δεκάλογος του καρκίνου του Πνεύμονος

  1. Ο Δεκάλογος του καρκίνου του πνεύμονα, ΚΠ
    1. Διακρίνεται στο Μικροκυτταρικό (ΜΚΠ-15%) και το μη μικροκυτ-ταρικό καρκίνωμα πνεύμονος (ΜΜΚΠ- 85% των περιπτώσεων). Το ΜΜΚΠ (σχετικά βραδύτερης εξελίξεως και μεταστάσεως (διακρί-νεται ιστολογικά στο αδενοκαρκίνωμα, το εκ πλακωδών επιθηλίων, το μεγαλοκυττταρικό – αδιαφοροποίητο και το μεγαλοκυτταρικό (=νευροενδοκρινικό, που μοιάζει πολύ με το ΜΚΠ). Περιγράφονται, επίσης το αδενοπλακώδες και το, σπανιότερο, σαρκωματοειδές. Το ΜΚΠ (χρόνος διπλασιαμού ~32 ημέρες) τείνει να εξελίσσεται και να μεθίσταται πολύ ταχύτερα από το ΜΜΚΠ (χρόνος διπλασιασμού του όγκου ~90 ημέρες). Εκτός αυτών, περφιγράφονται αταξινόμητοι τύποι, όπως το καρκινοειδές, το κυστικό αδενοειδές, το λέμφωμα και το σάρκωμα, όπως και το σπανιότερο, αμάρτωμα.
    2. Στα συχνότερα μεταστατικά στον πνεύμονα συγκαταλέγονταο καρκίνος του μαστού, του παγκρέατος, των νεφρών και του δέρ-ματος. Σημειώνεται ότι οι όγκοι  ονομάζονται ‘μεταστάσεις στον πνεύμονα του πρωτοπαθούς όγκου’ και δεν είναι νεοπλάσματος πνεύμονος, καθώς θεραπεύονται σύμφωνα με τα πρωτόκολλα του πρωτοπαθούς όγκου.
    3. Ο κυριότερος παράγοντας κινδύνου είναι το κάπνισμα (με κάθε είδος καπνικού προϊόντος, ακόμη και ηλεκτρονικού τσιγάρου ή μαριχουάνας) , με το οποίο ο ΚΠ έχει ποσοτική σχέση, ως προς τη διάρκεια και την ημερήσια κατανάλωση. Το παθητικό κάπνισμα αυ-ξάνει, επίσης, τη συχνότητα του ΚΠ. Δεύτερη αιτία, η έκθεση στο άοσμο, άγευστο και αόρατο ραδιενεργό ράδιο, που προέρχεται από το διασπασμένο στα κοινά και βραχώδη εδάφη ουράνιο και τείνει να συγκεντρώνεται σε εσωτερικούς -ιδίως ισόγειους χώρους· αποτελεί 1η αιτία ΚΠ μεταξύ μη καπνιστών. Τρίτο συχνότερο αίτιο είναι η έκθεση στον αμίαντο, που ευθύνεται επιπλέον, για το μεσοθηλίωμα, που εξορμάται από τον υπεζωκότα. Το κάπνισμα αυξάνει ακόμη περισσότερο την επίπτωση του ΚΠ μεταξύ των ε-κτεθειμένων εργατών. Τέλος,σημαντικοί αιτιολογικοί παράγοντες είναι    η επαγγελματική ή αστική έκθεση σε  αρσενικό, βηρύλιο, κάδμιο, πυρίτιο, χλωριούχο βινύλιο, νικέλιο, χρώμιο, αέρια μουστάρδας, ταλκ και οι  εκπομπές καυσαερίων  και χλωρομεθυλικών αιθέρων. Άτομα εκτεθειμένα σε θερα-πευτική ακτινοβολία για άλλους όγκους, π.χ., Hodgkin ή καρκίνο του μαστού είναι επιρρεπέστερα να αναπτύξουν ΚΠ, ιδιαίτερα εάν επίσης καπνίζουν.  Η ρύπανση της ατμόσφαιρας, αυξάνει την επίπτωση του ΚΠ κατά 1-2% , ιδιαίτερα, μεταξύ εκείνων που δια-βιούν ή εργάζονται πλησίον λεωφόρων υψηλής κυκλοφορίας.
    4. H πρώιμη διάγνωση και τυποποίηση του ΚΠ επιτρέπει την εφαρ-μογή βέλτιστης θεραπείας και τη λήψη καλύτερων αποτελεσμά-των. Ακόμη και στα πρώιμα στάδια, ο ΚΠ μπορεί να εκδηλώνεται με ορισμένα σημεία ή συμπτώματα, διευκολύνοντας την έγκαι-ρη διάγνωσή του. Αλλά συνήθως, ο ΚΠ δεν αποκαλύπτεται πριν λάβει ικανό μέγεθος και αναχθεί σε προχωρημένο στάδιο. Στον προσυμπτωματικό έλεγχο περιλαμβάνεται η ενδελεχής κλινική εξέταση, και η χαμηλής δόσης αξονική τομογραφία αποτελούν, προσώρας, τα καλύτερα μέσα πρώιμης διάγνωσης μεταξύ (πρώην-)καπνιστών (>20 pyears), ηλικίας >60 ετών, αλλά η προ-σεκτική εκτίμηση των ευρημάτων είναι απόλυτα αναγκαία. Κά-θε packyear, ορίζεται ως το κάπνισμα 20 τσιγάρων την ημέρα, επί 1 έτος. Η πρώιμη διάγνωση εξασφαλίζει καλύτερη θεραπεία, ακόμη και ριζική. Με την χαμηλής δόσης αξονική τομογραφία μπορεί να αποκαλυφθούν ύποπτα σημεία, τα οποία χρήζουν περαιτέρω διερευνήσεως με ενδοσκόπηση και λήψη βιοψίας μέσω βελόνης (με απεικονιστική καθοδήγηση) VATS  ή θωρακο-τομή.
    5. Τα συχνότερα συμπτώματα επί ΚΠ είναι τα παρακάτω. Σημειώ-νεται όμως ότι αυτά είναι κοινά με άλλες συνηθέστερες και κα-λοήθεις πνευμονοπάθειες: Επίμονος βήχας, που προοδευτικά επιδεινώνεται· παραγωγικός· απόχρεμψη, αιμόφυρτη ή αιμό-πτυση, συνήθως περιορισμένη. Πλευροδυνία, που επιδεινώνε-ται με τη βαθειά αναπνοής, το βήχα, ή το γέλωτα. Επιπόλαιη αναπνοή. Βράγχος φωνής, δηλωτικό παράλυσης λαρυγγικού νεύρου. Απώλεια όρεξης και απώλεια βάρους, αίσθημα κόπω-σης ή αδυναμίας. Επανειλημμένα επεισόδια βρογχίτιδας, πνευ-μονίας. Εμφάνιση συριγμού στην άμεση ακρόαση.
    6. Παρανεοπλασματικά σύνδρομα. Πρέπει να τύχουν ιδιαίτερης κλινικής προσοχής, καθώς συχνά εμφανίζονται πριν από τα κύρια συμπτώματα του αναπτυσσόμενου όγκου. i. Σύνδρομο. Horner. Οφείλεται στους όγκους Pancoast· συνήθως ΜΜΚΠ των κορυφών: Αδυναμία ή πτώση του άνω βλεφάρου, και κεντρικό σκότωμα του σύστοιχου οφθαλμού. Εφίδρωση συστοίχως στο πρόσωπο. ii. Σύνδρομο α. κοίλης φλέβας. Ως αποτέλεσμα πιέσεως από τον παρακείμενο όγκο. Εκδηλώνεται με επίφλεβο και ερυθρότητα του δέρματος, τοπικά· προκαλεί πονοκεφάλους, ιλίγγους ή διαταραχές συνει-δήσεως. Μερικές φορές είναι επιθετικό και χρήζει άμεσης αντι-μετώπισης. iii. Σύνδρομο απρόσφορης έκκρισης αντιδιουρητικής ορμόνης. Εκκρίνεται από τα νεοπλασματικά κύτταρα και προ-καλεί τα νεφρικά κύτταρα να συγκρατούν νερό. Συνοδεύεται από αδυναμία, απώλεια ορέξεως, ναυτία, εμέτους, εξάντληση μυΙκή αδυναμία, κράμπες, τέλος, σπασμοί και κώμα. iv. Σύνδρο-μο Cushing  ΤΑ καρκινικά κύτταρα εκκρίνουν μια ACTH, που διε-γείρει τα επινεφρίδια προς παραγωγή κορτιζόλης. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε συμπτώματα όπως αύξηση βάρους, ευθραυ-στότητα τριχοειδών (μώλωπες), υπέρταση, υπεργλυκαιμία ή σακχαρώδη διαβήτη,αδυναμία, υπνηλία και κατακράτηση υ-γρών. v. Σ. Lambert-Eaton. Το SCLC μπορεί μερικές φορές να προκαλέσει το ανοσοποιητικό σύστημα να επιτεθεί σε τμήματα του νευρικού συστήματος, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε προβλήματα, το σύνδρομο Lambert-Eaton. Το μυασθενικό σύν-δρομο Lambert-Eaton (LEMS) είναι μια αυτοάνοση, προσυνα-πτική διαταραχή της νευρομυικής διαβίβασης που χαρακτηρίζε-ται από κυμαινόμενη μυϊκή αδυναμία και δυσλειτουργία του αυτονόμου και συχνά συνδέεται με μικροκυτταρικό καρκίνο του πνεύμονος (SCLC). Ο επιπολασμός υπολογίζεται παγκοσμίως με-ταξύ 3-4/1.000.000. Τέλος, Ένα λιγότερο κοινό πρόβλημα είναι η παρανεοπλασματική παρεγκεφαλιδική εκφύλιση, η οποία μπορεί να προκαλέσει απώλεια ισορροπίας και αστάθεια στην κίνηση των χεριών και των ποδιών, καθώς και προβλήματα στην ομιλία ή στην κατάποση. Το SCLC μπορεί επίσης να προκαλέσει άλλα προβλήματα του νευρικού συστήματος, όπως μυϊκή αδυ-ναμία, αλλαγές στην αίσθηση, προβλήματα όρασης ή ακόμα και αλλαγές στη συμπεριφορά.
    7. Θεραπεία του ΚΠ. Μετά τη διάγνωση ακολουθεί η θεραπευτική πρόταση, βασισμένη στις κατευθυντήριες οδηγίες και στην κα-τόπιν ενημέρωσης συναίνεση του ασθενούς.
      1. ΜΜΚΠ – χειρουργική θεραπεία.
      2.  
      3. Κατάλληλοι για χειρουργική εξαίρεση θεωρούνται οι ασθενείς με ΜΜΚΠ, με περιορισμένη βλάβη (T1a–b, N0, M0)meuip.co.  Ο τύπος της επέμβασης εξαρτάται από το μέγεθος και  την εντόπιση του όγκου και από την προ-  και μετεγχειρητική λειτουργικότητα των πνευμόνων. Στις πιθανές διεγχειρητικές επιπλοκές συγκαταλέγονται αναισθησιολογικές, μεγάλες απώλειες αίμα-τος, θρομβώσεις, μολύνσεις χειρουργικού τραύματος, πνευμονία. Η διεγχειρητική θνητότητα δεν μπορεί, επίσης, να αποκλειστεί. Ο προεγχειρητικός έλεγχος, επί ΜΜΚΠ αποσκοπεί στην εκτίμηση της αναπνευστικής επάρκειας, μετά την εγχείρηση· στον έλεγχο της επάρκειας της καρδιοαναπνευστικής συσκευής για την επάρκειά της στη χειρουργική δοκιμασία. Οι τύποι της επεμβάσεως ταξινομούνται ως εξής: Πνευμονεκτομή· διλοβεκτομή·  λοβεκτομή· τμηματεκτομή ή σφηνοειδής εκτομή·  τελικο-τελική αναστόμωση (sleeve resection), σε περιπτώσεις τοπικής ενδοβρογχικής ανάπτυξης, χωρίς επινέμηση περιοχικών λεμφαδένων. Σε ασθε-νείς σε πρώιμα στάδια μπορεί να επιλεγεί η Video-assisted thoracic surgery (VATS), η οποία καταλείπει περιορισμένη ανα-πηρία, αλλά επιχειρείται μόνο από εξαιρετικά έμπειρους θωρα-κοχειρουργούς. Τέλος Robotically-assisted thoracic surgery (RATS) (ρομποτική θωρακοχειρουργική, δεν έχει ακόμη εκτιμη-θεί για την αποτελεσματικότητά της. Συνήθως διενεργείται μια απεικονιστική εξέταση με ‘σχεδόν υπέρυθρο’ φωτισμό, μέσα στο χειρουργείο και εφόσον προ 24-ώρου έχει προηγηθεί η εν-δοφλέβια χορήγηση, ειδικού φαρμάκου (pafolacianine - Cytalux) . Η χορήγηση του σκιαγραφικού αυτού δεν είναι άμοι-ρη παρενεργειών· Οι πιο συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες μετά τη λήψη pafolacianine είναι πόνος στην κοιλιά, καυσαλγία, κνησμός, στηθάγχη, ναυτία, έμετος και ανησυχία.
      4. Η ανάνηψη συνήθως απαιτεί την παρέλευση αρκετών εβδομά-δων ή και μηνών και όχι σπάνια, η καταλειπόμενη αναπνευστι-κή ανεπάρκεια είναι σημαντική. Σε περιπτώσεις μιας μόνο με-τάστασης, κυρίως στον εγκέφαλο, μπορεί να επιχειρηθεί (κρα-νιοτομή), μόνο σε περιπτώσεις, όπου η ριζική ενδοπνευμονική εντόπιση είναι απόλυτα εξασφαλισμένη και η αφαίρεση της εγκεφαλικής μετάστασης μπορεί να επιτευχθεί χωρίς να θίγονται κρίσιμης σημασίας εγκεφαλικά κύτταρα.
    8. Ακτινοθεραπεία. Ριζική ακτινοθεραπεία ενδείκνυται σε ασθενείς στάδια I, II ή III ΜΜΚΠ, με καλή κατάσταση (performance status (WHO 0, 1) και των οποίων η πάθηση μπορεί να αντιμετωπιστεί ακτινοθεραπευτικά, χωρίς ανοίκειο κίνδυνο καταστροφής υγιούς ιστού[Anchor5]. Οι ασθενείς πρέπει να υποβάλλονται προηγούμενα σε πνευμονικές λειτουργικές εξετάσεις (μέτρηση στατικών και δυναμικών όγκων και ικανότητας διαχύσεως  Οι ασθενείς με πτωχή πνευμονική λειτουργία αλλά που κατά τ΄ άλλα θεωρούνται κατάλληλοι για υποβολή σε ακτινοθεραπεία, μπορούν να λάβουν ακτινοβολίες με την προϋπόθεση ότι ο  πνευμονικός όγκος που θα ακτινοβοληθεί θα είναι περιορισμένος.
    9.  Χημειοθεραπεία ΜΜΚΠ
      1. Ανοσοθεραπεία ΜΜΚΠ. Με τους τροποποιητές των βιολογικών απαντήσεων (ανοσοθεραπεία) επιχειρείται η διέγερση ή η αποκατάσταση της φυσικής ικανότητας του αμυντικού συστήματος να καταστέλλει την ογκογένεση. Ομαδοποιούνται σε: θεραπευτικό εμβολιασμό· κυτταρική ανοσοθεραπεία· μονοκλωνικά αντισώματα.
      2. απόδοση αντι αγγειογενετικών παραγόντων.
         Η αναβάθμιση της αγγειογένεσης είναι συχνό φαινόμενο στον ΚΠ και θεωρείται δυσμενές προγνωστικό στοιχείο· γεγονός που καθιστά αναγκαία την έρευνα της αντι-αγγειογενετικής θεραπείας. Προσώρας μόνο η bevacizumab [avastin] -ένα μονοκλωνικό αντίσωμα εναντίον του VEGF, αποτελεί τον μοναδικό αντι-αγγειογενετικό παράγοντα που έχει αποδείξει ευνοϊκή δράση στην εν γένει  επιβίωση ασθενών με ΚΠ. Οι περισσότεροι απ΄αυτούς τους παράγοντεςς δεν έχουν δείξει σαφή βελτίωση της καθόλου επιβίωσης, ενώ ταυτόχρονα έχουν περιγραφεί αύξηση των τοξικών επιδράσεων, που μειώνουν την κλινική τους χρησιμότητα. Υπάρχουν θετικές ενδείξεις για το  Bevacizumab [avastin] σε ασθενείς με σοβαρό ΜΜΚΠ, πριν την έναρξη της θεραπείας, ενώ η nintedanib σε συνδυασμό με docetaxel, ως δεύτερης γραμμής.  
    10. Θεραπεία ΜΚΠ. Η χημειοθεραπεία του ΜΚΠ είναι σχεδόν αποκλειστική, καθόσον ο ΜΚΠ αναμένεται ότι έχει ήδη διασπαρεί σε ολόκληρο τον οργανισμό, ώστε η χειρουργική ή ακτινοθεραπεία δεν έχουν ενδείξεις.
      1. Για περισσόερες πληροφορίες σε όλα τα επιμέρους ζητήματα στη πρόληψη – διάγνωση -  θεραπεία και αποκατάσταση του πρωτοπαθούς καρκίνου του πνεύμονος εδώ