Iστολογική ταξινόμηση κατά WHO

Tο βρογχογενές καρκίνωμα διακρίνεται σε ποικιλία ιστολογικών τύπων, καθένας από τους οποίους κυμαίνεται ανάλογα με το βαθμό διαφοροποιήσεώς του. Μεγαλύτερη δυσκολία ταυτοποιήσεως εμφανίζουν οι χαμηλής διαφοροποιήσεως όγκοι.  Όλοι οι ιστολογικοί τύποι του καρκίνου του πνεύμονος προέρχονται από πολυδύναμα επιθηλιακά κύτταρα του ενδοδέρματος με φαινοτυπική πολυμορφία. Tα επιθηλιακά, μητρικά αυτά κύτταρα κατά τη διαδικασία της φυσιολογικής ιστογενέσεως διαφοροποιούνται σε εκείνα τα κύτταρα που απαντώνται στο τραχειοβρογχικό δένδρο, όπως το ψευδοπολύστοιβο κροσσωτό επιθήλιο, τα καλυκοειδή, κυλινδρικά κύτταρα, τα νευροενδοκρινικά κύτταρα και τα πνευμονοκύτταρα τύπου Ι και ΙΙ. Κατά την έκθεσή τους σε καρκινογόνους παράγοντες, τα κύτταρα που μπορούν να υποστούν υπερπλαστικές, μεταπλαστικές ή νεοπλασματικές μεταβολές μπορεί να διαφοροποιούνται ταυτόχρονα προς περισσότερους ιστολογικούς τύπους ή να μεταπίπτουν από τον ένα τύπο στον άλλο. Η συχνότητα με την οποία απαντούν πολλαπλοί ιστολογικοί τύποι επί ενός καρκινώματος εξαρτάται από πολλούς παράγοντες αλλά και από την επιμέλεια με την οποία αναλύονται τα βιοπτικά δείγματα ή, ακόμη, και από τον αριθμό των τομών που εξετάζονται. Σε μια μελέτη παθολογοανατομικής τεκμηριώσεως του καρκίνου του πνεύμονος, όταν αναλύονταν τουλάχιστον 10 κύβοι από το παρασκεύασμα, 45% των περιπτώσεων εμφάνισαν ετερογένεια μεταξύ των διαφόρων τομών που μικροσκοπούνταν, ενώ 10% των περιπτώσεων εμφάνιζαν μικτούς όγκους, συνήθως εκ πλακωδών επιθηλίων και αδενοκαρκίνωμα.
Πολλές προσπάθειες ταξινομήσεως του καρκίνου του πνεύμονος έγιναν μετά την αρχική του  Marchesani (1925), μεταξύ των οποίων του Kreyberg (1962), κατά την οποία είχαν προταθεί δύο αιτιολογικά διακριτές ομάδες ιστολογικά καθοριζόμενων τύπων: Στην πρώτη περιλαμβάνονται οι μικροκυτταρικοί και οι επιδερμοειδείς όγκοι, οι οποίοι συσχετίζονται με την εισπνοή καρκινογόνων ουσιών, ενώ στη δεύτερη ομάδα περιλαμβάνονται τα αδενοκαρκινώματα και οι μεγαλοκυτταρικοί όγκοι. Φαίνεται, πράγματι, ότι το εκ πλακωδών επιθηλίων και το μικροκυτταρικό καρκίνωμα έχουν διακεκριμένη δοσοεξαρτώμενη σχέση με την αύξηση της εκθέσεως στο κάπνισμα, προκαλώντας, έτσι, μεγαλύτερη επίπτωση των ιστολογικών αυτών τύπων. Πρόσφατα, το αδενοκαρκίνωμα φαίνεται ότι, προοδευτικά, εμφανίζεται με αυξημένους δείκτες επιπολασμού μεταξύ των γυναικών καπνιστριών (ιδίως στις ΗΠΑ, αλλά όχι στον ίδιο βαθμό στην Ευρώπη και στην Ιαπωνία), αν και ο ιστολογικός αυτός τύπος δε σχετίζεται με την καπνιστική συνήθεια.

Τα αδενοκαρκινώματα είναι είναι ο κοινότερος τύπος μεταξύ καπνιστών, αλλά αναγνωρίζεται σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις εκείνων που δεν έχουν καπνίσει ποτέ. Η συχνότερη εντόπισή του είναι στην περιφέρια του πνευμονικού παρεγχύματος, ως μονήρης όζος ή μάζα μαλακών ιστών και η ιστολογική του αναγνώριση προϋποθέτει την εμφάνιση αδενικού σχηματισμού ή την παρουσία ενδοκυτοπλασματικής μουσίνης. Το βρογχοκυψελιδικό καρκίνωμα είναι υπότυπος του αδενοκαρκινώματος, που μπορεί να είναι μονήρης ή μονήρης μάζα ή, να εμφανίζεται ως εικόνα θαμβής υάλου, ή ως πολλαπλοί όζοι ή ως διήθηση, όπως η πνευμονία. Στις ιστολογικές ιδομορφίες του εμπεριέχονται, επίσης, η περιφερική του περιφερική του αφετηρία από ασαφώς διακρινόμενο βρόγχο, καλά διαφοροποιημένο κυτταρολογικό τύπο, και ανάπτυξη κατά μήκος άθικτου κυψελιδικού διαφράγματος. [βλέπε: προκαρκινωματώδεις βλάβες]

Το εκ πλακωδών καρκίνωμα (&) των βρόγχων είναι το δεύτερο συχνότερο ΒΚ, με συχνότητα ~25%. Συσχετίζεται ισχυρά με την καπνιστική συνήθεια, και η αφετηρία του εντοπίζεται, συχνότερα, σε κεντρικούς βρόγχους -τραχεία, κύριους βρόγχους, λοβαίους και, ιδίως,  τμηματικούς, αλλά δεν αποκλείεται και η εντόπισή του ως περιφερική μάζα. Οι ασθενείς εμφανίζονται με συμπτώματα από τους αεραγωγούς όπως βήχας κι αιμόπτυση. Η ακτινολογική εικόνα του εκ πλακωδών επιθηλίων ΠΚ μπορεί να είναι δηλωτική αποφράξεως αεραγωγού, όπως η λοβαία ατελεκτασία, ή η μεταποφρακτική πνευμονία (όπισθεν του όγκου απόφραξη). Λόγω της κεντρικής του εντοπίσεως όγκος μπορεί να είναι ακτινολογικά αφανής ακόμη και αφανής στα πρώιμα στάδια, στην CT. Ο εκ πλακωδών επιθηλίων ΠΚ μπορεί να υποστεί -έκκεντρη- τήξη, όπως δεν αποκλείεται να σθμβεί και στους άλλους ιστολογικούς τύπους. Η διάγνωση του εκ πλακωδών επιθηλίων Πκ προϋποθέτει την αναγνώριση διαφοροποιημένων πλακωδών επιθηλίων, της μορφής της κερατινοποιήσεως και την παρουσία διακυτταρικών γεφυρών, γνωστών ως δεσμοσώμια. [βλέπε: προκαρκινωματώδεις βλάβες].

Το μεγαλοκυτταρικό αδιαφοροποίητο ΠΚ είναι σαφέστερα διαφοροποιημένο υπό το μικροσκόπιο κοινού φωτός, και στερείται αδενοειδούς ή πλακώδους διαμορφώσεως. Αποσπά ~10% της συνόλης επιπτώσεως του ΠΚ, αν και παρατηρείται μεγάλη διακύμανση μεταξύ των διαφόρων κέντρων αναφοράς, ανάλογα με τις μεταξύ των ερευνητών διακυμάνσεις, όσον αφοροά στην διάκριτική τους ευχέρεια επί των αδιαφορποιήτων νεοπλασμάτων. Συνήθως εμφανίζεται ως περιφερικός όγκος, που εμπεριέχει νέκρωση. 

Ο μικροκυτταρικός ΠΚ, ΜΚΠ, αποσπά το 20% της συνολικής επιπτώσεως του ΠΚ, συνέχεται περισσότερο [παρ΄ό,τι οι άλλοι ιστολογικοί τύποι με το κάπνισμα, και τείνει να εξορμάται από περιοχές πκησίον των κεντρικών βρόγχων, συχνά με εκτεταμένη λεμφαδενοπάθεια. Από την απεικονιστική μελέτη, συνηθως αναγνωρίζεται μεγάλη, κεντρικής εντοπίσεως, μεσοθωρακική, μάζα, που επινεμείται λεμφαδένες και η πρωτοπαθής αφετηρία τους είναι ασαφής. Ο ΜΚΠ είναι ο συχνότερος ΠΚ, που εμφανίζει πρώιμα απομακρυσμένες μεταστάσεις και, για θεραπευτικούς σκοπούς, θεωρείται συστηματική πάθηση, ακόμη και στο πρώιμο στάδιο. Η μόνη εξαίρεση του κανόνος