Βήχας, διάγνωση

Η προσεκτική κλινική εξέταση μπορεί να οδηγήσει στη διάγνωση του υποκείμενου παθογενετικού παράγοντα του βήχα σε ποσοστό 80%, περίπου και οφείλεται σε φλεγμονή των αεραγωγών, βρογχοπάθειες, ρινίτιδα, καταρροή, γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση ή θεραπεία της υπερτάσεως ή/και της καρδιακής ανεπάρκειας με αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτασίνης. Συνήθως η ακτινογραφία θώρακος και των παραρρινίων κόλπων είναι χρήσιμη για τη διάγνωση της υποκείμενης βρογχοπάθειας ή φλεγμονής των κόλπων του προσώπου ή της γαστροοισοφαγικής παλινδρομήσεως. Η τελευταία κατάσταση προσεγγίζεται διαγνωστικά με γαστροσκόπηση και 24-ωρη μέτρηση του pH του οισοφάγου. Πολλοί πιστεύουν ότι η γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση υποεκτιμάται στην καθημερινή κλινική πράξη και σε ασθενείς με χρόνιο βήχα σκοτεινής προελεύσεως πρέπει να δοκιμάζεται η χρήση ανταγωνιστών των Η2 υποδοχέων, σε εργαστήρια στα οποία η μέτρηση του pΗ του οισοφάγου δεν είναι εφικτή. Επί συνυπάρξεως άλλων ευρημάτων, η βρογχοσκόπηση μπορεί να αποδείξει την παθογενετική αιτία του βήχα, αν και η "τυφλή" βρογχοσκόπηση έχει περιορισμένη διαγνωστική αξία σε ασθενείς με μοναδικό σύμπτωμα χρόνιο, ανεξήγητο βήχα.

στην εικόνα φαίνεται η ευαισθησία του αντανακλαστικού του βηχός στην καπσαϊσίνη. CVA: ασθματικό ισοδύναμο (εκδηλώνεται μόνο με βήχα)

Η σπιρομέτρηση πριν και μετά βρογχοδιαστολή και η βρογχική πρόκληση με ισταμίνη ή μεταχολίνη πρέπει να εκτελείται  σε ασθενείς με φυσιολογικές σπιρομετρικές τιμές, καθώς ο χρόνιος βήχας μπορεί να αποτελεί εκδήλωση βρογχικού άσθματος. Σε ασθενείς με ξηρό, μη παραγωγικό βήχα, μπορεί να απαιτηθεί η αντικειμενική εκτίμηση της βρογχικής αντιδραστικότητας. Ο έλεγχος του αντανακλαστικού του βηχός διενεργείται με την εισπνοή 1-500μΜ διαλύματος 90% καπσαϊσίνης, μέσω δοσιμετρικού νεφελοποιητού και μέτρηση του αριθμού των βηχών. Στους ασθενείς στους οποίους παράγεται βήχας μετά εισπνοή ποσότητας καπσαϊσίνης μικρότερης των 10 μΜ θεωρούνται ότι έχουν αυξημένη ευαισθησία του αντανακλαστικού του βηχός. Ανάλογες δοκιμασίες μπορεί να διενεργηθούν με χορήγηση κιτρικού οξέος.

                                                                                                                              

  Στην παρακείμενη εικόνα εμφανίζεται ο αριθμός βηχικών ώσεων με (w) ή χωρίς (n) βουδεσονίδη, μετά πρόκληση με κυμαινόμενες δόσεις κιτρικού οξέος σε ασθενή με ασθματικό ισοδύναμο, που εκδηλώνεται με επίμονο βήχα (cough-variant asthma).

 PEmax μικρότερη των +40 cm H2O είναι δηλωτική σοβαρής αναποτελεσματικότητας του βηχός.

Διαφορική διάγνωση. Τα αίτια του βήχα, μπορούν, συμβατικά να διαιρεθούν σε οξέα και χρόνια. Οξύς βήχας, ορίζεται, μάλλον αυθαίρετα, ως βήχας διάρκειας μικρότερης των 3 εβδομάδων και οι λοιμώξεις και αλλεργικέ καταστάσεις είναι οι κοινότερες αιτίες του. Οι περισσότερες περιπτώσεις οξέος βήχα είναι ιογενείς λοιμώξεις, που λύονται σε διάστημα 3 εβδομάδων, αλλά μικρή αναλογίαα αυτών εμφανίζονται με επίμονο βήχα, κια χρειάζονται περαιτέρω έρευνα. Oι περισσότερες παθολογικές καταστάσεις που εμπλέκονται στην παθογένεια του χρόνιου βήχα όπως οι χρόνιες αποφρακτικές πνευμονοπάθειες, ο πνευμονικός καρκίνος η εισρόφηση ξένου σώματος, η φυματίωση, η σαρκοείδωση, η ιδιοπαθής πνευμονική ίνωσξ και η καρδιακή ανεπάρκεια, gκαθ΄σιταντια ευχερώς εμφανής, μετά την κλινική εξέταση, τη σπιρομέτηση και την ακτινογραφία θώρακος. Έτσι, οι περισσότεροι ασθενείς που προσέρχονται για χρόνιο βήχα, είναι μη καπνιστές και έχουν φυσιολογικά ευρήματα από τον κλινικό και παρακλινικό έλεγχο. Οι περισσότεροι προσέρχονται για ξηρό, μη παραγωγικό ή ελάχιστα παραγωγικό βήχα και, σε ποσοστό 60-70%, είναι γυναίκες. Υπάρχει μια τάση για βήχα,περί την περίοδο της εμμηνοπάυσεως. Οι πλέον συνήθεις αιτίες που εμπλέκονται στον χρόνιο βήχα, καταχωρούνται στον επόμενο πίνακα 1 και 2.

πίνακας 2. κοινά αίτια οξέος βήχα
οξεία λοίμωξη ανώτερων αναπνευστικών οδών
οξεία ρινοκολπίτις
αλλεργική ρινίτις
άσθμα
 


 

Πίνακας 1. Κοινά αίτια χρόνιου βήχα
διάγνωση ~επίπτωση
ρινίτις 25-30
άσθμα/ηωσινοφιλική βρογχίτις 20-25
γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση 15-20
μετα-ιογενής βήχας 5-10
χρόνια βρογχίτις 5-10
βρογχεκτασίες 5-10
βήχας οφειλόμενος στη λήψη αναστολέων ΜΕΑ 5-10
ανεξήγητος 5-10



Κλινική εκτίμηση. Η αρχική εκτίμηση ασθενούς με χρόνιο βήχα, κατευθύνεται στην αναζήτηση ειδικού αιτίου, στην εκτίμηση της σοβαρότητάς του, και την το σεδιασμό θεραπευτικής δοκιμής. Η προσεκτική κλινική εκτίμηση, η λήψη λεπτομερούς ιστορικού και η φυσική εξέταση διενεργούνται απαρέγκλητα, και να αναζητηθούν διεξοδικά λεπτομέρειες γύρω από τις συνθήκες εμφανίσεώς του, τον τρόπο πυροδοτήσεώς του, τις παροξύνσεις του, όπως, επίσης, να διενεργηθεί λεπτομερής διερεύνηση του ανώτερου και κατώτερου αναπνευστικού συτήματος. Στον βασικό έλεγχο, πρέπει να εξεταστεί προσεκτικά, οπρόσφατη ακτινογραφία θώρακος και να συγκριθεί με τυχόν προηγούμενες, και να δοκιμαστεί, εάν είναι δυνατό, η αναστρεψιμόττηα μετά βρογχοδιαστολή των τιμών του FEV1. Η αιφνίδια εμφάνιση βηχός με τη λήψη τροφής ή με τη μάσηση, εγείρει την υποψία εισπνεόμενου ξένου σώματος, και η εμφάνιση του βήχα, αφότου ο ασθενής ξεκίνησε θεραπεία με αναστολείς μετατρεπτικού ενζύμου, υποδηλώνει τη σχέση του βήχα με τους παράγοντες αυτούς. Η παρουσία σημαντικής ποσότητας αποχρέμψεως, αιμοπτύσεως, και συστηματικών συμπτωμάτων, όπως εμφανής δύσπνοια, συριγμός, και παθολογικά σημεία αυξάνουν την πιθανότητα ενδογενούς πνευμονοπάθειας και πρέπει να προγραμματιστεί διεξοδικότερη έρευνα. Στην πλέον εξειδικευμένη έρευνα, η σκοπιμότητα της οποίας αποτιμάται μόνο από ειδικευμένους Ιατρούς, συμπεριλαμβάνεται η HRCT και η βρογχοσκόπηση ακόμη και εάν δεν υπάρχουν συνηγορητικά στοιχεία, από συμβατικότερες εξετάσεις. Εφόσον ο βήχας συνοδεύεται από συμπτώματα ή σημεία λοιμώξεως του ανώτερου ή κατώτερου αναπνευστικού αυξάνει την πιθανότητα μεταλοιμώδους βήχα, ιλακώδους, πολύ ενοχλητικού νυκτερινού βήχα ή που συνοδεύεται από εμέτους, είναι ευρήματα που παραπέμπουν στη διάγνωση του κοκκύτη, παθολογική κατάσταση που αναγνωρίζεται σε προοδευτικά περισσότερα παιδιά σχολικής ηλικίας και ενήλικες. Σε αντίθετη περίπτωση, ευρήματα. σχετικά με το χρόνο τη φύση, τις επιπλοκές τους πιθανούς παράγοντες που επιδεινώνουν την κλινική εικόνα, αποτελούν ενδείξεις της κατευθύνσεως πορος την οποία πρέπει να στραφεί η διαγνωστική σκέψη.

Το ιστορικό και η κλινική εξέραση, συχνά στερούνται πληροφοριών, οπότε η εκτίμηση του ασθενούς προσανατολίζεται στη χορήγηση κορτικοστεροειδών και την αναμονή αναγνωρίσεως παράγοντος αναστρεψιμότητας (:άσθματος ή ασθματοειδούς βρογχίτιδας) φκαι εξωπνευμονικοί παράγοντες, που μπορεί να παραξύνουν τον βήχα, όπως η ρινίτις, και η γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση. Η πρωίμη αναγνώριση της απαντήσεως στη χορήγηση κορτικοστεροειδών που μπορεί στις περισσότερες περιπτώσεις να αναγνωριστεί με την κατάλληλη έρευνα, και την πραγματοποίηση κλινικής δοκιμής. Αντίθετα, η διαχείριση ασθενών με μη ασθματικό βήχα μπορεί να είναι πολύπλοκη, χρονοβόρα και υψηλού κόστους και συχνά συνοδεύεται από απογητευτικά αποτελέσματα της εφαρμογής ειδικής θεραπείας. Σημειώνεται, επίσης ότι είναι ιδιαίτερα ασαφές εάν εξωπνευμονικοί παράγοντες που εμπλέκονται στους παθογενετικούς μηχανισμούς του βήχα, δρουν, επιδεινώνοτας συντρέχουσα πνευμονική αιτιολογία ή αποτελούν, καθαυτοί, την μοναδική αιτιολογία του. Μερικοί παράγοντες υποστηρίζουν την πρώτη άποψη, στους οποίου συμπεριλαμβάνεται η τάση του μη ασθματικής αιτιολογίας βηχός να προσβάλει γυναίκες μέσης ηλικίας, και της συχνής κλινικής παρατηρήσεως ότι οι παρεμβάσεις κατά των αιτιολογικών του βηχός, συχνά θεραπεύουν την πάθηση που τον προκαλεί, ασκεί ευνοϊκή επίδραση, αλλά δεν απολήγεισ την πλήρη θεραπεία του. ΚΑτά τη γνώμη πολλών ειδικών, ιδιαίτερη σημασία πρέπει να δίνεται στις εξωπνευμονικές αιτιολογίες του βήχα, όπως η ρινίτις και η γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση ως επιδεινωτικών παραγόντων, μάλον, παρά ως αμιγούς αιτιολογίας του βήχα. Ο τρόπος αυτός διαγνωστικής σκέψεως έχει το πλεονέκτημα ότι παρτέχει μια βάση διαχειρίσεως των ατελών θεραπευτικών αποτελεσμάτων ενώ, ταυτόχρονα, ωθεί τον κλινικό να διερευνήσει τα υποκείμενα αίτια της ενισχύσεως της ευαισθησίας του βηχικού αντανακλαστικού.

Πρόσθετη δυσκολία στη διαχείριση ασθενών με ασθματικό, χρόνιο βήχα είναι ότι εμφανίζεται πτωχή συσχέτιση μεταξύ συμπτωμα΄των ή διαταραχών κατά την έρευνα των δυνητικά επιδεινωτικών παραγόντων και της αποδόσεως της στοχευμένης θεραπείας. Επομένως, η διάγνωση επιβεβαιώνεται με την ανάδειξη βελτιώσεως του βήχα, μετά εφαρμογή της θεραπείας. Συνήθως, εντοπίζεται πληθώρα επιδεινωτικών παραγόντων, οι οποίοι προσθέτουν δυσκολίε στη γενική διαχείριση του βήχα. Οι κλινικές δοκιμές επιδέχονται καλύτερης ερμηνείας, εάν συνδυάζονται με μέριμνα αντικειμενικής αποτιμήσεως της βαρύτητας του βήχα πριν και μετά τη θεραπεία. Στις μεθόδους για την αντικειμενική αποτίμηση της βαρύτητας του βήχα είναι οι οπτικές, αναλογικές κλίμακες βαρύτητας  (0-100mm), τα ειδικά scores για την επίδραση του βήχα στην ποιότητα ζωής, την 24-ωρη καταγραφή των βηχικών επεισοδίων και την εκτίμηση της ευαισθησίας του βηχός.