Το πνευμονικό ενδοθήλιο συνιστά τον εσωτερικό χιτώνα του εκτεταμένου δικτύου των πνευμονικών αρτηριών, τριχοειδών και φλεβών, από το οποίο διέρχεται ολόκληρη η ποσότητα του αίματος πριν προωθηθεί στη συστηματική κυκλοφορία μέσω της αριστερής κοιλίας. Σχηματίζει ένα στρώμα εκτάσεως 90 m2, καθώς επαλείφει όλα τα ενδοπνευμονικά αγγεία. Πέραν του ότι επιτρέπει τη διενέργεια ανταλλαγής αερίων με τον αέρα των κυψελίδων, το πνευμονικό ενδοθήλιο έχει πληθώρα άλλων δραστηριοτήτων. Δρα ως ημιδιαπερατή μεμβράνη χωρίζοντας την αέριο από την αιματική φάση, ρυθμίζοντας την ισορροπία διιδρώσεως υγρών και παράγει πληθώρα μυοχαλαρωτικών και μυοσπαστικών μεσολαβητών για τα λεία μυϊκά κύτταρα, διατηρώντας τον αγγειακό τόνο στην πνευμονιή κυκλοφορία. Έτσι, το πνευμονικό ενδοθήλιο μπορεί να θεωρηθεί "ενδοκρινής αδένας" για ολόκληρο τον οργανισμό. Επιτρέπει την εξαγγείωση λευκών αιμοσφαιρίων του αίματος σε πνευμονικές περιοχές όπου λαμβάνουν χώρα φλεγμονώδεις διεργασίες και ρυθμίζει τις αντιδράσεις πήξεως, που είναι σημαντικές για τη διατήρηση της βατότητας των αγγείων. Οι παράγοντες που παράγονται από το πνευμονικό ενδοθήλιο ασκούν πολλαπλές λειτουργίες και, γενικά, έχει προσεκτικά ενορχηστρωθεί ένα ευρύ σύνολο διαντιδράσεων.
Δυσλειτουργία του ενδοθηλίου εμπλέκεται σε ποικιλία πνευμονοπαθειών, όπως η πνευμονική υπέρταση, το πνευμονικό οίδημα, και το ARDS.
βλέπε: δυσλειτουργία ενδοθηλίου, το ενδοθήλιο στην φλεγμονή-ιστική αποκατάσταση / ενδοθήλιο.
περίληψη. Το πνευμονικό ενδοθήλιο, μονόστοιβη εσωτερική επένδυση του πλουσίου δικτύου των πνευμονικών αρτηριών, φλεβών και τριχοειδών, εκτός του γεγονότος ότι συμπεριφέρεται ως ημιδιαπερατή μεμβράνη, ρυθμίζοντας την ισορροπία υγρών μεταξύ των τριχοειδών και των κυψελίδων, συμπεριφέρεται ως ένα σημαντικό ενδοκρινικό όργανο. Τα ενδοθηλιακά κύτταρα συνθέτουν και μεταφέρουν προς τα λεία μυϊκά κύτταρα μεσολαβητές με χαλαρωτικές ή σπαστικές ιδιότητες, συντηρώντας το τόνο του πνευμονικού αγγειακού δικτύου.
Εμπλέκεται στην εξαγγείωση των λευκών αιμοσφαιρίων σε περιοχές όπου επικρατούν φλεγμονώδεις αντιδράσεις και ρυθμίζει τις αντιδράσεις πήξεως, που είναι κρίσιμης σημασίας για την αναχαίτιση της αγγειακής βλάβης.
Οι παραγόμενοι από τα ενδοθηλιακά κύτταρα παράγοντες ασκούν πολυποίκιλο έργο, συντονισμένοι σε προσεκτικά οργανωμένη ενορχήστρωση.
Η ενδοθηλιακή δυσλειτουργία εμπλέκεται σε διάφορες παθογενετικές εξελίξεις, μεταξύ των οποίων η πνευμονική αρτηριακή υπέρταση, το πνευμονικό οίδημα, η οξεία πνευμονική κάκωση και το οξύ σύνδρομο αναπνευστικής δυσχέρειας, ARDS.
εισαγωγή. Το πνευμονικό ενδοθήλιο, το οποίο απαρτίζεται από ε΄να συνεχές στρώμα ενδιθηλιακών κυττάρων είναι ένα μεγάλο όργανο: η επιφάνειά του, ~90m2 (το μέγεθος; ενός γηπέδου τέννις) επαλείφει όλα τα πνευμονικά αγγεία. Δρα ως ημιδιαπερατή μεμβάνη μεταξύ αίματος και περιβάλλοντος ιστού, ρυθμίζοντας την αμφίδρομη ανταλλαγή υγρών, αερίων, τροφικών συστατικών και άλλων μεταβολικών μεσολαβητών. Τα ενδοθηλιακά κύτταρα παράγουν αυξητικούς παράγοντες και ουσίες που ρυθμίζουν τον αγγειακό τόνο, ενώ εμπλέκοντι στις διαδικασίες της φλεγμονής και της πήξεως. Εφόσον το κυκλοφορούν αίμα διέρχεται του πνεύμονες πριν διατεθεί στη συστηματική κυκλοφορία, το ενδοθήλιο μπορεί να θεωρηθεί ως ένα ενδοκρινικό όργανο για ολόκληρο το σώμα. Τα ενδοθηλιακά κύτταρα είναι τα πρώτα όργανα που ανιχνεύουν και απαντούν στις αλλαγές στη σύνθεση του αίματος και της ροής του.
δομή. Η πνευμονική κυκλοφορία απαρτίζεται από τρια συστατικά μέρη, που διατάσσονται εν σειρά: τις αρτηρίες, τα μικραγγεία ή τριχοειδή και οι φλέβες. Μια δεύτερη κυκλοφρία στους πνεύμονες, η βρογχική, που είναι μέρος της συστηματικής κυκλοφορίας, αρδέυει τα τοιχώματα των αεραγωγών και των μεγάλων πνευμονικών αγγείων, με οξυγονομένο αίμα. Τα ενδοθηλιακά κύτταρα των πνευμονικών αγγείων είναι ετερογενή, καθώς εντοπίζονται δομικε΄ς και λειτορυγικές διαφορές μεταξύ των ενδοθηλίων των αρτηριών και φλεβών, μεταξύ των μεγάλων και μικρών αγγείων, ακόμη και και ενδοθηλιακών κυττάρων στην ίδια αγγειακή περιοχή. Γενικά, τα ενδοθηλιακά κύτταρα είναι αποπλατυσμένα και έχουν πάχος 1-2 μm και διάμετρο ~10-20 μm. Αναγνωρλιζονται συχερώς στο μικροσκόπιο φωτός, αν και διακρίνεται ο πυρήνας τους, στο κεντρικότερο, παχύτερο, τμήμα τους. Απαιτούνται μελέτες υπερδομών, προκειμένου να περιγραφεί το ενθοθηλιακό κύτταρο.
εικόνα 2. υψηλή ισχύος μεγέθυνση ενδοθηλιακού κυττάρου που δείχνει πολυάρθιθμα κενοτόπια (c) κια κυστίδια (v ) στο κυτόπλασμα. bm, βασική μεβράνη, m, μιτοχόνδριο, Ι, επιθηλιακό κύτταρο Ι,ενδοθηλιακό κύτταρο από μυϊκού τύπου αρτηρία. Το αγγείο δεν έχει υποστεί διταση. el, ελαστική στιβάδα μεταξύ μεταξύ κυττάρου και μυός, ινίδια κολλαγόνου στο δίκτυο, smc, λείο, μυϊκό κύτταρο, j, συνδεσμώσεις,wp, σωμάτια Weibel–Palade. Οι συνδεσμώσεις συνδέονται με το σύστημα των εκ μυοακτίνης μυοινιδίων, στο κυτόπλασμα, που, στο σε ανάπαυση κύτταρο κείνται στην περιφέρεια του κυττάρου. Η επιφάνειά τους καλύπτεται από πολυάριθμα πινοκυτταρικά κενοτόπια που -αρχικά- περιέγραψε ο Palade, και ήδη καλούνται 'μικρόκολποι' (cavelae). Εμπλέκονται στην μεταφορά ουσιών όπως η αλβουμίνη, από το κυκλοφορούν αίμα προς το διάμεσο χώρο των κυψελιδικών τοιχωμάτων. Η μεγαλύτερη πυκνότητα των μικροκόλπων ευρίσκεται στα κυψελιδικά τριχοειδή όπου υπάρχουν 20000 μικρόκολποι/κύτταρο (!) κι έτσι, ουσιαστικά διπλασιάζουν την ενεργή επιφάνεια του κυττάρου. Τα σωμάτια Weibel-Pαlade που αρχικά ονομάστηκαν 'σωμάτια σχήματος ροζέττας' ευρίσκονται σποραδικά στο κυτόπλασμα και περισσεύουν στο αρτηριακό ενδοθήλιο, παρά το τριχοειδικό. Στα σωμάτια αυτά αποθηκεύεται P-σελεκτίνη που εμπλέκεται στην συγκόλληση των λευκοκυττάρων και παράγων vonWillebrand που εμπλέκεται στην συγκέντρωση αιμοπεταλίων.
Τα ενδοθηλιακά κύτταρα σχηματίζονται από τις διαδικασίες αγγειογενέσεως, από τα μεσοθηλιακά κύτταρα που επιβάλλουν τα επιθηλιακά κύτταρα που μετεξελίσσονται είτε σε αιμοποιητικά κύτταρα ή ενδοθηλιακά, που συνδέονται μεταξύ τους προς σχηματισμό τριχοειδών και ακολούθως συναυξάνονται προς σχηματισμό αρτηριών και φλεβών. Η διαφοροποίηση αυτή είναι αποτέλεσμα της δράσεως του αυξητικού παράγοντος των ενδοθηλίων (VEGF) που παράγεται από τα επιθηλιακά κύτταρα. Οι αεραγωγοί επιβάλλουν οργάσνωση στα τυχαία αναπτύγματα των ενδοθηλιακών σωληνίων, που αναπτύσσονται ως παράλληλα τριχοειδή, κι έτσι, τα προβοτρυδιακά πνευμονικά αγγεία, φλεβίδια και αεραγωγοί αναπτύσσονται ταυτόχρονα κατά τη διάρκεια της πρώιμης ενδομήτριας ζωής. Τα ενδοθηλιακά κύτταρα διευκολύνουν τη διαφοροποίηση και ωρίμανση των αγγείων εκκρίνοντας παράγοντες, που προάγουν τον πολλαπλασιασμό και τη μετανάστευση, όπως οι αγγειοποιητίνες η ενδοθηλίνη, ο μετασχηματιστικός αυξητικός παράγων Β (transforming growth factor beta, TGFb) εκαι ο προερχόμενος από τα αιμοπετάλια αυξητικός παράγοντας (platelet-derived growth factor, PDGF). Αργότερα, στη διάρκεια της εμβρυϊκής και πρώιμης παιδικής ζωής, τα περιφερικά αγγεία που σχηματίζονται μέσω αγγειογενέσεως, δι εκβλατήσεως από τα ήδη υπάρχοντα αγγεία της πνευμονικής αγγειακής κοίτης, -μια δράση, που διαμεσολαβείται από τον VEGF. Κατά η διάρκεια της εμβρυϊκής ζωής, τα ενδοθηλιακά κύτταρα στα περιφερικά αγγε΄λια δεν είναι αποπλατυσμένα, έτσι, ώστε αποφράσσουν τον αυλό και αυξάνουν τις αντιστάσεις της ροής δι΄αυτών. Μετά τη γέννηση, αποπλατύνονται, προοδευτικά, και, έτσι, διευκολύνουν τηροή αίματος δι΄αυτών προς τον πνεύμονα. Ταυτόχρονα, αποσύρεται υγρό από τους πνεύμονες μέσω των επιθηλιακών και ενδοθηλίακών κυττάρων.
Λειτουργία του ενδοθηλίου, επί φυσιολογικού πνεύμονος. Στην κυψελιδική περιοχή, το ενδοθήλιο αποτελεί μέρος του διαχωριστικού τείχους μεταξύ αίματος και αέρος, αν και άλλες λειτορυγίες του μπορεί να είναι εξ ίσου σημαντικές. Σ΄αυτές περιλαμβάνονται: η διατήρηση του αγγειακού τόνου, η διατήρηση της διαμετωπικής καταστάσεως μεταξύ αέριας-υγράς φάσεως, η πήξη, η κυκλοφορία των λευκοττάρων, η παραγωγή αυξητικών παραγόντων και κυτταρικών σημάτων με αυτοκρινείς και παρακρινείς επιδράσεις.
Η ρύθμιση των πνευμονικών αγγειακών αντιστάσεων [βλ.: αγγειακές πνευμονικές αντιστάσεις].
Παρακυττσαρική διαπερατότητα και διακυττάρωση. Τα πνευμονικά μικροτριχοειδή εφάπτονται της στιβάδας των επιθηλιακών κυττάρων που απαρτίζουν τα τοιχώματα των κυψελίδων. Η ακεραιτότητα του πνευμονικού τριχοειδικού ενδοθηλίου και του κυψελιδικού επιθηλίου είναι αναγκαία για την ισορροπία των υγρών από τις δύο όψεις της τριχοειδικής μεμβράνης. Μετά τη γέννηση, το πνευμονικό ενδοθήλιο λαμβάνει μέρος στην κάθαρση του πνευμονικού υγρού και ακολούθως, τα ενδοθηλιακά κύτταρα συνδέονται στερρά μεταξύ τους για να εμποδίσουν τη διαρροή πρωτεϊνών πλάσματος προς το διάμεσο ιστό και τις κυψελίδες. Στο φυσιολογικό πνεύμονα, το ενδοθήλιο μεταφέρει διάφορες ουσίες, όπως αλβουμίνη, μέσω της διακυτταρικής κυκλοφορίας μέσω των μικροκόλπων. Η αλβουμίνη φέρει πληθώρα πεπτιδίων και αμινοξέων από το αίμα μέσω των ενδοθηλιακών κυττάρων στο διάμεσο ιστό, μέσω μιας λειτουργίας, γνωστής ως διακυτταρώσεως (transcytosis). Οι πρωτεΐνες δεσμεύονται στα caveolae στην εσωτερική επιφάνεια, όπου ουδετεροποιούνται και μετά κινούνται δια των κυττάρων προς τον διάμεσο χώρο, όπου απελευθερώνονται. Η καβεολίνη-1 (caveolin-1) είναι μια αναδιπλούμενη πρωτεΐνη που χρησιμοποιείται για το σχηματισμό των μικροκολπίσκων και τη διακυττάρωση. Στα πειραματόζωα που στερούνται καβολίνης, η διακυττάρωση είναι αδύνατη. Σε απάντηση στη σήψη και τους τους ενδαγγειακούς φλεγμονώδεις μεσολαβητές, όπως η θρομβίνη, ο ογκονεκρωτικός παράγων, TNF-a και η ισταμίνη, αναγνωρίζεται αυξημένη –παρακυτταρική- διαπερατότητα μέσω διακένων στις διακυτταρικές συνάψεις, με αποτέλεσμα την αύξηση τη διαρροής πρωτεϊνούχου υγρού στο διάμεσο χώρο. Ο διακυτταρικός σχηματισμός χασμάτων είναι, εν μέρει, αποτέλεσμα εξαρτωμένης από την ακτινομυοσίνη συσπάσεως των ενδοθηλιακών κυττάρων. Η λειτουργία της πνευμονικής άμυνας μπορεί, επίσης, να από την υποξία και την τάση που απολήγουν σε μεταβολές της συγκεντρώσεως του VEGF, της αγγειοτασίνης ΙΙ και του ΝΟ. Ο VEG που αρχικά ορίστηκε ως παράγων της αγγειακής διαπερατότητας (:vascular permeability factor, VPF), είναι ισχυρός επαγωγέας της εξαγγειώσεως πλάσματος. Η αγγειοτασίνη ΙΙ μπορεί να επηρεάσει την ενδοθηλιακή διαπερατότητα μέσω απελευθερώσεως προσταγλανδινών, και VEGF. Αντίθετα, η αύξηση του ΝΟ έχει δειχθεί ότι εμποδίζει την ενδοθηλιακή διαρροή στους πνεύμονες. Μεταβολές στα επίπεδα και τη διανομή της πρωτεΐνης PEC AM-1 (CD31) (διακυτταρικής συγκολλήσεως ενδοθηλίων-αιμοπεταλίων) έχουν δειχθεί ότι εισφέρουν στην ακεραιότητα της λειτουργίας του ενδοθηλιακής θωρακίσεως των πνευμονικών τριχοειδών. Η PECAM-1 είναι πτυχούμενη πρωτεΐνη στον διακυτταρικό χώρο που, επίσης, διαδραματίζει κρίσιμο ρόλο στην διενδοθηλιακή μετανάστευση κυττάρων της φλεγμονής.
Φλεγμονώδεις απαντήσεις Τα ενδοθηλιακά κύτταρα, φυσιολογικά, δεν είναι επιρρεπή σε διαδικασίες συγκολλήσεως αλλ΄ εν τούτοις εισφέρουν στη συγκέντρωση κυττάρων φλεγμονής σε θέσεις ιστικής βλάβης ή λοιμώξεως. Επί διεγέρσεως, λόγω βλάβης ή λοιμώξεως, παράγουν κυτοκίνες, αυξητικούς παράγοντες και μόρια συγκολλήσεως που επιτρέπουν στα λευκοκύτταρα να απομακρυνθούν από την κυκλοφορία αίματος και να ‘κυλήσουν’ κατά μήκος του τοιχώματος του αγγείου, καθώς, τόσο τα ενδοθηλιακά κύτταρα, όσο και τα λευκοκύτταρα έχουν την ικανότητα απεκκρίσεως μορίων συγκολλήσεως, όπως η Ε- και P-σελεκτίνες. Τα λευκοκύτταρα, με τον τρόπο αυτό, συγκολλούνται στα ενθοθηλιακά κύτταρα, ανάλογα με το βαθμό αναρυθμίσεως την ιντεγρινών Β2 και των διακυτταρικών μορίων συγκολλήσεως ICAM-1 και, τελικά, μεταναστεύουν μέσω των κυτταρικών συνδέσεων μέσω δράσεων της πρωτεΐνης PECAM-1 που, στα φυσιολογικά κύτταρα, συγκεντρώνεται στις διακυτταρικές συνδέσεις. Τα κύτταρα μετακινούνται μέσω των κυτταρικών συνδέσεων, ενώ διατηρείται η ακεραιότητα των ενδοθηλιακών κυττάρων.
πήξη Τα ενδοθηλιακά κύτταρα των πνευμονικών αγγείων διαδραματίζουν ένα κρίσιμο ρόλο στη διατήρηση της φυσιολογικής πήξεως. Στις αντιπηκτικές/αντιθρομβωτικές ουσίες περιλαμβάνονται το ΝΟ, η PGI2, και η θρομβομοντουλίνη. Μετά την πρόκληση κακώσεως, οι προπηκτικοί/προθρομβωτικοί παράγοντες συμπεριλαμβαονομένου του παράγοντος που ενεργοποιεί τα αιμοπετάλια (:platelet-activating factor) που επάγουν την συγκόλληση των αιμοπεταλίων και του vWF που συντίθεται από τα ενδιοθηλιακά κύτταρα και αποθηκεύεται, προς ταχεία διάθεση στα σωμάτια Weibel Pαllade.
το ενδοθήλιο στις πνευμονοπάθειες
--πνευμονική υπέρταση
Η πνευμονική αρτηριακή υπέρταση ορίζεται ως επίμονη αύξηση της πνευμονικής αρτηριακής πιέσεως, ΠΑΥ, σε πάνω από 25 mmHg σε συνθήκες αναπαύσεως ή σε επίπεδα > 30 mmHg κατά την κόπωση. Μπορεί να διακρίνεται σε ιδιοπαθή πνευμονική υπέρταση (προηγούμενος όρος: πρωτοπαθής ΠΑΥ) ή δευτεροπαθή και αναγνωρίζεται σε πολλές πνευμονοπάθειες, καρδιοπάθειες ή νοσήματα του συνδετικού ιστού. Μπορεί, επίσης, να αναγνωριστεί χαμηλότερη αύξηση της πιέσεως στις πνευμονικές αρτηρίες σε πνευμονοπάθειες όπως η ΧΑΠ, και η κυστική ίνωση, όπου στην περιφέρεια των πνευμόνων επικρατούν συνθήκες υποξίας, που επάγουν την αγγειοσύσπαση. Στις κύριες αγγειακές αλλοιώσεις επί ΠΑΥ συγκαταλέγονται: i. αύξηση του πάχους των αγγειακών τοιχωμάτων, λόγω πολλαπλασιασμού των λείων μυϊκών ινών –υπερτροφία-, ii. αύξηση της εναποθέσεως συστατικών του εξωκυττάριου δικτύου και, iii. Δυσλειτουργία ή βλάβη των πνευμονικών αγγειακών ενδοθηλίων. Η ΠΑΥ συνοδεύεται από μείωση της παραγωγής προστακυκλίνης και eNOS και αύξηση της θρομβοξάνης, ενώ, επίσης, αυξάνονται οι συγκεντρώσεις πλάσματος της ΕΘ-1. Οι μεταβολές αυτές συνεπάγονται αγγειόσπασμο και την ανάποτυξη προμιτογόνου συστήαμτος. Η δυσλειτουργία των ενδοθηλιακών κυττάρων και λείων μυϊκών ινών έχει συσχετιστεί με την επίταση της δραστηριότητας της ρGTP-άσης , RhoA, μιας πρωτεΐνης, δηλαδή, που ρυθμίζει τη δυναμική της ακτίνης και την συσταλτικότητα της ακτινομυοσίνης. Η δυσλειτουργία των ενδοθηλιακών κυττάρων, τέλος, μπορεί, επίσης, να εισφέρει στις θρομβωτικές διεργασίες, χαρακτηρτσιτικού φαινομένου στις περισσότερες μορφές ΠΑΥ.
--οξεία πνευμονική βλάβη, οξύ σύνδρομο αναπνευστικής δυσχέρειας
Οξεία πνευμονική βλάβη μπορεί να συμβεί σε σωρεία παθολογικών καταστάσεων, όπως η σήψη, η κάκωση, η πνευμονία, και φαρμακευτική τοξικότητα. Χαρακτηρίζεται από σοβαρή διαταραχή οξυγονώσεως, κυψελιδικό οίδημα και, σποραδικότερα, ΠΑΥ. Η πλέον ακραία μορφή οξεία πνευμονικής βλάβης είναι το A[cute]RDS. Η αρχική πρόκληση είναι μια οξεία φλεγμονώδης εξέλιξη που βλάπτει τις φυσιολογικές λειτουργικές διεργασίες και τη δομή των ενδοθηλιακών κυττάρων, που απολήγει στην έκπτωση του μηχανισμού ανταλλαγής αερίων και αύξηση της διαπερατότητας του ενδοθηλίου και μεταβολές στις συγκεντρώσεις των αγγειοδραστικών μεσολαβητών, ευνοώντας την αγγειοσύσπαση.
Θεραπευτική θεώρηση Ο θεραπευτικός στόχος αποβλέπει στον έλεγχο της υπερβολικής αντιδραστικότητας και την δομική, ιστική αναδιαμόρφωση, και στην ανάπτυξη θεραπευτικών στρατηγικών που καθηλώνουν τις αντεπιδράσεις μεταξύ σημάτων που επάγουν τις αντιδράσεις αυτές. Παρόμοιες θεραπευτικές τόσο για την ΠΑΥ, όσο και για το ARDS εστιάζουν στην αύξηση της πνευμονικής αρτηριακής αγγειοδιαστολής με τη χορήγηση είτε εισπνεόμενης ή ενδοφλέβιας προστακυκλίνης ή εισπνοής ΝΟ, ή να επιδιωχθεί η ενίσχυσή τους με τη χορήγηση αναστολέων της φωσφοδιεστεράσης 5. Πρόσφατα, οι ανταγωνιστές των υποδοχέων ΕΘ-1, έχουν χρησιμοποιηθεί για τη θεραπεία της ΠΑΥ, σε ενήλικες και παιδιά.. Με τον τρόπο αυτό, επιδιώκεται η θεραπεία της ΠΑΥ, μείωση της αγγειοσυσπάσεως, ενώ, τουλάχιστον εν μέρει, αναστέλλουν την υπερπλασία των λείων μυϊκών ινών του τοιχώματος των αρτηριών. Οι στατίνες μπορεί να είναι αποτελεσματικές στη θερπεία του ARDS, επειδή αναστέλλουν την αυξημένη διαπερατότητα και διαρροή δια των ενδοθηλιακών κυττάρων κι έχουν αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες, και συνεπάγονται αύξηση της παραγωγής ΝΟ, από τα ενδοθηλιακά κύτταρα, ενώ αυξάνουν την οξυγενάση -1 της αίμης , της οποίας τα ενζυμικά προϊόντα , όπως το CO και η χολερυθρίνη, έχουν ισχυρές αντιφλεγμονώδεις και αντιοξειδωτικές ιδιότητες.
βιβλιογραφία
1. Corrin B (ed.) (2000) Normal lung structure. Pathology of the Lungs, 2nd edn., pp. 1–34. London: Churchill Livingstone.
2. Dudek SM and Garcia JG (2001) Cytoskeletal regulation of pulmonary vascular permeability. Journal of Applied Physiology 91: 1487–1500.
3. Fernandez N, Jancar S, and Sanchez CM (2004) Blood and endothelium in immune complex-mediated tissue injury. Trends in Pharmacological Science 25: 512–517.
4. Galley HF and Webster NR (2004) Physiology of the endothelium. British Journal of Anaesthesia 93: 105–113.
5. Hislop AA (2002) Airway and blood vessel interaction during lung development. Journal of Anatomy 201: 325–334.
6. Jeffery TK and Wanstall JC (2001) Pulmonary vascular remodeling: a target for therapeutic intervention in pulmonary hypertension. Pharmacological Therapeutics 92: 1–20.
7. Kirchner K, Dobyns EL, and Stenmark KR (1999) Lung cell biology. In: Taussig LM and Landau LI (eds.) Pediatric Respiratory Medicine, pp. 37–56. St Louis: Mosby.
8. Lee TS, Chang CC, Zhu Y, and Shyy JY (2004) Simvastatin induces heme oxygenase-1: a novel mechanism of vessel protection. Ciculation 110: 1296–1302.
9. Mehta D, Bhattacharya J, Matthay MA, and Malik AB (2004) Integrated control of lung fluid balance. American Journal of Physiology 287: L1081–L1090.
10. Michiels C (2003) Endothelial cell functions. Journal of Cell Physiology 196: 430–443.
11. Moloney ED and Evans TW (2003) Pathophysiology and pharmacological treatment of pulmonary hypertension in acute respiratory distress syndrome. European Respiratory Journal 21: 720–727.
12. Orfanos SE, Mavrommati I, Korovesi I, and Roussos C (2004) Pulmonary endothelium in acute lung injury: from basic science to the critically ill. Intensive Care Medicine 30: 1702–1714.
13. Piantadosi CA and Schwartz DA (2004) The acute respiratory distress syndrome. Annals of Internal Medicine 141: 460–470.
14. Predescu D, Vogel SM, and Malik AB (2004) Functional and morphological studies of protein transcytosis in continuous endothelia. American Journal of Physiology 287: L895–L901.
15. Rosenzweig EB, Widlitz AC, and Barst RJ (2004) Pulmonary arterial hypertension in children. Pediatric Pulmonology 38: 2–22.
16. Stevens T, Rosenberg R, Aird W, et al. (2001) NHLBI workshop report: endothelial cell phenotypes in heart, lung, and blood diseases. American Journal of Physiology 281: C1422–C1433.
ooooooooooo
ooooooooooo