Ιδιοπαθής πνευμονική Ίνωση, idiopathic pulmonary fibrosis, IPF, ΙΠΙ

περιεχόμενα Ορισμός |σύντομη περιγραφή| Εισαγωγή | Επιδημιολογία | Αιτιολογία | Παθογένεια | βιοδείκτες στη διάγνωση και πρόγωση της ΙΠΙ | Παθολογική ανατομία | Παθοφυσιολογία | Κλινική εικόνα |παρόξυνση ΙΠΙ|Διαγνωστική προσέγγιση | 6λεπτη δοκιμασία κοπώσεως | Ιστολογική ταξινόμηση και πνευμονική λειτουργίαΔιαφορική διάγνωση |η συμβολή της βιοψίας πνευμονος|μη ειδική διάμεση πνευμονία|Ιδιοπαθής πνευμονική ίνωση|συνήθης διάμεση πνευμονία|Αποφολιδωτική διάμεση πνευμονία|διάχυτη κυψελιδική βλάβη|οργανούμενη πνευμονία| πνευμονικό εμφυσήμα+πνευμονική ίνωση|σχέση της διάμεσης πνευμονοπάθειας με το κάπνισμα|

διάμεσες πνευμονοπάθις και συνοσηρότητες|σταδιοποίηση ||Ίνωση συνδυασμένη με εμφύσημα |Ακτινολογικά ευρήματα |ακτινολογικά παραδείγματα |Ταξινόμηση της μη ειδικής διάμεσης Πνευμονίας  (ΑTS/ERS) |αποφολιδωτική διάμεση πνευμονία|κρυπτογενής ινώδης κυψελιδίτις|κρυπτογενής οργανούμενη πνευμονία| Θεραπεία Ιδιοπαθής διάμεση πνευμονία  | Αναδόμηση πάσχοντος πνεύμονος - επιδιόρθωση, αναγέννηση |ίνωση και αντιπηκτικά| καρκίνος και ιδιοπαθής πνευμονική ίνωση  ιδιοπαθής πνευμονική ίνωση και νοσήματα του κολαγόνου |ΙΠΙ επί συστηματικής σκληρύνσεως |  νιντεδανίβη | πιρφενιδόνη |

εισαγωγή
Η ιδιοπαθής πνευμονική ίνωση είναι ετερογενής θανατηφόρα πάθηση με, προσώρας, εντελώς περιορισμένες θεραπευτικές επιλογές. Παρ΄όλο ότι η έρευνα έχει επικεντρωθεί στους μηχανισμούς της ρυθμίσεως του πολλαπλασιασμού της ενεργοποίησεως και της διαφοροποιήσεως των παραγόντων κολλαγόνο μυοϊνοβλαστών, έχουν επισημανθεί νέες παθογενετικές απόψεις, η εμπλοκή των οποίων είναι κρίσιμη στην πυροδότηση και την εξέλιξη της ινογενέσεως σε ποικιλία παθολογικών καταστάσεων. Η πάθηση αυτή χαρακτηρίζεται από αδιάλειπτη ινωτική εξέλιξη και προοδευτική μείωση της πνευμονικής λειτουργίας κι επιδεινώσεως της ανταλλαγής αερίων, με μέση διάρκεια επιβιώσεως 3-5 έτη και οριοθετείται εκ του γεγονότος ότι προσβάλλει περισσότερα άτομα, από κάθε άλλη παρεγχυματική πάθηση στους πνεύμονες (&).
Η εμβριθέστερη κατανόηση των κυτταρικών και μοριακών μηχανισμών της πνευμονικής ινώσεως (επιθηλιακά/ενδοθηλιακή μεσεγχυματική μετάπτωση), μπορεί να διανοίξει νέους θεραπευτικούς ορίζοντες (&, &, &, &, &, , & -&-). Η ιστική ίνωση είναι αποτέλεσμα απορρυθμίσεως της συνθέσεως και εναποθέσεως των συστατικών του συνδετικού ιστού στο εξωκυτάριο δίκτυο. Οι ιστικοί ινοβλάστες, που είναι υπεύθυνοι για τη σύνθεση και μεταβολισμό του εξωκυττάριου διικτύου, ρυθμίζονται μέσω πολυάριθμων ορμονικών και μηχανικών σημάτων. Η απελευθέρωση ενδοκυττάριων νουκλεοτιδίων και των αυτοκρινών/αποκρινών σημάτων που συνεπάγονται, έχει δειχθεί ότι, διαδραματίζει κρίσιμο ρόλο στην ομοιοστατική συντήρηση της ιστικής αναδιαμορφώσεως και της ινωτικής απαντήσεως μετά ιστική βλάβη (&). Οι ενεργείς πρωτεάσες (MMP) μπορεί να αναμένεται να υποεκφράζονται σε καταστάσεις με πνευμονική ίνωση (και να υπερεκφράζονται σε καταστάσεις με πνευμονικό εμφύσημα), ή να δρουν αποδομώντας την περισσευούμενη συνάθροιση εξωκυττάριου δικτύου. Εν τούτοις, έχει αναγνωριστεί ότι αν και μερικές πρωτεάσες είναι, πράγματι, αντιινωτικές, έχει διαπιστωθεί (&) ότι άλλες ασκούν προ-ινωτική λειτουργία, καθώς ρυθμίζουν μια πλειάδα βιολογικών εξελίξεων, που σχετίζονται με την ανοσία και την ιστική επιδιόρθωση ή/και αναδιαμόρφωση.
starsΟι χρόνιες διάμεσες πνευμονίες είναι μια ομάδα, μη νεοπλασματικών νοσημάτων του πνευμονικού παρεγχύματος, που χαρακτηρίζονται από φλεγμονή στα κυψελιδικά τοιχώματα με ισχυρή τάση αναπτύξεως πνευμονικής ινώσεως. Κοινό γνώρισμα σε όλες τις διάμεσες πνευμονίες είναι η διάταση και, ενδεχομένως, καταστροφή του περιφερικού διάμεσου ιστού, στην οποία επικρατεί ένα άλλοτε άλλης αναλογίας συνδυασμός φλεγμονής και ινώσεως. Όταν υπάρχει ίνωση, περιγράφεται ως συγκέντρωση ινοβλαστών και μυοϊνοβλαστών με εναπόθεση κολλαγόνου Οι αλλοιώσεις αυτές εντοπίζονται σε άτομα με δύσπνοια και βήχα, διάχυτες ακτινολογικές αλλοιώσεις και ευρήματα φυσιολογικών διαταραχών.Περιγράφτηκε το 1930 από τους Hamman και Rich, που διέκριναν τέσσερις περιπτώσεις εξελικτικής, θανατηφόρου, διαχύτου πνευμονικής ινώσεως, επί αγροτών.  Έκτοτε, έχουν προταθεί αλλεπάλληλα σχήματα ταξινομήσεώς τους. Το 2002, μια κοινοπρακτική ομάδα εργασίας από την ATS/ERS πρότεινε μια ταξινόμηση, βασισμένη στην διεπιστημονική  ομοφωνία ειδικών, πνευμονολόγων, ακτινολόγων και παθολογοανατόμων. Οι αποφάσεις τους είχαν μια σαφή επίδραση στη διαχείριση ασθενών με διάμεσα νοσήματα και στο σχεδιασμό μελλοντικών κλινικών πρωτοκόλων. Επακόλουθες διαπιστώσεις έθεσαν την χρησιμότητα της χειρουργικής βιοψίας, επί ασθενών με μορφές ιδιοπαθούς διάμεσης πνευμονίας στην οποία εντοπίσθηκαν σαφέστερα κριτήρια για τη διάκριση ασθενών με μη ειδική διάμεση πνευμονία και εξήραν τη σημασία των παροξύνσεων της μη θεραπευόμενης ιδιοπαθούς πνευμονικής ινώσεως.
insert_emoticonΟ όρος διάμεσος ίνωση,  που χρησιμοποιήθηκε προκειμένου να περιγράψει την ακτινολογική εικόνα της διάμεσης πνευμονίας, δεν αποδίδει τις εν τω μεταξύ λεπτομερέστερα μελετηθείσες παθολογοανατομικές εξελίξεις της παθήσεως και αντικαταστάθηκε, προοδευτικά από τον όρο "διάμεση πνευμονία", στην οποία περιλαμβάνεται, τόσο η αποφολλιδωτική διάμεση πνευμονία -που προσφάτως έχει εξαιρεθεί από την ταξινόμηση- και η συνήθης μορφή διάμεσης πνευμονίας, όπως περιγράφτηκαν από τους Liebow και Carrington, περί το τέλος της δεκαετίας του 1960. Η ταξινόμηση αυτή, όπως και η μεταγενέστερη βρεττανική "ινώδης κυψελιδίτις" υπογραμμίζουν το φλεγμονώδες και αναπαραγωγικό στάδιο της παθήσεως και ευρίσκουν ικανοποιητική αντιστοίχιση με την περιγραφή άλλων παθολογοανατομικών εκτροπών, όπως επί διαφόρων μορφών AIDS.
Οι ινωτικές αλλοιώσεις στο παρέγχυμα επιφέρουν χαρακτηριστικές διαταραχές στη μηχανική της αναπνοής, γεγονός από το οποίο προκύπτει η σημασία του λειτουργικού ελέγχου αναπνοής (FVC, TLCO, 6MWT) στην αποτίμηση της βαρύτητας της παθήσεως και η πρόγνωσή της Βλέπε: |Παθοφυσιολογία|Παθογένεια| Παθολογική ανατομία|




Η ιδιοπαθής πνευμονική ίνωση, ΙΠΙ, είναι σοβαρή, ταχέως εξελισσόμενη διάχυτη πνευμονοπάθεια. Κλινικό σύνδρομο άγνωστης αιτιολογίας, που προσβάλλει, κατά κύριο λόγο, τους μεσήλικες και ηλικιωμένους. Ακολουθεί απρόβλεπτη εξέλιξη και, συνήθως, θανατηφόρα πορεία. Συνδέεται με το ιστολογικό πρότυπο της συνήθους διάμεσης πνευμονίας,  στα χειρουργικά βιοπτικά δείγματα, δείχνοντας ετερογενή κατανομή εστιών συγκενρώσεως ινοβλαστών, που διαχωρίζονται με την παρεμβολή υγιούς παρεγχύματος και ελάχιστα ευρήματα φλεγμονής. Η κλινική εικόνα διαμορφώνεται από την παρουσία προοδευτικά επιδεινούμενης δύσπνοιας, με ή χωρίς ξηρό βήχα, τελοεκπνευστικούς τρίζοντες κατά την ακρόαση και πληκτροδακτυλία, σε >50% των ασθενών. Οι λειτουργικές δοκιμασίες πνεύμονος συνήθως δείχνουν περιοριστικού τύπου μείωση της ικανότητας αερισμού με μείωση της ικανότητας διαχύσεως αερίων στους πνεύμονες. starsH HRCT, κλασικά, εμφνίζει υποπλεύριες παχύνσεις του διάμεσου ιστού των μεσολοβίων διαφραγμάτων, σε πρότυπο γραμμικών βλαβών και μεταβολές δίκην μελιττοκηρύθρας. Εάν τα κλινικά και απεικονιστικά ευρήματα δεν είναι τυπικά, επιβάλλεται η διενέργεια χειρουργικής λήψεως βιοπτικού υλικού. Οι σύγχρονες απόψεις επί της παθογένειας της ΙΠΙ συγκλείνουν στην παραδοχή μιας ιδιότυπης απαντήσεως στη βλάβη των επιθηλιακών κυψελιδικών κυττάρων παρ΄όλο ότι η αιτιολογία της 'βλάβης' παραμένει αδιευκρίνιστη. Η διαδικασία επιδιορθώσεως εμφανίζεται απορρυθμισμένη, λόγω επικοινωνιακών διαταραχών μεταξύ του έχοντος υποστεί βλάβη επιθηλίου και των ινοβλαστών/μυοϊνοβλαστών (στις ινοβλαστικές εστίες). Η παραδοσιακή θεραπεία με στεροειδή και ισχυρά ανοσοκατασταλτικά φάρμακα είναι απογοητευτική, αλλά νεότεροι 'αντιινωτικοί' φαρμακευτικοί παράγοντες δοκιμάζονται με ενθαρρυντικά αποτελέσματα. Οι ινωτικές (διάμεσες) πνευμονοπάθειες που συνδέονται με περιβαλλοντικές εκθέσεις ή φαρμακοεπάγωγες πνευμονοπάθειες και παθήσεις του συνδετικού ιστού πρέπει να εξαιρούναι.
Η ιδιοπαθής Πνευμονική Ίνωση, ΙΠΙ, είναι ένα κλινικό σύνδρομο άγνωστης αιτιολογίας, που προσβάλλει, κατά κύριο λόγο, τους μεσήλικες και ηλικιωμένους. Ακολουθεί ανεξαίρετη εξέλιξη και, συνήθως, θανατηφόρα πορεία. Συνδέεται με το ιστολογικό πρότυπο της συνήθους διάμεσης πνευμονίας,  στα χειρουργικά βιοπτικά δείγματα, δείχνοντας ετερογενή κατανομή εστιών συγκεντρώσεως ινοβλαστών, που διχωρίζονται με την παρεμβολή υγιούς παρεγχύματος, και ελάχιστα ευρήματα φλεγμονής.H ιδιοπαθής πνευμονική ίνωση, ΙΠI, πάθηση άγνωστης αιτιολογίας, που χαρακτηρίζεται από τη συγκέντρωση ουλώδους ιστού στους πνεύμονες και πολύ επιφυλακτική πρόγνωση. Προσβάλλει άτομα, ηλικίας 40-75 ετών και διακρίνεται από περιορισμένο χρόνο επιβιώσεως 2.5-3.5 έτη, μετά τη διάγνωση (&, &). Έτσι, η πενταετής επιβίωση δεν είναι πέραν του 20%, ακόμη χαμηλότερη, από εκείνη των ασθενών με πνευμονικό αδενοκαρκίνωμα. Η επίπτωση της παθήσεως είναι ~16.3/100.000 πληθυσμού (στις ΗΠΑ) και περίπου 100.000 ασθενείς στις Ηνωμένες Πολιτείες και 80.000 έως 110.000 στην Ευρώπη πάσχουν από Ιδιοπαθή Πνευμονική Ίνωση, και φαίνεται ότι είναι η συχνότερη διάμεση πνευμονοπάθεια σε ολόκληρο τον κόσμο. Επειδή πρόκειται για κρυπτογενή πάθηση, δεν υπάρχει θεραπεία, αν και πρόσφατα διάφορες προοπτικές κλινικές μελέτες έχουν δείξει ενθαρρυντικά αποτελέσματα με την pirfenidone και τις imatinib, gefitinib, erlotinib,νιντεδανίβη ουσίες αναστολείς του υποδοχέα της κινάσης της τυροσίνης (EGFR tyrosine kinase inhibitors, EGFR-TKI). Αν και η παθογένεια της παθήσεως δεν έχει πλήρως κατανοηθεί, ενοχοποιείται μια αρχική επιθηλιακή βλάβη, και ενεργοποίηση των κυψελιδικών κυττάρων που, με τη σειρά τους, ενεργοποιούν τους ινοβλάστες, και μυϊνοβλάστες, που μετατρέπονται σε ινοβλάστες, που συνθέτουν και εναποθέτουν, αλλά κατά άτακτη σειρά, λιποπρωτεΐνες εξωκυττάριου δικτύου. Η βλαβείσα βασική μεμβράνη του πνεύμονος εμποδίζει την επαναεπιθηλιοποίηση και την μετατροπή των μεσεγχυματικών κυττάρων σε επιθηλιακά, όπως θα αναμενόταν (&). Αυτό απολήγει στην εκτεταμένη παραγωγή ουλώδους ιστού από τους ινοβλάστες σταδιακά, με την πάροδο του χρόνου. Οι ινοβλάστες αντιδρούν στα μηχανικά ερεθίσματα του μικροπεριβάλλοντός τους, και έχει γνωστεί ότι το εξωκυττάριο δίκτυο μεταβάλλεται ανάλογα με τη δράση των παραγόντων του μικροπεριβάλλοντος. Ενόσω οι ινοβλάστες διαδραματίζουν ρόλο στην παθογένεια της πνευμονικής ινώσεως η κατανόηση των μηχανικών ιδιοτήτων του πνευμονικού ιστού έχει καταστεί αντικείμενο εντατικής έρευνας για την κατανόηση της παθογένειας της παθήσεως. Παρ΄όλο ότι ο παθογενετικός μηχανισμός παραμένει ουσιωδώς αδιευκρίνιστος, η επικρατέστερη υπόθεση είναι ότι η ίνωση έπεται και προκαλείται από χρόνια φλεγμονή που προσβάλλει τους πνεύμονες και τροποποιεί την ινογένεση στους πνεύμονες με τελικό αποτέλεσμα τη δημιουργία ινωτικών ουλών. Η υπόθεση αυτή, εν τούτοις, εξασθενεί από την παρατήρηση ότι η φλεγμονή δεν είναι εντατική κατά τα πρώτα στάδια της παθήσεως, ενώ δεν έχει αποσαφηνιστεί ότι αποτελεί το αίτιο των ινωτικών εξελίξεων. Αντίθετα, υπάρχουν ενδείξεις ότι η φλεγμονή ΔΕΝ αποτελεί σημαντικό παράγοντα και η φλεγμονή δεν είναι κρίσιμη διαταραχή στα πρώτα στάδια της εξελίξεως της παθήσεως. Οι κλινικές μετρήσεις της φλεγμονής δεν αντιστοιχούνται με τη βαρύτητα ή την έκβαση της παθήσεως και ισχυρή αντιφλεγμονώδης θεραπεία δεν απoλήγει σε βελτίωση της εκβάσεως (&). Αντίθετα, πρόσφατα δεδομένα συνηγορούν ότι στην ΙΠΙ εμπλέκονται μηχανισμοί παθολογικής ιστικής επουλώσεως σε απάντηση πολλαπλών, μικροσκοπικών εντοπίσεων, εξελισσόμενων βλαβών των κυψελιδικών επιθηλίων και ενεργοποίηση που συνδέεται με το σχηματισμό διάσπαρτων εστιών ινοβλαστών-μυοϊνοβλαστών που επάγουν την ίνωση.
H ιδιοπαθής πνευμονική ίνωση, ΙΠI, πάθηση άγνωστης αιτιολογίας, που χαρακτηρίζεται από τη συγκέντρωση ουλώδους ιστού στους πνεύμονες και πολύ επιφυλακτική πρόγνωση. Προσβάλλει άτομα, ηλικίας 40-75 ετών και διακρίνεται από περιορισμένο χρόνο επιβιώσεως 2.5-3.5 έτη, μετά τη διάγνωση (&, &). Έτσι, η πενταετής επιβίωση δεν είναι πέραν του 20%, ακόμη χαμηλότερη, από εκείνη των ασθενών με πνευμονικό αδενοκαρκίνωμα. Η επίπτωση της παθήσεως είναι ~16.3/100000 πληθυσμού (στις ΗΠΑ) και περίπου 100.000 ασθενείς στις Ηνωμένες Πολιτείες και 80.000 έως 110.000 στην Ευρώπη πάσχουν από Ιδιοπαθή Πνευμονική Ίνωση, και φαίνεται ότι είναι η συχνότερη διάμεση πνευμονοπάθεια σε ολόκληρο τον κόσμο. Επειδή πρόκειται για κρυπτογενή πάθηση, δεν υπάρχει θεραπεία, αν και πρόσφατα διάφορες προοπτικές κλινικές μελέτες έχουν δείξει ενθαρρυντικά αποτελέσματα με την pirfenidone και τις imatinib, gefitinib, erlotinib,νιντεδανίβη ουσίες αναστολείς του υποδοχέα της κινάσης της τυροσίνης (EGFR tyrosine kinase inhibitors, EGFR-TKI). Αν και η παθογένεια της παθήσεως δεν έχει πλήρως κατανοηθεί, ενοχοποιείται μια αρχική επιθηλιακή βλάβη, και ενεργοποίηση των κυψελιδικών κυττάρων που, με τη σειρά τους, ενεργοποιούν τους ινοβλάστες, και μυϊνοβλάστες, που μετατρέπονται σε ινοβλάστες, που συνθέτουν και εναποθέτουν, αλλά κατά άτακτη σειρά, λιποπρωτεΐνες εξωκυττάριου δικτύου. Η βλαβείσα βασική μεμβράνη του πνεύμονος εμποδίζει την επαναεπιθηλιοποίηση και την μετατροπή των μεσεγχυματικών κυττάρων σε επιθηλιακά, όπως θα αναμενόταν (&). Αυτό απολήγει στην εκτεταμένη παραγωγή ουλώδους ιστού από τους ινοβλάστες σταδιακά, με την πάροδο του χρόνου. Οι ινοβλάστες αντιδρούν στα μηχανικά ερεθίσματα του μικροπεριβάλλοντός τους, και έχει γνωστεί ότι το εξωκυττάριο δίκτυο μεταβάλλεται ανάλογα με τη δράση των παραγόντων του μικροπεριβάλλοντος. Ενόσω οι ινοβλάστες διαδραματίζουν ρόλο στην παθογένεια της πνευμονικής ινώσεως η κατανόηση των μηχανικών ιδιοτήτων του πνευμονικού ιστού έχει καταστεί αντικείμενο εντατικής έρευνας για την κατανόηση της παθογένειας της παθήσεως. Παρ΄όλο ότι ο παθογενετικός μηχανισμός παραμένει ουσιωδώς αδιευκρίνιστος, η επικρατέστερη υπόθεση είναι ότι η ίνωση έπεται και προκαλείται από χρόνια φλεγμονή που προσβάλλει τους πνεύμονες και τροποποιεί την ινογένεση στους πνεύμονες με τελικό αποτέλεσμα τη δημιουργία ινωτικών ουλών. Η υπόθεση αυτή, εν τούτοις, εξασθενεί από την παρατήρηση ότι η φλεγμονή δεν είναι εντατική κατά τα πρώτα στάδια της παθήσεως, ενώ δεν έχει αποσαφηνιστεί ότι αποτελεί το αίτιο των ινωτικών εξελίξεων. Αντίθετα, υπάρχουν ενδείξεις ότι η φλεγμονή ΔΕΝ αποτελεί σημαντικό παράγοντα και η φλεγμονή δεν είναι κρίσιμη διαταραχή στα πρώτα στάδια της εξελίξεως της παθήσεως. Οι κλινικές μετρήσεις της φλεγμονής δεν αντιστοιχούνται με τη βαρύτητα ή την έκβαση της παθήσεως και ισχυρή αντιφλεγμονώδης θεραπεία δεν απoλήγει σε βελτίωση της εκβάσεως (&). Αντίθετα, πρόσφατα δεδομένα συνηγορούν ότι στην ΙΠΙ εμπλέκονται μηχανισμοί παθολογικής ιστικής επουλώσεως σε απάντηση πολλαπλών, μικροσκοπικών εντοπίσεων, εξελισσόμενων βλαβών των κυψελιδικών επιθηλίων και ενεργοποίηση που συνδέεται με το σχηματισμό διάσπαρτων εστιών ινοβλαστών-μυοϊνοβλαστών που επάγουν την ίνωση.

Από ιστολογικής απόψεως, η ΙΠΙ χαρακτηρίζεται από τον διακριτό τύπο της συνήθους διάμεσης πνευμονίας, στην οποία αναγνωρίζονται ευρήματα υποπλεύριας και παραδιαφραγματιακής ινώσεως, ετερογενής αρχιτεκτονικής καταστροφής του παρεγχύματος, με ή χωρίς την παρουσία μελιτοκηρύθρας, και, στις περιοχές της ενεργού ινώσεως αναγνωρίζονται νησίδες ινοβλαστών, και μυοϊνοβλαστών, που ονομάζονται "ινοβλαστικές εστίες".  Ο τύπος της συνήθους διάμεσης πνευμονίας, ωστόσο, δεν είναι ενιαίος στην ΙΠΙ, και μπορεί να παρατηρηθεί σε ποικιλία ινωτικών πνευμονοπαθειών, όπως η αμιάντωση, οι παθήσεις του συνδετικού ιστού, η χρόνια πνευμονία εξ υπερευαισθησίας και οι φαρμακοεπάγωγες πνευμονοπάθειες. Έτσι, όπως προτάθηκε από την ATS/ERS η διάγνωση της ΙΠΙ προϋποθέτει, αρχικά, τον αποκλεισμό κάθε άλλης γνωστής αιτίας διάμεσης πνευμονοπάθειας και, δεύτερο, συμβατή απεικονιστικά και παθολογοανατομικά ευρήματα, από την HRCT και τη μελέτη βιοπτικών δειγμάτων, αντίστοιχα. Καθώς ένα πρότυπο διαγνωστικής προσεγγίσεως δεν έχει, ακόμη, προταθεί, η διαγνωστική ακρίβεια βασίζεται στην κλινική παρατήρηση και τις απεικονιστικές και βιοοπτικές συσχετίσεις. Η προσέγγιση αυτή επιτυγχάνεται ασφαλέστερα, με τη συνεργασία αρμόδιων ειδικοτήτων, όπως της Πνευμονολογίας, της απεικονίσεως και της παθολογικής ανατομίας. Μετά την, κατ΄αυτόν τον τρόπο προσεγγιζόμενη διάγνωση, αποτελεί καίριο κλινικό ενδιαφέρον η παρέμβαση στην πορεία της παθήσεως. Είναι γνωστή η σημαντική ετερογένεια που παρατηρείται μεταξύ των διαφόρων ασθενών, καθώς η κλινική πορεία της παθήσεως ποικίλλει από ασθενή σε ασθενή και είναι απρόβλεπτη (&). Σε μερικούς, η πάθηση εμφανίζει ταχεία επιδείνωση και εξελικτική λειτουργική έκπτωση που οδηγούν στον θάνατο, σε διάστημα μερικών μηνών. Άλλοι εμφανίζουν σταδιακή εξέλιξη και σχετική σταθερότητα, που διαταράσσεται από παροξύνσεις που συνεπαγονται σοβαρές επιδεινώσεις και αναπνευστική ανεπάρκεια.
Τα παραδοσιακά μέσα που διαθέτουμε για την κατάταξη των ασθενών περιλαμβάνουν την κλινική ποικιλότητα (όπως το ιστορικό, την κλινική εξέταση, το λειτουργικό έλεγχο αναπνοής (&) και τις δοκιμασίες κοπώσεως (&), τα απεικονιστικά και παθολογοανατομικά ευρήματα), που σε πολύ περιορισμένο βαθμό αντανακλούν την παθογένεια της παθήσεως, και παρέχουν μικρές δυνατότητες σαφούς προγνώσεως της κλινικής πορείας της. Παρ΄όλο ότι έχουν προταθεί διάφορα βαθμονομητικά συστήαμτα (:scoring systems) δεν συμπεριλαμβάνουν τους βιομοριακούς μηχανισμούς που καθοδηγούν τις ινωτικές εξελίξεις στον κάθε ασθενή (βλέπε: παθογένεια).
Κατά την τελευταία ομοφωνία των ATS/ERS, αναγνωρίζει τη σημασία της διακρίσεως της συνήθους διάμεσης πνευμονίας από την μη ειδική διάμεση πνευμονία και, περαιτέρω, υπογραμμίει ότι η ΙΠΙ συσχετίζεται κλινικά με τη συνήθη διάμεση πνευμονία. Παρά την αναγνώριση της σημασίας της κλινικής διακρίσεως, τα αποτελέσματα της μελέτης χειρουργικών βιοπτικών δειγμάτων ποικίλλουν, ευρέως (&), αν και, γενικά, οι Ιατροί δεν ποαραπέμπουν τους ασθενείς τους για ανοικτή βιοψία πνεύμονος. λόγω της ηλικίας τους, των συνοσηροτήτων και της εν γένει μειωμένης αναπνευστικής λειτουργίας, παρά τις χρήσιμες πληροφορίες που ανακτώνται από την ιστοπαθολογική μελέτη των βιοπτικών δειγμάτων (&). Από την άλλη, η HRCT παρέχει αξιόπιστα ευρήματα με υψηλή ευαισθησία και ειδικότητα και ευρεία, όμως, διακύμανση μεταξύ των απεικονιστών (&, &).            
Η κλινική εικόνα διαμορφώνεται από την παρουσία προοδευτικά επιδεινούμενης δύσπνοιας, με ή χωρίς ξηρό βήχα, τελοεκπνευστικούς τρίζοντες κατά την ακρόαση, και πληκτροδακτυλία, σε >50% των ασθενών. Οι ινωτικές (διάμεσες) πνευμονοπάθειες που συνδέονται με περιβαλλοντικές εκθέσεις ή φαρμακοεπάγωγες πνευμονοπάθειες και παθήσεις του συνδετικού ιστού πρέπει να εξαιρούναι.
Οι λειτουργικές δοκιμασίες πνεύμονος συνήθως δείχνουν περιοριστικού τύπου μείωση της ικανότητας αερισμού με μείωση της ικανόττηας διαχύσεως αερίων στους πνεύμονες. 
Η HRCT, κλασικά, εμφνίζει υποπλεύριες παχύνσεις του διάμεσου ιστού των μεσολοβίων διαφραγμάτων, σε πρότυπο γραμμικών βλαβών και μεταβολές δίκην μελιττοκηρύθρας. Η εντόπιση εικόνας 'θαμβής υάλου' στην HRCT αντιστοιχεί στον κυτταρικό τύπο βλάβης, ενώ τα οι δικτυοζώδεις βλάβες αντιστοιχούν στον ινωτικό.
Εάν τα κλινικά και απεικονιστικά ευρήματα δεν είναι τυπικά, επιβάλλεται η διενέργεια χειρουργικής λήψεως βιοπτικού υλικού. Οι σύγχρονες απόψεις επί της παθογένειας της ΙΠΙ συγκλείνουν στην παραδοχή μιας ιδιότυπης απαντήσεως στη βλάβη των επιθηλιακών κυψελιδικών κυττάρων παρ΄όλο ότι η αιτιολογία της 'βλάβης' παραμένει αδιευκρίνιστη. Η διαδικασία επιδιορθώσεως εμφανίζεται απορρυθμισμένη, λόγω επικοινωνιακών διαταραχών μεταξύ του έχοντος υποστεί βλάβη επιθηλίου και των ινοβλαστών/μυοϊνοβλαστών (στις ινοβλαστικές εστίες). Η παραδοσιακή θεραπεία με στεροειδή και ισχυρών ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων είναι απογοητευτική, αλλά νεότεροι 'αντιινωτικοί' φαρμακευτικοί παράγοντες δοκιμάζονται.  Η ΙΠΙ είναι ένα κλινικοπαθολογικό σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από βήχα, εξελισσόμενη δύσπνοια, τρίζοντες στις βάσεις των πνευμόνων, και περιοριστικού τύπου μείωση της ικανότητας αερισμού των πνευμόνων, σχηματισμό εικόνας μελιτοκηρύθρας στην HRCT και ιστολογικά ευρήματα συνήθους διάμεσης πνευμονίας. Η εξέλιξη της παθήσεως είναι, συνήθως, ύπουλη, αλλά ανυπόστρεπτη και οι περισσότεροι ασθενείς καταλήγουν σε διάστημα 3-8 ετών, υπό προοδευτικά επιδεινούμενη δύσπνοια και αναπνευστική ανεπάρκεια. Τα τρέχοντα θεραπευτικά σχήματα έχουν αποδειχθεί απογοητευτικά, καθώς η αντιφλεγμονώδης θεραπεία με κορτικοειδή, ανοσοκατασταλτικά και κυτταροτοξικά φάρμακα, δεν έχουν αποδώσει αναμενόμενα αποτελέσματα. Παρ΄όλο ότι η παθογένεια της παθήσεως δεν έχει πλήρως διευκρινιστεί, επικρατεί η αντίληψη ότι η αρχική πνευμονική βλάβη προάγεται σ΄ένα φαύλο κύκλο χρόνιας φλέγμονής που οδηγεί στην ίνωση και καταστροφή της αρχιτεκτονικής του πνευμονικού παρεγχύματος. Πρόσφατες εκτιμήσεις συνηγορούν ότι πρόκειται αλληλουχία βλάβης των κυψελιδικών επιθηλιακών κυττάρων, αν και το κρίσιμο σημείο αναφέρεται στη ενεργοποίηση μηχανισμού παρόμοιο με εκείνου που παρατηρείται στις διαδικασίες επουλώσεως τραυμάτων. Κατ' αυτόν, αναγνωρίζονται αντεπιδράσεις μεταξύ επιθηλιακών και μεσυγχυματικών κυττάρων, αλλοιώσεις του φαινότυπου και αύξηση της στρατολογήσεως των ινοβλαστών κι εκτεταμένη εναπόθεση κολλαγόνου και μορίων εξωκυττάριου δικτύου. Πληθώρα κλινικών μελετών τελούν υπό εξέλιξη ή είναι στο στάδιο του σχεδιασμού τους, οι οποίες περιλαμβάνουν φάρμακα, όπως η ιντερφερόνη γ 1b η πιρφενιδόνη, η ακετυλοκυστεΐνη, η ετανεσέρπτη (ένας αναστολέας του TNF-a) η μποσεντάνη (ανταγωνιστής υποδοχέων ενδοθηλίνης -1) και το zileuton (Αναστολέας της 5-λιποξυγενάσης). Στις μελλοντικές επιδιώξεις είναι η επαναεπιθηλιοποίηση των κυψελιδικών κυττάρων και των εστιών των ινοβλαστών-μυοϊνοβλαστών που διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην παθογένεια της ΙΠΙ.
- Μερικές ενδείξεις συνηγορούν ότι άγνωστοι γενετικοί παράγοντες μπορεί να εισφέρουν στην επίπτωση της ΙΠΙ, αλλά οι ανακοινώσεις που συνδέουν την εμφάνιση ΙΠΙ με το σύστημα HLA, δεν έχουν σταθερά επιβεβαιωθεί. Εν τούτοις, αυξημένη συχνότητα αυτοαντισωμάτων σε ασθενείς με ΙΠΙ αναγνωρίζονται με, προοδευτικά, αυξανόμενο ρυθμό. Η σημασία των σχέσεων αυτών, είτε υπό επιδημιολογικούς ή υπό παθογενετικούς όρους, δεν έχουν, ακόμη, τεκμηριωθεί, ώστε, για την ώρα, γενετικοί παράγοντες δεν φαίνεται ότι συσχετίζονται με σποραδικές περιπτώσεις ΙΠΙ ή άλλες μορφές ιδιοπαθούς διάμεσης πνευμονίας. Η οικογενής πνευμονική ίνωσαη είναι πολύ σπάνια και δεν αριθμεί παρά το 0.5-3.0% όλων των περιπτώσεων ΙΠΙ παρέχουν τις καλύερες ενδείξεις μιας γενετικής διασυνδέσεως της παθήσεως.
Μεταλλάξεις του γονιδίου της πρωτεΐνης C της επιφανειοδρατικής ουσίας έχει αναγνωριστεί ως αίτιο της συνήθους διάμεσης πνευμονίας σε 14 άτομα 6 διαδοχικών γενεών της ίδιας οικογένειας. Η μεγαλύτερη μελέτη επί της οικογενοπυς κατανομής της ΙΠΙ, έλαβε χώρα στις ΗΠΑ και αφορούσε 111 οικογένειες που είχαν 309 προσβεβλημένους ασθενείς και 360 μη προσβεβλημένους. Από τη μελέτη αυτή συμπεράνθηκε ότι η οικογενής πνευμονική ίνωση μεταδίδεται με αυσωμιακό επιοκρατούν χαρακτήρα με πικίλλουσα διείσδυση. Οι μεγαλύτερες ηλικές, το ανδρικό φύλλο και το καπνιστικό ιστοπρικό, συνδέονται με την οικογενή ΙΠΙ, κατά παρόμοι τρόπο, όπως η σποραδικότητα της ΙΠΙ. Ποσοστό 44% των προσβληθέντων είχαν φαινοτυπική ετερογένεια και τα επικρατούντα απεικονιστικά/ιστολογικά ευρήματα ήταν εκείνα της συνήθους διάμεσης οπνευμινίας, σε ποσοστό 80%. Σε σύνολο, οι κλινικές εικόνες και οι δείκτες επιβιώσεως της οικογενούς ΙΠΙ είναι παρόμοιες εκείνων της σποραδικής ΙΠΙ.
Αναδόμηση πνεύμονος επί ΙΠΙ. Επί ΙΠΙ, τα κυψελιδικά επιθηλιακά κύτταρα υφίστανται επιμήκυνση και τροποποίηση της εκφράσεως της κυτοκερατίνης, ενώ αποκτούν την ευχέρεια να μεταμορφώνονται σε ινοβλάστες, σε απάντηση στην επίδραση προϊνωτικών παραγόντων, όπως ο μετασχηματιστικός αυξητικός παράγων (transforming growth factor, TGF-β) (&, &), ο αυξητικός παράγων του συνδετικού ιστού (connective tissue growth factor CTGF), ο αυξητικός παράγων των αιμοπεταλίων (platelet-derived growth factor, PDGF) (&), η ενδοθηλίνη -1 (&) και ο ογκονεκρωτικός παράγων (tumour necrosis factor, TNF)-α, τους οποίους, επίσης, εκκρίνουν (&).
χρόνιες βρογχοπάθειες
  Πρόσφατα, το βρογχικό επιθήλιο έχει μελετηθεί ως δυνητική πηγή ινοβλαστών και μυοϊνοβλαστών στις χρόνιες διεργασίες ιστικής αναδιαμορφώσεως των αεραγωγών, που αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό σε νοσήματα των αεραγωγών, όπως το άσθμα, η ΧΑΠ και η συγκλειστική βρογχιολίτιδα. Στις παθήσεις αυτές, οι επαναλαμβανόμενοι ερεθισμοί εξωγενών ή ενδογενών παραγόντων (αλλεργιογόνα, κύκλοι φλεγμονής από και προς τους αεραγωγούς, κάπνισμα και ατμοσφαιρικοί ρύποι) οδηγούν σε χρόνια φλεγμονή. Σε απάντηση αυτής της χρόνιας ή συνεχώς αναπαραγόμενης φλεγμονής προκαλούνται διεργασίες άτυπης ή ανέλεγκτης ιστικής επιδιορθώσεως που εισφέρουν στην παραγωγή συστατικών του εξωκυττάριου δικτύου, ιστικής αναδιαμορφώσεως και σταθερής βρογχικής αποφράξεως. Η προέλευση των ινοβλαστών δεν έχει ακόμη διευκρινιστεί, αν και πιθανολογείται μετασχηματισμός των μεσεγχυματικών κυττάρων που έχουν υποστεί βλάβη (&) ή πολλαπλασιασμός προγονικών κυττάρων ή αυτόχθονων ινοβλαστών.
Όπως είναι γνωστό, το κάπνισμα εισφέρει στην ιστική αναδιαμόρφωση του αναπνευστικού συστήματος. Ως μέρος της ιστικής ανδιαμορφώσεως περιγράφεται και η περιβρογχιολική ίνωση που απρατηρείται στους μικρούς αεραγωγούς ασθενών με ΧΑΠ που εισφέρουν στη διαμόρφωση συνθηκών περιορισμού της ροής. η ΕΜΜ εμπλέκεται στο σχηματισμό της περιβρογχικής ινώσεως (&).  |άσθμα.|πήξη και αντιπηξία επί ΙΠΙ|ΙΠΙ επί ΣΣ|attachmentΧοληστερίνη, λιποπρωτεΐνες  και υποκλινική διάμεση πνευμονοππάθεια|