περιεχόμενα: Βήχας| περιγραφή|μεταλοιμώδης|χρόνιος: διαγνωστικός αλγόριθμος|ως κλινικό σύμπτωμα| βρογχοσύσπαση| διάγνωση|δυσμενείς επιδράσεις|εκπνευστική ροή| μηχανική|εισπνευστική φάση|φάση συμπιέσεως|η συμμετοχή της γλωττίδας|εκπνευστική φάση| φυσιοπαθολογία,|βηχική συγκοπή| κέντρο του βήχα|κεντρομόλος αγωγή|μηχανική|υποδοχείς του βήχα| αντανακλαστικό τόξο|φυγόκεντρη αγωγή και εκτελεστικά όργανα| αναποτελσματικός βήχας|αντιβηχικά φάρμακα|ισοδύναμο άσθματος|ηωσινοφιλική βρογχίτις|Αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτασίνης/βήχας| ρινίτις/βηχικό σύνδρομο| γαστροισοφαγική παλινδρόμηση|άλλα αίτια βήχα|ο βήχας στην ιδιοπαθή πνευμονική ίνωση|.
LEICESTER: ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΤΊΜΗΣΗ ΤΟΥ ΒΗΧΑ
ΠΕΡΙΛΗΨΗ. Ο βήχας είναι αντανακλαστικό, που προκαλείται όταν οι υποδοχείς των κεντρομόλων ινών διεγείρονται από εισπνεόμενες, εισροφούμενες ή ενδογενώς παραγόμενες ουσίες. Η πλέον ευαίσθητη περιοχή για τη διέγερση του αντανακλαστικού του βήχα είναι ο λάρυγξ, η κυρία και οι δευτερεύουσες τρόπιδες. Υποδοχείς του βήχα υπάρχουν και σε εξωπνευμονικά όργανα, όπως ο οισοφάγος, το διάφραγμα και ο στόμαχος Οι, όπως ονομάζονται, ταχέως προσαρμοζόμενοι (ερεθισμο)ϋποδοχείς εντοπίζονται στον λάρυγγα και το τραχεοβροχγικό δένδρο, μπορούν να διεγερθούν από μεγάλη ποικιλία ερεθισμάτων, όπως το κάπνισμα των τσιγάρων, η αμμωνία, ο αιθέρας, όξινα και αλκαλικά διαλύματα, υπότονος και υπέρτονος φυσιολογικός ορός, ακόμη και η μηχανική διέγερση, όπως η απ΄ευθείας επαφή, η βλέννη ή η σκόνη. Όλα αυτά τα ερεθίσματα μπορεί να προκαλέσουν βήχα. Επιπλέον, το αντανακλαστικό του βήχα συνδέεται με τους βραδέως προσαρμοζόμενους υποδοχείς, οι οποίοι τερματίζουν πρώιμα την εισπνοή, και ενεργοποιούν την εκπνοή, όταν οι πνεύμονες έχουν φτάσει σ΄ένα ορισμένο βαθμό εκπτύξεως. Οι υποδοχείς των ινών C, επίσης, που φέρουν λεπτές, κεντρομόλες, αμύελες ίνες ευρίσκονται στα τοιχώματα του λάρυγγος, των βρόγχων και των κυψελίδων. Είναι σχετικά απαθείς στη μηχανική διέγερση και πνευμονική έκπτυξη αλλά άκρως ευαίσητες στα χημικά ερεθίσματα, όπως η βραδυκινίνη, η κασπαϊσίνη, κια το όξινο pH. Ερεθίσματα, γνωστά ότι προκαλούν βήχα στον άνθρωπο είναι ΄πως η καπσαϊσίνη, η βραδυκινίνη και το κιτρικό οξύ, ενεργοποιούν τις κεντρομόλες ίνες C, ιδίως εκείνες που εντοπίζονται στους βρόγχους,. Κεντρομόλες νευρικέ ςίνες διαπερνούν τον κεντρικό νευρικό υποδοχέα του βήχα, στον προμήκη, πυροδοτώντας μια εκρηκτική εκπνευστική ενέργεια, απέναντι στην ακόμη κλειστή γλωττίδα. Ακολούθως, η γλωττίς αδιανείγεται αιφνιδίως, οπότε ο συμπιεσμένος αέρας εξέρχεται με μεγάλη ορμή (ταχύτητα τυφώνα), παρασύροντας, βύσματα βλέννης και βλαπτικές ύλες που εισχώρησαν στο τραχειοβροχγικό δένδρο. Ο βήχας, του οποίου εμπιερία έχουν όλοι άνθρωποι, είναι ένα καίριας σημασίας προστατευτικός και αμυντικός μηχανισμός, με μεγάλη απόδοση στην κάθαρση των αεραγωγών από εκκρίσεις, ενώ εμποδίζει (προστατευτικό αντανακλαστικό) την είσοδο ξεένων σωμάτιδίων και ερεθιστικών ουσιών στο κατώτερο αναπνευστικό σύστημα. Αποτελεί μη ειδικό σύμπτωμα, που απαντάται σχεδόν σε όλες τις πνυεμονοπάθειες, αλλά ακόμη και σε πληθώρα εξωπνευμονικών παθήσεων. Ο οξύς βήχας είναι η συχνότερη αιτία ιατρικής επισκέψεως και, στις πλείστες των περιπτώσεων οφείλεται σε ιογενείς ή μικροβιακές λοιμώξεις των ανώτερων αναπνευστικών οδών, υφίεται αυτόματα, εάν αρθεί το αίτιο που τον προκαλεί, χωρίς τη λήψη ιδιαίτερων μέτρων, αν και μια αναλογία ασθενών εμφανίζουν επίμονο βήχα που χρειάζεται ενδελεχή έρευνα από έμεπιρους ειδικούς. Ο χρόνιος βήχας, πορίζεται, αυθαίρετα, ο βληχας που διαρκεί πάνω από 8 εβδομάδες και η επίπτωσή του κυμαίνεται μεταξύ 3-10% του γενικού πληθυσμού, ενώ σε αυτόν οφείλονται 10-20% των προσεκεύσεων στα Πνευμονολογικά Ιατρεία.υΟ χρόνιος βήχας με σημαντική απόχρεμψη είναι πιθανό ότι οφείλεται σε ενδοπνευμονικές παθήσεις, όπως η ρχρόνια βρογχίτις και οι βρογχεκτασίες. Ο χρόνιος, ξηρός ή ελάχιστα απραγωγικός βήχας, μπορεί να οφείλεται σε εξωπνευμονικούς παράγοντες, ή σε διαταραχή της αισθήσεως του αντανακλαστικού του βήχα, δευτεροπαθούς σε τοπικές φλεγμονώδεις καταστάσεις ή στις τελικές, νευρικές απολήξεις. Ο χρόνιος βήχας συχνά αποδίδεται σε ασήμαντα προβλήματα αν και μπορεί να καταστεί φορτικό σύμπτωμα, που επηρεάζει την ποιότητα ζωής κια προκαλεί δυσφορία.
Ο βήχας είναι ένα απαραίτητο προστατευτικό και αμυντικό αντανακλαστικό, αλλά, παρ΄όλο που γενικά είναι οφέλιμος, ο βήχας είναι, επίσης ένα σύμπτωμα, σε παθήσεις, όπως το άσθμα, η ΧΑΠ, ο πνευμονικός καρκίνος και οι λοιμώξεις. Τις περισσότερες φορές, η καταστολή του, ως σύμπτωμα, παραμένει μη αντιμετωπίσιμο, αν και τα κεντρικώς δρώντα οπιούχα παραμένουν φάρμακα επιλογής επί δεκαετίες, ήδη. Σημειώνεται, εν τούτοις, ότι τα οπιούχα έχουν πληθώρα παρενεργειών, όπως ο έμετος και η καταστολή της αναπνοής. Εν τούτοις, καινοφανή ερευνητικά αποτελέσματα στο αντικείμενο της συμπεριφοράς των αισθητικών νεύρων του τραχειοβρογχικού δένδρου, που εμπλέκονται στο αντανακλαστικό του βήχα, έχουν φωτίσει περιοχές στο μηχανισμό του, αλλά και νέα αντιβηχικά φάρμακα (&). Μηχανικός ή χημικός ερεθισμός στη ρινική κοιλότητα, τον λάρυγγα, ή οπουδήποτε αλλού στο αναπνευστικό σύστημα, προκαλεί βρογχόσπασμο, προκειμένου να εμποδιστεί η περαιτέρω προώθηση του βλαπτικού παράγοντος και μπορεί, επίσης, να ενεργοποιήσει το αντανακλαστικό του βήχα ή του πταρμού για τη (βίαιη) εξώθηση του ερεθιστικού παράγονος και τη αποσόβηση της κατακρατήσεώς του στους αεραγωγούς.
Το αντανακλαστικό του βήχα επικουρεί τη βλεννοκροσσωτή κάθαρση στην απομάκρυνση παγιδευμένων σωματιδίων. Η βλέννη, έμφορτη σωματιδίων, από το κατώτερο αναπνευστικό σύστημα, προωθείται, μέσω της βλεννοκροσσωτής συσκεύής προς την κυρία τρόπιδα, απ΄όπου εξωθείται με τον βήχα. Στην τρόπιδα συρρέουν ερεθισμοϋποδοχείς.
|
βλέπε: https://d.pr/free/i/gDu2lw
O βήχας είναι το συχνότερο σύμπτωμα για το οποίο αναζητείται ιατρική συμβολή. Ταυτόχρονα προστατευτικό (προκειμένου να ανακόψει την προώθηση βλαπτικής ουσίας προς τους πνεύμονες) και αμυντικό (προκειμένου να αποκαταστήσει τη βατότητα των αεροφόρων οδών, που απειλείται από συσσώρευση παχυρεύστων εκκρίσεων, λόγω φλεγμονωδών εξελίξεων στους πνεύμονες). Πράγεται ως αποτέλεσμα εισροφήσεως εισπνοής επιμερισμένης ύλης, συγκεντρωμένων τραχειοβρογχικών εκκρίσεων, ρινίτιδας, φλεγμονής, απελευθερώσεως μεσολαβητών συνδεομένων με τη φλεγμονή, Οι ηλικιωμένοι, τα νεογέννητα (&), οι μεταμοσχευθέντες και ασθενείς με παθήσεις του νευρομυϊκού συστήματος έχουν αδύνατο αντανακλαστικό του βήχα, καθιστάμενοι, έτσι, επιρρεπείς, στις πνευμονικές λοιμώξεις και την εξ εισροφήσεως πνευμονία (&, &, &). Υπό φυσιολογικές συνθήκες, επομένως, ο βήχας είναι ένα πρωταρχικής σημασίας προστατευτικό και αμυντικό αντανακλαστικό επί παθήσεων, όπως η ΧΑΠ, το άσθμα, η ΓΟΠ και το σύνδρομο των ανώτερων ανπνευστικών οδών, οφειλόμενο σε ποικιλία ρινοκολπικών καταστάσεων (που παλαιότερα ονομαζόταν ως μεταρινική καταρροή). Εν τούτοις, συχνά, ο βήχας μπορεί να καταστεί επίμονος και μη παραγωγικός και να προκαλεί βλάβες στον τραχειοβρογχικό βλεννογόνο (&).
Οξύς βήχας είναι, συνήθως, το επικρατούν σύμπτωμα σε περιπτώσεις κοινού κρυολογήματος, που αποτελεί τη συχνότερη απώλεια υγείας στην ανθρώπινη κοινωνία, με ετήσιο κόστος μεγαλύτερο των 40 δις δολ/έτος στις ΗΠΑ. Ο χρόνιος βήχας, εξάλλου, αφορά το 10-38% Πνευμονολογικών επισκέψεων. Πρόσφατα η ERS δημοσίευσε οδηγίες διαχειρίσεως του βήχα.
Ο βήχας είναι ένα τριφασικό εκρηκτικό φαινόμενο, που χαρακτηρίζεται από βαθειά εισπνευστική προσπάθεια (εισπνευστική φάση) που ακολουθείται από βίαιη εκπνοή προ κλειστής γλωττίδας (φάση συμπιέσεως) και, με το άνογμα της γλωττίδας, εκρηκτική, βίαιη εκπνοή, υπό ταχύτητα 300-400 L/sec (εκρηκτική φάση). Ο βήχας συνοδεύεται από χαρακτηριστικό ήχο, οι φυσικές ιδιότητες του οποίου εισφέρουν στη διάγνωση του υποκείμενου νοσήματος. Η σημαντική εισπνευστική φάση διακρίνει το αντανακλαστικό του βήχα από το εκπνευστικό αντανακλαστικό.
Σχήματα 1 και 2. Σχηματική αναπαράσταση των μεταβολών της ροής και της υπογλωττιδικής πιέσεως κατά τη διάρκεια της εισπνευστικής φάσεως, τη φασεως της δυναμικής συμπιέσεως (COMP) και της εκρηκτικής, εκπνευστικής φάσεως του βήχα.
Η αποστολή του βήχα είναι να αποκαθιστά τη βατότητα των αεροφόρων οδών, όταν έχουν προωθηθεί ποσότητες εισροφούμενης ύλης, έχουν παραχθεί μεγάλες ποσότητες τραχειοβρογχικών εκκρίσεων, λόγω πιθανόν και μειωμένης τραχειοβρογχικής καθάρσεως, και αποσύρσεως ποσοτήτων παθολογικών πρόσθετων, όπως πύου ή οιδηματικού υγρού. Η νευροφυσιολογία του αντανακλαστικού αναπτύσσεται σε ίδιο λήμμα. Αποτελεσματικός βήχας προϋποθέτει την προώθηση αέρος υπό μεγάλες ταχύτητες, δια των αεραγωγών και τις αντεπιδράσεις μεταξύ του ταχύτατα διερχόμενου αερορεύματος και των εκκρίσεων, των προσηλωμένων στην έλεύθερη εσωτερική επιφάνεια των αεραγωγών. Οι δράσεις αυτές εξαρτώνται από την ικανότητα των αναπνευστικών μυών να αυξήσουν δραστικά την ενδοθωρακική πίεση, όπως και από το φαινόμενο της δυναμικής συμπιέσεως.
Η παρούσα ανασκόπηση βασίστηκε στην αναζήτηση λημμάτων σχετικών με cough physiology (12423 άρθρα) και cough mechanics από το mediline (&, &, &, &, &, &, &, &, &, &).
O χρόνιος βήχας παραμένει βασική ένδειξη βρογχοσκποήσεως. Παρ΄όλο ότιη εύκμαπτη βρογχοσκόπηση χρησιμοποιείται συνήθως για την εκτίμηση του χρόνιου βήχα, ο ρόλος της δεν έχει με βεβαιότητα αποτιμηθεί, ιδίως σε ασθενείς που δεν έχουν άλλη ένδειξη βρογχοσκοπήσεως. Η κατα ρουτίνα χρήση της βρογχοσκοπήσεως στον χρόνιο βήχα έχει διαγνωστική αξία <5%. Ο χρόνος βήχας, που συνδεύεται από άλλα συμπτώματα, αιμόπτυξη, εντοπισμένος stridor ή και παθολογικά ακτινολογικά ευρήματα είναι πολύ πιθανότερο να οφηγήσει σε ειδική διάγνωση μέσω της βρογχοσκοπήσεως. Σε μη καπνιστές με φυσιολογική ακτινογραφία θώρακος, η πλέον συχνή αιτία βήχα είναι το άσθμα, η γαστροοισοαφαγική παλινδρόμηση και η ρινίτις. Η βρογχοσκόπηση υπολογίζεται, μόνοιν εάν οι παραπάνω δυνητικές αιτίες έχουν αποκλειστεί, μέσω συνδυασμού εμπειρικής θεραπείας και διαγνωστικών εξετάσεων, στις οποίες περιλαμβάνεται η σπιρομέτρηση, οι δοκιμασίες βρογχικής προκλήσεως, η απεικόνιση των παραρρινίων κόπλων, και η μέτρηση pH του οισοφάγου. |
Οι κλείδες βέλτιστης αντιμετωπίσεως είναι η προσέγγιση οριστικής διαγνώσεως και η εφαρμογή ορθής θεραπευτικής αγωγής για παρατεταμένο διάστημα προκειμένου να επαναρυθμιστούν οι υποδοχείς του βήχα σε φυσιολογικότερα όρια. Στις ενδιαφέρουσες εξαιρέσεις συγκαταλέγονται οι άτυπες περιπτώσεις, οι περιπτώσεις με πολλές αιτιολογίες, και η ανεπαρκής θεραπεία της υποκείμενης παθήσεως. Tο γεγονός ότι οι ενδείξεις βέλτιστης θεραπείας τοιυ χρόνιου βήχα βασίζονται στη γνώμη των ενήμερων ειδικών ή σε μη καλά ελεγχόμενες κλινικές δοκιμές, ενώ οι τυχαιοποιημένες, ορθά σχεδιασμένες κλινικές δοκιμές, με καλά πιστοποιημένα αποτελέσματα σπανίζουν, αποτελούν πρόσθετες δυσκολίες αποδοτικής θεραπείας του. Οπωσδηποτε η συμπτωματική προσέγγιση στη βάση της όπως καλείται, ανατομικού διαγνωστικού πρωτοκόλλου, φαίνεται ότι αποβαίνει αποδοτική, κια πολλές σειρές έχουν αποδεχθεί επιτυχείς, ακόμη και σε οριακές ομάδες ασθενών. Γενικά, ως ευρέως αποδεκτή ομοφωνία, ισχύει ότι η αιτιολογία στις περισσότερες περιπτώσεις χρόνιου βήχα, χωρίς άλλα αναπνευστικά συμπτώματα ή σημεία, φυσιολογική σπιρομέτρηση και ακτινογραφία θώρακος, είναι το άσθμα, η ηωσινοφιλική βρογχίτις, η γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση, η ρινίτις, ή συνδυασμός τους. Πολλές από τις καταστάσεις αυτές, μπορούν να αναγνωριστούν κλινικά, και η επιτυχής διάγνωση και θεραπευτική αντιμετώπιση, συνήθως, βασίζεται χωρίς προσφυγή σε εκτεταμένο εργαστηριακό έλεγχο ή επεμβατικές μεθοδολογίες. |
Βήχας: Αιτιολογία. Πέρα από τα πλέον συνήθη αίτια βήχα, όπως Ισοδύναμα άσθματος, ηωσινοφιλική βρογχίτις, Αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτασίνης/βήχας, ρινίτις/βηχικό σύνδρομο, γατροισοφαγική παλινδρόμηση, σε ευρύτατες μελέτες παρατηρήσεως αναγνωρίζεται ότι στις συχνότερες αιτιολογίες του βήχα συγκαταλέγονται οι λοιμώξεις του ανώτερου αναπνευστικού συστήματος των οποίων ο μεταλοιμώδης βήχας αναμένεται να εξαφανιστεί μετά 3-4 εβδομάδες. Εν τούτοις, η λύση του βήχα μπορεί να παραταθεί επί μήνες, σε αναλογία ασθενών, Η λοίμωξη στις περισσότερες των περιπτώσεων παραμένει αδιευκρίνιστη αλλά οι αναπνευστικοί ιοί, το μυκόπλασμα της πνευμονίας και τα χλαμύδια της πνευμονίας και η μπορτετέλλα του κοκκύτη, έχουν ταυτοποιηθεί σε περιπτώσεις ενηλίκων. Η χρονία βρογχίτις είναι συχνό αίτιο βήχα σε ενήλικες-καπνιστές, αλλά μπορεί να εμφανιστεί και σε μη καπνιστές, επαγγελματικά εκτεθειμένους. Τυπικά, στις περιπτώσεις αυτές, οι ασθενείς έχουν πρωινό, παραγωγικό βήχα. Στις λοιπές π[εριπτώσεις που έχουν πρόσφατα θεωρηθεί ως αίτια χρόνιου βήχα, αναφέρονται οι ασυμπτωματικές υπερτροφικές αμυγδαλές, το αποφρακτικό υπνοαπνοϊκό σύνδρομο, και η οικογενής περιφερική νευροπάθεια.
Αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτασίνης, ως αίτιο χρόνιου βήχα, αΜΕΑ. Περίπου 8% των ασθενών με υπέρταση υπό θεραπεία με αΜΕΑ, εμφανίζουν επίμονο βήχα. Ο κίνδυνος είναι μεγαλύτερος στις γυναίκες και είναι όμοιος με όλους τους τύπους των αΜΕΑ. Επίταση του βήχα δεν εμφανίζεται, εν τούτοις, με αναστολείς των υποδοχέων της αγγειοτασίνης. Στον παθογενετικό μηχανισμό του βήχα εμπλέκονται μεσολαβητές, όπως η βραδυκινίνη και οι προσταγλανδίνες, που αθροίζονται στους αεραγωγούς ασθενών που θεραπεύονται με αΜΕΑ, που καθιστούν υπρευαίσθητους τους υποδοχείς του βήχα. Ο βήχας, συνήθως, λύεται ευχερώς, μετά τη διακοπή του φαρμάκου, αλλά η επιμονή του μπορεί να δηλώνει άσθμα, η επίπτωση του οποίου, λέγεται ότι, αυξάνεται σε ασθενείς υπο θεραπεία με αΜΕΑ.
Χρόνιος βήχας, επί αρνητικής ακτινογραφίας θώρακος. |
βιβλιογραφία
13. Μαθιουδάκης Γ.Α., (1981): Βήξ, φυσιολογικής και παθοφυσιολογική θεώρηση. Σωτηρία, 1981.
14. Birring SS, Berry M, Brightling CE, Pavord ID: Eosinophilic bronchitis:
Clinical features, management and pathogenesis. Am J Respir Med
2003; 2(2):169–173.
15. Birring SS, Brightling CE, Symon FA, Barlow SG, Wardlaw AJ, Pavord
ID: Idiopathic chronic cough: Association with organ specific autoimmune
disease and bronchoalveolar lymphocytosis. Thorax 2003;
58:1066–1100.
16. Birring SS, Matos S, Patel RB, Prudon B, Evans DH, Pavord ID: Cough frequency, cough sensitivity and quality of life in patients with chronic
cough. Resp Med 2006; 100:1105–1109.
17. Birring SS, Prudon B, Carr AJ, Singh SJ, Morgan MD, Pavord ID: Development of a symptom specific health status measure for patients with chronic cough: Leicester Cough Questionnaire (LCQ). Thorax 2003;
58(4):339–343.
18. Chung KF: Assessment and measurement of cough: The value of new
tools. Pulm Pharmacol Ther 2002; 15(3):267–272.
19,. Fuller RW, Jackson DM: Physiology and treatment of cough. Thorax 1990; 45(6):425–430.
20. Gibson PG, Dolovich J, Denburg J, Ramsdale EH, Hargreave FE: Chronic cough: eosinophilic bronchitis without asthma. Lancet 1989; 1(8651): 1346–1348.
21. Irwin RS, Corrao WM, Pratter MR: Chronic persistent cough in the adult: The spectrum and frequency of causes and successful outcome of specific therapy. Am Rev Respir Dis 1981; 123(4 Pt 1):413–417.
22. Irwin RS, Baumann MH, Bolser DC, Boulet LP, Braman SS, Brightling
CE, et al: Diagnosis and management of cough, executive summary ACCP evidence-based clinical practice guidelines. Chest 2006; 129
(1 Suppl):1S–23S.
22. Irwin RS, Madison JM: The diagnosis and treatment of cough. N Engl J
Med 2000; 343(23):1715–1721.
23. Morice AH, Fontana GA, Sovijarvi AR, Pistolesi M, Chung KF,
Widdicombe J, O’Connell F, Geppetti P, Gronke L, De Jongste J,
24. Βelvisi M, Dicpinigaitis P, Fischer A, McGarvey L, Fokkens WJ, Kastelik
J: ERS Task Force: The diagnosis and management of chronic cough.
Eur Respir J 2004; 24(3):481–492.
25. Morice AH, Kastelik JA, Thompson R: Cough challenge in the assessment of cough reflex. Br J Clin Pharmacol 2001; 52(4):365–375.
26. Morice AH, McGarvey L, Pavord I: British Thoracic Society Cough
Guideline Group: Recommendations for the management of cough in
adults. Thorax 2006; 61(Suppl 1):i1–24.
Widdicombe JG: Neurophysiology of the cough reflex. Eur Respir J 1995;
8(7):1193–1202.