Το κλινικό ιστορικό, η φυσική εξέταση και οι δοκιμασίες λειτουργικού ελέγχου αναπνοής αναγκαιούν για την αποτίμηση της αναπνευστικής διαταραχής. |Ικανότητα αερισμού-μείωση περιοριστικού τύπου|
Αποφρακτικού και περιοριστικού τύπου μείωση της ικανότητας αερισμού |
|
Περιοριστικά σύνδρομα |
Αποφρακτικά σύνδρομα |
1. ΠνευμονικάΔιάμεση ίνωσηΑγγειακή συμφόρησηΠνευμονοκονίωσηΣαρκοείδωση2. ΕξωπνευμονικάΘωρακικά-κυφοσκολίωση-ρευματοειδής σπονδυλίτιςΚοιλιακάΑσκίτιςΠεριτονίτιςΝοσογόνος παχυσαρκία3. Νευρομυϊκές παθήσειςΠολυομυελίτιςΜυασθένεια gravis |
1. Απόφραξη μεγάλων αεραγωγώνΣταθερήΤραχειοστένωσηΜεγάλη υπόστερνη βρογχοκήληΚυμαινόμενη ενδοθωρακικήΝεόπλασμα της τραχείαςΚυμαινόμενη εξωθωρακικήΚαρκίνωμα του λάρυγγος2. Απόφραξη μικρών αεραγωγών-βρογχικό άσθμα-εμφύσημα-χρονία βρογχίτις-βρογχεκτασία-κυστική ίνωση
|
Τα περιοριστικά σύνδρομα εκδηλώνονται με μείωση των πνευμονικών όγκων. Τα αποφρακτικά σύνδρομα, με μείωση της εκπνευστικής ροής. Γενικά, οι εξετάσεις λειτουργικού ελέγχου αναπνοής (όπως η σπιρομέτρηση) εισφέρουν τα μέγιστα στη διά0ρκιση μεταξύ πνευμονοπαθειών με περιοριστικού (Α) ή αποφρακτικού τύπου (Β) μείωση της ικανότητας αερισμού.Οι μειώσεις αυτές, εν τούτοις, δεν διαφοροποιούν τα περιοριστικά από τα αποφρακτικά σύνδρομα. Σημαντικότερη παράμετρος για τη διάκριση μεταξύ αποφρακτικών και περιοριστικών συνδρόμων είναι ο FEVt%. Επί περιοριστικών συνδρόμων, ο FEVt% αναμένεται να είναι, γενικά, μεγαλύτερος της προβλεπόμενης τιμής του. Αυτό συμβαίνει επειδή οι μειώσεις της FVC είναι, γενικά, μεγαλύτερες παρ΄ό,τι οι μειώσεις στις εκπνευστικές ταχύτητες ροής. Στο διάγραμμα (1195.1) απεικονίζεται η επίδραση ενός περιοριστικού συνδρόμου στην καμπύλη όγκου-χρόνου. Η μέτρηση του RV, TLC και RV/TLC% παρέχουν χρήσιμες πληροφορίες για τη διάκριση μεταξύ περιοριστικού και αποφρακτικού συνδρόμου.
Αντιπροσωπευτικότερο παράδειγμα μελέτης των λειτουργικών αλλοιώσεων επί περιοριστικού συνδρόμου είναι τα ευρήματα μετά λοβεκτομή/πνευμονεκτομή. ΟΙ συχνότερες αιτίες για τις οποίες αναλαμβάνετονται παρόμοιες επεμβάσεις είναι -παλαιότερα- η φυματίωση και τώρα η εξαίρεση λοβού ή τμήματος προσβληθέντος από νεόπλασμα. Σημειώνεται, εν τούτοις, ότι τα αποτελέσματα των συγκρίσεων των μετρήσεων πριν και μετά λοβεκτομή, πρέπει να αντιμετωπίζονται με επιφύλαξη, επειδή στην περίπτωση της φυματιώσεως, διάφορα βρογχοπνευμονικά τμήματα, μετά την εξαίρεση, παραμένουν παθολογικά, ενώ στην περίπτωση του όγκου, το προεγχειρητικό λειτουργικό προφίλ του πνεύμονος τελούσε υπό την επίδραση παρανεοπλασματικών επιδράσεων. μηχανικός αερισμός σε παθήσεις με περιοριστικό σύνδρομο. Τα κρισιμότερα επακόλουθα του περιοριστικού συνδρόμου, όπως η πνευμονική ίνωση, η σαρκοείδωση, η συγκλειστική βρογχιολίτις-ορανούμενη πνευμονία, και εκείνοι με ALI και ARDS, είναι η μείωση της FRC και της πνευμονικής διατασιμότητας. Σκοπός της χορηγήσεως μηχανικού αερισμού στους ασθενείς αυτούς είναι η παροχή επαρκούς οξυγονώσεως και, ταυτόχρονα, η αποφυγή προκλήσεως περαιτέρω πνευμπονικής βλάβης. Αν και ο μηχανικός αερισμός εξασφαλίζει παράταση της επιβιώσεως των ασθενών με ALI/ARDS, η πιθανόττηα βελτιώσεως της επιβιώσεως των ασθενών με άλλα περιοριστικά σύνδρομα, όπως η πνευμονική ίνωση είναι περιορισμένη. Επιδιώκεται η βελτίωση της οξυγονώσεως, χωρίς να προκαλείται τελοεισπνευστική υπερδιάταση των πνευμόνων.
επιπλοκές. Στις παρενέργειες και επιπλοκές του μηχανικού αερισμού στους ασθενείς με περιοριστικό σύνδρομο περιλαμβάνεται το τραύμα των ανώτερων αναπνευστικών οδών, δηλαδή κάκωση των φωνητικών οδών, η εισρόφηση γαστρικού περιεομένου, το βαροτραύημα, π.χ., πνευμοθώρακας, ή πνευμομεσοπνεύμονιο, η έκτπωση των φυσιολογικών αμυντικών μηχανισμών,η μείωση της ικανότητας θερμάνσεως και εφυγράνσεως του εισπνεόμενου αερορεύματος, η τοπική ισχαιμία της τραχείας, προκαλούμενης από το ασκίδιο του τραχειακού σωλήνα, η αδυναμία επικοινωνίας και καταπόσεως, και η αυξημένη εξλαρτηση από τη συνδρομή τρίτων. Παρ΄όλο ότι το ασκίδιο που φέρει ο ενδοτραχειακός καθετήρας προστατεύει από τις εισροφήσεις, οι φαρυγγικές εκκρίσεις που συσσωρεύονται στο άνω του ασκιδίου μπορούν να διεισδύσουν προς τους πνεύμονες, με αποτέλεσμα αύξση του κινδύνου ενδονοσοκομειακής πνευμονίας. Επιπλέον, ο ενδοτραχειακός καθετήρας καταργεί το αντανακλαστικό του βήχα, εμποδίζοντας τη σύγκλειση της γλωττίδας. Ο μηχανικός αερισμός, καθαυτός, μπορεί να προκαλε΄σει πνευμονική βλάβη που διακρίνεται κλινικώς, λειτορυγικώς, ιστολογικώ από την οξεία πνευμονική βλάβης επί ALΙ/ARDS. Η εφαρμογή θετικής πιέσεως στους πνεύμονες μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την καρδιακή λειτουργία, με πιθανό ενδεχόμενο τις αιμοδυναμικές διαταραχές.
Στην περιοριστικού τύπου μείωση της ικανότητας αερισμού, η πνευμονική διατασιμότητα, Cr, μειώνεται, οι πνεύμονες καθ΄σιτανται περισσότερο ανένδοτοι, το έργο τριβής αυξάνεται, το έγο που παράγουν οι αναπνευστικοί μύες για να διατείνουν τους πνεύμονες αυξάνεται και το ελαστικό έργο που δαπανάται για την αναπνοή, σε οποινδήποτε πνευμονικό όγκο είναι, επίσης, αυξημένο. Οι μεταβολές αυτές, μετακινούν το επίπεδο της καταβολής μικρότερου έργου σε χαμηλότερα επίπεδα (η FRC μειώνεται).
Οι περιοριστικού τύπου πνευμονοπάθειες απολήγουν σε μειωμένη έκπτυξη τοων πνευμόνων. Η παθολογική αυτή ακτάσταση μπορεί να συμβεί είτε από διαταραχές του θωρακικού τοιχώματος ή του υπεζαωκότος, όπως ο ίνοθώρακας, ή των πνευμόνων. Στρις κοινότερες περιοριστικές πνευμονοπάθειες, που συχνά καταλήγουν σε ΜΕΘ είναι το ARDS, η πνευμονία, η ατελεκτασία, το πνευμονικό οίδημα, η πλευριτική συλλογή και ο πνευμοθώρακας. Άλλες, λιγότερο συνήθεις παθολογικές καταστάσεις, περιλαμβάνουν την βρογχιολίτιδα, -οργανούμενη πνευμονία και τις νευρομυϊκές παθήσεις όπως η μυασθένεια gravis, που απολήγει σε σχετική μείωση της πνευμονικής εκπτύξεως, δευτεροπαθούς της μυϊκής αδυναμίας. Ανεξάρτητα με την παθολογική κατάσταση στην οποία οφείλεται η αναπνευστική ανεπάρκεια, η κατάλληλη εφαρμογή μηχανικού αερισμού είναι αναγκαία για τη διάσωση του ασθενούς. Στον επόμενο πίνακα καταχωρούνται οι κυριότερες αποφρακτικού και περιοριστικού τύπου πνευμονοπάθειες που ενδεχεται να απολήξουν σε αναπνευστική ανεπάρκεια και παροχή μηχανικού αερισμού.
Επί παρουσίας περιοριστικής πνευμονοπάθειας, το αποτέελσμα είναι μείωση της πνευμονικής εκπτύξεως κια, κατ΄επέκτση, του αναπνεόμενου όγκου αέρος, VT. Η λειτορυγική υπολειπομένη χωρητικότητα, FRC και η πνευμονική ενδοτικότητα μειώνονται. O Nόμος Laplace ερμηνεύει τοπν τρόπο με τον οποίο συμπεριφέρονται τα σφαιρικά σώματα που πληρούνται με αέρα, όπως. πχ., είναι οι κυψελίδες. Με μείωση του όγκου τους, η πέιση που ασκείται επί της κυψελίδας αυξάνεται και κατευθύνεται προς το κέντρο της, με αποτέλεσμα, η κυψελίδα τείνει να συρρικνώνεται και να συγκλείεται, το έργο που συνδέεται με τη διάταση της κυψελίδας μειώνεται. Με τις περιοριστικού τύπου πνευμονοπάθειες, όπως το ARDS, η FRC μειώνεται σημαντικά και η πίεση, και, κατά συνέπεια το έργο αναπνοής, που απαιτείται για την διάνοιξη της κυψελίδας, αυξάνεται σημαντικά. Η κυψελιδική ατελεκτασία απολήγει σε διαφυγή αίματος χωρίςνα πετυχαίνει οξυγόνωση, που πολείπεται του φυσιολογικού. Προκαλείται σημαντική υποξαιμία, η οποία δεν αναστέλλεται με τη χορήγηση, ακόμη και υψηλών μιγμάτων συμπληρωματικού οξυγόνου. Επομεώνς, ο κύριος θεραπευτικός στόχος είναι η επαναδιάνοιξη των κλειστών κυψελίδων και η αναχαίτιση της συγκλείσεως περισασοτέρων. Παρ΄όλο ότι η επαναδιάνοιξη των κυψελίδων είναι μια εισπνευστική δράση, η σύγκλεισή τους γενικά, αντιμετωπίζεται με την εφαρμογή θετικής τελοεκπνευστικής πιέσεως, ΡΕΕΡ.
διαταραχές ύπνου