ΕΡΓΟΣΠΙΡΟΜΕΤΡΙΑ: εργομετρικοί κυλιόμενοι τάπητες

  Στην εικόνα εμφανίζεται ένας κυλιόμενος τάπητας (δαπεδοεργόμετρο) με τα κατάλληλα εξαρτήματά του και τις συνοδευτικές συσκευές μετρήσεως των αναγκαίων παραμέτρων για τη μελέτη της καρδιοπνευμονικής κοπώσεως. Όπως διακρίνεται, αποτελείται από έναν, μηχανοκίνητο,  ανακυκλούμενο τάπητα, επί του οποίου ο εξεταζόμενος βαδίζει, αμετακίνητος. Η ταχύτητα κυλήσεως του τάπητα ρυθμίζεται από τον χειριστή, ενώ μπορεί να ρυθμιστεί, ώστε να λάβει πρανή θέση, όταν απαιτείται από το πρωτοκόλλο της δοκιμασίας κοπώσεως. Αύξηση της ταχύτητας κυλίσεως ή του πρανούς συνεπάγεται αύξηση του εκτελούμενου έργου, που με τον τρόπο αυτό, μπορεί να λάβει πρότυπες και, άρα, συγκρίσιμες τιμές.
Ο μηχανοκίνητος κυλιόμενος τάπητας, παρέχει προοδευτικά αυξανόμενη δοκιμασία κοπώσεως μέσω ενός συνδυασμού ταχύτητας και αναβάσεως και παρέχει τη δυνατότητα κοπώσεως μ΄ένα τρόπο που το κάθε άτομο είναι εξοικειωμένο (βάδιση, τρέξιμο) και, για το λόγο αυτό, προτιμάται από τα περισσότερα εργαστήρια. Ο ιμάντας στηρίζεται σε δύο άξονες, και κινείται μηχανικά, με ταχύτητα που ελέγχεται από τον χειριστή.  Ο πρόσθιος άξονας υπεγείρεται, ώστε να δημιουργηθούν συνθήκες βαδίσεως επί πρανούς (κλίση από 0% ως 30%, από το οριζόντιο επίπεδο). Η ταχύτητα του δαπεδοεργόμετρου μπορεί να ρυθμιστεί, από 1.5-10.0 mph.
σχέδιο δαπεδοεργό- μετρου.  Ο κυλιόμενος τάπητας, προσομοιώνει διαδρομή επί επιπέδου ή επικλινούς εδάφους. οι σχετικοί συνελεστές συνδέονται ως ακολούθως. Η % βαθμίδα μπορεί να υπολογισεί:
% βαθμίδα= μήκος τάπητα/ ανύψωση
Η αύξηση της ταχύτητας κυλήσεως και του επιπέδου του πρανούς μπορούν να χρησιμοποιηθούν προκειμένου να αυξηθεί το καταβαλλόμενο έργο από τον εξεταζόμενο. Το φορτίο έργου που θα καταβληθεί, μετριέται σε μονάδς (wats) και υπολογίζονται με την εξίσωση:
Φορτίο=(Wt X v X ημίτονο L)/6.12
Όπου Wt , το σωματικό βάρος του εξεταζόμενου,  v, η ταχύτητα κυλήσεως του εργόμετρου, και ημίτονο L, το ημίτονο της γωνίας ανυψώσεως (βλέπε διάγραμμα). Ο συντελεστής 6.12 είναι διορθωτικός για την μετατροποή του έργου σε K/min.
 Το επιβαλλόμενο φορτίο, μέσω ενός δαπεδοεργόμετρου εξαρτάται από σημαντικούς παράγοντες, που παριστούν μειονεκτήματα του μέσου, όπως η δρασκελιά (: συνάρτηση του ύψους) του εξεταζόμενου, και ο τύπος της βαδίσεώς του, επιρεάζουν το φορτίο. Επιπλέον, η στήριξη του εξεταζόμενου από τους βραχίονες μπορεί να κυμαίνεται και δεν υπολογίζεται στα τελικά αποτελέσματα. Επιπλέον, η χρήση του δεν διευκολύνει τη μέτρηση μερικών παραμέτρων, όπως η αρτηριακή πίεση) και τη λήψη δειγμάτων αρτηριακού αίματος. Υπάρχει, επιπλέον, ο κίνδυνος πτώσεως του εξεταζομένου, εάν δεν μπορεί να ανταπεξέλθιε με την ταχύτητα κυλήσεως, ιδιαίτερα, επειδή η κίνηση του ιμάντα δεν μπορεί να διακοπεί αμέσως (αδράνεια). Μερικά άτομα βρίσκουν το δαπεδοεργόμετρο δυσάρεστο, ιδιαίτερα, εάν συνδεδθούν μέσω επιστομίου, για καταγραφή των αναπνεόμενων όγκων και των συστατικών του εκπνεόμενου αέρα. Τέλος, είναι ογκώδη όργανα, θορυβώδη και, μάλλον, ακριβά.
Στους εξεταζόμενους παρέχεται πλήρης και εύληπτη πληροφόρηση και μικρή εκπαίδευση, πριν από τη διενέργεια της δοκιμασίας. Η ειδοποίηση του χειριστή ότι ο εξεταζόμενος τελεί σε εξάνλτηση δεν είναι ευχερής, Για το λόγο αυτό, πρέπει να έχει προβλεφθεί ένα «σήμα» ή η δυνατότητα άμεσης διακοπής της κυλήσεως από τον εξταζόμενο ή σε περιπτώσεις ατυχήματος (π.χ., πτώση).
Η κύληση δεν πρέπει να διακοπεί αμέσως μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος της δοκιμασίας, αλλά πρέπει να επιβραδύνεται σταθερά και βαθμιαία, μέχρι την πλήρη παύση.
Πολλά πρωτόκολλα βαθμιδωτής αυξήσεως του έργου είναι δημοφιλή (1, 2, 3, 4) μέσω αυξήσεως της τχύτητας και της κλίσεως του διαδρόμου κυλήσεως. Πολλά απ΄αυτά έχουν μειονεκτήματα, όταν εφαρμόζονται σε προγράμματα καρδιοπνευμονικής κοπώσεως. [α] η ταχύττηα και η κλίση του δαπέδου είναι σταθερά. έτσι, ώστε η διάρκεια που ο εξεαζόμενος μπορεί να ασκηθεί ποικίλλει ευρέως, ανάλογα με την  αντοχή στην κόπωση του καθενός. Αυτό δυσχεραίνει τη διάγνωση. Μια δυνητική διόρθωση της 'αδυναμίας' επιχειρείται με την εφαρμογή βαθμιδωτού προγράμματος, ώστε η κόπωση να αρχίζει από ένα κλάσμα της μέγιστης ικανόττηας ασκήσεως τοπυ κάθε ατόμου. Με τον τρόπο αυτό, μπορεί, μερικές φορές, ακόμη και να υπερβεί το μέγιστο WR ή και τη μέγιστη προβλεπόμεη ταχύτητα βαδίσεως. Αυτό, σχυνά, οδηγεί σε αποτελέσματα με χαρακτηριστικά που δεν ικανοποιούν, όπως η μικρή διάρκεια της ασκήσεως. [β] Ο συνδυασμός της γραμμικής ταχύτητας και της γραμμικής εφαρμογής πρανούς, γενικά, δεν απολήγει στην εφαρμογή γραμμικής αυξήσεως του WR και μεταβολικού ρυθμού κι έτσι, μερικές φορές στα διάφορα εργαστήρια καταφεύγουν σε παραδοχές, γραμμικών μεταβολών των παραμέτρων αυτών, κατά τη διενέργεια δοκιμασιών καρδιοπνευμονικής κοπώσεως, όπως για τον εντοπισμό του κατωφλίου γαλακτικού οξέος. [γ] Η απόκλιση της ακρίβειας στον ποσοτικό προσδιορισμό του WR αποτελεί, γενικά, ένα μείζον πρόβλημα, καθώς διαταραχές της σχέσεως V̇Ο2 – WR επί καρδιοπνευμονικών παθήσεων, μπορεί να μην εντοπιστεί. [δ] Ανίθετα με το εργοποδήλατο, στον εργοδιάδρομο, το σωματικό βάρος του εξεταζόμενου είναι μια αναμιγνυόμενη παράμετρος.
Έχει πρόσφατα αναγνωριστεί ότι παρέχει ένα αρχικά χαμηλό ρυθμό WR, που προοδευτικά αυξάνεται, μέχρις ότου προσεγγιστούν τα όρια ανοχής του εξεταζομένου, σε ~10 min. Το παραχθέν WR
 
 
βιβλιογραφία
1. Astrand PO, Rodahl K. Textbook of Work Physiology: Physiological Bases of Exercise. New York, McGraw Hill, 1986.
2. Balke B, Ware RW. An experimental study of physical fitness of Air Force personnel. U S Armed Forces Med J 1959; 10: 875–888.
3. Bruce RA. Exercise testing of patients with coronary heart disease. Principles and normal standards for evaluation. Ann Clin Res 1971; 3: 323–332.
4. Buchfuhrer MJ, Hansen JE, Robinson TE, Sue DY, Wasserman K, Whipp BJ. Optimizing the exercise protocol for cardiopulmonary assessment. J Appl Physiol 1983; 55: 1558–1564.
23. Cotes JE. Lung Function: Assessment and Application in Medicine. Oxford, Blackwell Scientific
Publications, 1993.
24. Ellestad MH. Stress Testing: Principles and Practice. Oxford, Oxford University Press, 2003.
25. Patterson JA, Naughton J, Pietras RJ, Gunnar RM. Treadmill exercise in assessment of the
functional capacity of patients with cardiac disease. Am J Cardiol 1972; 30: 757–762.