import_contacts Υπάρχει περιορισμένος αριθμός δεδομένων για την επίπτωση, τον επιπολασμό και τη θνητότητα της ΙΠΙ. Πρόσφατα, έχουν εκπονηθεί δύο συστηματικές μεταναλύσεις από τις οποίες προκύπτει ότι η νοσηρότητα και η θνητότητα της ΙΠΙ αποοκλίνει ευρέως μεταξύ των διαφόρων μελετών παρατηρήσεως (
&,
&). Σύμφωνα με τη δεύτερη από τις μελέτες αυτές, που δημοσιεύτηκε το 2015, οι αποκλίσεις αυτές μπορούν να αποδοθούν στις διαφορετικές μεθοδολογίες που χρησιμοποιήθηκαν και όχι στην παρουσία γεωγραφικών διαφορών της παθήσεως καθ΄αυτή, όπως και στις διοφορές μεταξύ των διαγνωστικών κριτηρίων που χρησιμοποιήθηκαν ή ακόμη και στον ορισμό, καθαυτόν της παθήσεως. Ένας σημαντικός παράγοντας, που εισφέρει στην μείωση της συμβατότητας των μελετών παρατηρήσεως, στα συμπεράσματα των οποίων διαπιστώνεται απόκλιση, είναι η χρησιμοποιούμενη μεθοδολογία για την εισαγωγή και την επανεκτίμηση των οδηγιών ταυτοποίησεως της διάμεσης πνευμονοπάθειας, εν γένει και της διαμέσου ινώσεως, ειδικότερα (
&). Τελευταία, η ακτινολογική και παθολογοανατομική περιγραφή και, επομένως, η ταξινόμηση των μορφών αυτών έχουν τύχει αλλεπάλληλων σημαντικών βελτιώσεων, γεγονός, όμως, που δυσχεραίνει τη σύγκριση μεταξύ μελετών που δημοσιεύτηκαν σε διαφορετικές εποχές (
&,
&).
Όπως προειπώθηκε στο ένθετο του παρόντος, ο επιπολασμός και η επίπτωση της παθήσεως δεν έχουν με βεβαιότητα εντοπιστείθ, λόγω δυσχερειών, οι κυριότερες των οποίων, όπως αναφέρηκε προηγουμένως, αφορούν σε μεθοδολογικά ζητήματα. Σε πρόσφατες μελέτες συμπεραίνεται ότι ότι προοδευτικά, η επίπτωση και ο επιπολασμός αυξάνεται, καθώς έχει διπλασιαστεί μεταξύ 1990 και 2003 (
&). Το γεγονός αυτό δεν απόδίδεται σε αύξηση του προσδόκιμου εποιβιώσεως ούτε στην αβεβαιότητα τγων ηπιότερων περιπτώσεων, καθώς, για παράδειγμα, η επίπτωση της σαρκοειδώσεως δεν έχει μεταβληθεί στο ανωτέρω διάστημα. Η αναλογία μεταξύ επιπτώσεως (Α νέες περιπτώσεις/κατ΄έτος) σαρκοειδώσεως και ΙΠΙ είναι ~ 3/4. Στις ΗΠΑ, η επίπτωση της ΙΠΙ ποικίλει μανάλογα με το πληθυσμιακό ειγμα που μελετήθηκε και τους χρησιμοποιούμενους ορισμούς, με βάση τους οποίους εισήχθησαν οι ασθενείς στις μελέτες, από 14-29.7/100.000, αναλογία που φαίνεται ότι έχει αυξηθεί την τελευταία δκαετία, αλλά και μεταξύ 42-63/100.000, ανάλογα με τη χρησιμοποιηθείσα μεθοδολογία (
&). Η διαπιστούμενη απόκλιση μταξύ των διαφόρων μελετών οφείλεται σε σειρά παραγόντων που σχετίζονται με τις διακρίσεις των επιμέρους κλινικο -εργαστηριο -απεικονιστικών μεθόδων που χρησιμοποιήθηκαν από διάφορα κέντρα για τη διάγνωση. Π.χ., η IPI και η μη ειδική διάμεση πνευμονία πρέπει να διακρίνονται μεταξύ τους, επειδή, παρ΄όλη την ομοιότητα της κλινικής τους εικόνας, η δεύτερη έχει καλύτερη απάντηση στη θεραπεία με ανοσοκατασταλτικά και, άρα, καλύτερη πρόγνωση
(
&,
&). Εάν αναμεριχθούν περιπτώσεις με ΙΠΙ και άλλου τύπου διαμέσων πνευμονοπαθειών, είναι πιθανό να προκύψουν αποκλίσεις στα επιδημιολογικά δεδομένα. Σημειώνεται ότι η εισαγωγή της HRCT και, σύμφωνα με τις οδηγίες της ATS (2011) οοι γνωστές περιπτώσεις ILD πρέπει να εξαιρούνται από τις περιπτώσεις ΙΠΙ (
&). Τέλος, μπορεί να παρεισφρύουν γεωγραφικές διαφορές, οφειλόμενες στις διαφορετικές διαγνωστικές συνθήκες (
&).