Η σπιρομέτρηση χρησιμοποιείται για τη μέτρηση των εισ(εκ)πνευστικών ροών και των όγκων του αέρος στον πνεύμονα. Οι μετακινούμενοι όγκοι μετρώνται με την άμεση σπιρομέτρηση, οι αμετακίνητοι όγκοι, με την έμμεση (à1197, 1198, 1199). Είναι η κοινότερη δοκιμασία λειτουργικού ελέγχου αναπνοής, για την εκτίμηση ασθενών με αναπνευστικά συμπτώματα ή συστηματικές παθήσεις με επινέμηση του αναπνευστικού[i]. Για την αποφυγή επιμολύνσεων, προτείνεται η χρησιμοποίηση μιας χρήσεως αποστειρομένων μετατροπέων ροής, που, πρακτικά, αποκλείει τη μετάδοση μολύνσεων από ασθενή σε ασθενή, αλλά μπορούν να χρησιμοποιηθούν και αποστειρωμένα επιστόμια, μιας χρήσεως. Εναλλακτικά, πρέπει να υποδεικνύεται στους ασθενείς να μην εισπνέουν μέσα από το σπιρόμετρο, πριν την εκτέλεση της μεγίστης εκπνευστικής προσπάθειάς τους.
Πρέπει να σημειωθεί ότι ο όγκος που μετριέται με τη δοκιμασία της καμπύλης ροής-όγκου διαφέρει σημαντικά από τις μεταβολές του όγκου αέρος που παρατηρούνται μέσα στο θώρακα. Είναι γνωστό ότι κατά τη διάρκεια δυναμικής εκπνοής, μέρος της ελαττώσεως του απόλυτου όγκου του ενδοπνευμονικού αέρα δεν οφείλεται στη σταδιακή εκπνοή αυτού, αλλά στη συμπίεσή του. Η διάκριση ανάμεσα στην εκπνοή αέρα, μετρημένη στο στόμα, και της συμπιέσεως του εναπομείναντος στο θώρακα (που μπορεί να μετρηθεί μέσω πληθυσμογράφου) τείνει να είναι μεγαλύτερη, με την αύξηση της προσπάθειας που καταβάλλει ο εξεταζόμενος, μέσω των επικουρικών εκπνευστικών του μυών, ιδίως, όταν οι αντιστάσεις των ενδοθωρακικών αεραγωγών είναι αυξημένες.
[i] Ferguson GT, Enright PL, Buist AS, Higgins MW. Office spirometry for lung health assessment in adults: A consensus statement from the National Lung Health Education Program. Chest. 2000;117(4):1146.