Το ενδοβρογχικό λίπωμα είναι ένας σπάνιος, καλοήθης όγκος του τραχειοβρογχικού δένδρου. Παρά την καλοήθειά του, η πολυποειδής του επέκταση μπ[ορεί να προκαλέσει βρογχική απόφραξ.
Γενικά, τα καλοήθη νεοπλάσματα του τραχειοβρογχικού δένδρου είναι σπάνια. Το ενδοβρογχικό λίπωμα κατατάσσεται στους σπάνιους πνευμονικούς όγκους, εφόσον η επίπτωσή του είναι 0.1-0.5% (&). Γενικά, τα ενδοθωρακικάλιπώματα κατατάσσονται σε 5 ομάδες: [1] τα καρδιακά, [2] τα παρεγχυματικά, [3] τα υπεωκοτικά, [4] τα μεσοθωρακικά και, [5] τα ενδοβρογχικά. Το ενδοβρογχικό λίπωμα εξορμάται από τα κύτταρα του περιβρογχικού λιπώδους ιστού, και, σποραδικά από τον υποβλεννογόνιο ιστό, των κυρίων βρόγχων. Συνήθως ο όγκος εντοπίζεται στις τρεις πρώτες γενηές του τραχειοβρογχικού δένδρου, και είναι συνχότερος στο δεξιό πνεύμονα (&). Είναι συχνότερος στους άνδρες, παρ΄ό,τισ τις γυναίκες, με τη μέγιστη επίπτωση να εντοπίζεται στην 5η και 6η δεκαετία της ζωής. στους παράγοντες κινδύνους αναφέρονται το κάπνισμα και η παχυσαρκία, αν και δεν υπάρχουν μελέτες που να καταλήγουν σε οριστικά συμπεράσματα.
Τα κλινικά συμπτώματα εξαρτώνται από την εντόπιση, του βαθμό της βρογχικής αποφράξεως και τις μπορφολογικές και λειτουργικές συνέπειες στους περιφερικούς, της αποφράξεως αεραγωγούς (&). >επομένως, η πρώιμη διάγνωση και η ριζική θεραπεία είναι ουσιώδης για αποτροπή ανυπόστρεπτων βλαβών. Από τις συχνότερες κλινικές εικόνες που διαμορφώνει το ενδοβρογχικό λίπωμα, ο βήχας, η προοδευτικά επιδεινούμενη δύσπνοια, η αιμόπτυση (&) και η υποτροπιάζουσα πνευμονία. Οια σθενείς μπορεί, μερικές φορές. να διαγνωστούν εσφαλμένα ως πάσχοντες από βρογχικό άσθμα, λόγω του εκπνευστικού συριγμού εκ της αποφράξεως (κατά την εισπνοή οι βρόγχοι πλατύνονται, και επιμηκύνονται, ενώ κατά την εκπνοή βραχύνονται και στενεύουν, παράγοντας ηχητικό αποτέλεσμα) κι έτσι να καθυστερήσει η διάγνωση (&).
μακροσκοπική και μικροσκοπική εικόνα πολυποειδούς νεοσχηματισμού όγκου που συντίθεται από λιπώδη κύτταρα (Arch Bronconeumol. 2013, 49:494–496)
Θεραπευτικώς, επιχειρείται η βρογχοσκοπική του εξαίρεση προς αποφυγή θωρακτομής και απώλειας πνευμονικού ιστού. Εν τούτοις, εάν υπάρχουν μη αναστρέψιμες βλάβες στο παρέγυχμα, όπως πνευμονικ'η ίνωση, πνευμονία ή ατελεκτασία, πρέπει να αποφασιστεί εξαίρεση του πάσχοντος τμήματος του παρεγχύματος.