βήχας περιγραφή

Ο βήχας είναι ένα καίριας σημασίας αμυντικό αντανακλαστικό που εκτελείται μέσω της διεγέρσεως ενός πολύπλοκου αντανακλαστικού τόξου. Ο βήχας ευθύνεται για μεγάλο αριθμό προσελεύσεων στο Ιατρείο α΄βάθμιας φροντίδας υγείας και ειδικού Πνευμονολόγου (&, &). Ο ακούσιος βήχας ελέγχεται από κεντρομόλες ίνες μέσω γου πνευμονογαστρικού νεύρου. Όπως η κατάποση, η ανάρροια, η διούρηση και η αφόδευση αποτελούν ενιαία σπλαγχνικά αντανακλαστικά που ελέγχονται από ανώτυερα φλοιικά κέντρα, υπό ανώτερο έλεγχο μέσω του φλοιού. Ο φλοιικός έλεγχος μπορεί να εκδηλωθεί, ως αναστολή του βήχα ή ως εκούσιος βήχας, με σωρεία συνεπειών: επειδή το εικονικό φάρμασκο μπορεί να έχει σμαντική επίδραση στον βήχα, έτσι ώστε οι κλινικές μελέτες πρέπει να ελέγχονται με εικονικό φάρμακο, ενώ γηια την ερμηνεία του πρέπει να λαμβάνονται υπ΄όψη ψυχολογικά αίτια ως αίτια ή αποτελέσματα του βήχα. Τέλος, πρέπει να αναληφθούν προσπάθειες για την περαιτέρω κατανόησητο ρόλου της συνειδήσεως και της αντιλήψεως του βήχα (&). |χρόνιος βήχας|βήχας| επιπλοκές|

 Ο βήχας διακρίνεται σε οξύ βήχα, διάρκειας μικρότερης των 3 εβδομάδων, ύποξυ βήχα, διάρκειας μέχρις 8 εβδομάδων και στον χρόνιο βήχα, διάρκειας μεγαλύτερης των δύο μηνών (&).
stars[α] οξείες μορφές βήχα. Συνήθως οφείλεται σε μια από τις πολλές ιογενείς λοιμώξεις του ανώτερου αναπνευστικού συτήματος, που προκαλούν οξεία φλεγμονή. Η οξεία φλεγμονή παραμένει, συχνά και μετά την άρση του παράγοντος που την προκάλεσε, δηλαδή της ιογενούς λοιμώξεως. Σχεδόν όλα τα παθογόνα, (ιοί και μικρόβια) έχουν την ικανότητα να προκαλούν βήχα. Ο παραγωγικός βήχας των ιογενών λοιμώξεων απολήγει στην αποβολή σταγονιδίων έμφορτων μικροβίων/ιών, που αποτελεί και τον κυριότερο τρόπο μεταδόσεως των αναπνευστικών λοιμώξεων. Ο βήχας, επί λοιμώξεων του αναπνευστικού σπάνια είναι επωφελής, χρησιμεύοντας στην αποβολή eκκρίσεων, αν και πάντα είναι βασανιστικός κι όχι σπάνια επικίνδυνος. Πράγματι, ακόμη και στις εκτεταμένες πνευμονίες, η παραγωγή αποχρέμψεως είναι περιορισμένη, ώστε να καταδείχνεται ότι η κάθαρση στους αεραγωγούς/παρέγχυμα επαφίεται στη δράση της φαγοκυταρώσεως. Έτσι, μερικοί, αντίθετα με άλλους (&) πιστεύουν ότι η αντιβηχική θεραπεία επί λοιμώξεων του αναπνευστικού, επί προηγούμενα υγιούς πνεύμονος/τραχειοβρογχικού δένδρου, δεν είναι ανεπιθύμητη, δεδομένου ιδίως, ότι προστατεύει από την μετάδοση της λοιμώξεως, όπως συμπεράνθηκε από μια ανασκόπηση που αναλήφθηκε από την Cochrane (&). Επομένως, οι ασθενείς εξακολουθούν να προσφεύγουν στη χρήση ΜΗΣΥΦΑ αντιβηχικών βλεννολυτικών σκευασμάτων. |στρατηγική χρήσης αντιβιοτικών|αντιβιοτικά στις ιογενείς λοιμώξεις|μικροβιακή αντοχή|
  Ειδική θεραπεία για τον οξύ βήχα δεν υπάρχει, εκτός και εάν πρόκειται για λοίμωξη από ιό της γρίππης, οπότε ένας αναστολέας της νευραμινιδάσης (tamiflou, 30 ή 45 mg) μπορεί να έχει ικανοποιητική απόδοση. Εναλλακτικά, η δεξτρομεθορφάνη, είναι ικανοποιητικό αντιβηχικό, και συνήθως εμπεριέχεται σε ποικιλία πολυνθετικών σκευασμάτων για την γρίππη. Σε μια παλιότερη έκδοση του βιβλίου του, o Sir Grofton, σημείωνε ότι το καλύτερο φάρμακο για την να αναχαίτιση του βήχα είναι μικρές δόσεις οινοπνεύματος, αλλά, προσέθετε, είναι μάλλον, mal practice, να συστήσετε οινοπνευματώδη στους ασθενείς σας (!).
Ως προς τη χρήση των εισπνεόμενων κορτικοειδών, στη βιβλιογραφία συναντήσαμε αντικρουόμενες αναφορές, |starΧρόνιος βήχας επί οξείας βρογχίτιδας|χρόνιος βήχας|
stars[β] χρόνιος βήχας
Η διάγνωση του χρόνιου βήχα είναι πολύπλοκη και δυσχερής, καθώς μπορεί να οφείλεται σε πληθώρα πνευμονικών ή και εξωπνευμονικών παθήσεων, όταν δεν είναι νευρολογική συνδρομή ή tic (νόσος του Ζ. Ζ. ντε λα ΤοΑρχείο:Georges Gilles de la Tourette.jpgυρέττ (1857-1904). Η πρώτη διαγνωστική προσέγγιση, είναι η κλινική εξέταση, η οποία μπορεί να αποκαλύψει πύκνωση ή αραίωση του πνευμονικού παρεγχύματος, πάθηση των βρόγχων ή κατάληψη του υπεζωκότος. Ακολουθεί επιβεβαίωση με ακτινογραφία θώρακος. ακτινογραφία θώρακος είναι αρνητική, οι συχνότερες αιτίες χρόνιου βήχα, επί καπνιστού, ο οποίος δεν λαμβάνει αναστολείς ΜΕΑ, είναι η γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση (&), η μη ασθματική, ηωσινοφιλική βρογχίτιδα (:nonasthmatic eosinophilic bronchitis, ΝΑΕΒ), μόνα τους ή σε συνδυασμό, παθήσεις, οι οποίες, επίσης, μπορεί να εμφανίζονται με μοναδικό σύμπτωμα το χρόνιο βήχα.
starΧρόνιος βήχας, οφειλόμενος σε χρονία βρογχίτιδα|χρονία βρογχίτις 2 Οι ενήλικες με ιστορικό χρόνιου παραγωγικού βήχα, που επιμένει τις περισσότερες ημέρες ενός 3μήνου για τουλάχιστον 2 συνεχή χρόνια, πρέπει να θεωρούνται ότι πάσχουν από χρόνια βρογχίτιδα, ενόσω άλλα, από το αναπνευστικό ή την καρδιά αίτια χρόνιου παραγωγικού βήχα, έχουν αποκλειστεί.  Η εκτίμηση.....
starΓαστροοισοφαγική παλινδρόμηση, ΓΟΠ.
Χαρακτηρίζεται από ύφεση του συμπτώματος κατά τη νύκτα, όταν η καρδιακή βαλβίδα του στομάχου, κλίνει με τον ύπνο. Επανέρχεται το πρωϊ, και μετά τα γεύματα, ιδίως εάν είναι πλούσια σε στερεές τροφές. περίπου το 1/4 των ασθενών με χρόνιο βήχα, πάσχουν από γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση και, συχνά συνοδεύεται από οπισθοστερνική καυσαλγία και ερρυγές όξινης συστάσεως, συμπτώματα οισοφαγίτιδας από παλινδρόμηση. Συχνά, βηχική παρόξυνση προικαλείται μετά βρώση ορισμένων τροφών, όπως σοκολάτα και ξηρές τροφές και κατά την κάμψη ή υπερέκταση του κορμού.  Ο καλύτερος τρόπος διαγνώσεως του χρόνιου βήχα, είναι η τήρηση ενός ημερολογίου, στο οποίο περιλαμβάνεται, επίσης η ημερήσια καταγραφή της PEFR. Με την μέθοδο αυτή μπορεί να διακριθεί ο βήχας ως ασθματικό ισοδύναμο ή ως οισοφαγική παλινδρόμηση. Ως προς τη συχνότητα του συμπτώματος οι ίδιοι οι ασθενείς ή οι συγγενείς τους συνήθως έχουν άριστη εκτίμηση της συχνότητας του βήχα τους, ακόμη και της εντάσεώς του. Σημειώνεται ότι μερικές φορές ο οφειλόμενος στη γαστροοιοσφαγική παλινδρόμηση βήχα, δεν είναι απότοκος εισροφήσεως αληθούς γαστρικού υγρού στην τραχεία,  αλλά, ακόμη και στον ίδιο τον οισοφάγο, μικρή ποσότητα όξινου υλικού ή ακόμη και φυσιολογικού ορού, μπορεί να προκαλέσει το αντανακλαστικό, λόγω διαταραχής νευροκινητικών μηχανισμών ή διεγέρσεως των ερεθισμοϋποδοχέων που εφδράζονται στον οισοφάγο. Στους ασθενείς με χρόνιο βήχα που αξιολογούνται για παλινδρόμηση, διενεργείται 24ωρη καταγραφή του pH οισοφάγου, ως δοκιμασίας με μεγάλη ειδικότητα κια ευαισθησίας στη διάγνωση της παλινδρομήσεως. Σημειώνεταοι ότι η αρνητική οισοφαγοσκόπηση ΔΕΝ αποκλείει την παλινδρόμηση ως αίτιο του χρόνιου βήχα. 
Στην θεραπευτική αγωγή περιλαμβάνεται θεραπεία με αντιόξινα, η οποία πρέπει να παραταθεί επ΄αρκετό, για την πλήρη υποχώρηση του συμπτώματος. Έχουμε βρεί επικουρική τη χορήγηση αναστολέων των υποδοχέων λαυκοτριενίων, επιπλέον των αναστολέων της αντλίας πρωτονίων.     
Μερικές φορές διαπιστώνονται διαταραχές στην κινητικότητα και ευδιάκριτες μεταβολές στη μανομετρία του οισοφάγου. Πιστεύεται ότι εκτός από την κλασική όξινη παλινδρόμηση, που ερεθίζουν τον οισοφάγο και τον κάρυγγα, άλλες παθολογικές καταστάσεις μπορεί να είναι συνυπεύθυνες. Μεταξύ αυτών η καλούμενη "παλινδρόμηση όγκου" που οφείλεται σε γαστιό περιεχόμενο ουδέτερου pH, που υπερχειλίζει στον οισοφάγο, αλλά ακόμη και ο οισοφαγικός σπασμός μπορεί να προκαλεί χρόνιο βήχα. Στις περιπτώσεις αυτές οι αναστολείς αντλίας πρωτονίων μπορεί να συνδυαστούν με (μετοκλοπραμίδη -Primperan- ή ντοπεριδόνη).  σε περίπτωση μερικής ή πλήρους αποτυχίας στη συντηρητική θεραπεία, μπορεί να δοκιμαστεί, μέσω λαρυγγοσκοπίου μια εχνική, η Nissen fundoplication.
starρινίτις και οπισθορινική καταρροή (post nasal drip syndrome) 
Η ρινίτις και η οπισθορινική καταρροή (που τώρα ονομάζεται βηχικό σύνδρομο ανώτερων αναπνευστικών οδών:
upper airway cough syndrome ), ως  αίτιο χρόνιου βήχα, δεν έχει ανεπιφύλακτα επιβεβαιωθεί, όχι μόνο της δυσκολίας να ορισθεί το σύνδρομο, αλλά και λόγω της δυσκολίας να κατανοηθεί και περιγραφεί το σύνδρομο από τον ασθενή. Φαίνεται πιθανότερο ότι ο βήχας προκαλείται από κατιούσα φλεγμονή στον λάρυγγα, παρά ότι το αντανακλαστικό προκαλείται λόγω διολισθήσεως εκκριμάτων από τις ρινικές κοιλότητες. Στους ασθενείς με ρινικά συμπτώματα χορηγούνται ρινικά επιθέματα στεροειδών ή/και αντιισταμινικών. H επιλογή των αντιισταμινικών φαίνεται ότι έχει κλινική σημασία, επειδή οι παλαιότερες μορφές (π.χ., σετιριζίνη) αποδεικνύονται δραστικότερες, των νεότερων, χωρίς κατασταλτική δράση, σκευασμάτων. Ο λόγος για τη διάκριση αυτή είναι ότι, όπως έχει δεισχθεί, στην αλλεργική φλεγμονή των ανώτερων αναπνευστικών οδών, αναμιγνύεται ο Η3 υποδοχέας ισταμίνης, ενώ τα νεότερα αντιισταμινικά αναστέλουν, σχεδόν αποκλειστικά τους Η1. Γενικά, ασθενείς με χρόνιο βήχα, που σχετίζεται με διαταραχές από τις ανώτερες αναπνευστικές οδούς, όπως αναγνωρίζεται από τα συμπτώματα, τα ευρήματα από τη φυσική εξέταση, τα απεικονιστικά στοιχεία και, τελικά, από την απάντηση στη θεραπεία.   
starΒήχας προκαλούμενος από τους αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτασίνης (καπτοπρίλη, εναλαπρίνη)
starΗ αντιϋπερτασική αγωγή με αναστολείς ACE, αποτελεί το καλύτερο δείγμα αιτιολογικής θεραπείας στη σύγχρονη θεραπευτική. 15% περίπου των ασθενών υπό αναστολείς ACE εμφανίζουν ξηρό βήχα, που εμφανίζεται σε άλλοτε άλλο διάστημα από της ενάρξεως της θεραπείας. Θωρείται ότι οι αναστολείς υποδοχέων ACE, δεν επιβαρύνονται με τη ν παρενέργεια αυτή.   Ο βήχας μπορεί να είναι ενοχλητικός, εμφανιζόμενος κατά ώσεις και να απολήγει σε έμετο, ώστε να αποτελεί αληθή παρενέργεια του φαρμάκου. Η παρενέργεια οφείλεται σε πραγματική αναρύθμιση του αντανακλαστικού του βήχα.Εμφανίζεται συχνότερα στις γυναίκες, παρ' ό,τι στους άνδρες,  επειδή, ακριβώς, στις γυναίκες παρουσιάζεται εγγενής επίταση του αντανακλαστικού. Μεταξύ των επεισοδίων, ο ασθενής παραμένει ασυμπτωματικός και ο βήχας των αναστολέων ACE δεν σχετίζεται παθογενετικά με άλλες παρενέργειες τους φαρμάκου, όπως το αγγειοίδημα και η δυσγευσία. Επίσης, δεν σχετίζεται με το άσθμα, και εάν ο ασθενής εμφανίζει συνοδά συμπτώματα, όπως δύσπνοια ή αίσθημα συσφίγξεως στο θώρακα, πρέπει να αναζητηθεί υποκείμενη επιδείνωση καρδιακής ανεπάρκειας.
Η διάγνωση είναι ευχερής, καθώς, στην πλειονότητα των ασθενών, αλλά όχι σε όλους, ο βήχας υποχωρεί αμέσως, μετά τη διακοπή του φαρμάκου. Η διάγνωση μπορεί να τεθεί με αντικατάσταση του αναστολέως ACE, με έναν, π.χ., της αγγειοτασίνης ΙΙ, για περίοδο τουλάχιστον 4 μηνών. Δεν αποκλείεται, επίσης, να υπάρχει μια δεύτερη αιτία βήχα, όπως η ΓΟ. (&)(&)

starχρόνιος βήχας οφειλόμενος σε άσθμα. |άσθμα και ρινίτις| Το άσθμα συγκαταλέγεται μεταξύ των  των κύριων προκλητικών παραγόντων του χρόνιου βήχα, μεταξύ ενηλίκων, μη καπνιστών (:Σύνδρομο Corrao), στο οποίο, ο βήχας μπορεί να είναι το μκοναδικό ή το επικρατητικό σύμπτωμα. Μερικές φορές αναφέρεται και ως ισοδύναμο άσθματος ή (: 
cough variant asthma (CVA), η διάγνωση του οποίου εμφανίζει δυσχέρειες, επειδή, συνήθως, η φυσική εξέταση και ο σπιρομετρικός έλεγχος, αποβαίνουν αρνητικά. Μέχρι 50% των ασθενών εμφνίζζουν ηωσινοφιλική βρογχίτιδα και το ύψος της ηωσινοφιλίας είναι ανάλογο με εκείνο που παρατηρείται στους λοιπούς ασθματικούς. Η θετική δοκιμασία προκλήσεως με μεταχολίνη, η αύξηση της συγκεντρώσεως του εκπνευστικού ΝΟ και η ηωσινοφιλία πτυέλων υποστηρίζουν τη διάγνωση της CVA, αν και η διάγνωση επιβεβαιώνεται, τελικά, μόνο με θετική έκβαση της θεραπείας με αντιφλεγμονώδη, όπως τα εισπνεόμενα γλυκοκορτικοειδή+βρογχοδισταλτικά ή/και ανταγωνιστές των υποδοχέων λευκοτριενίων, που εισάγονται πριν την προοδευτική μείωση των γλυκοκορτικοειδών. Ασθνεείς με ανθεκτικό στην παραπάνω  θεραπεία, πρέπει να εισάγονται σε παροδική (1-2 εβδομάδες) λήψη από του στόματος γλυκοκορτικοειδών που ακολούθούνται από αντικατάστασή τους με εισπνεόμενα, όταν η από του στόματος δόση έχει πέσει στα 10 mg/ημέρα, χωρίς υποτροπή.  .      .
 

συνήθη αίτια χρόνιου βήχα
(: διάρκεια > 8 εβδομάδων)
ενδοθωρακικά εξωθωρακικά
χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια χρόνια αλλεργική ρινίτις (ταξινόμηση)
άσθμα σύνδρομο βήχα προερχόμενου από το ανώτερο αναπνευστικό
πνευμονικός καρκίνος γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση
βρογχεκτασίες φάρμακα (π.χ., αναστολείς ACE)
ανεπάρκεια αριστερής κοιλίας  
διάμεση πνευμονοπάθεια  
κυστική ίνωση  
ιδιοπαθής βήχας (σύνδρομο Tourette), tick κλπ  
   

βλέπε: βήχας βήχας. Ο χόνιος βήχας συνοδεύεται από πολλές επιπλοκές, από το αναπνευστικό και πολλά άλλα διαφορετικά συστήματα και όργανα, όπως το καρδιαγγειακό, το ΓΕΣ, το ουροποιογεννητικό σύστημα,το μυοσκελετικό, το νευρικό, τους οφθαλμούς, ενώ καταγράφονται ψυχολογικές, ακόμη και δερματικές επιβαρύνσεις. Όλες αυτές οι καταστάσεις μπορούν να υποβιβάσουν τη σχετιζόμενη με την υγεία ποιότητα ζωής του ασθενούς. έτσι, οι ασθενείς με χρόνιο βήχα, πρέπει να τύχουν  προσεκτικής κλινικής αξιολογήσεως, προς αποφυγή αυτών των επιπλοκών attachmentΕάν  (&).