Γενικά |
---|
Το άσθμα είναι γνωστό από την αρχαιότητα, αφού τον όρο χρησιμοποιούσε ο Ιπποκράτης για τους ασθενείς του με διαλείπουσα δύσπνοια. Η πρώτη συστηματική περιγραφή της παθήσεως αποδίδεται στον Αρεταίο, ενώ ο Ο Δ. Πύρρος, το 1831, συμπεριέλαβε μορφές άσθματος στο εγχειρίδιό του: "εγκόλπιον Ιατρών". Σε μια πρόσφατη έκθεση εμπειρογνωμόνων, προτάθηκε ο επόμενος ορισμός του άσθματος: Άσθμα είναι μια χρόνια φλεγμονώδης πάθηση των αεραγωγών, στην ανάπτυξη και συντήρηση της οποίας κρίσιμο ρόλο διαδραματίζουν κύτταρα της φλεγμονής, όπως τα ηωσινόφιλα, τα ουδετερόφιλα, τα Τ-λεμφοκύτταρα, τα μακροφάγα, τα σιτευτικά και επιθηλιακά κύτταρα του τραχειοβρογχικού δένδρου. Σε επιρρεπή άτομα, η φλεγμονή του τραχειοβρογχικού δένδρου προκαλεί υποτροπιάζοντα επεσόδια θορυβώδους αναπνοής και δύσπνοιας, αίσθημα συσφίγξεως στο θώρακα, και βήχα, ιδιαιτέρως τη νύκτα ή τις πρώτες πρωινές ώρες, όταν οι σικαρδιανοί ρυμοί της παραγωγής ενδογενούς κορτιζόλης είνια στο ναδίρ τους. Τα επεισόδια αυτά συνδέονται με διάχυτη, αλλά κυμαινόμενη εντάσεως απόφραξη των αεραγωγών, που συχνά είναι αναστρέψιμη, είτε αυτόματα ή, συχνότερα, μετά θεραπεία. Η φλεγμονή επάγει την προϋπάρχουσα βρογχική υπεραντιδραστικότητα, σε ποικιλία μη ειδικών ερεθισμάτων, όπως η άσκηση, η έκθεση σε κρύο αέρα, η άσκηση και σε εργαστηριοακές διατάξεις η εισπνοή μεταχολίνης ή μανιτόλης. Η αναστρεψιμότητα του βρογχοσπάσμου μπορεί να είναι ατελής σε μερικούς ασθενείς. |
ΠΑΘΟΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ. To άσθμα είναι φλεγμονώδης πάθηση των αεραγωγών που χαρακτηρίζεται από ιστική αναδιοαμόρφωση των αεραγωγών. Η φλέγμονή προέρχεται από διήθηση πολυμορφοπυρήνων, σιτευτικών κυττάρων και ηωσινοφίλων. Στα γενετικώς επηρεπή άτομα, η φλεγμονή αυτή μπορεί να διεγείρει συμπτώματα τα οποία, εν γένει, είναι απότοκα του κυμαινόμενης εντάσεως και διάρκειας βρογχοσπάσμου που αναστρέφεται αυτόματα ή, συχνότερα, μετά θεραπεία. Η φλεγμονή αυτή συνδέεται, επίσης, με τη βρογχική αντιδραστικότητα σε μεγάλη ποικιλία μη ειδικών ερεθισμάτων, μεταξύ των οποίων, φυσικά, όπως η εισπνοή κρύου αέρα και η άσκηση ή χημικά, όπως η εισπνοή μεταχολίνης ή μαννιτόλης. Ο προτεινόμενος αυτός ορισμός του άσθματος υποστηρίζεται από τα παθοφυσιολογικά και κλινικά ευρήματα της παθήσεως. Η ποικιλότητα και η διακύμανση της διαταραχής της ροής δια των αεραγωγών, υπό την επίδραση των βρογχοδιασταλτικών και γλυκοκορτικοειδών, είναι παράγοντες που διακρίνουν το άσθμα από άλλες παθήσεις των βρόγχων.
Πολύ συχνά (~80%), το άσθμα συνοδεύει χρόνια ρινοκολπίτιδα, η οποία πρέπει να διερευνάται όχι μόνο δι ερωτήσεων, αλλ΄επίσης με προσεκτική εξέταση της ρινικής κοιλότητας. Πληθώρα αναφορών συνδέουν τη ρινοκολπίτιδα με το άσθμα, όπως: α. Τα κοινά χαρακτηριστικά της φλεγμονής και της ιστικής αναδιοργανώσεως, β. η παρόμοια επιδημιολογία κια η χρονιότητα, γ. η υψηλότερη επίπτωση του άσθματος, μεταξύ ασθενών με ρινίτιτδα, δ. εμφάνιση βρογχικής φλεγμονής, μετά ρινική διέγερση με αλλεργιογόνα, ε. το γεγονός ότι τα δύο σύνδρομα έχουν κοινούς προκλητικούς και επιδεινωτικούς παράγοντες και, τέλος, στ. η απόδοση των τοπικών γλυκοκορτικοειδών. Από την άλλη, δεν υπάρχουν αδιάσειστες ενδείξεις που να ευνοούν την άποψη ότι απόφραξη των βρόγχων βελτιώνεται με εφαρμογή ρινικής θεραπείας. Η συστηματική χορήγηση θεραπειών, επίσης, χρειάζεται πρόσθετη κλινική αποτίμηση για τον έλεγχο της απο κοινού αποδόσεώς της στην ρινοκολπίτιδα και το άσθμα.
ΑΣΘΜΑ: ΦΥΣΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ.
Τα ευρήματα από την Tucson Children’s Respiratory Study συνηγορούν στην αναγνώριση τριών φαινοτύπων στο παιδικό άσθμα:
[α] σποραδικά επεισόδια συριγμού, κατά τη βρεφική ηλικία, αλλά όχι μετά την ηλικία των 3 ετών. Τα παιδιά αυτά δεν έχουν οικογενειακό ιστορικό άσθματος, ή ατοπίας, και, εν γένει, έχουν καλή πρόγνωση.
[β] ο δεύτερος φαινότυπος αφορά σε νήπια ή παιδιά των πρώτων τάξεων του σχολείου, των οποίων οι ασθματικές εκδηλώσεις ακολουθούν ιογενείς λοιμώξεις του κατώτερου αναπνευστικού συστήματος.
[γ]. Ο τρίτος φαινότυπος είναι ο επίμονος, ατοπικός συριγμός, που περιγράφεται σε παιδιά που εξακολουθούν να εμφανίζουν συρίττοντες μέχρι την ηλικία των 10 έτων κια, στα οποία, αναγνωρίζεταια ατοπία και βρογχική υπεραντιδραστικότητα [βλ. παιδικό άσθμα]. Πολλά απιδιά βιώνουν ευνοϊκή έκβαση με σποραδικές υποτροπές κατά την εφηβεία.
Στους παράγοντες κινδύνου για την εξέλιξη της παθήσεως προς την ενήλικη ζωή, περιλαμβάνονται η πρώιμη εγκατάσταση με σοβαρά συμπτώματα, η πτωχή πνευμονική λειτουργία και η βρογχική αντιδρατικότητα. Παρατηρείται συνηθέστερα στα κορίτσια με ατοπία. Οι περισσότεροι ενήλικες με ήπιο-προς μέτριο άσθμα, εμφανίζονται να έχουν συμπτώματα της ίδιας βαρύτητας και η υποστοφή του άσθματος ενηλίκων είναι σπάνια. Αναστρέψιμη απόφραξη των αεραγωγών μπορεί να αναπτυχθεί σε μη καπνιστές, με άσθμα, ιδίως σε εκείνα τα άτομα, με σοβαρά συμπτώματα και υπερέκκριση βλέννης.
Οι καπνιστές-ασθματικοί εμφανίζουν ταχύτερη ετήσια μείωση της πνευμονικής λειτουργίας.
ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ [βλ.: κλινική εικόνα]
ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ.
Το άσθμα μπορεί να ταξινομηθεί, ανάλογα με τη βαρύτητα και την αιτιολογία του.
►βαρύτητα. τΗ βαρύτητα του άσθματος μπορεί να βαθμονομηθεί με βάση τη συχνότητα κια σοβαρότητα των συμπτωμάτων, και τις μετρήσεις των παραμέτρων λειτουργικού ελέγχου της αναπνοής, πριν από την έναρξη τηςθεραπείας ή από το επίπεδο της θεραπείας που απαιτείται γιατην επίτευξη του ελέγχου του (πίνακας ).
►αιτιολογία. Το 1947, ο Rackeman διάκρινε το άσθμα σε ενδογενές κι εξωγενές.
ΣΥΝΟΔΕΥΤΙΚΕΣ ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΟΝΤΟΤΗΤΕΣ.
♦Βρογχοπνευμονική ασπεργίλλωση. Η κλινική αυτή οντότητα προσδιορίζεται από τα επόμενα μείζονα συμπτώματα: [α] υποτροπιάζοντα επεισόδια πνευμονικών διηθημάτων με ηωσινόφιλα, ευαίσθητα στα γλυκοκορτικοειδή. [β] χαρακτηριστικές, κεντρικής εντοπίσεως, βρογχεκτσσίες. [γ]μερικές φορές υψηλή συγκέντρωση ηωσινοφίλων περιφερικού αίματος (>1000). [δ] αυξημένη συνολική IgE και ειδική IgE, μερούμενη με RAST, και IgG (ιζηματίνες), ανοσοαντιδράσεις έναντι aspergillus fumigatus και, [ε] ο ασπέργιλλος μπορεί, μερικές φορές, να είνια παρόν στα πτύελα. Τα ευρήματα αυτά, κατευθύνουν προς το σοβαρό άσθμα, που συνήθως δικαιολογούν τη μακροπερίοδη χορήγηση γλυκοκορτικοειδών
♦Σύνδρομο Chrurg Strauss. Πρόκειται για κοκκιωματώδη και νεκρωτική αγγειΐτιδα. Είναι σπάνια μορφή άσθματος, που χαρακτηρίζεται για:
-τη βαρύτητα των αναπνευστικών συμπτωμάτων,
-τα επίπεδα της ηωσινοφιλίας (:συνήθως >1500 /mm3) και,
-την παρουσία των εξωπνευμονικών εκδηλώσεων (νευρολογικών και δερματικών). Συχνά είναι ανθεκτικό στη θεραπεία με γλυκοκρτικοειδή από του στόματος και απαιτεί τη χορήγηση ανοσοκατασταλτικών.
ΘΕΡΑΠΕΙΑ. Μέχρι το 2010, σε πολλές δημοσιεύσεις επιβεβαιώνεται η απόδοση και ασφάλεια των μακράς δράσεως β2-διεγερτών (:long-acting β-agonists (LABAs), στη θεραπεία του άσθματος (&), αν και όχι χωρίς επιφυλάξεις, καθώς έχει επανειλημμένα αναγνωριστεί ότι η χορήγηση LAΒA χωρίς συγχορήγηση εισπνεόμενων γλυκοκορτικοειδών αυξάνουν τον κίνδυνο σοβαρών ασθματικών επεισοδίων (&-μελέτη SMART). Σε μερικές μεταναλύσεις συμπεραίνεται ότι η συγχορήγηση LABA+ICS εισφέρουν στη θεραπεία του άσθματος (&, &), ενώ 'αλλες καταλήγουν ότι με συγχορήγηση LABA+ICS ο κίνδυνος παροξύνσεων δεν επηρεάζεται (&, &). Ο FDA συνιστά ότι τα LABA πρέπει, πάντα, να χορηγούνται με ICS και για μικρό χρονικό διάστημα (&), αλλ΄εν τούτοις, οι αμφιβολίες, αναφορικά με τη δράση τους παραμένουν. Σε μια μελέτη επιχειρήθηκε να διευκρινιστούν οι συνέπειες στην αποδοτική χρήση των LABA, επί ομοζυγωτικών ασθματικών ασθενών, με αντικατάσταση στη θέση 16 των β-αδρενεργικών υποδοχέων, μιας σργινίνης (&)(ADRB2). Μερικοί υποσδτηρίζουν ότι υπάρχουν συνέπειες εκ του πολυμορφισμού (&), ενώ άλλοι ότι δεν υπάρχουν (&).