Διατροφή στις πνευμονοπάθειες

βιβλιογραφία


Ο ρόλος που οι διατροφικοί παράγοντες διαδραματίζουν στις οξειδωτικές εξελίξεις και στις φλεγμονώδεις απαντήσεις έχει προσελκύσει έντονο ερευνητικό ενδιαφέρον, επειδή μπορεί να εμπλέκονται στις γένεση και την ανάπτυξη των πνευμονοπαθειών, ιδίως του πνευμονμικού καρκίνου, της ΧΑΠ, και του άσθματος. Στους διαιτητικούς παράγοντες της κατηγορίας αυτής εμπλέκονται τα φρούτα και τα λαχανικά, οι αντιοξειδωτικές βιταμίνες, όπως η βιταμίνη C (: το ασκορβικό οξύ), η βιταμίνη Ε (α-τοκοφερόλη), το β-καροτένιο (προένωση της βιταμίνης Α) και άλλα καρωτιινοειδή, η βιταμίνη Α, τα λιπαρά οξέα και ωρισμένα μέταλλα, όπως το Νάτριο, το μαγνήσιο και το σελήνιο. Η πρόσληψη φρέσκων φρούτων και μρικών λαχανικών φαίνεται ότι ασκεί ωφέλιμη δράση στην πνευμονική υγεία, και η κατανλάωσαή τους σε ημερήσια βάση, πρέπει να συνιστάται. Οι αντιοξειδωτικές βιταμίνες, ιδίως η βιταμίνη C και, σε μικρότερο βαθμό, η βιταμίνη Ε, και τα φλαβονοειδή, εμφανίζονται να ασκούν προστατευτική δράση εναντίον πνευμονοπαθειών. Εν τούτοις, ο περιορισμένος αριθμός μελεών δεν διευκολύνει την εξαγωγή οριστικών συμπερασμάτων. Η συμπληρωματική λήψη βιταμίνης C και άλλων αντιοξειδωτικών μπορεί να προταθεί σε άτομα που εκτίθενται σε πρόσθετη αντιοξειδωτική καταπόνηση, όπως η έκθεση σε ατμοσφαιρική ρύπανση.
Πολλές πνευμονοπάθειες συνδέονται αιτιοπαθογενετικά με την οξειδωτική καταπόνηση, όπως εκείνη που προέρχεται από την κατανάλωση καπνού, ή την ατμοσφαιρική ρύπανση, και τις λοιμώξεις. Κατά συνέπεια, διαιτητικοί παράγοντες και διατροφικά υλικά που διαδραματίζουν δυνητικά προστατευτικό ρόλο εναντίον της οξειδωτικής δράσεως και των φλεγμονωδών συνεπειών τους έχουν εμπλέκονται ως μέτρα αναχαιτίσεως της παθογενετικής εξελίξεως των διαφόρων πνευμονοπαθειών. Το Να και το μαγνήσιο μπορεί να διαδραματίζει ρόλο στη δραστηριότητα των λείων βρογχικών μυών και ατις ενζυματικές αντιδράσεις που εμπλέκονται  στις νευρομυϊκές διαβιβάσεις.  Επομένως, μια επαρκής διαίτα μπορεί να αναστείλει, καταργήσεις ή ακόμη και να αντιστρέψει την αλληλουχία γεγονότων που προκαλεί η τοξικότητα, ενώ, αντίθετα, μια ανεπαρκής δίαιτα μπορεί να αυξήσει την δυσμενή επιρροή των περιβαλλοντικών εκθέσεων.
Στο κεφάλαιο αυτό, σχολιάζουμε τη σχέση μεταξύ των σημαντικότερων αποφρακτικών πνευμονοπαθειών, όπως του πνευμονικού καρκίνου, του άσθματος, και της ΧΑΠ, και διατροφικών παραγόντων που συχνά εμπλέκονται στην εξέλιξη των παθήσεων αυτών. Το λήμμα αυτό δεν αναφέρεται σε θέματα τροφικής αλλεργίας.
  • - αντιοξειδωτικά
Τα αντιοξειδωτικά αποτελούν πρώτης γραμμής άμυνα στους πνεύμονες, εναντίον των ελεύθερων οξειδωτικών ριζών και συμπεριλαμβάνουν ενδογενή ενζυμικά συστήματα και μη ενζυμικά αντιοξειδωτικά συστατικά. Τα μη ενζυματικά αντιοξειδωτικά, όπως οι βιταμίνες C, Ε, το β-καροτένιο,η ουμπικινόνη, διάφορα φλαβινοειδή, και το σελίνιο, υπάρχουν στην τροφή και μπορεί, επομένως, να παίζουν ρόλο στην άμυνα που προβάλλει ο ξενιστής εναντίον των οξειδωτικών βλαβών στους πνεύμονες. Η βιταμίνη C¸που είναι υδροδιαλυτή, εισφέρει στην αντιοξειδωτική δράση μέσω διαφόρων μηχανισμών, στους οποίους συμπεριλαμβάνεται η λύση των οξειδωτικών ριζών οξυγόνου. Φαίνεται ότι είναι η πλέον διαδεδομένη αντιοξεδωτική ουσία στο εξωκυττάριο υγρό, των πνευμόνων και εμπλέκεται στην αναγέννηση της δεσμευμένης στις μεμβράνες βιταμίνης Ε. Η βιταμίνη C, επίσης, διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στους αμυντικούς μηχανισμούς και μετσφέρεται στα ουδετερόφιλα και λεμφοκύτταρα. Η βιταμίνη Ε, μια λιποδιαλυτή βιταμίνη, αποτελεί την κύρια άμυνα εναντίον της βλάβης της κυτταρικής μεμβράνης από οξειδωτικές δράσεις στους ανθρώπινους ιστούς, λόγω της ικανόττηάς της να διασπά την αλυσίδα των αντιδράσεων λιπιδικής υπεροξειδώσεως. Το β-καροτένιο, είναι προβιταμίνη Α, συγκεντρώνεται στις κυτταρικές μεμβράνες διασπά το Ο2 και διαντιδρά άμεσα με τις ελεύθερες ρίζες περοξυλίου. Το σεκλήνιο είναι σημαντικό ιχνοστοιχείο και εμπλέκεται στην απότοξίκωση των υπεροξειδίων και των ελεύεθρων ριζών.     
 Η πρόσληψη με την τροφή πολυακόρεστων λιπαρών οξέων (: polyunsaturated fatty acidsPUFA), που συνήθως ευρίσκονται σε αφθονία στα θαλασσινά, έχει δειχθεί ότι προστατεύει από πνευμονοπάθειες και στην ηλικίωση των πνευμόνων. Αυξημένη πρόσληψη ω3 λιπαρών απολήγει στη μείωση των φλεγμονωδών αντιδράσεων μεταβάλλοντας το περιεχόμενο των εκ λιπιδίων μεμβρανών και άλλων υποστρωμάτων, που είναι, με τη σειρά τους υπόστρωμα για την παραγωγή εικοσανοειδών. Συνοπτικά, η αντικατάσταση στην κυτταρική μεμβράνη των n-3 PUFA (a-linoleic acid (ALA 18:3n-3) και εικοσαπεντανοειδή (EPA 20:5n-3)) και για το n-6 λιπαρά οξέα ((linoleic acid (LA; 18:2n-6), που είναι τα αφθονότερα στη δίαιτα δυτικού τύπου, οδηγεί στην παραγωγή ολιγότερων μεσολαβητών της φλεγμονής (προσταγλανδίνη E3 (PGE3) αντί PGE2 και λευκοτριένιου 5 (LTB5) αντί LTB4). Η PGE2, έχει δειχθεί ότι, δρα επί των Τ-λεμφοκυττάρων προς μείωση της παραγωγής ιντερφερόνης-γ χωρίς να επηρεάζει την παραγωγής της ιντερλευκίνης -4. Αυτο μπορεί να ευνοεί την εγκατάσταση αλλεργικής υπερευαισθησίας, καθώς η IL-4 επάγει της σύνθεση της ανοσοσφαιρίνης Ε (IgE), ενώ η INF-γ έχει την αντίθετη δράση. Η LTB4, ένας ισιχυρός διεγέρτης των λείων μυικών ινών των αεραγωγών, αυξάνει την μετατριχοειδική αγγειακή διαπερατότητα, και μεσολαβεί στην παθογένεια του άσθματος, λόγω της εμπλοκής της στον αγγειόσπασμο και την παραγωγή βλέννης. Οι ανταγωνιστικές αντεπιδράσεις μεταξύ n-6 PUFA και n-3 PUFA καθορίζουν το κυτταρικό περιεχόμενο του αραχιδονικού οξέος και των ΕΡΑ.  Υψηλότερες συγκεντρώσεις ΕΡΑ ευρίσκονται σε δίαιτες με χαμηλή περιεκτικότητα λινολεϊκού οξέος. Στη δυτική δίαιτα, καταναλώνονται περίπου 20-25 περισσότερο n-6 PUFA, παρά n-3 PUFA. Η μεταβολή των διαιτητικών συνηθειών στις αναποτυγμένες χώρες μπορεί, τουλάχιστον εν μέρει, να εξηγήσει την αύξηση της επιπτώσεως του άσθματος.  
Μέταλλα
Διάφορα μεταλλικά στοιχεία, όπως Na και Mg εμπλέκονται στην παθογένεια διαφόρων πνευμονοπαθειών, λόγω των επιδράσεών τους επί των λείων μυϊκών ινών των αεραγωγών. Η σύσπαση των λείων μυϊκών ινών των αεραγωγών, ως απάντηση επί ειδικών αντιγόνων έχει δειχθεί ότι εξαρτάται από την υπερπόλωση ως αποτέλεσμα εισόδου Νa. Έχει δειχθεί ότι το Mg προκαλεί διαστολή των λείων μυϊκών ινών των αεραγωγών in vivo, ότι μειώνει τη χολινεργική νευρομυϊκή αγωγή, ότι σταθεροποιεί τα σιτευτικά κύτταρα και τα Τα-λεμφοκύτταρα και ότι διεγείρει την παραγωγή νιτρικού οξέος και προστακυκλίνης. Δίαιτα πλούσια σε Na και χαμηλή σε Mg μπορεί, επομένως, να συνθέτει  έναν πρόσθετο παράγοντα κινδύνου για παθήσεις των αεραγωγών. 
Η συγκέντρωση των ειδικών συστατικών ποικίλει ευρέως μεταξύ των διαφόρων φαγώσιμων ειδών. Η συνιστώμενη ημερήσια δόση ορίζεται ως το ποσόν φαγώσιμου που πρέπει να καταναλώνεται προκειμένου νε επιτευχθεί βέλτιστη λειτουργία του σώματος και να αποφευχθεί στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό ο κίνδυνος νοσήσεως.
Αντιοξειδωτικά
Τα φρέσκα φρούτα και τα λαχανικά εμπεριέχουν σημαντικές ποσότητες βιταμίνη C (όπως τα μρόκολα, το σπανάκι, οι τομνάτες, και τα κίτρα) και καροτινοειδή (όπως καρώτα, τομάτες, γκρέηπφρουτ, φασόλια, μπρόκολα, πορτοκάλια, και μανγκος), Η βιταμίνη C  ευρίσκετραι σε μεγαλύτερες συγκεντρώσεις  στα εσπεριδοειδή και μερικά λαχανικά. Τα βασικότερα καριτονεοειδή, τα α- και β- καροτένιο και η κρυπτοξανθίνη μετατρέπονται σε βιταμίνη Α. Η πλουσιότερη πηγή της βιταμίνης Ε στην ανθρώπινη δίαιτα είναι τα ελαιώδη προϊόντα, όπως η μαγιονέζα, το ελαιόλαδο και τα σπορέλαια, από σόγα, καλαμπόκι, το βούτυρο και τα αυγά. Τα φλαβινοειδή ευρ΄σικονται κυρίως στα φρούτα και λαχανικά (μήλα, λεμόνια, πορτοκάλια, πατάτες) όπως επίσης και στο τσάϊ. Το σελήνιο ευρίσκεται στο σιτάρι, το κρέας, τα θαλασσινά, και διάφορα λαχανικά. 
Κατά τις τρέχουσες υποδείξεις, η ημερήσια ανάγκη σε βιταμίνη C είναι 75 mg/H  για τις γυναίκες (100 mg /Η για τις καπνίστριες) και 90 mg/H, για τους άνδρες  (125 για τους καπνιστές), με ανώτερο όριο ασφάλειας ~2000 mg/Η. Είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι η ημερήσια συνιστώμενη δόση για τους καπνιστές είναι 35 mg υψηλότερη, συγκριτικά με εκείνη των μη καπνιστών, λόγω της πρόσθετης εκ΄θεσεως σε οξειδωτικούς παράγοντες, λόγω του καπνίσματος. Οι υποδείξεις αυτές προτείνονται, επίσης, σε άτομα εκτεθειμένα σε υψηλές συγκεντρώσεις οξειδωτικών παραγόντων όπως το όζον.
Οι υποδείξεις για την βιταμίνη Α είναι 800-1000 mg ισοδύναμο της ρετινόλης /Η (ΡΕ/Η), ή 4000-5000 IU /Η. 1 μονάδα RE= 6 mg καροτενίου. Δεν υπάρχουν υποδείξεις για το β-καροτένιο, αλλά η συνιστώμενη ημερήσια πρόσληψη είναι 15 mg/Η.
Η συνιστώμενη δόση για τη βιταμίνη Ε είναι 15-20 mg/Η (ισοδυνάμου α-τοκοφερόλης) 22-30 IU φυσικής) και το όριο για το σελήνιο είναι μέχρι 55-70 μg. 
Μεθοδολογικά ζητήματα
Ο σχεδιασμός των μελετών αυτών –τόσο των μελετών παρατηρήσεως, όσο και των πειραματικών- προσανατολίζεται στον καθορισμό της επιρροής της δίαιτας στην παθογένεια και τη βαρύτητα των αποφρακτικών πνευμονοπαθειών. Ο τύπος των μελετών που υιοθετήθηκε συχνότερα είναι η ταυτοχρονική μελέτη, στην οποία η ημερήσια πρόσληψη, η αντιδραστικότητα των αεραγωγών, οι μεταβολές στην πνευμονική λειτουργία, ή τα αναπνευστικά συμπτώματα καταγράφονται ταυτόχρονα και συσχετίζονται μεταξύ τους. Λόγω της τυτοχρονικής τους φύσεως οι μελέτες αυτές δεν παρέχουν πληροφορίες επί της τρέχουσας σχέσεως μεταξύ της ημερήσιας δίαιτας και των πνευμονοπαθειών, και, επομένως, είναι περισσότερο εκτεθειμένες σε μεροληπτικές διολισθήσεις. Π.χ., άτομα με έκδηλα συμπτώματα μπορεί να τροποποιούν τη δίαιτά τους, μεταβάλλοντας, έτσι, τη φύση των συσχετίσεων. Επιπλέον, υπάρχει αβεβαιότητα, αναφορικά αναφορικά με το στάδιο της εξελίξεως της παθήσεως στην οποία αναμένεται ευνοϊκότερη δράση των συστατικών διατροφής, Στις μελέτες φαλάγγων, εντάσσονται ασθενείς ελεύθεροι παθήσεως και επιχειρείται η εκτίμηση της επιπτώσεως πνευμονοπαθειών. Με τον τρόπο αυτό, εξασφαλίζεται αντιπροσωπευτική σχέση και αναγνωρίζονται ισχυρότερες ενδείξεις, αναφορικά με τη σχέση της διατροφής και την έλευση πνευμονοπαθειών. Εν τούτοις, οι μακροπερίοδοι μελέτες ενδιαιτήσεως είναι δύσκολες λόγω των μεταβολών των διαιτητικών συνθηθείων κατά τη διάρκεια της μελέτης και υπόκεινται στον κίνδυνο της δισταξινομήσεως, με αποτέλεσμα τον κίνδυνο υποεκτιμήσεως της μεταξύ τους σχέσεως. 
 Σε πειραματικές μελέτες οι ασθενείς τυχαιοποιούνται στη λήψη συμπληρωμάτων διατροφής, ή εικονικά διατροφικά χαρακτηριστικά κι επομένως, η διαιτά τους τελεί υπό έλεγχο. Από τις μελέτες αυτές είναι πιθανό να εξαχθούν καλύτερα αποτελέσματα, σχετικά με την αιτιολογική σχέση της διατροφής με τις πνευμονοπάθειες. Εν τούτοις, τα αποτελέσματά τους μπορούν μόνο να προβληθούν σε πληθυσμούς που είναι συγκρίσιμοι με εκείνους που εντάχθηκαν στις μελέτες.
  Σε μελέτες παρατηρήσεως, χρησιμοποιούνται διάφορες μέθοδοι για την εκτίμηση της υιοθετημένης ενδιαιτήσεως, αλλά είναι σημαντικό να κατανοηθούν οι περιορισμοί των μελετών του τύπου αυτού. Οι βιοχημικοί δείκτες της ημερήσιας λήψεως τροφής, αντανακλούν την τρέχουσα λήψη και δεν μπορούν να δώσουν πληροφορίες, αναφορικά με την μακροπερίοδη λήψη που αντικειμενικότερα παριστούν το κίνδυνο χρόνιων παθήσεων. Επιπλέον, διάφοροι παράγοντες, όπως η έκθεση σε κάπνισμα θα απολήξει σε μείωση των συγκεντρώσεων βιταμίνης C στον ορό, και εάν η επίδραση αυτή δεν αντιρροπιστεί, οι ενδείξεις για την ημερήσια πρόσληψη θα είναι εσφαλμένες. Τα σχετικά ερωτηματολόγια παρέχουν αξιόπιστη εκτίμηση της ενδιαιτήσεως σε μακροπερίοδη κλίμακα αλλά υπόκεινται σε σφάλματα τυχαιότητας, και, επομένως, μπορεί να υποεκτιμούν τη σχέση μεταξύ διατροφής και πνευμονοπαθειών.  Για μερικά είδη διατροφής όπως η βιταμίνη Ε και το σελήνιο, οι μέθοδοι ταξινομήσεως των ασθενών είναι προβληματικές επειδή δεν διατίθενται ακριβείς συγκεντρώσεις στις διάφορες τροφές. Η περιεκτικότητα του σεληνίου ποικίλει ανάλογα με την προέλευση της τροφής, και η περιεκτικότητα των λιπών ή ελαίων σε βιταμίνη Ε, που καταναλώνονται είναι δύσκολο να αποτιμηθεί. Τέλος, επειδή έχει εκπονηθεί περιορισμένος αριθμός εργασιών, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται περισσότερα του ενός είδους συστατικών διατροφής, η προστατευτική ή βλαπτική εμπλοκή μπορεί να κρύβεται σ ένα μόνο συστατικό, ή μέρος αυτού, όπως η βιταμίνη C, που στην πραγματικότητα, αποκαλύπτει την επίδραση ενός άλλου σχετικού συστατικού της ενδιαιτήσεως ή του αποτελέσματος των αντεπιδράσεων μεταξύ συστατικών ενδιαιτήσεως. Αναλύοντας τις επιδράσεις της τροφής, είναι ιδιαίτερα δύσκολο να αποκλεισθεί η πιθανότητα ότι ένας συγκεκριμένο συστατικό του φρούτου ή του λαχανικού έχει αληθώς προστευτική λειτουργία.
[α] φρούτα και λαχανικά
Ο πνευμονικός καρκίνος είναι η κατ΄εξοχήν αιτία θανάτου από νεοπλάσματα, παγκοσμίως. Ευρήματα από αναδρομικές και προοπτικές μελέτες, υποστηρίζουν σθεναρά την πεποίθηση ότι η κατανάλωση φρούτων και λαχανικών ,ειώνουν το κίνδυνο πνευμονικού καρκίνου κατά ~25% και παρόμοια προστασία ασκείται στους μη καπνιστές, στους πρώην καπνιστές και στους καπνιστές. Αντούτοις, σε μια μετανάλυση 8 προοπτικών μελετών, δεν αναδείχθηκε συσχέτιση μεταξύ ημερήσιας καταναλώσεως λίπους και πνευμονικού καρκίνου, υποδηλώνοντας ότι τα αποτελέσματα που εξάγονται από ελεγχόμενες μελέτες μπορεί να οφείλονται σε συνδυασμό μεροληψιών στην επιλογή των παρατηρήσεων ή σε ανακλήσεις.
Αντιοξειδωτικά ενδιαιτήματα
Η κατανάλωση καροτινοειδών και οι συγκεντρώσεις β-καροτενίου σε δείγματα αίματος που συλέγησαν για προοπτική ανάλυση έχουν αντιστρόφως ανάλογα συσχετιστεί με τον κίνδυνο μελοντικού καρκίνου του πνεύμονος σε πολυάριθμες μελέτες. Στις προοπτικές, μεγάλης κλίμακος, κλινικές μελέτες χημειοπροφυλάξεως, στις οποίες χρησιμοποιήθηκαν βιταμινικά συμπληρώματα διατροφής ως παρέμβαση, διαπιστώθηκε αύξηση της επιπτώσεως του πνευμονικού καρκίνου στους ασθενείς υπό υψηλές δόσεις β-καροτενίου. Στη μελέτη a-Tocopherol and b-Carotene Cancer Prevention Study (ATBC study) οι ασθενείς διαχωρίστηκαν τυχαία σε ομάδες που έλαβαν 50 mg α-τοκοφερόλης, 20 mg β-καροτένιο, και τα δύο συμπληρώματα, ή εικονικό φάρμακο. Μετά 5-8 έτη, η ομάδα υπό 20 mg β-καροτένιο, εμφάνισε 8% αύξηση στην καθ΄όλη θνητότητα και 18% αύξηση της επιπτώσεως του πνευμονικού καρκίνου. Στη μελέτη b-Carotene and Retinol Efficacy Trial (CARET study), οι συμμετέχοντες διαχωρίστηκαν τυχαία σε εκείνους  με 30 mg β-καροτένιο και 25000 IU ρετυνιλ-παλμιτικού οξέος (βιταμίνης Α) για μέση διάρκεια, περίπου 4 χρόνια. Η ομάδα με τη συμπληρωματική διατροφή εμφάνισε 28% περισς΄τοερο καρκίνο του πνεύμονος  και 17% περισσότερους θανάτους, συγκριτικά με τους μάρτυρες (που δεν έπαιρναν συμπληρωματική διατροφή). Η μελέτη Physician Health Study στην οποία χορηγήθηκαν 50 mg β-καροτενίου ημέρα παρ΄ημέρα, σε άρρενες Ιατρούς επί 12 έτη, κατέλειξε σε ουδέτερα αποτελέσματα, με τη χορήγηση συμπηρωματικού β-καροτενίου. Μια εξήγηση για τα αποτελέσματα αυτά είναι ότι η λήψη υψηλών δόσεων β-καροτενίου μπορεί να υποβαθμίζει τα κατασταλτικά ογκογονίδια, και αναβαθμίζει τα γονίδια του κυτταρικού πολλαπλασιασμού, ιδίως μεταξύ των καπνιστών.
Αντίθετα, μεταξύ ασθενών που τυχαιοποιήθηκαν να λαμβάνουν εικονικό φάρμακο, η κατανάλωση μεγάλων ποσοσήτων φρούτων και λαχανικών έδειξε ότι μειώνει το κίνδυνο για πνευμονικό καρκίνο. Από τον συγκερασμό των προηγούμενων ευρημάτων προκύπτει ότι παράγοντες άλλοι, που ευρίσκονται με τα φρούτα και τα λαχανικά μπορεί να ασκούν προστατευτικό ρόλο στην καρκινογένεση, που δεν υπήρχαν στα συμπληρώματα διατροφής, π.χ., ίνες καροτινοειδών, ή ενδιαιτήματα, και άλλα προστατευτικά χημικά όπως τα μη βιταμινούχα Α καροτινοειδή.

Το πλείστον των ενδείξεων που αφορούν τις διαιτητικές παραμέτρους επί χρονίων αποφρακτικών πνευμονοπαθειών, προερχόμενες από ταυτοχρονικές μελέτες, αναδεικνύουν μια σταθερή σχέση, μεταξύ υψηλής προσλήψεως αντιοξειδωτικών ενδιαιτημάτων -(προ-) βιταμίνη Α, C και Ε,  και ορισμένα μεταλλικά ιχνοστοιχεία, με τη μείωση του κινδύνου προσβολής από τις προαναφερόμενες παθήσεις. Εν τούτοις, οι ταυτοχρονικές μελέτες δεν  μπορούν να παρέξουν πληροφορίες επί της παροδικής σχέσεως μεταξύ της ενδιαιτήσεως και των πνευμονοπαθειών. Είναι ενδιαφέρον να τονιστεί ότι διαιτητικά συστατικά μπορεί να εμπλέκονται σε διάφορα στάδια της παθογένεια της ΧΑΠ ή και του άσθματος και η επίδραση της διατροφής στην ανάπτυξη του πνεύμονος μπορεί να είναι ένας σημαντικός παράγων που εμπλέκεται στις αποφρακτικές πνευμονοπάθειες, κατά την ενήλικη ζωή. Επιπλέον, η δυσκολία καταγραφής των διαιτητικών συνηθειών του παρελθόντος, και των δυνητικών συγχυτικών παραγόντων που μεσολάβησαν, life style παράγοντες, καθιστούν τη διερεύνηση των δεδομένων από ταυτοχρονικές μελέτες δυσχερή [βλ.: ΧΑΠ και διατροφή- πρόσληψη ενέργειας].    

Η ΧΑΠ είναι μείζων αιτία νοσηρότητας και θανάτου σε ολόκληρο τον κόσμο. Παράγοντες, όπως οι διατροφικοί, μπορεί να διαδραματίζουν πρωτεύοντα ρόλο στην ρύθμιση της επιπτώσεως των περιβαλλοντικών εκθέσεων στους πνεύμονες. Για την εκτίμηση της σχέσεως των χρόνιων αποφρακτικών πνευμονοπαθειών με τις ενδιαιτητικές συνήθειες του ασθενούς, η μεγάλη αναλογία των μελετών επικέντρωσαν στις μεταβολές της πνευμονικής λειτουργίας.

βλεπε: διατροφή

Φρούτα και λαχανικά
Σε διάφορες ταυτοχρονικές μελέτες έχει δειχθεί ότι τα φρέσκα φρούτα και οι χυμοί συσχετίζονται με τις παραμέτρους της πνευμονικής λειτουργίας και τη συχνότητα του βήχα. Επιπλέον, η μείωση της καταναλώσεως φρούτων και λαχανικών, με το χρόνο, συνδυάζεται με τη διαχρονική έκπτωση του FEV1, συγκριτικά με τα άτομα που δεν λεταβάλλουν τις διατητικές τους συνήθειες. Τα συμπαγή φρούτα, όπως τα μήλα και τα αχλάδια, που είναι πλούσια σε φλαβονοειδή, μπορεί να διαδραματίζουν σημαντικότερο ρόλο παρ΄ό,τι άλλοι τύποι φρούτων. Έχει παρατηρηθεί χαμηλότερη επίπτωση ΧΑΠ, μεταξύ των ατόμων που στη διαίτά τους περιλαμβάνουν συστηματικά συμπαγή φρούτα και λαχανικά.
Αντιοξειδωτικά ενδιαίτημα
Ο ρόλος της βιταμίνης C στην παθογένεια και την επίπτωση της ΧΑΠ έχει μελετηθεί, σχετικά διεξοδικά, συγκριτικά με τα άλλα συστατικά της διατροφής. Έχει εκπονηθεί μεγάλος αριθμός ταυτοχρονικών και προοπτικών μελετών, στις οποίες έχει καταδειχθεί ότι η κατανάλωση μεγάλων ποσοτήτων βιταμίνης C απολήγουν στη διατήρηση αυξημένou FEV1, μεγαλύτερης FVC και χαμηλότερη διαχρονική μείωση της πνευμονικής λειτουργίας, συγκριτικά με τους μάρτυρες.  Υψηλότερες τιμές FEV1 έχουν, επίσης, ανακοινωθεί, σε συνδυασμό με μεγαλύτερες καταναλώσεις βιταμίνης Ε, και καρωτινοειδών και υψηλότερες συγκεντρώσεις των συστατικών αυτών στον ορό, αν και η σχέση αυτή δεν είναι σταθερή. Σε τυχαιοποιημένες μελέτες χορηγήσεως συμπληρωμάτων διατροφής δεν έχει βρεθεί ότι η κατανάλωση α-τοκοφερόλης (βιταμίνη Ε) και β-καρωτενίου (καρωτινοειδών)  απολήγει στη μείωση της επιπτώσεως της ΧΑΠ ή των συμπτωμάτων της, ούτε ότι τα διατροφικά αυτά συστατικά μειώνουν τον ρυθμό διαχρονικής εκπτώσεως του FEV1 ή της συνόλης πνευμονικής λειτουργίας, μεταξύ καπνιστών ή πρώην καπνιστών. Εν τούτοις, άτομα που εντάχθηκαν στις μελέτες αυτές είτε είχαν μια παρατεταμένη έκθεση σε αμίαντο ή υπήρξαν πολύ βαρείς καπνιστές, ώστε είναι πολύ δύσκολο να γενικευτούν τα δυσμενή συμπεράσματά τους.
Τα φλαβινοειδή είναι ισχυρά αντιοξειδωτικά λόγω της ικανότητάς τους να διασπούν ελέυθερες ρίζες οξυγόνου και επειδή ασκούν χηλική δράση και συγκεντρώνουν ιόντα μετάλλων. Η κατανάλωση αυξημένων ποσοτήτων φλαβινοειδών (κατεχίνης, φλαβονόλης και φλαβόνης) έχει βρεθεί ότι συσχετίζεται θετικά με αύξηση του FEV1, ενώ μειώνει το χρόνιο βήχα.
Ωμέγα-3 πολυακόρεστα λιπαρά οξέα  Ταυτοχρονικές μελέτες συμπεραίνουν ότι τα ωμέγα-3 πολυακόρεστα λιπαρά οξέα ασκούν προφυλακτική δράση στην πνευμονική λειτουργία και εναντίον της ΧΑΠ. Εν τούτοις, τα δεδομένα είναι αποσπασματικά και μπορεί να έχουν υποστεί την επίδραση μεροληψιών, λόγω ελείψεως ελέγχου των προσλήψεων. Στη μοναδική προοπτική μελέτη που συναντήσαμε, δεν αποδείχθηκε ότι τα ω-3-λιπαρά πολυακόρεστα δεν αποδείχθηκαν προστατευτικά έναντι πνευμονοπαθειών.
Φρούτα και λαχανικά
Η πρόσληψη φρούτων και λαχανικών έχει δειχθεί, επανειλημμένως, ότι ασκούν ευνοϊκή επίδραση στην αναπνευστική λειτουργία των παιδιών. Γενικά, η συμπερίληψη μεγάλης ποσότητας φρούτων, φρέσκων χυμών, λαχανικών  στο διαιτολόγιο, έχει βρεθεί ότι συνδέεται με τη μείωση των αναπνευστικών συμπτωμάτων, ενώ η έλλειψη από το καθημερινό σιτηρέσιο συσχετίζεται με μείωση της πνευμονικής λειτουργίας και αύξηση του επιπλοκασμού των αναπνευστικών συμπτωμάτων. Μεταξύ των ενηλίκων, η αυξημένη πρόσληψη μήλων (που περιέχουν κερκετίνη (quercetin), ένα φλαβινοειδές, και η συμπερίληψη στο καθημερινό σιτηρέσιο, φρούτων φυλλωδών λαχανικών και τομάτας, έχει συνδυαστεί με μικρότερο κίνδυνο άσθματος. Παρ΄όλο ότι η τροποποίηση της δίαιτας μετά τη διάγνωση του άσθματος μπορεί να είναι μια πιθανή εξήγηση ευνοιϊκής εκβάσεως, μελέτες δείχνουν ότι η λήψη τροφής, πλούσιας σε αντιοξειδωτικά, άλλα, πέραν της βιταμίνης C μπορεί να ασκούν ευνοϊκή επίδραση στο άσθμα.
Αντιοξειδωτικές τροφές
Έχει διεθχεί ότι οι ασθματικοί έχουν χαμηλότερες συγκεντρώσεις βιταμίνης C στο πλάσμα τους, και τα λευκοκύτταρα, γεγονός που σημαίνει ότι το άσθμα μπορεί να σχετίζεται με χρόνια ελάττωση των συγκεντρώσεων βιταμίνης C. Έχει δειχθεί ότι η βιταμίνη C συσχετίζεται με μικρότερο κίνδυνο άσθματος και ανλύσεις από την NHANES ΙΙ και ΙΙΙ (National Health and Nutrition Survey) έχουν δείξει ότι χαμηλότερα επίπεδα βιταμίνης C στον ορό συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο άσθματος.  Η βιταμίνη C, επίσης, σχετίζεται με χαμηλότερη επίπτωση αναπνευστικών συμπτωμάτων μεταξύ των ενηλίκων που έχουν αυξημένη επίπτωση συμπτωμάτων σχετιζομένων με το κάπνισμα. Έχει δειχθεί ότι η λήψη υψηλών δόσεων βιταμίνης C (500 mg/Η), χορηγούμενες μερικές ώρες πριν δοκιμασία βρογχικής προκλήσεως μπορεί να αναστείλει την βρογχική υπεραντιδραστικότητα και άλλα συμπτώματα άσθματος. Εντούτοις, η χορήγηση καθημερινών συμπληρωμάτων βιταμίνης C και μαγνησίου (1 g/H βιταμίνης και 450 mg Mg) στους ασθματικούς ασθενείς, για δια΄στημα πλέον των 16 εβδομάδων, δεν απέληξαν σε βελτίωση των συμπτωμάτων ή της πνευμονικής λειτουργίας , στην ομάδα έλεγχου, έναντι της ομάδας που έλαβε εικονικό φάρμακο.  
Στις παρεμβατικές κλινικές δοκιμές, εν τούτοις, στις οποίες χορηγήθηκαν βιταμίνη C ή β-καρωτένιο ή α-τοκοφερόλη, σε άτομα αφού προηγούμενα είχαν εκτεθεί σε υψηλές συγκεντρώσεις όζοντος, αναδείχθηκε ο προστατευτικός ρόλος τους στην πνευμονική λειτουργία και στην περοφύλαξηυ από τον βρογχόσπασμο. Παρομοίως, η βιταμίνη C και Ε φαίνεται ότι προστατεύουν από τον οφειλόμενο σε έκθεση όζοντος βρογχόσπασμο και μειώνουν τα αναπνευστικά συμπτώματα μεταξύ νέων ασθματικών. Η προστατευτική αυτή επίδραση ήταν ισχυρότερη μεταξύ ασθενών που είχαν γενετική προδιάθεση (GSTM1 όχι πολυμορφισμό).
Περιορισμένος αριθμός ταυτοχρονικών μελετών έχουν δείξει ότι υπάρχει σχέση μεταξύ της προσλήψεως της βιταμίνης Ε και της μειώσεως της εντάσεως του άσθματος. Υψηλότερες προσλήψεις βιταμίνης Ε έχουν συνδυαστεί με χαμηλότερη επίπτωση δερματικής υπερευαισθησίας, και χαμηλότερη συνολική IgE μεταξύ ενηλίκων. Αλλά η χορήγηση συμπληρώματος βιταμίνης Ε δεν είχε αποτέλεσμα στην αναχαίτιση του άσθματος ενηλίκων. Παρομοίως, δεν έχει αναγνωριστεί ανεπιφύλακτα ότι η αυξημένη πρόσληψη βιταμίνης Α ή β-καρωτενίου έχει οποιοδήποτε ευνοϊκό αποτέλεσμα στα συμπτώματα ή την επίπτωση ασθματικών προσβολών.
Το σελήνιο έχει ορισμένες αντιοξειδωτικές ιδιότητες και μεγαλύτερη πρόσληψη σεληνίου συσχτετίστηκε με μικρότερο κίνδυνο άσθματος, αλλά η χορήγηση συμπληρωματικού σεληνίου στους ασθενείς με ενδογενές άσθμα δεν απέληξε σε βελτίωση των λειτουργικών παραμέτρων αναπνοής.
Παρ΄όλο ότι η συμπερίληψη αντιοξειδωτικών ουσιών στο ημερήσιο διαιτολόγιο έχει δειχθεί ότι μειώνει τα επεισόδια συριγμού και τα αναπνευστικά συμπτώματα, δεν έχουν επισημανθεί ενδείξεις ότι τα συπληρώματα διατροφής μπορεί να ασκού ευνοϊκή επίδραση στην επίπτωση του άσθματος. Η μόνη προοπτική μελέτη φαλάγγων ενήλικων γυναικών, που εκπονήθηκε, δεν απέληξε στην αναγνώριση ευνοϊκής σχέσεως μεταξύ συμπληρωμάτων διατροφής –βιτανμίνης C ή άλλων αντιοξειδωτικών- και της επιπτώσεως του άσθματος.
Μαγνήσιο
Σε πληθώρα μελετών έχει υποτεθεί ότι το μαγνήσιο ασκεί προστατευτικό ρόλο στην επίπτωση του άσθματος. Εν τούτοις, μελέτες συμπληρωμάτων διατροφής δεν απέληξαν σε παρόμοια αποτελέσματα.    Ωμέγα 3- πολυακόρεστα λιπαρά οξέα
Η πεποίθηση ότι η υψηλή πρόσληψη ψαριών στην καθημερινή δίαιτα μπορεί να ασκεί προστατευτική επίδραση στις χρόνιες πνευμονοπάθειες έλκει την προέλευσή της από το γεγονός ότι ο πληθυσμός της Inuit έχει πολύ χαμηλό επιπολασμό άσθματος, ενώ στους περισσότερους άλλους πληθυσμούς η συχνότητα του άσθματος έχει δειχθεί ότι, αυξάνει με την αύξηση της ημερήσια προσλήψεως πολυακόρεστων, ιδίως λινολεϊκού οξέος (ω-6). Αποτελέσματα από πληθώρα ταυτοχρονικών μελετών συνηγορούν ότι η υψηλή πρόσληψη ιχθυέλαιων συνεπάγεται χαμηλότερη επίπτωση άσθματος στις παιδικές ηλικίες, και ότι η πρόσληψη ιχθυελαίου συνεπάγεται κατά 3,8 φορές μικρότερο κίνδυνο αναπτύξεως αναπνευστικών συμπτωμάτων μεταξύ παιδιών, συγκριτικά με εκείνα που δεν λαμβάνουν σχετικά συμπληρώματα, αλλά σε καιμμιά σχετική μελέτη δεν επιβεβαιώθηκαν τα αποτελέσματα αυτά μεταξύ ενηλίκων. Η πρόσληψη ιχθυελαίου κατά την απιδική ηικία μπορεί να προστετεύει από την αλλεργική ρινίττιδα κατά την ενήλικη ζωή.
Πειραματικα΄δεδομε΄να επί της λήψεως ω-3 πολυακόρεστων λιπαρών οξέων έχουν δείξει μείωση της βρογχικής υπεραντιδραστικότητας και των δεικτών φλεγμονής (TNF-a και λευκοτριένια), αλλά έχουν δείξει μικρή ή έλλειψη ευνοϊκού αποτελέσματος μεταξύ ασθματικών παιδιών.  Μεταξύ των αθλητών, η λήψη ω-3 PUFA φαίνεται ότι συνεπάγεται μείωση του μετά άσκηση βρογχοσπάσμου και μείωση των δεικτών φλεγμονής στο πλάσμα και τα ούρα. Η πρόσληψη συμπληρωματικών ω-3 PUFA, κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, φαίνεται ότι προστατεύει από τα επεισόδια συριγμού τα νεογνά, στους 18 πρώτους μήνες της ζωής τους και μειώνει την επίπτωση ατοπίας.
Η χρόνια λήψη φρούτων και λαχανικών ασκεί ευνοϊκή επίδραση στις αποφρακτικές πνευμονοπάθειες, όπως συμβαίνει και με άλλες χρόνιες παθήσεις. Παρ΄όλο ότι τα ανιοξειδωτικά περιεχόμενα στις τροφές αυτές φαίνεται ότι διαδραματίζουν ευνοϊκό ρόλο, η διάσταση μεταξύ των μελετών παρατηρήσεων και των πειραματικών δεδομένων είναι ενδεικτική ότι είναι δύσκολη η προβολή των αποτελεσμάτων από τις επενέργειες των συμπληρωμάτων διατροφής, που να υποστηρίζει την χρησιμότητα των συμπληρωμάτων διατροφής.
Διαιτητικές οδηγίες από Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας συνιθστούν ‘5 την ημέρα για καλύτερη υγεία’. Αυτό σημαίνει την ανάγκη λήψεως 2-4 φρούτα την ημέρα και 3-5 μερίδες λαχανικών την ημέρα, ποσότητες που θα κάλυπταν τις RDI, για τα απαραίτητα μικροσυστατικά διατροφής. Σε μερικές περιπτώσεις, περιβαλλοντικοί, μεταβολικοί και γενετικοί παράγοντες μπορεί να οδηγούν σε ατομικές απαιτήσεις που αποκλίνουν από το υπολογισμένο RDI και μπορεί να δικαιολογούν τη λήψη συμπληρωμάτων διατροφής. Εν τούτοις, υπάρχει περιορισμένος αριθμός δεδομένων, που να επιβεβαιώνει τη χρησιμότητα των συμπληρωμάτων διατροφής στις πνευμονοπάθειες παρ΄ όλο ότι υπάρχουν ενδείξεις προστατευτικής δράσεως έναντι πρόσθετου οξειδωτικού stress ως αποτέλεσμα εκθέσεως σε ατμοσφαιρικούς ρύπους, ιδιαίτερα επί ασθενών με επηρεασμένο αμυντικό σύστημα.