Η αναπνοή είναι ακούσια (τονική αγωγή μέσω του πνευμονογαστρικού) λειτουργία, στην οποία η εισπνοή και η εκπνοή ρυθμίζονται ανεξάρτητα. Ο τελικός προσδιορισμός του μεγέθους του πνευμονικού αερισμού “αποφασίζεται” στο κέντρο της αναπνοής, στο οποίο συγκλίνουν πληροφορίες από τους χημικούς–αισθητικούς και μηχανικούς υποδοχείς. Οι ώσεις του κέντρου της αναπνοής υφίστανται τροποποιήσεις από “εκούσια” και άλλα κέντρα, όπως το κέντρο του βήχα, το οποίο επιβάλλεται στο κέντρο της αναπνοής και αναστέλει την αγωγή του. Ρυθμικές ώσεις από το κέντρο της αναπνοής, τους εξωπνευμονικούς και ενδοπνευμονικούς αεραγωγούς, τους αναπνευστικούς μύες, τα πνευμονικά αγγεία, τους περιφερικούς χημειοϋποδοχείς των αρτηριών, ακόμη και ώσεις από τα ανώτερα φλοιώδη κέντρα υφίστανται “επεξεργασία”, μετά την οποία καθορίζεται η εκπομπή φυγοκέντρων ώσεων, που αντεπιδρούν με τοπικούς παθολογοανατομικούς παράγοντες προς διαμόρφωση των τιμών του αερισμού, μέσω διαμορφώσεως του μέτρου του αναπνεόμενου όγκου (VT) και της συχνότητας της αναπνοής (f) σύμφωνα με την εξίσωση:
VT= V̇E/ f