Σπιρομέτρηση, στο ιατρείο

&

H σπιρομέτρηση γνωρίζει ευρύτατη διάδοση, όχι μόνο στην κλινική πνευμονολογία και καρδιολογία, αλλά και στη γενική ιατρική, που κυρίως ασκείται σε επίπεδο πρωτοβάθμιας περιθάλψεως. Ως αναπόφευκτη αναγκαιότητα, προοδευτικά, παγιώνεται ως μέσον προσυμπτωματικού ελέγχου σε διατάξεις ΠΦΥ, δίπλα στο σφυγμομανόμετρο, τον ηλεκτροκαρδιογράφο, τη μέτρηση γλυκόζης, ηλεκτρολυτών και τριγλυκεριδίων αίματος. Παθολογικές εκβάσεις σπιρομετρήσεως αποτελούν ένδειξη αυξημένου κινδύνου νοσηρότητας και πρωίμου θανάτου από ποικιλία πνευμονικών και εξωπνευμονικών παθήσεων, που εκφέρονται με αποφρακτικού, περιοριστικού ή μικτού τύπου μειώσεως της ικανότητας αερισμού στους πνεύμονες. Με τη σύγχρονη συνειδητοποίηση της κλινικής σημαντικότητας της σπιρομετρήσεως, σε επίπεδο ιδιωτικού ή εξωτερικού ιατρείου δημόσιου νοσηλευτηρίου, δικαιώνεται η επιλογή του John Hutchinson, ο οποίος το 1846 όρισε την αντίστοιχη σπιρομετρική τιμή ως ζωτική (και όχι, π.χ., απλά, αναπνευστική) χωρητικότητα (:vital capacity, VC) .

Μεγάλες Πνευμονολογικές Εταιρείες, όπως η American Thoracic Society και η European Respiratory Society εξειδικεύουν με περιοδικά αναθεωρούμενες δημοσιεύσεις τις συνθήκες ορθής διενέργειας της σπιρομετρήσεως και παρέχουν χρήσιμες πληροφορίες και τις αναγκαίες κλείδες ερμηνείας των αποτελεσμάτων, σε επίπεδο Γενικής Ιατρικής.  Η ενσωμάτωση της σπιρομετρήσεως στο σύνολο των κλινικοεργαστηριακών εξετάσεων με τις οποίες διευκρινίζεται το είδος, η βαρύτητα και η πρόγνωση διαφόρων παθολογικών εκτροπών, θα ενισχύσει την αυτοτέλεια της ΠΦΥ στο σχεδιασμό θεραπευτικών προγραμμάτων και προγραμμάτων προαγωγής υγείας που αποτελούν μέρος της επιχειρησιακής δράσεως της ΠΦΥ