Η κλίμακα Borg είναι ιδιαίτερα κατάλληλη για την εργαστηριακή εκτίμηση της δύσπνοιας, υπό συνθήκες ελεγχόμενης ασκήσεως. Εισήχθη, ως εφαρμογή του Νόμου Fechner από τον Borg, το 1970, ο οποίος περιέγραψε μια κλίμακα από το 6 μέχρι το 20, με την οποία επιχείρησε να αντικειμενικοποιήσει την αίσθηση της δύσπνοιας, κατά τη διάρκεια φυσικής ασκήσεως. Η κλίμακα τροποποιήθηκε από την αρχική της μορφή, σε μια δεκαβάθμια κλίμακα, με λεκτικές διευκρινίσεις της βαρύτητας, χαρακτηρισμένης με αύξοντες αριθμούς. Όπως και με την περίπτωση της οπτικής αναλογικής κλίμακας, οι εκτιμήσεις αυτές είναι ιδιαίτερα υποκειμενικές και, επομένως, έχουν σημασία για την αποτίμηση μεταβολών στον ίδιο άτομο, ανάλογα με τη φυσική του κατάσταση. Η αξία τους μειώνεται επί μετρήσεων που αφορούν ομάδες ατόμων σε δεδομένη στιγμή. Επομένως τα αποτελέσματά τους πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψη με προσοχή[i]. βλέπε: δύσπνοια
Η κλίμακα Borg αναπτύχθηκε το 1962, για τη βαθμονόμηση της δυσάρεστης συνειδητοποιήσεως της αναπνοής -δύσπνοιας, κατά τη διάρκεια ασκήσεως και βρέθηκε ότι συσχετίζεται ικανοποιητικά με παραμέτρους των δοκιμασιών κοπώσεως, επί πνευμονοπαθειών (β51). Συνήθως χρησιμοποιείται από κοινού με ένα πρωτόκολλο δοκιμασίας κοπώσεως προκαθορισμένου μεταβολικού φορτίου.
Η τροποποιημένη κλίμακα Borg, ΤΚΒ, είναι μια κατηγορική διαβάθμιση 10 σημείων, μη γραμμική, με αντίστοιχη λεκτική περιγραφή, προοδευτικά αυξανόμενης εντάσεως δύσπνοιας, που προσαρμόστηκε από τους Burton et al., (β52) για τη μέτρηση της εντάσεως της δύσπνοιας, από την καρουφή 'όχι καθόλου', αντίστοιχα με τον αριθμό 0, μέχρι τον πυθμένα, 'τη μέγιστη που έχει αισθανθεί', αντίστοιχα με τον αριθμό 10.
Η κλίμακα αυτή έχει ισχυρή συσχέτιση με την κλίμακα VAS σε ασθενείς εμ ΧΑΠ (r=0.91, (β53)), με τον κατά λεπτό αερισμό, την κατανάλωση οξυγόνου, κατά τη διάρκεια κοπώσεως (β54), και μέτριας σημαντικόττηας συσχέτιση με την PEFR κια τον κορεσμό στα ΤΕΠ (β55).
πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Η ΤΚΒ έχει τα εξής πλεονεκτήματα: οι ασθενείς με οξεία δύσπνοια, έχουν υψηλό δείκτη ικανοποιήσεως με τη χρήση της, είναι πλέον κατανοητή για τους ηλικιωμένους, καθώς οι περιγραφικές λέξεις που συνοδεύουν την αναλογική κλίμακα βοηθάει τους ασθενείς να επιλέξουν την ένταση της δύσπνοιας τους, αλλά και διευκολύνεται η απ΄ευθείας σύγκριση μεταξύ διαφόρων ασθενών. Ένα μειονέκτημα μπορεί να εγείρεται από την ασάφεια των όρων 'ελαφρά' 'η σοβαρή', που αποθαρρύνουν τους ασθενείς να χρησιμοποιούν ολόκληρη τηα κλίμακα. Το μειονέκτημα αυτό, εν τούτοις, αντιρροπείται από από την απλότητά της και την αναπαραγωγιμότητά των αποτελεσμάτων της (β42, 56).
Κλίμακα αναπνευστικής δυσχέρειας, respiratory distress observation scale, RDOS , .
[i] American Thoracic Society. (1999). Am J Respir Crit Care Med. 159: 321–340.