Αναπηρία, ανικανότητα

Αναπηρία, impairment, σημαίνει ύπαρξη ανατομικής ή διανοητικής βλάβης, ενώ ανικανότητα, disability, σημαίνει την αδυναμία εκτελέσεως ή τον περιορισμό της ικανότητας επιτέλεσης ενός συγκεκριμένου έργου εντός του κοινωνικού περιβάλλοντος. Ο καθορισμός του βαθμού αναπηρίας περιλαμβάνεται στις υποχρεώσεις του ιατρού εργασίας. Αντίθετα, η κρίση για το βαθμό ανικανότητας του ασθενή αποτελεί πολύπλοκο έργο που απαιτεί το συνυπολογισμό επιπρόσθετων παραμέτρων, όπως το επίπεδο εκπαίδευσης, η παιδεία του εργαζομένου και η προσφορά κατάλληλης εργασίας. Τα παραπάνω υπερβαίνουν τις αρμοδιότητες και τις υποχρεώσεις του ιατρού εργασίας. Παρακάτω παρουσιάζονται οι υποδείξεις της Αμερικανικής Εταιρείας Θώρακος που αφορούν στο βαθμό αναπηρίας του ασθενή.

Η πλειονότητα των ασθενών μπορεί να αξιολογηθεί με βάση τη σπιρομέτρηση και τον έλεγχιο της διαχυτικής ικανότητας. Άτομα με φυσιολογική ή ήπια διαταραγμένη αναπνευστική λειτουργία συνήθως μπορούν να εκτελέσουν όλες τις εργασίες εκτός από τις ασυνήθιστα βαριές. Άτομα με βαριά διαταραχή της αναπνευστικής λειτουργίας συνήθως είναι ανίκανοι να εκτελέσουν οποιαδήποτε εργασία. Ασθενείς με ήπια ή μέτρια διαταραχή της αναπνευστικής λειτουργίας που παραπονιούνται για δύσπνοια κατά τη διάρκεια της εργασίας, πρέπει

βλέπε: πνευμονική αποκατάσταση