ιδιοπαθής πνευμονική ίνωση και...

ιδιοπαθής πνευμονική ίνωση και καρκίνος

γιατί πρέπει να θεωρήσουμε την Ιδιοπαθή Πνευμονική Ίνωση ως οιωνεί νεοπλασματική πάθηση; 

Αυξημένος κίνδυνος νεοπλασίας σε ασθενείς με ιδιοπαθή πνευμονική ίνωση και αύξηση των CEA και Ca125 (&).

Η αιτιολογία και η παθογένεια των διάμεσων πνευμονοπαθειών, όπως και των συνδυασμένων περιπτώσεων με πνευμονικό κακρίνο δεν έχει διευκρινιστεί. Είναι, επομένως, εύλογο και αναγκαίο κάθε εγχειρήμα προς την κατεύθυνση αυτή. Σε μια πρόσφατη μελέτη, διαπιστώθηκε ότι το CEA και το Ca125 ευρίσκονται σε αυξημένες συγκεντρώσεις στο περιφερικό αίμα ασθενών με πνυμονική ίνωση και αυξημένο κίνδυνο νεοπλασίας. Μπορεί να συμπερανθεί ότι ο έλεγχος του ακρκινοεμβρυϊκού αντιγόνου και το ογκογονίδιου 125 είναι εύλογος σε ασθενείς με ιδιοπαθή πνευμονική ίνωση (&).

  H πνευμονική Ίνωση εμφανίζιε ομοιότητες με τον καρκίνο, όχι μόνο επειδή είναι επίσης πτωχής προγνώσεως και δεν υπακούει στη θεραπεία, αλλά κι επειδή μπορεί, per se, να χαρακτηρισθεί ως μια νεοπαραγωγική πάθηση. Θεωρώντας την ιδιοπαθή πνευμονική ίνωση ως οιωνεί νεοπλασματική πάθηση, μπορεί να αναδεικνύει την ανάγκη περαιτέρω μελέτης της παθογένειάς της, ώστε η παθολογική φύση της να αναγνωρισθεί λεπτομερέστερα, με τη βοήθεια των γνώσεων που έχουν αποκτηθεί στη παθογενετική μελέτη των νεοπλασμάτων.

   Η ιδιοπαθής πνευμονική ίνωση αποδίδεται σε χρόνια βλάβη του κυψελιδικού τοιχώματος, εσφαλμένη ιστική επιδιόρθωση και παραλλαγμένη αποκατάσταση των κυψελιδικών δομών. Οι παθογενετικές αυτές εξελίξεις προσομοιάζουν με την παθογένεια του καρκίνου, όπως oι επιγενετικές και γενετικές αλλοιώσεις, ανωμαλίες στους ρυθμιστικούς μηχανισμούς, παθολογικές εκφράσεις στα μικροRNAs και την ενεργοποίηση παθολογικών παθογενετικών διαδικασιών. Η αναγνώριση κοινών παθογενετικών δομών στις δύο ανεξάρτητες παιθολογικές οντότητες, μπορεί να ενεργοποιήσουν νέες κλινικές δοκιμές θεραπείας της ιδιοπαθούς πνευμονικής ινώσεως με αντικαρκινικά φάρμακα, διαφορετικούς θεραπευτικούς συνδυασμούς και διαφορετικές γραμμές θεραπείας, που ήδη εφαρμόζονται ή πειραματικά δοκιμάζονται στη θεραπεία των (πνευμονικών) νεοπλασμάτων. Επιπλέον, ο χαρακτηρισμός της ιδιοπαθούς πνευμονικής ινώσεως ως οιωνεί νεοπλασματικής παθήσεως μπορεί να ενεργοποιήσει την προσοχή στη θανατηφόρο πάθηση των δομών της δημόσιας υγείας, της πολιτικής και των συστημάτων περιθάλψεως.

γιατί πρέπει να θεωρήσουμε την ιδιοπαθή πνευμονική ίνωση ως οιωνεί νεοπλασματική πάθηση;

 Υπάρχουν επιφυλάξεις αναφορικά με το ενδεχόμενο μιας παθογενετικής σχέσεως μεταξύ νεοπλασίας και ινώσεως, που, συνοπτικά, μπορεί να αφορούν [α] η μονοκλωνικότητα των νεοπλασματικών κυττάρων, δεν επιβεβαιώνεται μεταξύ των μυοϊνοβλαστών, μστις στίες ινοβλαστών, που χαρακτηρίοζονται από ευδιάκριτη ετερογένεια. [β] το νεόπλασμα είναι πάθιηση που εκδηλώνεται με εμταστάσεις σε άλλα όργανα ενώ η πνευμονική ίνωση είναι πάθηση απκελιστικά επριορισμένη στο πνευμονικό παρέγχυμα και, [γ] το νεόπλασμα είναι πάντα ετερόπλευροι, ενώ η πνευμονική ίνωση είναι, εξ ορισμού, αμφοτερόπλευρη. Εναντίον αυτών των ισχυρισμών, εγείρονται, εν τούτοις, σημαντικές αντιρρήσεις.

  Ως προς τον ισχυρισμό [α] έχει δειχθεί, πρόσφατα ότι οι ινοβλάστες δεν αποτελούν απομονωμένες στίες ινώσεως αλλά, αντίθετα, συνδέονται μεταξύ τους διηθώντας τον ιστό, όπως το νεόπλασμα (). Όπως ορίζουν οι προαναφερόμενοι ερευνητές, οι "εστίες ινοβλαστών" συντίθενται από ινοβλάστες, μυϊνοβλάστες και νεοπαραχθέν κολλαγόνο. Οι ερευνητές δεν υποστήριξαν ότι οι βλάβες αυτές αποτελούν περιορισμένες εντοπίσεις, που μπορεί να εκληφθούν ότι συνιστούν τύπο ενοπλάσματος, αλλά εκτείνονται από τον υπεζωκότα, και είναι, μάλλον, αντιδραστικής αιτιολογίας.   Παρ΄όλο ότι πιστεύεται ότι τα νεοπλάσματα αποτελούν από κύτταρα που χαρακτηρίζονται για την μονοκλωνικότητά τους, πρόσφατες μελέτες έχουν δείξει ότι μπορεί να εντοπίζονται νεοπλασματικά κύτταρα με έκδηλη κυτταρογεντική ετερογένεια, ενώ άλλες ότι στην νουσία πρόκειται για πολυκλωνικά κύτταρα ππου με το χρόνο καθίστανται μονοκλωνικά (), ενώ τέλος, άλλες, προτείνουν ότι το δόγμα της μονοκλωνικότητας των όγκων πρέπει να αναθεωρηθεί.

  Ως προς τον δεύτεο ισχυρισμό ότι δηλάδή οι όγκοι επεκτερίνοντασι σε απομακρυσμένες θέσεις, δίνοντας μεταστάσεις, ενώ η πνευμονική ίνωση αφορά παθολογική εκτροπή του πνευμονικού παρεγχύματος per se,  

ιδιοπαθής πνευμονική ίνωση και κολαγονώσεις
| -πνευμονική κυκλοφορία επί νόσων του συνδετικού ιστού | πλευρική συλλογή- παχυπλευρίτιδα, επί ΡΑ | βρογχεκτασίες επί παθήσεων του συνδετικού ιστού |ρευματοειδής αρθρίτις|η πνευμονική βλάβη επι ρευματοειδούς αρθρίτιδας|η πνευμονική βλάβη επί ρευματοειδούς αρθρίτιδας |
 


Κατά τις τρέχουσες αντιλήψεις, η διάμεση ίνωση επί νοσημάτων του συνδετικού ιστού παράγεται ως αποτέλεσμα επίμονης φλεγμονής η οποία προκαλεί επανειλημμένα επεισόδια ή συνεχή ιστική καταστροφή. Η φλεγμονή λογίζεται στα πλαίσια της απρόσφορης απαντήσεως στην ιστική βλάβη, στα πλαίσια των διεργασιών της ιστικής επουλώσεως. Η ενεργοποίηση και οι παρατηρούμενες αντεπιδράσεις του σύμφυτου και προσαρμοσμένου αμυντικού συστήματος με εξωκυττάριο ιστό, επάγουν την παραγωγή και την προώθηση μεσολαβητών της φλεγμονής, όπως οι ελεύεθρες ρίζες οξυγόνου, οι κυτοκίνες, οι χημοκίνες, και οι αυξητικοί παράγοντες και τα πρωτεολυτικά ένζυμα, που από κοινού ρυθμίζουν τη δράση των μεσεγχυματικών κυττάρων και επάγουν τη σύνθεση, εναπόθεση και συγκέντωση συστατικών της εξωκυττάριας ουσίας στους ιστούς που έχουν προσβληθεί. Στα πλαίσια της ρυθμίσεως παρατηρείται, μερικές φορές, μια αναρύθμιση των πρωτεολυτικών ενζύμων των συστατικών του συνδετικού ιστού, όπως οι κολλαγενάσες, και άλλες μεταλλοπρωτεάσες και πρωτεάσες σερίνης, όπως η ελαστάση, που μπορεί να προκαλούν καταστροφή στην αρχική ιστική αρχιτεκτονική. Με την πάροδο του χρόνου, οι εξελίξεις αυτές προκαλούν εκτεταμένη ιστική αναδιαμόρφωση, και αντικατάσταση του φυσιολογικού ιστού με ουλώδη ιστό. βλέπε: αναδόμηση πάσχοντος πνεύμονος

Διατίθεται μεγάλος όγκος πληροφοριών που υποστηρίζουν την άποψη ότι τα αυτοαντισώματα διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο στις στις φλεγμονώδεις αντιδράσεις που προηγούνται της αναπτύξκεως της ινώσεως. Η δραστηριότητα του πυρηνικού αυτοαντιγόνου τροποϊσομεράσης (Scl70) αναγνωρίζεται σπάνια σε καταστάσεις άλλες εκτός της συστηματικής σκληρύνσεως, και συνδέεται ισχυρά με την επίπτωση της πνευμονικής ινώσεως. Έχει διεχθεί ότι στον ορό των ασθενών με σκλήρωση περιέχει διεγερτικά αντισώματα έναντιο των υποδοχέων του αυξητικού παράγοντα των αιμοπεταλίων, που μπορούν εκλεκτικά να διεγείρουν την ενδοκυττάρια μεταγραφή του γονιδίου που εκφράζει το κολλαγόνο τύπου Ι, και τον φαινότυπο των μυοϊνοβλαστών σε ανθρώπινους φυσιολογικούς ινοβλάστες, οι οποίοι παράγουν την περίσσεια του συνδετικού ιστού που αναγνωρίζεται στις διάφορες μορφές ινώσεως.