψει την καλύερη αντιμετώπιση ελέγχου του άσθματος ή/και την επίτευξη καλύτερου λειτουργικού επιπέδου στους ασθενείς.
•Διάκριση άσθματος και ΧΑΠ. Η διάκριση μεταξύ ΧΑΠ και σταθεροποιημένου άσθματος διευκολύνεται από τις δοκιμασίες που καταχωρούνται στον πίνακα.
•Δοκιμασία αναστρεψιμότητας |δοκιμασία αναστρεψιμότητας|δοκιμασία μη αναστρεψιμότητς|
•Δοκιμασία προκλήσεως Σε ασθενείς με συμπτώματα συμβατά με άσθμα, αλλά με φυσιολογικές τιμές παραμέτρων αναπνοής, κατά την εξέταση, μπορεί να διενεργηθούν δοκιμασίες βρογχικής προκλήσεως με μεταχολίνη, μαννιτόλη, ισταμίνη ή άσκηση, οι οποίες είναι επικουρικές στη μέτρηση της βρογχικής υπεραντιδραστικότητας και, με τον τρόπο αυτό, να επιβεβαιωθεί ή να αποκλειστεί η διάγνωση του άσθματος. Οι μεςτρήσεις αυτές είναι πολύ ευαίσθητες, αλλά υπολείπονται σε ειδικότητα για τη διάγνωση του άσθματος. Αυτό σημαίνει ότι η αρνητική έκβαση της δοκιμασίας αποκλείει το άσθμα, αλλά η θετική δεν την επιβεβαιώνει. Ενώ η μέτρηση της υπεραντιδραστικότητας μπορεί να είναι χρήσιμη για τη διάγνωησ του άσθματος σε άτπομα με φυσιολογικές τιμές λειτορυγικού ελέγχου αναπνοής δεν είναι χρήσιμη, παρουσία μη αναστρέψιμης αποφράξεως κι έτσι στη δδ μεταξύ άσθματος και ΧΑΠ.
•Ανάλυση αερίων αρτηριακού αίματος.|ΑΑΑΑ| Επί σοβαρού άσθματος και, ιδίως, επί παροξύνσεων, η ΑΑΑΑ είναι αναγκαία για την αναγνώριση ενδεχόμενης αναπενσυτικής ανεπάρκειας. Η Ανάλυση πρέπει να διενεργείται σε όλους τους ασθενείς με κλινικά ευρήματα οξείας ή χρόνιας αναπνεσυτικής ή καρδιακής ανεπάρκειας, και, οπωσδήποτε σε άτομα με PEFR <50% σε εκείνους που δεν απαντούν στη θεραπεία, με κορεσμό <92%.
•Δοκιμασίες δερματικής προκλήσεως. Σε όλους τους ασθενείς με συμπτώματα άσθματος και ιστορικό οικογενειακής ατοπίας πρέπει να διενεργούνται δερματικές δοκιμασίες προκλήσεως. Από το ιστορικό παρέχονται χρήσιμες πληροφορίες αναφορικά με τον τρόπο ζωής και το επάγγελμα εφόσον και οι δύο παράγοντες εκθέτουν τον ασθενή σε αλλεργιογόνα, καθώς και οι απράγοντες που επάγουν σε παροξύνσεις. Οι δερματικές δοκιμασίες προκλήσεως περιλαμβάνουν όλα τα επιτόπια αλλεργιογόνα, αλλά η μέτρηση της ολικής IgE στον ορό δεν έχει κλινική σημασία για τη διάγνωση της ατοπίας. Ο κύριος περιορισμός δοκιμασιών δερματικών προκλήσεως είναι ότι μια ενδεχομένως θετική δοκιμασία δεν σημαίνει απαραίτητα ότιπρόκειται για αλλεργικό άσθμα, ή ότι το αλλεργιογόνο αυτό είναι αιτιολογικά υπεύθυνο, καθώς μερικά άτομα έχουν ειδικά IgE αντισώματα χωρίς κανένα σύμπτωμα και άρα δεν μπορεί να συσχετίζονται αιτιολογικά. Η σχετική έκθεση και η σχέση τους με συμπτώματα πρέπει να επιβεβαιώνεται από το ιστορικό.
•Απεικόνιση. Ενώ η ακτινογραφία θώρακος μπορεί να εισφέρει στον αποκλεισμό παθήσεων που μιμούνται το άσθμα, δεν είναι απαραίτητη για τη διάγνωση, αλλά πρέπει να διενεργείται ακτινολογικός έλεγχος σε κάθε απρόξυνση, ιδίως για τον εντοπισμό καταγμκάτων, πνευμοθώρακος,του βαθμού της υπερδιατάσεως, πνευμονία, καρδιογενές πνευμονικό οίδημα, πνευμονική θρομβοεμβολική νόσος (εκδηλώνεται με ετερόπλευρους συρρίττοντες). Η ακτινογραφία θώρακος είναι φυσιολογική, επί σταθεροποιημένου άσθματος, αν και μη ειδικά ευρήματα όπως ο υπεραερισμός και η πάχυνση των βρογχικών τοιχωμάτων (&), αλλά η βασική αποστολή της απλής ακτινογραφίας θώρακος είναι ο αποκλεισμός εναλλακιτκών διαγνώσεων. Με τηη αξονική τομογραφία είναι δυνατή η διάκριση του άσθματος από κλινικά παρόμοιες παθήσεις, όπως η βρογχιολίτις, οι βρογχεκτασίες, η βρογχομαλακία, οι ενδοβρογχικές καταλήψεις, αλλά κι αγγειακές ανωμαλίες (&, &). Η HRCT αποτελεί, προοδευτικά, χρήσιμο εργαλείο για την διερεύνηση της συμμετοχής των μικρών και μεγάλων βρογχιολίων στην παθογένεια του άσθματος. Μη ειδικά ευρήματα, όπως η πάχυνση και η διάταση των τοιχωμάτων των αεραγωγών (&) ή και των αεροχώρων, βύσματα πτυέλων, και ενίσχυση του παρεγχύματος με εικόνα μωσαϊκού, |βρογχιολίτιδες|αξονική τομογραφία υψηλής αναλύσεως|εικόνα μωσαϊκού| Σε μια πρόσφατη ποιοτική ανάλυση 185 περιπτώσεων ασθματικών ασθενών αναγνωρίστηκαν κάθε φύσεως διαταραχές στην HRCT σε ποσοστό 80%, ενώ στι 62% διπαιστώθηκαν πάχυνση των βρογχικών τοιχωμάτων και σστο 40% βρογχεκτασίες (&).
Εικόνα 1. πάχυνση βρογχικών τοιχωμάτων (&). Η ποσοτική ακτίμηση των ευρημάτων είναι ήδη δυνατή, με την εισαγωγή νέων τεχνολογιών, κια αποδοτικών αλγορίθμων (&). εικόνα 2. οι διαστάσεις ενός βρόγχου όπως φαίνονται με εφαρμογή της αρχής της "full-width at half maximum principle"(&). Οι τεχνικές αυτές, όμως, υποστηριγμένες από περιορισμένο αριθμό κλινικών μελετών και στερούμενες πιστοποιήσεως, παραμένουν μακρυά από την καθημερινή κλινική πράξη, εν τούτοις.
•Εκτίμηση της φλεγμονής. Ενώ οι ενδοβρογχικές βιοψίες και οι βρογχοκυψελιδικές εκπλύσεις παρέχουν χρήσιμες πληροφορίες σε ερευνητικό επίπεδο, θεωρούνται ιδιαίτερα παρεμβατικές για τη διάγνωση ή τη σταδιοποίηση του άσθματος σε κλινικές διατάξεις. Αντίθετα, ο έλεγχος μη παρεμβατικών δεικτών φλεγμονής χρησιμοποιούνται ευρέως, ιδιαίρερα για τη διάκριση μεταξύ άσθματος και ΧΑΠ και την εκτίμηση της απαντήσεως στη θεραπεία.
--εκπνεόμενο ΝΟ. Το εκπνεόμενο ΝΟ αυξάνεται στ ατοπικό άσθμααν και λιγότερο στο μη ατοπικό. Μειώνεται από τα γλυκοκορτικοειδή, αλλά όχι από τα βρογχοδιασταλτικά. Η μέτρηση της φλεγμονής στους αεραγωγούς δεν είναι απαραίτητη για τη διάγνωση, τη την εκτίμηση της βαρύτητας και την απόδοση της θεραπείας σε κλινικές διατάξεις.
Σύμφωνα με τα όσα προηγήθηκαν, η διάγνωση του άσθματος βασίζεται στην προσεκτική λήψη του ιστορικού και την εκτίμηση της αποφράξεως των αεραγωγών. Και οι μεν ασθενείς με υψηλή πιθανότητα άσθματος οδεύονται αμέσως σε ένα θεραπευτικό σχήμα, ανάλογ αμ ετο στάδιο που έχει εντοπιστεί, ενώ επιφυλλάσσονται περαιτέρω έρευνα σε όσους δεν ανταποκρίνονται ή απαντούν περιορισμένα στο δοκιμαζόμενο θερπαευτικό σχήμα. Σε ασθενείς με χαμηλές πιθανότητες άσθματος, των οποίων τα συμπτώματα θεωρούνται ότι οφείλονται σε εναλλακτικές διαγνώσεις, απαιτείται ειδικότερους έλεγχος και κατάλληλη διαχείριση. Η προτιμότερη προσέγγιση σε ασθενείς με ενδιάμεση πιθανότηρα να έχει άσθμα είναι η αναμονή και η συνέχιση της έρευνας, στην οποία περιλαμβάνετι κια θεραπευτική κλινική δοκιμή, για ορισμένη περίοδο, πριν την τεκμηρίωση της διάγνωσεως κια ανασχεδιασμού της θεραπείας.
•Διαφορική διάγνωση μεταξύ άσθματος και ΧΑΠ. |ΧΑΠ ή άσθμα: Ένα δυσεπίλυτο κλινικό πρόβλημα|Στις περισσότερες περιπτώσεις, η κλινική εικόνα και το ιστορικό παρέχουν τα ισχυρότερα διαγνωστικά κριτήρια για τη διάκριση άσθματος και ΧΑΠ |πίνακας|, ενώ οι δοκιμασίες λειτουργικού ελέγχου αναπνοής, ιδιαίτερα η σπιρομέτρηση, με την οποία αναδεινύεται μια σχεδόν πλήρης αναστρεψιμότητα του περιορισμού ροής αποτελούν κρίσιμης σημασίας κλείδες για τη διάκριση. Η διάκριση άσθματος / ΧΑΠ φαίνεται δυχερέστερη στους ηλικιωμένους στους οποίους εντοπίζονται επικαλυπτόμενοι παράγοντες όπως το κάπνισμα και η ατοπία και στους οποίους η αναστρεψιμόττηα έχει υποχωρήσει κια απαντά μόνο μεριώς στην εφαρμοζόμενη θεραπεία. Στις περιπτπώσεις αυτές, τα συμπτώματα, οι δοκιμασίες λειτορυγικού ελέγχου αναπνοής, οι δοκιμασίες αναστρεψιμ'ότητας, η απεικόνιση, ακόμη και τα παθολογοανατομικά ευρήματα μπορεί να επικαλύπτονται κι έτι μπορεί να μην παρέχουν διακριτικές πληροφορίες, που θα διευκόλυναν τη διαφορική διάγνωση. Με εξαίρεση την αμιγή χρονία βρογχίτιδα, η πλέον αξιόπιστη δοκιμασία διακρίσεως άσθματος / ΧΑΠ είναι η Ικανότητα διαχύσεως στους πνεύμονες, που μειώνεται στην ΧΑΠ, ενώ παραμένει φυσιολογική στο άσθμα. Η δοκιμασία αναστρεψιμότητας ακολούθως, μπορεί να διακρίνει την χρόνια βρογχίτιδα από το άσθμα. |πίνακας|. Επειδή η διάκριση αποσκοπεί στην εφαρμογή καλύερης θεραπείας, είναι αναγκαίο, στις περιπτώσεις αυτές, να λαμβάνεται κάθε ενδεδειγμένο μέτρο, και κάθε πρόσθετη εξέταση, προκειμένου να διυεκολυνθεί η διάκριση. Η ανατρεψιμότητα μετά χορήγηση κορτικοειδών ή συνδυασμού τους με παρατεταμένης δράσεως β2-διεγέρτες, η μέτρηση των πνευμονικών όγκων,και της ικανότητας διαχύσεως η ανάλυση πτυλεών και το εκπνεόμενο ΝΟ κια τα απεικονιστικά ευρήματα μπορεί να επιτευχθεί η αιατία της αποφράξεως της ροής. Αντίθετα, η δοκιμασία βρογχικής προκλήσεως, και η απάντηση στα βρογχοφ=διασταλτικά και οι δοκιμασίες δερματικής προκλήσεως δεν αποφέρουν διαγνωστικό όφελος αστους ασθενείς αυτούς.
ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ - ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΓΟΥ ΑΣΘΜΑΤΟΣ. Το άσθμα είναι χρόνια μακροπερίοδη, σχεδόν εφ΄όρου ζωής, πάθηση, αλ΄εν τούτοις, μπορεί να τεθεί σε βάσεις απόλυτου ελέγχου με την ανάπτυξη συνεργασίας μεταξύ Ιατρού-ασθενούς που του εξασφαλίζουν όλα τα εφόδια πλήρους και συστηματικού ελοέγχου, ώστε να αποτραπούν οι παροξύνσεις, η εξέλιξη της ιστικής αναδιαμορφώσεως και η βελτίωση της ποιότητας ζωής του |άσθμα: θεραπεία| Όπως έχει προειπωθεί, τα θεραπευτικά μέσα που διατίθενται στο άσθμα χωρίζονται σε φάρμακα διασώσεως και φάρμακα απαλλαγής. Τα φάρμακα διασώσεως περιλαμβάνουν βραχείας δράσεως β2-διεγέρτες που λαμβάνοντια για την άμεση ανακούφιση από τα συμπτώματα. Ιδανικά, ποι ασθενείς σε ικανοποιητικό έλεγχο του άσθματός τους ΔΕΝ έχουν ανάγκη καταφυγής σε φάρμακα διασώσεως. Τα φάρμακα απαλλαγής (αντιφλεγμονώδη, όπως τα γλυκοκορτικοειδή μόνα τους ή σε συνδυασμό με μακράς δράσεως β2-διεγέρτη) λαμβάνονται σε ημερήσια βάση και μακροπερίοδη διάρκεια για την καθήλωση του άσθματος σε επίπεδοα απόλυτου ελέγχου. Διακόπτονται μόνο όταν έχει επιτευχθεί ικανοποιητικός έλεγχος, που διατηρείται αμείωτος επί δι΄λαστημα >3 μηνών. Η ανοσοθεραπεία έναντι αλλεργιογόνων μπορεί να συσταθεί σε ασθενείς με άσθμα, που προκαλείται από ειδικούς αλλεργικούς παράγοντες, για τους οποίους διατίθενται πρότυπα εκχυλίσματα. Μόνο ασθματικοί ασθενείς με μονοδύναμη αλλεργία, σ΄ένα ΜΟΝΟ παράγοντα, ή σε δύο συγγενείς, στουςοποίους είναι επιβεβαιωμένα ευαίσθητος, και των οποίων ο ρόλος στην παθογένεια του α΄σθματος έχει επιβεβαιωθεί απ΄το ιστορικό και λαι οιοποίοι διατηρούν άθικτη τη λειτορυγία του αναπνευστικού μπορούν να είναι υποψήφιοι, στις ανασολογικές θεραπείες, οι οποίες, εν τούτοις, παραμένουν χχαμηλής προσδοκίας και υψηλού κόστους. Η ειδική ανοσθεραπεία μπορεί να συσταθεί μόνο μετά την απομάκρυνηση από το υπεύθυνμο αλλεργιολογικό περιβάλλον, και τις φαρμακολογικές παρεμβάσις, όπως τα ΓΚ, έχουν αποτύχει να εισφέρουν στον έλεγχο του ασθενούς |θεραπεία παροξύνσεων|
θεραπευτικές δοκιμές και δοκιμασία αναστρεψιμότητας. Οι κλινικές δοκιμές με βρογχοδιασταλτικά ή και εισπνεόμενα στεροειδή, σε ασθενείς με διαγνωστική αβεβαιότητα, πρέπει να μετέρχονται αντικειμενικά αποδεκτών μεθόδων εκτιμήσεως.Η χρήση του FEV1 ή της PEFR ως πρωτεύοντος σημείου εκβάσεως της κλινικής δοκιμής έχει περιορισμένη αξία σε ασθενείς με ήδη φυσιολογικές ή σχεδόν φυσιολογικές σπιρομετρικές τιμές, πριν την είσαγωγή τους στην κλινική δοκιμή, καθώς δεν υπάρχουν σημαντικά περιθώρια ώστε να αναδειχθεί η βελτίωση. Σε μια μελέτη δείχτηκε ότι η ευαισθησία της θετικής αποκρίσεως στα εισπνεόμενα ΓΚ, ορισμένη ως βελτίωση >15% στην PEFR ήταν 24%.
ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΟΥ ΑΣΘΜΑΤΟΣ |έλεγχος του άσθματος|μέθοδοι εκτιμήσεως της βαρύτητας και αποδόσεως της θεραπείας|ταλαντοσιμετρικός έλεγχος αναπνοής|μεθοδολογία της ταλαντοσιομετρίας | σύστημα εξαναγκασμένης ταλαντοσιομετρίας
|