Κατηγορίες Κυτταροστατικών Φαρμάκων

κατηγορίες κυτταροστατικών φαρμάκων
αλκυλιούντες παράγοντες
βουσουλφάνη (Myleran)
Ιφωσφαμίδη
Κυκλοφωσφαμίδη
Μεχλωραιθαμίνη υδροχλωρική (caryolysine)
Τιραιθυλενο-θειοφωσφαμίδη, (Thiotepa)
Χλωραμβουκίλη (Leukeran)
Καρμουστίνη (BiCNU)
Λομουστίνη (CCNU)
στρεπτοζοκίνη (Tanosar)
αντιμεταβολίτες
Θειογουανίνη (Lanvis)
Κυτταραβίνη (Aracytin)
Μεθοτρεξάτη(Methotraxate, emthexate)
Φθοριοουρακίλη (Fluorouracil, 5-FU)
Μερκαπτοπουρίνη (Mercaptopurine, 6-MP)
Θειογουανίνη (Thioguanine)
Φλουδαραβίνη φωσφορική (Flurdara)
Φλοξουριδίνη (Floxuridine, FUDR)
Δεοξυκοφορμυσίνη (Pentostatin)
Χλωροδεοξυαδενοσίνη (Chlorodeoxy-adenosine)
Γεμσιταμπίνη (Gemsar)
Εδατρεξάτη(10-R,S)-0-ethyl-0-deara-ami- nopterin
Τεγκαφούρη (Ftorafur)
VFT (Uracil: Ftorafur=4:1
αντιβιοτικά αντινεοπλασματικά
Ακλαρουβικίνη (aclapalstin)
Ακτινομυκίνη -D (Cosmegen)
Αμσακρίνη (Amsidine)
Βλεομυκίνη θειϊκή (Bleocin)
Δαουνορουβικίνη υδροχλωρική (Dauno- blastina)
Δοξορουβικίνη υδροχλωρική (Adriblastina)
Επιρουβικίνη (Farmorubicin)
Ιδαρουβικίνη(Zavedos)
Μιτομυκίνη -C (Mitomycin-C)
Μιθραμυκίνη (Mitracin
αλκαλοειδή της Vinca
Βινβλαστίνη θειϊκή (Velbe)
Βινκριστίνη θειϊκή (oncovin)
Βινδεσίνη θειϊκή (Gesidine)
Βινορελμπίνη (Navelbine)
ποδοφυλοτοξίνες
Ετοποσίδη (Vepesid)
Τενιποσίδη (vehem)
Ταξάνες
Πακλιταξέλη (Taxol)
Δοκεταξέλη (tacxotere)
διάφορα αντινεοπλασματικά
L-Ασπαραγινάση(Erwinase)
Καρβοπλατίνα (Carboplatin, Paraplatin)
Cis-πλατίνα (Platinal, Cisplatin)
Δακαρβαζίνη (Detisene)
Προκαρβαζίνη Υδροχλωρική (Natulan)
Κλαδριμπίνη (Leustatin)
Τοποτεκάνη (Hycamtin)
Ιρινοτεκάνη(Campto)
Μιτοξαντρόνη (Novantrone)
Υδροξυουρία (Hydrea)
Μιτοτάνη (Lysodren)

βλέπε: μηχανισμός δράσεως, στοχευμένη χημειοθεραεπία



ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΛΑΤΙΝΗΣ 
Cisplatin, platinol
®. Η σισπλατίνη είναι ισχυρό, δραστικό, αντινεοπλασματικό φάρμακο,που έχει καλά μελετηθεί από το 1970, σε ασθενείς με σχεδόν κάθε τύπο νεοπλάσματος. Παρά το γεγονός ότι είναι παλαιό φάρμακο και τις δυνητικές παρενέργειές της, η σισπλατίνη συνεχίζει να παριστά τον κύριο παράγοντα της θεραπείας για πληθώρα κακοηθειών. H σισπλατίνη, κι άλλα βασισμένα στη στη σισπλατίνη αντινεοπλασματικά φάρμακα, δρουν  ως 'άτυπος αλκυλιωτικός παράγοντας' δεσμεύονται και συνεόμενος με το DNA πουθ οδηγί στη σχάση του κατά το στάδιου του διπλασιασμού του. Ενδοφλεβίως χορηγούμενο το φάρμακο κατανέμεται ταχέως στους ιστούς με χρόνο ημιζωής 2-4 ημέρες, και αποσύρετι από τους νεφούς, δεν μεταβολίζεται πριν την  έξοδό του στα ούρα.
Ενδείξεις.  Η σισπλατίνη χρησιμοποιείται για τη θεραπεία σχεδόν όλων των συμπαγών όγκων και των νεοπλασμάτων του αίματος κι έχει λάβει άδεια για χρήση σε καρκίνους των οωθηκών, των όρχεων και των μεταβατικών κυττάρων.
Τοξικότητα. Προκαλεί ναυτία κι εμέτους, μερικές φορές σοβαρούς, αν και οι παρενέργειες αυτές απαντούν ικανοποιητικά σε συνήθη αντιεμετικά σκευάσματα, όπως η οντασεντρόνη και οι αναστολείς των υποδοχέων 5-ΗΤ3. Η νεφροτοξικότητα και η νευροτοξικότητα είναι παρενέργειες δοσοεξαρτώμενες. Η τελευταία εκδηλώνεται με επώδυνη νευροπάθεια και απώλεια της ακοής. Προκαλεί ήπια μυελοκαταστολή. Η αλωπεκία και οι καρδιοτοξικές επιπλοκές είναι σπάνιες.
Καρβοπλατίνα Paraplatin® Πρόκειται  για δεύτερης γενηάς σκεύασμα πλατίνης, με διαφορετική και, συνήθως, βελτιωμένμο προφιλ τοξικότητας, συγκριτικά με εκείνο της σισπλατίνης, και απρόμοια επίδοση, παρ΄όλο ότι έχει μελετηθεί λιγότερο, συγκριτικά με τη σισπλατίνη, φαίνεται ότι είναι ανώτερο του μητρικού του σκευάσματος κι έχει παρόμοιες ενδείξεις. Καθώς στερείται σημαντικής νεφρικής και ωτικής τοξικότητας, το καθιστά επιλέξιμο, ιδίως σε περιπτώσεις παρηγορητικής θεραπείας σε ηλικιωμένους ασθενείς. ΧΣυγχορηγείται, συχνά, με ταξάνες (πακλιταξέλη) σε συνδυασμό, ως πρώτης γραμμής θεραπεία ανεγχείρητων ΜΜΚΠ. Η καρβοππλατίνα είναι περισσότερο μυελοτοξική της σισπλατίνης.
Μηχανισμός δράσεως. Όπως η σισπλατίνη,η καρβοπλατίνη δρα ως άτυπος αλκυλιωτής δεσμευόμενη στο DNA το οποίο οδηγεί σε σχάη στη φάση του διπλασιασμού του. Φαρμακοκινητική/μεταβολισμός.  Η καρβοπλατίνη αποκαθαίρεται ταχέως κι αποκλειστικά από τους νεφρούς, με χρόνο ημιζωής 2.5 h και αποβάλλεται από τους νεφρούς, σχεδόν αμετάβλητη. Ενδείξεις.  Η καρβοπλατίνη χρησιμοποιείται στη θεραπεία συμπαγών όγκων, όπως η σισπλατίνη, στους οποίους περιλαμβάνεται ο καρκίνος των όρχεων, των οωθηκών, του πνεύμονος, της κεφαλής και του αυχένος. Χρησιμοποιίται σπανιότερα στους όγκους τους αίματος, O FDA έχει χορηγήσει άδεια μόνο για τη θεραπεία των οωθηκών. Τοξικότητα.  Προκαλεί μυελοκαταστολή, συνήθως θρομβοπενία, που επιβάλει μείωση της δόσεως. Η ναυτία και οι έμετοι είναι συνήθως ήπιας εντάσεως και αντιμετωπίζονται, όπως και στην περίπτωση της σισπλατίνης με ανταγωνιστές υποδοχέων 5-ΗΤ3. Οι νεφρικές και νευρολογικές παρενέργειες είναι σπάνιες.
ΑΝΤΙΜΕΤΑΒΟΛΙΤΕΣ
Γεμσιταβίνη, Gemsar ®.
Είναι παράγωγο της κυταραβίνης (ARA-C), ενός αναλόγου της κυστιδίνης. Ο παράγοντας αυτός, αρχικά, έλαβε άδεια για τη θεραπεία του καρκίνου του παγκρέατος, έναντι του οποίου απέδειξε ικανότητα βελτιώσεως του προσδόκιμου επιβιώσεως και της ποιότητας ζωής. Είναι σχετικά ήπιος αντινεοπλασματικός παράγων, με ευχερώς διαχειριζόμενες τοξικότητες αλλά με ικανοποιητικές επιδόσεις έναντι των παθήσεων στις οποίες έχει ένδειξη χορηγήσεως. Συχνά χρησιμοποιείται ως παρηγορητικός παράγοντας, ως μονοθεραπεία, αλλά και με πολύ χαμηλή τοξικότητα, εάν συγχορηγείται σε σχήματα εντατικής χημειοθεραπείας και συχνά συγχορηγείται με ακτινοθεραπεία της οποίας αποτελεί εξαιρετικό ευαισθητοποιητή, ήη σσταπλαίσια χημειοθεραπευτικού σχήαμτος, συνήθως σε υψηλότερες, αραιότερες δόσεις, από,τι χορηγείται για παρηγορητιική θεραπεία. Στα σχήαμτα αυτά, γενικά προκαλεί εντονότερες παρενέργειες.
Μηχανισμός δράσεως.  Η γεμσιταβινη είναι αντιμεταβολίτης που δρώντας ως ανάλογο νουκλεοσίδης, παρεντίθεται στο DNA κι, έτσι, διασπά τη διαδικασία διπλασιασμού του.
Φαρμακοκινητική/μεταβολισμός. Μετά IV έγχυση, η γεμσιταβίνη κατανέμεται ταχέως στους ιστούς και εξελίσσετα σε αδρανείς μεταβολίτες, που αποβάλλονται από τους νεφρούς. Τόσο το μητρικό φάρμακο, όσο και οι μεταβολίτες του, ανιχνεύεται στα ούρα. Ενδείξεις. Εκτός από τη χρήση του στο ΜΜΚΠ, η γεμσιταβίνη χργσιμοποιείται επίσης για τη θεραπεία του καρκίνου του μαστού, των οωθηκών, της ουροδόχου κύστεως και του μαστού. Τοξικότητα.  Προκαλεί μυελοκαταστολή, που ορίζει τη δοσολογία, ιδίως, μέτριου βαθμού αναιμία, εάν χρησιμοποιηεί σε συνήθεις δόσεις, ναυτία/έμετοι (περιορισμένης εντάσεως), και πυετό, κατά τη διάρκεια της εγχύσεως. Στις ασυνήθεις παρενέργειες, περιλαμβάνονται διαταραχές των ηπατικών ενζύμων, θρομβοκύτωση, δύσπνοια, εξάνθημα, καταστολή του ΚΝΣ, και πνευμονίτις.
Πεμετρεξέδη, Pemetrexed, Alimta® Δεύτερης γενηάς αντιφολλικός παράγοντας, που είναι δαιφορετικός της μεθοτρεξάτης, κατά το ότι αναστέλλει επιτυχώς 3 στοχευμένα ένζυμα, και έτσι, αναφέρεται ως "πολυστοχικός αντιιφολλικός παράγοντας" [βλέπε: πεμετρεξέδη]. Η πεμετρεξέδη έχει εγκριθεί στη θεραπεία του μεσοθηλιώματος, και ως δεύτερης γραμμής στη θεραπεία του ΜΜΚΠ, από το 2004. Συγκρινόμενη με το επίσης εγκριθέν φάρμακο για τη θεραπεία του ΜΜΚΠ, την πακλιταξέλη, έχει παρόμοιες κλινικές επιδόσεις και λιγότερες παρενέργειες. Μηχανισμός δράσεως. Η πεμετρεξέδη, όπως η μεθοτρεξάτη, αναστέλει την συνθετάση της θυμιδιλίνης της διϋδροδφυλλικής ρεδουκτάσης και της γλυκιναμιιδικής φορμυλ-τρανσφεράσης του ριβονουλλεοτιδίου, που αποτελούν ένζυμα εξαρτώμενα από το φολλικό οξύ, που εμπλέκονται στην de novo σύνθεση της θυμιδίνης και των πουρινικών νουκλεοτιδίων. Φαρμακοκινητική/μεταβολισμός.  Η πεμετρεξέδη δεν μεταβολίζεται σε σημαντική έκταση και κυρίως αποβάλλεται από τα ούρα αναλλοίωτ, ακτά τις πρώτες 24 ώρες, από της χορηγήσεως, σε ποσοστό 70-90%. Ο χρόνος ημιζωής της είναι 3-5 ώρες, σε ασθενείς με φυσιολογική νεφρική λειτουργία. Ενδείξεις. Έχει ένδειξη από FDA για τη θεραπεία του μεσοθηλιώματος, που δεν είναι δεκτικό χειρουργικής επεμβάσεως, και ως δεύτερης γραμμής φάρμακο στη θεραπεία του ΜΜΚΠ. Επίσης, έχει μελετηθεί σε σειρά άλλων συμπαγών όγκων. Τοξικότητες. Η ταχεία μείωαση το φολλικού οξέος στον οργανισμό μπορεί να είναι απειλητική για τη ζωή, έτσι, ώστε είναι απαραίτητη η φόρτιση του οργανισμού με φολλικό οξύ πριν και κατά τη διάρκεια της χορηγήσεως του φαρμάκου, μαζί με ενέσεις B12, 1000 mcg ανά 9 εβδομάδες. Η μυελοκαταστολή με τη μορφή της ουδετεροπενίας ή/και αναιμίας είναι συχνή, αλλά, συνήθως, περιορισμένη. Οι δερματικές εκδηλώσεις (εξάνθημα) είναι, επίσης, συνήθεις, αλλά αναχαιτιζόμενες με χορήγηση δεξαμεθαζόνης, 4 mg/από του στόματος, Χ2/Η, κατά την προηγούμενη, την ημέρα της χορηγήσεως και την επομένη ημέρα. Ναυτία, έμετοι και διάρροιες  και, σποραδικά αλωπεκία, μπορεί να παρατηρηθούν, και συνήθης, επίσης είναι η μέτρια αύξηση της χολερυθρίνης, που υφίεται αυτόματα. Έχει περιγραφεί περικαρδίτιδα. 
ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΤΟΥΜΠΟΥΛΙΝΗΣ
Δοσιταξέλη, taxotere ®. 
Ημισυνθετικό ανάλογο της πακλιταξέλης, που έχει λάβει άδεια από τον FDA για τη θεραπεία του ΜΜΚΠ, συγχορηγούμενο με καρβοπλατίνα ή σισπλατίνη ως πρώτης γραμμής θεραπεία. Η δοσιταξέλη έχει διπλάσια συγγένεια με τις υπομονάδες της β-τουμπουλίνης, συγκριτικά με την πακλιταξέλη. Οι ενδείεξις της είναι σχεδόν ταυτόσημες με την πακλιταξέλη, αλλά έχει αποδειχθεί, σε μερικές μελέτες, ανώτερή της, στη θεραπεία μερικών καρκίνων, αν και παρόμοια υπεροχή δεν ε΄χει αποδειχθεί για τον ΠΚ. Μηχανισμός δράσεως.  Όπως η πακλιταξέλη, αναστέλλει τη σύνθεση του DNA. φαρμακοκινητική/μεταβολισμός.  Μετά την IV χορήγηση,μεταβολίζεται στο ήπαρ, και απεκκρίνεται με΄σω του χοληφόρου συστήματος. Η οριακή ημιζωή είναι 18 ώρες. Η χολή αποβάλλεται με τα κόπρανα και είναι υπέυθυνη για το πλείστον της αποβολής του φαρμάκου. ενδείξεις. Το φάρμακο έχει α΄δεια από τον FDA για τη θεραπεία του καρκίνου του μαστού, και, ως δεύτερης γραμμής, στη θεραπεία του ΠΚ, αν και χρησιμοποιείται ευρεώς, ως πρώτης γραμμής θεραπεία και για τις δύο μορφές, όπως και για τον καρκίνο των οωθηκών. τοξικότητα. Η δοσοεξαρτώμενη μυελοκαταστολή, που εμφανίζεται πάντα και μπορεί να είναι σοβαρή. Αναμένεται αλωπεκία. Προκαλεί ακτακράτηση υγρών, αντίθετα, με την πακλιταξέλη, που εκδηλώνεται ως περιφεικό οίδημα, και πλευριτική συλλογή. Αναστέλλεται με προθεραπεία με στεροειδή. Αύξηση της συγκεντρώσεως των ηπατικών ενζύμων, είναι συνήθης, αλλά αναστρέψιμη. Οι αντιδράσεις υποερευαισθησ΄λαις είναι σπανιότερες, συγκριτικά με τηην πακλιταξέλη, αν και δεν αποκλείεται να παρατηρηθούν και να είναι σοβαρές, έτσι, ώστε να δικαιολογείται απόλυτα η προ- και μετά- θεραπεία με κοριτκοειδή, και αντιισαμινικά. Συνήθεις, αλλά ήπιες είναι οι νευροπάθειες και η μυοσίτις, όπως και ο αποχρωματισμός των νυχιών.          . , . . οοοο

    .