Αυξητικός παράγων, ενδοθηλιακός, vascular endothelial growth factor, VEGF

Ο αγγειακός, αυξητικός, ενδοθηλιακός παράγων , VEGF, αναγνωρίζεται ως ισχυρός μεσολαβητής της αγγειογενέσεως, που ασκεί πολλαπλές λειτουργίες στην ανάπτυξη των πνευμόνων και τη φυσιολογία του[i]. Η διαφοροποίηση ενός γονιδίου απολήγει στην παραγωγή πέντε διακριτών VEGF στον άνθρωπο. Ο VEGF διεγείρει τον πολλαπλασιασμό και τη μετανάστευση του αγγειακού ενδοθηλίου, καθιστάμενος από τους ισχυρότερους μεσολαβητές της αγγειογενέσεως. O ίδιος, όμωκ,λς προέρχεται από τα εποθηλιακά κύτταρα (&). Ταυτόχρονα, είναι από τους ισχυρότερους μεσολαβητές της αγγειακής διαπερατότητας στο νερό και τις πρωτεΐνες[ii]. Πιστεύεται, πράγματι, ότι αυξάνει την αγγειακή διαπερατότητα κατά 50000 φόρες περισσότερο της ισταμίνης[iii] και έχει υποστηριχθεί ότι επάγει την ανάπτυξη χασμάτων στα ενδοθηλιακά κύτταρα, τόσο in vitro, όσο και in vivo[iv].
Κατά τα τελευταία χρόνια έχουν αναγνωρισθεί πολλά γονίδια για τον VEGF, στα οποία συμπεριλαμβάνονται ο VEGF-A, ο VEGF-B, ο VEGF-C,  ο VEGF-D, ο VEGF-E και ο πλακουντιακός παράγων αναπτύξεως. Το αρμόδιο γονίδιο εδράζεται στο χρωμόσωμα 6p21.3  και οργανώνεται σε έξι άξονες που χωρίζονται από επτά ιντρόνια. Οι ισομορφές του περιλαμβάνουν 121, 145, 165, 183, 189 και 206 αμινοξέα, αντίστοιχα, αλλά λόγω της βιοδιαθεσιμότητάς του και της βιολογικής του αποδοτικότητας, ο VEGF165 είναι η επικρατούσα ισομορφή. Ο φυσικός VEGF είναι μια βασική, δεσμεύουσα την ηπαρίνη, ομοδιμερής γλυκοπρωτεΐνη 45 kDa. Η βιολογική δράση του VEGF εξαρτάται από τις διαντιδράσεις με, κυρίως, τρεις υποδοχείς που έχουν ταυτοποιηθεί ότι ανήκουν στην οικογένεια των υποδοχέων τυροσίνης-κινάσης (VEGFR-1/Flt-1, VEGFR-2/Flk-1 (KDR) και VEGFR-3 (Flt-4). Τόσο ο  VEGFR-1, όσο και ο VEGFR-2 εκφράζονται σε μεγάλη ποικιλία κυττάρων. Ο VEGF διεπιδρά με υποδοχείς κινάσης τυροσίνης, στα ενδοθηλιακά κύτταρα των τριχοειδών,  προκειμένου να εκδηλώσει την κυτταρική του λειτουργία.
Στους πνεύμονες, ο VEGF εκφράζεται στα τύπου ΙΙ κυψελιδικά, επιθηλιακά πνευμονοκύτταρα και εντοπίζεται στη βασική τους μεμβράνη, αν και μελέτες υποστηρίζουν ότι εκφράζεται και σε πολλά άλλα μη ενδοθηλιακά κύτταρα. Η εντόπιση αυτή έχει σημασία για την τριχοειδική ανάπτυξη. Ο VEGF που εκφράζεται από το πνευμονικό επιθήλιο επάγει την αγγειακή ανάπτυξη μέσω των ειδικών του υποδοχέων, VEGFR2. Αλλοιώσεις στην έκφραση του VEGF απολήγουν όχι μόνο σε διαταραχές της πνευμονικής αγγειώσεως, αλλά και σε μορφομετρικές αλλοιώσεις του πνεύμονος. Ο VEGF εκφράζεται σε πολλά τμήματα των πνευμόνων και του υπεζωκότα, ενώ έχει δειχθεί ότι μεταβολές των συγκεντρώσεών του διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην παθογένεια μερικών από τις κοινότερες πνευμονοπάθειες, όπως η οξεία πνευμονική βλάβη, το άσθμα, οι χρόνιες αποφρακτικές πνευμονοπάθειες, το αποφρακτικού τύπου υπνοαπνοϊκό σύνδρομο, η ιδιοπαθής πνευμονική ίνωση, η πνευμονική υπέρταση, νοσήματα του υπεζωκότος και τα νεοπλάσματα πνεύμονος. Παρόλο ότι ανιχνεύεται στα προκλητά πτύελα ασιθματικών ασθενών, δεν έχει διασαφηνισθεί ο ακριβής ρόλος του στην αναπνευστική λειτουργία και τους μηχανισμούς αποκαταστάσεως και υπάρχουν αντικρουόμενα δεδομένα, αναφορικά με τον προσταστευτικό ή επιβλαβή ρόλο του. Ο VEGF φαίνεται ότι υπεισέρχεται με διαφορετικό τρόπο, ανάλογα με τη συγκέντρωσή του, την εντόπιση της βλάβης και τις υποκείμενες παθολογικές αλλοιώσεις στον πνευμονικό ιστό.
Η απουσία VEGF σε μερικές παθολογικές οντότητες μπορεί να εγείρει επιφυλάξεις, αναφορικά με την ανάμιξή του, ενώ η υπερέκφρασή του σε άλλες παθολογικές καταστάσεις έχει προανατολίσει την ιατρική έρευνα στην ανάγκη βαθύτερης διερευνίσεως της δράσεώς του, τόσο στις φλεγμονώδεις εξελίξεις και στους μηχανισμούς αποκαταστάσεως, όσο και στην εισφορά στη ρύθμιση φυσιολογικών λειτουργιών. Πράγματι, έχουν καταβληθεί συστηματικές προσπάθειες, προσανατολισμένες στη ρύθμιση της εκφράσεως του VEGF κι έχουν, ήδη, παρασκευασθεί, και εισαχθεί στην κλινική πράξη, αντι-VEGF αντισώματα για τη διαχείριση του βρογχογενούς καρκινώματος. Η συνέχιση της έρευνας αποβλέπει στην εκμετάλευση των δυνητικών οφελημάτων του στη θεραπευτική και την αποφυγή των ανεπιθυμήτων επιδράσεών του.
Βλέπε: VEGF, VEGF, VEGF.
Βιβλιογραφία

[i] Voelkel NF, Vandivier RW, Tuder RM: Vascular endothelial growth factor in the lung. Am J Physiol Lung Cell Mol Physiol 2006· 290(2):L209
[ii] Ferrara N: VEGF: an update on biological and therapeutic aspects. Curr Opin Biotechnol 2000· 11:617
[iii] Zebrowski BK, Yano S, Liu W, Shaheen RM, Hicklin DJ, Putnam JB Jr., Ellis LM: Vascular endothelial growth factor levels and induction of permeability in malignant pleural effusions. Clin Cancer Res 1999· 5:3364
[iv] Asai K, Kanazawa H, Kamoi H, Shiraishi S, Hirata K, Yoshikawa J: Increased levels of vascular endothelial growth factor in induced sputum in asthmatic patients. Clin Exp Allergy 2003· 33:595