Παρ΄όλο ότι η βασική λειτουργία των πνευμόνων είναι η ανταλλαγή αερίων, διακρίνονται για τη μεταβολική τους ικανότητα, την αποτελεσματικότητά τους να ελέγχουν την ποιότητα της ξενοβιοτικής ύλης (μικροβιακής, αλλεργιογενούς και αντιγονικής), που εισπνέεται και της αποτελεσματικότητάς τους να αποκαθαίρουν ενδογενείς βλαπτικές προσμίξεις (θρόμβοι, βιοδραστικές ουσίες) από το αίμα. Διαθέτουν ένα πολυπαραγοντικό σύστημα προστασίας, που επιτρέπει την άμεση, αποτελεσματική και αποδοτική απάντηση, ικανή να ανταπεξέλθει στις επιβουλές παθογόνων μικροβίων και άλλων ξενοβιοτικών, χωρίς να προκαλέσει τρώσεις στις λεπτές ανατομικές κατασκευές, από τις οποίες απαρτίζονται. Σε αυτό περιλαμβάνεται, [α] φυσικά αναχώματα, όπως η βλεννοκροσσωτή συσκευή και τα προστατευτικά αντανακλαστικά του βήχα, του πταρμού, της άπνοιας. [β] Το σύμφυτο αμυντικό σύστημα, στο οποίο περιλαμβάνονται διάφοροι μεσολαβητές, όπως η λακτοφερρίνη, η λυσοζύμη, οι κολλεκτίνες και οι δεφενσίνες. Η απελευθέρωση των ουσιών αυτών απολήγει στη λύση των παθογόνων ή την καταστροφή τους, μέσω οψωνισμού και προσελκύσεως κυττάρων της φλεγμονής. Με τις δράσεις αυτές ενεργοποιούνται οι υποδοχείς ”Toll-like”, (TLR) και η χημοτακτική αύξηση και ενεργοποίηση των ουδετεροφίλων. Τα κύτταρα φονείς παριστούν μια άμεση και αποδοτική ανοσοαπάντηση έναντι παθογόνων μικροοργανισμών. Οι ιντερφερόνες τύπου Ι ασκούν ευθέως αντιϊκή προστασία. [γ] Το προσαρμοσμένο αμυντικό σύστημα παραγωγής εξουδετερωτικών αντισωμάτων. Από κοινού με τα Τ-λεμφοκύτταρα ενορχηστρώνουν αντιγονοειδικές ανοσοπαντήσεις, μέσω της ικανότητάς τους να διακρίνουν τα εαυτά από μη εαυτά συστατικά, και να αναπτύσσουν μνήμη. Οι υποπληθυσμοί των Τ-λεμφοκυττάρων, διαφορετικών φαινοτύπων, συγκεκριμένα τα Τh1 και τα Τh2, μεταβάλλουν δραστικά τη σχέση μεταξύ των παθογόνων και της ιστικής καταστροφής που προκαλούν. χρονοσειρά ενεργοποιήσεως αμυντικών μηχανισμών
Η επιθηλιακή επιφάνεια στους πνεύμονες είναι η μεγαλύτερη στον οργανισμό, ενώ τελεί υπό διαρκή έκθεση σε ποικιλία δυνητικών παθογόνων (μικροοργανισμών, αλλεργιογόνων, ατμοσφαιρικών ρύπων, και άλλων τοξικών παραγόντων. Στους πνεύμονες, έχει αναπτυχθεί ένα ολοκληρωμένο προστατευτικό και αμυντικό σύστημα, που θωρακίζει αποτελεσματικά το αναπνευστικό σύστημα από τους προαναφερόμενους εισβολείς, που παρασύρονται με την εισπνοή. Το αμυντικό σύστημα του αναπνευστικού μπορεί να διακριθεί σε σύμφυτο (μη ειδικό) και προσαρμοσμένο (ειδικό). Αποστολή του μη ειδικού, σύμφυτου, αμυντικού συστήματος είναι η παροχή αμέσου (εντός δευτερολέπτων ή λεπτών) άμυνας κατά μη ειδικό τρόπο. Μόνο τα σπονδυλωτά έχουν, επιπλέον, ένα πρόσθετο, 'προσαρμοσμένο' αμυντικό σύστημα, που απευθυνεται έναντι των συγκεκριμένων ξενοβιωτικών βλαπτικών παραγόντων, που ο κάθε οργανισμός αντιμετωπίζει. Παρ΄όλο ότι τα δύο συστήματα συντονίζονται κατάλληλα, έχουν διακριτά χαρακτηριστικά. Με σπάνιες εξαιρέσεις, το σύμφυτο σύστημα εξαρτάται από τις πρωτεΐνες και ειδικά μοριακά σήματα (μεσολαβητές), δεν προϋποθέτει κάποια αρχική ενεργοποίηση, αλλά ενυπάρχει αφ' εαυτού σε πλήρη λειτουργική ακεραιότητα, και ενισχύεται, περαιτέρω, από επακόλουθες εκθέσεις στον ίδιο βλαπτικό παράγοντα. Αντίθετα, το προσαρμοσμένο σύστημα χρειάζεται χρόνο, μέρες ως εβδομάδες, προκειμένου να αντιπαρατάξει πλήρη, ειδική απάντηση έναντι παθογόνων ή ειδικών μορίων, που τους αντιπροσωπεύουν, και διαθέτρει μνήμη προκειμένου να αντιπαρατάξει ισχυρότερη απάντηση με επόμενη έκθεση στον ίδιο παθογόνο παράγοντα (:αναμνηστική απάντηση). Συνδυασμένα τα δύο συστήματα εξασφαλίζουν ισχυρή άμυνα έναντι παθογόνων μικροβίων, που αναγνωρίζεται από την αποτελεσματικότητα οι υγιείς πνεύμονες αντιπαρέρχονται τις μικροβιακές λοιμώξεις.
|
||||||||||||||
αμυντικη και προστατευτικη οργανωση των πνευμονωνΣτους πνεύμονες, ο αέρας κινείται από/προς τη στοματική και ρινικές κοιλότητες πρός/από το πνευμονικό παρέγχυμα (την εκτεταμένη κυψελιδοτριχοειδική επιφάνεια) όπου ολοκληρώνεται η βασικότερη από τις λειτουργίες του αναπνευστικού συστήματος, δηλαδή η (μεγάλη) αναπνοή. Από τοπογραφικής απόψεως, το αναπνευστικό σύστημα διακρίνεται σε δύο μοίρες: Στους αεραγωγούς και το παρέγχυμα. Το όργανο περιβάλλεται από συνεχές διπέταλο περικάλυμμα, τον υπεζωκότα, οι αναδιπλούμενες προσεκβολές του οποίου διαιρούν κάθε πνεύμονα σε λοβούς, τμήματα και δευτερογενή λοβίδια. Κάθε μια από τις μοίρες αυτές διαθέτει τα δικά της δομικά και αμυντικά χαρακτηριστικά. Τα στηρικτικά στοιχεία της αγωγού μοίρας είναι ο χόνδρινος ιστός και τα γεωδεσικής διαμορφώσεως πλέγματα των μυϊκών και συνδετικών (ελαστικών και κολλαγονικών) ινών, ενώ η μοίρα ανταλλαγής αερίων -ιδιαίτερα εύπλαστη για φυσιολογικούς λόγους- στηρίζεται σε χαλαρό συνδετικό ιστό, τα συστατικά στοιχεία του οποίου συναποτελούν το διάμεσο χώρο. Η αμυντική οργάνωση της αγωγού μοίρας αποβλέπει στην παραγωγή και μετακίνηση της βλέννης επί της οποίας παρασύρονται μηχανικά διάφοροι βλαπτικοί παράγοντες που εισχώρησαν με την εισπνοή ενώ η άμυνα του παρεγχύματος, κατά ένα μόνο μέρος ειδική και αυτόνομη, εξαρτάται, κυρίως, από συστηματικούς ανοσολογικούς μηχανισμούς. To αναπνευστικό σύστημα του ανθρώπου είναι εκτεθειμένο σε ποικίλους βλαπτικούς παράγοντες, που εισβάλλουν με την αναπνοή 12000 l αέρος την ημέρα από το εξωτερικό περιβάλλον (ρύπανση της ατμόσφαιρας[i]) ή το εσωτερικό περιβάλλον με την κυκλοφορία 8000 l αίματος, ημερησίως που διατρέχουν τα 1500 μίλια πνευμονικών τριχοειδών. Η αερογενής εισβολή τοξικών παραγόντων [βλ.: ρύπανση περιβάλλοντος] μπορεί να έχει δυσμενείς συνέπειες όχι μόνο στους ευαίσθητους ιστούς του αναπνευστικού συστήματος, αλλά αφού υποστούν μεταβολική ενεργοποίηση ή/και συστηματική διασπορά μέσω των πνευμονικών ή λεμφικών αγγείων, μπορεί να επιφέρουν βλάβες σε απομακρυσμένα όργανα. Επιπλέον, πληθώρα ενδογενών και εξωγενών χημικών ουσιών προσάγονται με την πνευμονική κυκλοφορία και μεταβολίζονται προς ανενεργή ή ενεργά παράγωγα από το πλούσιο ενζυματικό σύστημα των ενδοθηλιακών -και όχι μόνο- κυττάρων των πνευμονικών τριχοειδών[ii]. Μεταξύ των αιματογενών βλαπτικών παραγόντων συγκαταλέγονται οι μεταβολίτες φαρμάκων και άλλων ξενοβιοτικών που προσλαμβάνονται από άλλες πύλες εισόδου (πεπτικό, δέρμα, βλεννογόνοι κλπ). Απέναντι στην πληθώρα των ετερόκλητων αυτών επιβουλών, ο πνεύμονας παρατάσσει ένα πολύπλοκο, μερικά μόνο αναγνωρισμένο, σύνολο γενικών αντιδράσεων και ειδικών προστατευτικών και αμυντικών μηχανισμών. Σαν παράδειγμα γενικών αντιδράσεων προστασίας, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε την αναστολή του εγκεφαλικού φλοιού και άλλων κέντρων του Κ.Ν.Σ. με την έννοια που της αποδίδει ο Pavlov και ο Sherington, καθώς επίσης και τη σύνθεση των κυκλοφορούντων αντισωμάτων, τη λευκοκυττάρωση κλπ. Εκτός από τις γενικές αυτές προσαρμοστικές αντιδράσεις, το αναπνευστικό σύστημα είναι εξοπλισμένο με ειδικούς μηχανισμούς προστασίας, άμυνας και αποκαταστάσεως, οι οποίοι ενεργοποιούνται –κατά κύριο λόγο- σαν αυτόχθονες, περιοχικές αντιδράσεις, η φύση των οποίων μπορεί να είναι αντανακλαστική, όταν επιβάλλεται άμεση αντίδραση, όπως πχ., μετά εισπνοή τοξικών, ερεθιστικών αερίων ή αλλεργιογόνων ή μη αντανακλαστική. Οι αντανακλαστικοί μηχανισμοί ενεργοποιούνται ακαριαία, επιβάλλονται και ανατρέπουν τη λειτουργική διαδικασία της αναπνοής. Στα προστατευτικά/αμυντικά αντανακλαστικά συγκαταλέγεται ο βήχας, ο πταρμός, το αντανακλαστικό Breuer κ.α[iii]. Οι μη αντανακλαστικοί μηχανισμοί ενεργοποιούνται με σχετική βραδύτητα και για την ολοκλήρωσή τους απαιτούνται συγκεκριμένα βιοκυτταρικά μέσα. Τόσο οι ταχύτατοι αντανακλαστικοί, όσο και οι βραδύτεροι, μη αντανακλαστικοί μηχανισμοί αποσκοπούν στη διατήρηση της δομικής και λειτουργικής ακεραιότητας του οργάνου. Εάν, όμως, το σύστημα υποστεί μαζική έκθεση σε λοιμογόνους μικροοργανισμούς, τοξικές ουσίες ή ερεθιστικά νεφελοποιήματα διαμερισμένης ύλης, η προστατευτική και αμυντική του θωράκιση καταρρέει και ενεργοποιούνται ανοσολογικοί μηχανισμοί που απολήγουν στην ανάπτυξη ποικίλων αντιδράσεων, άλλοτε άλλου τύπου και εντάσεως. Λοιμώξεις, φλεγμονώδεις διεργασίες, ανοσολογικές εκτροπές, ακόμη και κακοήθεις εξαλλαγές είναι απότοκες των εξωγενών ή ενδογενών επιβουλών, καθώς επίσης και των αντεπιδράσεών τους με τους αυτόχθονες ή ετερόχθονες προστατευτικούς ή αμυντικούς μηχανισμούς του οργανισμού. |
Οι προστατευτικοί και αμυντικοί μηχανισμοί στους πνεύμονες διαδραματίζουν διπλό ρόλο: Εμποδίζουν την είσοδο βλαπτικών παραγόντων από το περιβάλλον ή επιχειρούν να τους αδρανοποιήσουν. Επιπλέον, εξουδετερώνουν και αποβάλλουν ενδογενώς σχηματισμένους βλαπτικούς παράγοντες. Έτσι, ερεθιστικές ουσίες μπορεί να συγκρατηθούν μακριά από τους αναπνευστικούς ιστούς ή να αποβληθούν με το βήχα και άλλα αντανακλαστικά εξωθήσεως. Εάν οι αντανακλαστικοί μηχανισμοί δεν αποδώσουν, οι βλαπτικοί παράγοντες παγιδεύονται στην βλεννοκροσσωτή συσκευή και αποβάλλονται -αν και με βραδύτερους ρυθμούς. Παράλληλα διεγείρονται βιοκυτταρικοί μηχανισμοί άμυνας.
Eιδικές κυτταρικές απαντήσεις. Ειδικά διαφοροποιημένες κυτταρικές ομάδες εισφέρουν στο αμυντικό σύστημα του αναπνευστικού συστήματος. Επιπλέον του πνευμονικού επιθηλίου, στις ομάδες αυτές συγκαταλέγονται άλλα δομικά κύτταρα του πνεύμονος, όπως το ενδοθήλιο των πνευμονικών αγγείων και οι ινοβλάστες, τα αυτόχθονα λευκοκύτταρα και, σε επόμενο στάδιο των ανοσοαπαντήσεων, στατολογημένα ανοσκύτταρα, όπως καταχωρούνται στον επόμενο πίνακα.
|
βιβλιογραφία
[i] Μαθιουδάκης Γ. Ρύπανση της ατμόσφαιρας. Τί γίνεται στην Αθήνα; Αρχεία Ελλην. Ιατρικής, 1995
[ii] Μαθιουδάκης Γ.: Ενδογενής κι εξωγενής μεταβολική δραστηριότητα του πνεύμονος. Μέρος 1ο. Ενδογενής μεταβολισμός. Ελλην. Πνευμονολογική Επιθεώρηση 1989· 1(3):295-310
[iii] Μαθιουδάκης Γ.: Ανάλυση αερίων αρτηριακού αίματος. Αθήνα Τεχνογράμμα, 1991