Πνευμονική ηωσινοφιλία

περιεχόμενα|Εισαγωγή||
Ηωσινόφιλο|ηωσινοφιλικές πνευμονοπάθειες|πνευμονική ηωσινοφιλία|πνευμονική ηωσινοφιλία, οφειλόμενη σε ειδικά αίτια|-τροπική πνευμονική ηωσινοφιλία|ηωσινοφιλική πνευμονία|-οξεία ηωσινοφιλική πνευμονία|-χρόνια ηωσινοφιλική πνευμονία|-ιδιοπαθής πνευμονική ηωσινοφιλία|ηωσινοφιλικό κοκκίωμα|τροπική πνευμονική ηωσινοφιλία|αλλεργική αγγειΐτις και κοκκιωμάτωση (σύνδρομο Chaurg-Strauss)|αλλεργική βρογχοπνευμονική ασπεργίλλωση|ιδιοπαθές υπερηωσινοφιλικό σύνδρομο|σύνδρομο ηωσινοφιλίας-μυαλγίας| |σύνδρομο τοξικού ελαίου|παθογένεια|τροπική ηωσινοφιλία|σύνδρομο Loefler|  Σύνδρομο Churg - Strauss |πνευμονική ηωσινοφιλία|ηωσινοφιλική βρογχίτις|Ιδιοπαθές υπερηωσινοφιλικό Σύνδρομο|ηωσινοφιλικό κοκκίωμα (πνευμονική ιστιοκύτωση κοκκιωμάτωση από κύτταρα Langerhans|πνευμονική ηωσινοφιλία από φάρμακα|Πνευμονικά διηθήματα με ηωσινοφιλία|συμπεράσματα| |πνευμονική ηωσινοφιλία
Πνευμονοπάθειες που συνδέονται με ηωσινοφιλία στον πνευμονικό ιστό ή το περιφερικό αίμα είναι ετερογενής ομάδα νοσημάτων, αλλά τα συνηθέστερα καταεξωγενείς ή ενδογενείς πνευμονικές ηωσινοφιλίες. Εισπνεόμενες ή πεπτόμενες ύλες, όπως φάρμακα και λοιμώδεις παράγοντες (παράσιτα, μύκητες, μυκοβακτηρίδια), μπορεί να ενεργοποιήσουν ηωσινοφιλικές ανοσιολογικές αντιδράσεις, που μπορεί να είναι ήπιες και αυτοϊώμενες, όπως το σύνδρομο Loefler.
Τα ηωσινοφιλικά πνευμονικά σύνδρομα είναι, γενικά αυτοάνοσης κια ιδιοπαθούς αιτιολογίας που εκτείνονται από δυσκρασίες αίματος μέχρι αγγειΐτιδες. Στην ομάδα αυτή περιλαμβάνεται η χρόνια ηωσινοφιλική πνευμονία  (βλέπε σύνδρομο PIE, ηωσινοφιλική πνευμονία), το ιδιοπαθές υπερηωσινοφιλικό σύνδρομο, το σύνδρομο Churg - Strauss, το ηωσινοφιλικό κόκκίωμα και η ιστιοκύτωση Χ.
Η ηωσινοφιλία και τα πνευμονικά διηθήματα έχουν ανακοινωθεί σε ασθενείς με AIDS, λέμφωμα, ποικιλία πνευμονοπαθειών και παθήσεις του κολλαγόνου. Το άσθμα μπορεί να εκδηλώνεται με σημαντική ηωσινοφιλία με ή χωρίς διηθήματα, ενώ η ΧΑΠ, που συνήθως είναι ουδετεροφιλική φλεγμονή, εμφανίζεται σε ποσοστό 20-40% με ηωσινοφιλική φλεγμονή των αεραγωγών, οπότε και η IL-5 στα πτύελα είναι αυξημένη (&).
Η ηωσινοφιλική βρογχίτις, χωρίς άσθμα, χαρακτηρίζεται από βήχα, για τουλάχιστον 2 μήνες, ηωσινόφιλα πτυέλων >3%, αλλά χωρίς ευρήματα αποφράξεως των αεραγωγών. Προσβάλλονται ατοπικά άτομα μέσης ηλικίας,  χωρίς ιστορικό καπνίσματος. Διαπιστώνονται διηθήσεις ενεργοποιημένων ηωσινοφίλων στις επιφάνειες των αεραγωγών, μάλλον, παρά στα λεία μυϊκά κύτταρά τους (&). Ηωσινοφιλία μπορεί, επίσης, να αναδειχθεί στο BAL ασθενών, με  αποφολιδωτική διάμεση πνευμονίτιδα (&).
Η ηωσινοφιλική βρογχίτις είναι μια αυξανόμενης συχνότητας παθολογική οντότητα, που εμφανίζεται με επίμονο βήχα, υπάκουο στα κορτικοειδή και χαρκτηρίζεται από ηωσινοφιλία πτυέλων, αυξημένη ευαισθησία των βηχικών υποδοχέων, αλλά χωρίς ευρήματα μεταβλητότηας της εκπνευστικής ροής ή βρογχικής υπεραντιδραστικότητας. Έχει δειχθείαποτελεί το αίτιο του 10-15% του χρόνιου βήχα. Η φλεγμονή στους αεραγωγούς είναι, εν τούτοις, παρόμοια με εκείνη που συναντάται στο άσθμα, παρ΄όλο ότι καταγράφονται ενδείξεις ότι οι διαφορές στη φυσιολογία των αεραγωγών οφείλονται στη θέση των σιτευτικών κυττάρων και στη διήθηση του επιθηλίου που παρατηρείται στην ηωσινοφιλική βρογχίτις, και στη διήθηση των λείων μυϊκών ινών τοιχωμάτων των βρόγχων όπως περιγράφεται στο άσθμα. Είναι κρίσιμης σημασίας η διάγνωση της ηωσινοφιλικής βρογχίτιδας, επειεδή απαντάει ευχερώς στα εισπνεόμενα κορτιικοειδή και αυτό μπορεί καλύτερα να επιτευχθεί με την εκτίμηση της φλεγμονής των αεραγωγών με την ανάλυση των προκλητών πτυέλων και του εκπνεόμενου ΝΟ. ωΕάν οι τεχνικές αυτές δεν είναι διαθέσιμες ενδείκνυται η εφαρμογή μιας κλινικής, θεραπευτικής δοκιμής με εισπνεόμενα ρροτικοειδή, ανεξάρτητα της παρουσίας βρογχικής αντιδραστικότητας.
επιδημιολογία
Τα εξωγενή σύνδρομα τείνουν να προσβάλλουν ενήλικες, εκτός της τοξοκαρυάσεως και της ασκαριάσεως που προσβάλλει παιδιά, και συνήθως συνδέεται με γεωφαγία, αλλά, ασφαλώς, υπάρχουν εξαιρέσεις.  Η αλλεργική βρογχοπνευμονικήα ασπεργίλλωση προσβάλλει ενήλικες, αλλά και παιδιά, στα οποία περιλαμβάνονται και ασθενείς με κυστική ίνωση.

πνευμονική ηωσινοφιλία από φάρμακα
. Πολλά  φάρμακα και χημικά μπορεί να προκαλέσουν την ανάπτυξη αντιδράσεων υπερευαισθησίας, που εκδηλώνεται κλινικά ως σύνδρομο ΡΙΕ. Μερικά από αυτά καταχωρούνται στον πίνακα:

Aκετυλοσαλικυλικό οξύ
Αμινοσαλικυλικό οξύ (ΡΑS), Αμιοδαρόνη, Αζαθειοπρίνη, Μπεκλομεθαζόνη διπροπιονική
Βηρύλλιο, Μπλεομυκίνη, Καρβαμαζεπίνη
Χλωροπρομαζίδη, Χρωμογλυκίνη
Χλωροϊνικό οξύ, Δεσιπραμίνη
'Αλατα χρυσού, Ισονιαζίδη
Μεθαμυλαμίνη, Μεφενεσίνη
Μεθοτρεξάτη, Μεθυλφενιδάτη, Νικέλιο καρβονυλικό, Νιτροφουραντοΐνη
Πενικιλλίνες, Εισπνοές γύρεων, Σαλαζοπυρίνη, Εισπνοές καπνού
Στρεπτομυκίνη, Σουλφοναμίδες, Σουλφονυλουρία, Ταλαζαμίδη
Θειαζίδες, Θειοπραμίνη, Τολβουταμίδη, Τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά.

H ηωσινοφιλική πνευμονία είναι κλασική μορφή και όχι σπάνια επιπλοκή της θεραπείας με αντιβιοτικά, ιδίως, της μινοκυκλίνης, των μη στεροειδών αντιφελγμονωδών φαρμάκων, αντικαταθλιπτικών, συμπεριλαμβανομένης της venflaxine, και μερικών άλλων παραγόντων. Η ηωσινοφιλική πνευμονία χαρακτηρίζεται από ηωσινόφιλα στο περιφερικό αίμα και τους πνεύμονες και αναγνωρίζεται επειδή ανατρέπεται η σχέση με τα λεμφοκύτταρα και ουδετερόφιλα, στο BAL.Κατά συνέπεια, η βιοψία πνεύμονος είναι σπάνια αναγκαία. Το σύνδρομο χαρακτηρίζεται από πυρετό, αρθρλαγίες, και δερματικό εξάνθημα. Η περιφερική εντόπιση των πνευμονικών διηθημάτων στις απεικονιστικές εξετάσεις, αν και αυτό δεν είναι ένα σταθερό και αξιόπιστο εύρημα, ώστε η ηωσινοφιλική πνευμονία είναι δύσκολο να διακριθεί από άλλες μορφές διάμεσης πνευμονίας. Οι ασθενείς που λαμβάνουν μινοσυκλίνη και μερικά άλλα φάρμακα (βλέπε ανωτέρω), προσέρχονται σε οξεία ακτάστασ, με δύσπνοια, διάχυτα διηθήματα, πλευριτική συλλογή, κια οξεία αναπνευστική ανεπάρκεια, για την οποία χρειάζονται εντατική παρακολούθηση. Από ιστοπαθολογικής απόψεως, αναγνωρίζεται διάμεση φλεγμονή, ηωσινοφιλική διήθηση και οίδημα, αν και μερικές φορές περιγράφονται ευρήματα οργανούμενης ηωσινοφιλικής πνευμονίας. Η έκβαση της ηωσινοφιλικής πνευμονίας είναι συνήθως καλή, με θεραπεία με κορτικοειδή, ή εφαρμογή μηχανικού αερισμού, που αναγκαιοί σε περιπτώσεις με σοβαρή κλινική εικόνα. Η επανεισαγωγή του υπεύθυνου φαρμακευτικού παράγοντος, συνήθως απολήγει στην  επιστροφή του πυρετού, της ηωσινοφιλίας, και των πνευμονικών οιδημάτων. Μερικοί ασθενείς υπό μινοκυκλίνη ή αντιεπιληπτικά φάρμακα, αναπτύσσουν εκτεταμένο δερματικό εξάνθημα, που αναπτύσσεται και στα εσωτερικά όργανα, σε συνδυασμό με την περιφερική ηωσινοφιλία κια τα πνευμονικά διηθήματα. Η δέσμη αυτη συμπτωμάτων είναι γνωστή ως DRESS (: drug rash and eosinophilia with systemic symptoms) ή σύνδρομο από αντιπεπιληπτικά φάρμακα, επειδή για τη θεραπεία της επιληψίας χρησιμοποιούνται διάφορα φάρμακα, (όπως η φαινυντοΐνη, η καρβαζεπίνη κ.ά.), που, επίσης παράγουν το σύνδρομο DRESS. Το  σύνδρομο DRESS είναι σοβαρή κατάταση που μπορεί να ακολουθήσει απρόβλεπτη διαδρομή παρά τη διακοπή των φαρμάκων και τη χορήγηση κορτικοειδών.