Παθήσεις ανωτέρων αναπνευστικών οδών

βλέπε: αναπνευστικό σύστημα, ανώτερο.

Οι ασθενείς με βρογχεκτασίες ή σαρκοείδωση συχνά πάσχουν από παραρινοκολπίτιδα, ενώ η κυστική ίνωση συνοδεύεται από ρινικούς πολύποδες. Οι λοιμώξεις των ανωτέρων αναπνευστικών οδών αυξάνουν τη βρογχική υπεραντιδραστικότητα, ενώ η αλλεργική ρινίτις συνοδεύει συχνά το αλλεργικό άσθμα. Περαιτέρω, η κοκκιωμάτωση Wegener μπορεί να προσβάλει, επίσης, τις ρινικές κοιλότητες, ενώ η διάτρηση του ρινικού διαφράγματος συνοδεύει το κοκκίωμα μέσης γραμμής, τον ερυθηματώδη λύκο και την έκθεση σε χρώμιο. Η βιοψία ρινός μπορεί να απαιτηθεί για τη διάγνωση του συνδρόμου Sjogren.

Ο όρος 'πυρετός εκ χόρτου' οφείλεται στον βρετανό Ιατρό, John  Bostock (1773–1846)που πίστευε ΄ποτι παραγόταν από την επαφή με 'νέο χόρτο'.  Στα έργα του “Case of a Periodical Affection
of the Eyes and Chest” και “Of the Catarrhus Aestivus,
or Summer Catarrh,” ο J.B. κατέγρψε με λεπτομέρειες κοινά συμπτώματα του πυρετού εκ χόρτου, που απορρέουν από τη προκαλούμενη επιπεφυκίτιδα, την καραρροή ρινικής βλέννηης και δυσκολία στην αναπνοή, ταχυκαρδία, ανυσχία, και απώλεια της ορέξεως.

βλέπε: πυρετός εκ χόρτου

ιογενείς λοιμώξεις του ανώτερου αναπνευστικού Οι ιογενείς λοιμώξεις είναι η βασικότερη αιτία οξείας λοιμώδους ρινίτιδας και πρίπου 50% των κοινών κρυολογημάτων οφείλονται στον αθρώπινο ρινοιό (human rhinoviruses, HRV). Εν τούτοις, είναι πολύ δύσκολη η διάκριση μεταξύ μιας οξείας ιογεμούς λοιμώξεως και μιας ιογενούς  παροξύνσεως χρόνιας παθήσεως του ανώτερου αναπνευστικού, ακόμη και σε μοριακό επίεπδο. Τα αλλεργικά, άτομα φαίνεται ότι, αποκαθαίρουν την ιογενή λοίμωξη λιγότερο αποδοτικά, παρ΄ό,τι οι υγιείς και αυτό επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι ενισχύεται η φλεγμονή έναντι του HRV μετά από έκθεση σε σκόνη σπιτιού. Εν τούτοις, η λειτουργική συσχέτιση δεν φαίνεται ότι έχει διευκρινιστεί, καθώς η αλλεργία δεν μεταβάλλει αναγκαστικά τη συμπτωματολογία ή τη φλεγμονή κατά τη δια΄ρκεια κοινού κρυολογήματος.
Η σχέση μεταξύ ιογενούς ρινίτιδας και παροξύνσεων του άσθματος ή της ΧΑΠ έχει αναδειχθεί από ετών, καθώς οι ασθενείς με ΧΑΠ ή άσθμα, ενώ δεν έχουν μεγαλύτερη επίπτωση ιογενούς ρινίτιδας, φαίνεταιότι εμφανίζουν πλέον παρατεταμένα συμπτώματα από το ανώτερο ή κατώτερο αναπνευστικό σύστημα. Η πλειονόττηα των παροξύνσεων άσθματος, ακολουθούν ιογενείς λοιμώξεις του ανώτερου αναπνευστικού συστήματος, κυρίως (>50%) από τον HRVκαι η λοίμωξη από HRV προσβάλλει ευθέως προσβάλλει την πνευμονική λειτουργία σε ασθενείς με άσθμα. Ιώσδεις του ανώτερου αναπνευστικού συστήαμτος ανιχνεύονται επίσης στο 25-57% των ασθενών με παρόξυνση ΧΑΠ, φαινόμενο που έχει συσχετιστεί με την ανεπαρκή παραγωγή IFN στις ιογενείς λοιμώξεις και, επομένως, σε ασθενείς με ατοπικό άσθμα και ΧΑΠ, αν και το ζήτημα αυτό παραμένει αδιευκρίνιστο. 
Παρά τη συχνότητα της ιογενούς ρινίτιδας, ο ρόλος της ιογενούς ρινίτιδας στην επίπτωση της παραρινοκολπίτιδας δεν έχει μελετηθεί επαρκώς. Οι ιοί μπορεί να εισφέρουν στην επίπτωση της χρόνιας παραρινοκολπίτιδας, καθώς επίσης και στην παθογένειά της και, παρ΄όλο ότι οι ασθενείς, συνήθως αναφέρουν ότι της παροξύσνεως της χρόνιας παραρινοκολπίτιδας προηγήθηκε 'κοινό κρυολόγημα' δεν υπάρχουν επαρκή δεδομένα που να υποστηρίζουν της σχέση αυτή. Από μηχανιστικής απόψεως, οι ιοί θα μπορούσαν να εισφέρουν στην στην  επίτπωση της χρόνιας παραρινοκολπίτιδας μέσω ενεργοποιήσεως της IgE, επαγωγής των τοπικών ανοσολογικών μηχανισμών, κασι διευκολύσνεως της διεισδύσεως βακτηρίων διατου επιθηλιακού φράγματος. Εν τούτοις, υπάρχουν δεδομένα με τα οποία συνηγορείται ότι οι ιογνείς λοιμώξεις και οι αντιικές απαντήσεις δεν διαφέρουν μεταξύ ασθενών με ρινοκολπίτιδα και υγιών μαρτύρων.
βακτηριακές λοιμώξεις του ανώτερου αναπνευστικού Εκτιμάται ότι ποσοστό 0.5-2% των ιογενών λοιμώξεων του ανώτερου αναπνευστικού συστήματος επιπλέκεται με βακτηριακή λοίμωξη. Επί οξείας παραρινοκολπίτιδας καλλιέργειες κολπικού εκκρίμματος που παραλαμβάνεται με παρακέντηση, κατά μείζονα ποσοστό, αναπτύσσονται Streptococcus pneumoniae, Haemophilus influenzae
και Moraxella catarrhalis. Η εισφορά της βακτηριακής λοιμώξεως στην χρόνια παραρινοκολπίτιδα παραμένει αδιευκρίνιστη, ενώ έχουν απομονωθεί πολυβακτηριακές λοιμώξεις τόσο σε πάσχοντες όσο και σε μη πάσχοντες κόλπους, γεγονός που δηλώνει ότι η βακτηριακή παρουσία, γενικά, δεν αποτελεί τη σημαντικότερη αιτία της χρόνιας παραρινοκολπίτιδας. Μικροβιονομικές μελέτες έχουν δείξει ότι στους παραρίνιους κόλπους υγιών ατόμων λαθροβιώνουν πολυάριθμοι μικροοργανισμοί κοινότητας, με μεγάλη ποικιλία στελεχών. Εν τούτοις, στις χρόνιες παραρινοκολπίτιδες, η ποικιλία των μικροοργανισμών περιορίζεται και τα μικροβιακά φορτία μπορεί να είναι διαφορετικά, παρ΄ό,τι επί υγιών. Οι νοσογόνες λοιμώξεις των ανώτερων αναπνευστικών οδών χαρακτηρίζονται από διαμεσολαβούμενη από ουδετερόφιλα φλεγμονή ενώ η φλεγμονή που εντοπίζεται στους περισσότερους καυκάσιους με παραρινοκολπίτιδα είναι ηωσινοφιλική. 
Πρόσφατα, έχει δειχθεί ότι τα βακτήρια χρησιμοποιούν βιοφιλμς προκειμένου να εποικίζουν χρονίως του παραρίνιους κόλπους, χωρίς να προκαλούν ιστικές βλάβες, αν και ο ρόλος των βιοφίλμς στην παθογένεια των παραρινίων λοιμώξεων παραμένει σκοτεινός. Επίσης τα υπεραντιγόνα παριστούν μια εξελισσόμενη οικογένεια βακτηριακών και ιικών πρωτεϊνών, που μπορούν να ενεργοποιήσουν δραστικά το αμυντικό σύστημα και οι εντεροτοξίνες του σταφυλόκοκκου aureus έχουν τύχει της μεγαλύτερης προσοχής. Οι ασθενείς με αλλεργική ρινίτιδα έχουν μεγαλύτερο μικροβιακό φορτίο σταφυλοκόκκου, παρ΄ό,τι οι υγιείς μάρτυρες, αν και τα σημαντικότερα ευρήματα εντοπίζονται επί χρόνιας παραρινοκολπίτιδας και όσοι εξ αυτών φέρουν ρινικούς πολύποδες είναι, γενικά, βαρύτερα εποικισμένοι με σταφυλόκοκκο aureus, συγκριτικά με τους υγιείς μάρτυρες. Έχουν επισημανθεί υψηλές συγκεντρώσεις IgE έναντι εντεροτοξίνης σταφυλοκόκκου σε ασθενείς με ρινικούς πολύποδες, -ιδιατέρα σε εκείνους τους ασθενείς, στους οποίους συνυπαρχει άσθμα, συγκριτικά με τους μάρτυρες και τους πάσχοντες από χρόνια παραρινοκολπίτιδα, χωρίς ρινικούς πολύποδες. Επιπλέον, η παρουσία IgE-εντεροτοξίνες σταφυλοκόκκου συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο εμφανίσεφως άσθματος ως συνοσηρότητα, στους ασθενείς με χρόνια παραρινοκολπίτιδα και ρινικούς πολύποδες, και οι IgE-εντεροτοξίνες σταφυλοκόκκου συνδέθηκαν με άσθμα, κατά ένα εξαρτώμενο από τη συγκέντρωση τρόπο. Τα ευρήματα αυτά αναγνωρίζουν ένα ρόλο της ενεροτοξίνης του σταφυλοκόκκου ως τροποποιητού στις παθήσεις του ανώτερου αναπνευστικού συστήματος, ιδιαίτερα στις χρόνιες παραρινοκολπίτιδες μα ρινικούς πολύποδες. και, πιθανόμ, ως ενεργοποιητές ρινοβρογχικών αντεπιδράσεων,
  Αναφορικά με τη χρήση αντιβιοτικών για τη θεραπεία της χρόνιας παραρινοκολπίτιδας, σε μερικές καλά σχεδιασμένες μελέτες, αλλά όχι σε όλες, με εικονικό φάρμακο επί της ανοσοτροποποιητικής δράσεως των μακρολιδίων δείχτηκε ικανοποιητική θετική απόδοση. Σε μια παλαιότερη, επίσης, δείχτηκε όφελος με την χορήγηση μακρολιδίων. Επιπλέον, σε μια μελέτη έχει δειχθεί ότι η χορήγηση δοσυκυκλίνης εξασφάλισε καλά αποτελέσματα σε ασθενείς με παραρινοκολπίτιδα και ρινικούς πολύποδες.

μυκητιασικές λοιμώξεις ανώτερου αναπνευστικού. Οι μύκητες μπορούν να προκαλέσουν ποικιλία ανοσολογικών και μη ανοσολογικών ανατροπών (βλέπε: πνευμονία μυκητιασική). Ανοσολογικώς, οι μύκητες παράγουν αλλεργιογόνα, που οδηγούν στην αλλεργική ρινίτιδα με επίπτωση, κατά προσέγγιση 3-20% του παγκόσμιου πληθυσμού. στις μη ανοσολογικές επιδράσεις των μυκήτων περιλαμβάνονται οι λοιμώξεις, ο διερεθισμός του βλεννογόνου και οι αντιδράσεις από τις μυκητοτοξίνες. Οι μυκητιάσεις που προσβάλλουν του παραρινικούς κόλπους χωρίζονται σε παθογόνες (όπως οι οξείες ή χρόνιες μυκητιασικές παρρινοκολπίτιδες και οι κοκκιωμάτωδεις παραρινοκολπίτιδες) και μη παθογόνες (παραρινικό μυκήτωμα και η αλλεργική μυκητιασική παραρινοκολπίτιδα, που προσβάλλει περισσότερους κόλπους). Οι παθογόνες μυκητιάσεις προσβάλλουν  ανοσοκατεσταλμένα άτομα. Οι μη παθογόνες προσβάλλουν τον έναν μόνο κόλπο. Η αλλεργική μυκητιασδική παραρινοκολπίτιδα αποτελεί διακριτή οντότητα της χρόνιας παραρινοκολπίτιδας και απρουσιάζει πολλές ομοιότητες με την αλλεργική βρογχοπνευμονική ασπεργίλλωση.  Και οι δύο μορφές είναι χρόνιες φλεγμονω΄δεις καταστάσεις του αναπνευστικού συστήματος, που οφείλονται σε αντιδράσςις υπρευαισθησίας τύπου Ι και ΙΙΙ, έναντι μυκήτων που αναπτύσσονται σε περιβάλλον ηωσινοφιλικού βλεννογόνου στις παραρίνιες κοιλότητες και τους βρόγχους. Οι ασθενείς με αλλεργική μυκητιασική παραρινοκολπίτιδα, τυπικά, εμφανίζουν ετόπλευρα συμπτώματα χρόνιας παραρινοκολπίτιδας. συχνά με σκοτεινόχρωμες, παχύρρεσυτές εκκρίσεις. Η ιστοπαθολογία της αλλεργικής μυκητιασικής παραρινοκολπίτιδας και της αλλεργικής βρογχοπνευμονικής ασπεργιλλώσεως είναι παρόμοιες, αλλά η ανοσολογία της αλλεργικής μυκητισικής παραρινοκολπίτιδας έχει μελετηθεί σε πολύ περιορισμένο βαθμό. καθώς η παρουσία αλλεργικής μυκητιασικής απραρινοκολπίτιδας χωρίς την ανάδειξη μυκήτων στους κόλπους ή υπερευαιθσηία στους μύκητες είναι, γενικά, δυσχερής. Παρ΄όλο ότι η αλλεργική βρογχοπνευμονική ασπεργίλλωση και η αλλεργική μυκητιασική παραρινοκολπίτιδα μπορεί να συνυπάρχουν, τα επιδημιολογικά δεδομένα είναι ανεπαρκή για να υποστηρίξουν ότι πρόκειται για τυπικές μυκητιασικές λοιμώξεις των αεραγωγών. 

Για πολά χρόνια, πιστευόταν ότι η IgE -διαμεσολάβηση ευθυνόταν για πολλές μορφές χρόνιας παραρινοκολπίτιδας, το γεγονός όμως, ότι τα τοπικά ή συστηματικά χορηγούμενα αντιμυκητιασικά δεν ωφελούν τους αθενείς με χρόνια παραρινοκολπίτιδα, ορθώνεται εναντίον αυτής της πεποιθήσεως. Εν τούτοις δεν μπορεί να αποκλεισθεί ότι οι μύκητες ασκούν τροποποιητικό της παθήσεως ρόλο.     

αλλεργιογόνα.  Η συχνότερη αιτία της ρινίτιδας είναι η αλλεργία, που πρσβάλλει 400 εκατομμύρια ανθρώπους, παγκοσμίως.