Το σύνδρομο Loeffler, περιγράφτηκε το 1932 από τον Loeffler, οφείλεται στην επινέμηση των πνευμόνων από την ascaris lumbricoides, αλλά είναι γνωστό ότι και άλλα παράσιτα μπορεί να προκαλέσουν το σύνδρομο Loeffler. To σύνδρομο χαρακτηρίζεται από ήπιο βήχα, συνήθως με παραγωγή πτυέλων, που εμπεριέχουν μεγάλη αναλογία ηωσινόφιλων, πυρετό, που υποστρέφεται σε διάστημα περίπου μιας εβδομάδας και περιφερική ηωσινοφιλία. Μερικές φορές στα πτύελα μπορεί να απομονωθεί το ώριμο παράσιτο. Τα πνευμονικά διηθήματα είναι διάσπαρτα, καταλαμβάνουν τις βάσεις των πνευμόνων και λύονται αυτόματα σε διάστημα δύο εβδομάδων. Η περιφερική ηωσινοφιλία μπορεί να διαρκέσει επί μακρότερο χρονικό διάστημα, σε συγκερασμό με τον κύκλο ζωής του παράσιτου. Τα ωά του παράσιτου εισέρχονται στην αιματική -πυλαία- κυκλοφορία ή τα λεμφικά αγγεία του μεσεντέριου και φθάνουν στους πνεύμονες, από όπου προωθούνται μέχρι το φάρυγγα, όπου καταπίνονται πάλι μέχρι να μετεξελιχθούν σε ώριμες μορφές στο έντερο. Αυτό ερμηνεύει τη διαπίστωση, γιατί τα παράσιτα ή τα ωά τους δεν ανιχνεύονται στα κόπρανα κατά την περίοδο των πνευμονικών εκδηλώσεων.
Επειδή η νόσος έχει μια ήπια διαδρομή, διατίθεται μόνο περιορισμένος αριθμός ιστολογικών παρασκευασμάτων, στα οποία καταδεικνύονται διάσπαρτες αλλοιώσεις βρογχοπνευμονικού τύπου, όπου επικρατούν τα ηωσινόφιλα, τα ιστιοκύτταρα και μικρός αριθμός γιγαντοκυττάρων. Τα παράσιτα αναγνωρίζονται σπάνια στους πνεύμονες, γεγονός συνηγορητικό της πεποιθήσεως ότι οι αντιδράσεις υπερευαισθησίας, μάλλον, παρά οι τοπικές τοξικές δράσεις του παράσιτου ευθύνονται για τη διαμόρφωση της κλινικοϊστολογικής και ακτινολογικής εικόνας. Αν και επανειλημμένες μολύνσεις μπορεί να μετατρέψουν σε χρόνια μορφή την παροδικότητα της κλινικοεργαστηριακής εικόνας, η νόσος, γενικά, υφίεται αυτόματα. Τα ειδικά αντιπαρασιτικά φάρμακα χορηγούνται μόνο για καθήλωση των επιπλοκών της εντερικής λοιμώξεως, όπως η απόφραξη και η δυστροφία.
Στην ακτινογραφία θώρακος, μπορεί να αναγνωρίζονται διηθήματα, μεταναστευτικά. Η μετανάστευση αφορά μερικές εβδομάδες.