Ανοσία




περιεχόμενα: εισαγωγή | ανοσία στους πνεύμονες  | μηχανισμοί αυτοανοσίας | εκτίμηση της αμυντικής λειτουργίας του πνεύμονος
βιβλιογραφία
εισαγωγή
Η ικανότητα ενός οργανισμού να αντιστέκεται σε μια μόλυνση. Υπάρχουν δύο ειδών βασικών ανοσολογικών λειτουργιών: [α] η χυμική ανοσία (humoral) που διευθείται από τα λεμφοκύτταρα Β, παρέχει προστασία από μικρόβια, και αποτρέπει την αναπραγωγή ιών και, [β] η κυτταρική ανοσία (cell mediated) που διευθείται από τα Τ λεμφοκύτταρα από τον θύμο αδένα. Υπάρχουν 3 βασικά είδη Τ λεμφοκυττάρων: τα κυτταροτοξικά, τα βοηθητικά (επικουρικά), και τα κατασταλτικά (suppressor). Τα κυτοτοξικά αντιδρούν σε συγκεκριμένα αντιγόνα, κια σκοτώνουν τα προσβεβλημένα από τον ιό κύτταρα παράγοντας τοξικές ουσίες, που τα καταστρέφουν. Τα επικουρικά λεμφοκύτταρα ενισχύουν τη δράση των κυτοτοξικών λεμφοκυττάρων, των Β-λεμφοπκυττα΄ρων και των μακροφάγων, παράγοντας διάφορες λεμφοκίνες όπως η IL-2. Τα καταδταλτικά Τ-λεμφοκύτταρα παράγουν ένα αντισταθμιστικό του ανοσοποιητικού αποτέλεσμα, παράγοντας λευκοκίνες που ανατέλλουν τη δραστηριότητά του.
  η χυμική ανοσία στους πνεύμονες
Πειραματικά δεδομένα συνηγορούν επί μιας ευνοϊκής δράσεως των αντισωμάτων, επ΄αφορμή λοιμώξεων.
Οι απαντήσεις των αντισωμάτων στον πνεύμονα έχουν ερευνηθεί με σειρά μελετών. Η έκθεση σε αντιγόνο συνεπάγεται την ανάπτυξη ειδικών για το αντιγόνο Β-λεμφοκυττάρων στους πνεύμονες και τους παρακείμενους λεμφαδένες. Μετά από έκθεση σε αντιγόνο, στρατολογούνται παρατεταμένης επιβιώσεως Β-λεμφοκύτταρα που εγκαθίσταται στην περιοχή της προσβολής. Παράγονται ειδικά για το αντιγόνο αντισώματα, όπως επίσης και δι:ιδρώνονται από την αιματική κυκλοφορία. Η διΐδρωση αυξάνεται, κατά τη διάρκεια της φλεγμονώδους τοπικής αντιδράσεως, όπου η αγγειακή διαπερατόττηα αυξάνεται. Π.χ., η παθητική διΐδρωση οψωνικών IgG μονοκλωνικών αντισωμάτων εναντίον στελέχους λιπο-ολιγοπολυσακχαριτών του αιμόφιλου της γρίπης διευκολύνει την εξουδετέρωση του παθογόνοπυ μικροβίου και η περιφερτική ανοσοποίηση προστεταύει εναντίοπν του αιμόφιλου της γρίπης. Αντισώματα διειδρούμενα από τον ορό, επικουροών στην επίταση της φαγοκυτταρώσεως μικροβίων, τόσο in vιtro, όσο και in vivo κι, έτσι, αυξάνουν σημαντικά την αντίσταση του ξενιστή έναντι μικροβιακών επιβουλών.
H χυμική ανοσία μπρεί, επιπλέον, να παίξει ρόλο έναντι μυκήτων, όπως είναι ο C. neoformans. Η ιδιαιτερότητά του έγκειται στο γεγονός ότι διαθέτει μια αντιφαγοκυταρική κάψουλα από πολυσακχαρίτες, με την οποία προστατεύεται. Κατά τη λοίμωξη από C. neoformans παράγονται αντισώματα έναντι ποικιλίας αντιγόνων. Τα αντiσώματα έναντι των αντιγόνων αυτών μπορεί να αποδειχθούν σωτήρια σε θανατηφόρες δόσεις neoformans, τουλάχιστον σε πειραματικές διατάξεις. Άτομα με ελλείμματα στη χυμική άμυνα είναι επιρρεπέστερα έναντι λοιμώξεων από C neoφormans, ακόμη και νόσω η κυτταρική άμυνα μέσω των Τ-λεμφοκυττάρων θεωρείται ότι αποτελεί την κύρια άμυνα του ξενιστή έναντι των προσβολών αυτών. Οι απαντήσεις μέσω των αντισωμάτων διαμεσολαβούνται με ενεργοποίηση του συμπληρώματος, ενίσχυση της φαγοκυτώσεως από τα μακροφάγα, ουδετερόφιλα, τη μ ικρόγλοια, τα ηωσινόφιλα, και τα μονοπύρηνα τπυ περιφερικού αίματος. Επιπλέον, τα αντισώματα αντεπιδρούν με τη συγκολλητική ικανότητα του C. neoformans με ανθρώπινα κύτταρα και συναθροίζονται αποσύρωντας πολυσακχαριδικά αντιγόνα από τον ορό. Επιπλέον, η παρουσία προστατευτικών αντισωμάτων επηρεάζει την παραγωγή κυτοκινών, ως απάντηση λοιμώξεως από C. neoformans υποδηλώνοντας την πολύπλοκότερη σχέση μεταξύ της χυμικής και κυτταρικής άμυνας, παρ΄ό,τι εθεωρείτο παλαιότερα.
Ο σχηματισμός προστατευτικών  χυμικών αντισωμάτων μειώνεται στους ηλικιωμένους προκαλώντας, έτσι, σημαντικά προβλήματα στους πνεύμονες επειδή οι αναπνευστικές λοιμώξεις είναι κοινές και απολήγουν σε αυξημένη νοσηρότητα και θνητότητα, μεταξύ των ηλικιωμένων. Πειραματικές μελέτες δείχνουν ότι τα ηλικιωμένα πειραματόζωα χρησιμοποιούν άλλα γονίδια ποορκειμένου να κωδικεύσουν αντισώματα, με αποτέλεσμα την εξασθένηση του προστατευτικού ρόλου του αμυντικού συστήματος. Επιπλέον, η συχνόττηα μεταλλάξεων των Β κυττάρων μπορεί να μειώνεται μα την πάροδο της ηλικίας, έτσι, ώστε η παραγωγή αντισωμάτων να υποχωρεί.Επομένως, υπάρχει ζωηρό ενδιαφέρον στη διαχείριση της άμυνας στους πνεύμονες μεταξύ των ηλικιωμένων.
Με την καλύτερη κατανόηση των αμυντικών μηχανισμών στους πνεύμονες, οι περισσότερες ανοσολογικής υφής πνευμονοπάθειες δεν εμπίπτουν στην κατά Coobs κατηγορία της βλάβης του ενός κυττάρου. Το άσθμα, π.χ., είναι κάτι περισσότερο από μια αναφυλακτική αντίδραση που πυροδοτείται μέσω της IgE και η αλλεργική βρογοπνευμονική ασπεργίλλωση μοιράζεται χαρακτήρες τόσον από την αντίδραση υπερευαισθησίας τύπου ΙΙΙ και IV, όσο και από υπρευαισθησία τύπου Ι. Η χρόνια πνευμονία εξ υπερευιαθησίας εμφανίζει χαρακτήρες τόσο υπερευαισθησίας τύπου IΙΙ ( των ανοσοσυμπλεγμάτων) όσο και IV (κυτταρική ή επιβραδυνόμενη. Ο παράγων 'ξενιστής' είναι σημαντικός καθοριστής της εκφράσεως των βλαβών αυτών καθώς μόνο μια μειονότητα ατόμων που εκτίθεται στα γνωστά αντιγόνα εμφανίζουν παρενέργειες. Διάφοροι γενετικοί παράγοντες θα μπορούσαν, επίσης,  να είναι σημαντικοί καθοριστές της εκφράσεως παρόμοιων αντιδράεων παρ΄όλο ότι μελέτες στο πεδίο της μείζονος ιστοσυμβατότητας έχουν καταλήξει σε αντικρουόμενα αποτελέσματα. Επί σαρκοειδώσεως, έχει βρεθεί συσχέτιση με το HLA-B8 στους Αμερικανούς και με το HLA-DRw52 με τους Ιάπωνες. ΠΑρόμοια συσχέτιση έχει, επίσης, βρεθεί με την πνευμονία εξ υπρευαισθησίας.
Οι υπέυθυνες για τις ανοσοαντιδράσεις αυτές κυτοκίνες έχουν απομονωθεί και περιλαμβάνονται IL-1, TNF-a, IL-6 IL-8, καιλυμοφοκίνες ( IL-2 και IL-3), ο GNCSF (ILK-4 και IL-5, IFN-γ) και οι μεσυγχυματικοί αυξητικοί παράγοντες PDGF, TGF-β, και IGF-1. Η ταξινόμηση των λεμφοκυτταρικών μμεταβολών στους πνεύμονες τελεί υπό ανασκευή ως αποτέλεσμα των εφαρμογών των διαφόρων ανοσοϊστοχημικών και μοριακών τεχνικών. Παρομοίως οι ανοσολογικής υφής παθολογικές καταστάσεις που συνοδεύουν την παθολογία της μεταμοσχεύσεως οργάνων και τη λόίμωξη HIV έχουν με σαφήνεια και οι λεμφοκυτταρικές διάμεσες πνευμονοπάθειες που συνδεύουν τα νοσήματα αυτά έχουν σαφή ανοσολογική βάση. Αυξανόμενος όγκος ενδείξεων, επίσης, υπογραμμίζουν το ρόλο των οπικών αμυντικών μηχανισμών στην παθογένεια της πνευμονικής ινώσεως. Επομένω, οι αμυντικοί μηχανισμοί αποτελούν παθογενετικό υπόστρωμα πολύ μεγάλου αριθμού πνευμονοπαθειών.
εκτίμηση της αμυντικής λειτουργίας στον πνεύμονα
Διατίθεται μεγάλη ποικιλία δοκιμασιών για την εκτίμηση της ανοσολογικής καταστάσεως στους πνεύμονες. Στις συχνότερα χρησιμοποιούμενες περιλαμβάνονται:
[α] συγκεντρώσεις ιδιαίτερων ανοσοσφαιρινών στον ορό. Οι συγκεντρώσεις IgE στο άσθμα είναι υψηλές και αποτελούν χρήσιμο διαγνωστικό εργαλείο για τη διάγνωση των βρογχοπνευμονικών μυκητιάσεων. Ομοίως, τα επίπεδα των IgG μειώνονται σε σημαντικό βαθμό επί υπογαμμασφαιριναιμίας.
β] δοκιμασίες ανασοδιαχύσεως ιζηματινών. Χρησιμοποιούνται για την διάγνωση της κοκκιδιοειδομυκώσεως και της Ασπεργιλλώσεως. Αντιγόνο προστίθεται στον ορό τους ασθενούς και ένόσω ο ασθενής έχει αντισώματα έναντι του αντιγόνου παρατηρείται καθίζηση των συμπλεγμάτων αντιγόνου-αντισώματος.
[γ] προσήλωση του Συμπληρώματος Η δοκιμασία χρησιμοποιείται για την ανίχνευση και την ταυτοποίηση της παρουσίας ειδικών αντισωμάτων για παθήσεις όπως η κοκκιδιοειδομύκωση και η ασπεργίλλωση. Στη δοκιμασία αυτή εμπλέκονται αντισώματα, όπως τα IgG που αντιδρούν με αντιγόνο και συμπλήρωμ. Η δκιμασία διενεργείται χρησιμοποιώντας σειρά διαλύσεων για την ποσοτικοποίηση του ποσού του αντισώματος, που είναι παρόν και εκφράζεται σε 1:2, 1:4, 1:16 κλπ. Σε όσο μεγαλύτερη αραίωση εμφανίζεται θετική η αντίδραση τόσο περισσότερο αντίσωμα είναι παρόν.
[δ] δοκιμασία ανσοσοαπορροφήσεως αλλεργιογόνου (radioallergosorbent test RASTEST). Η δοκιμασία χρησιμοποιείται με ειδικές χρωστικές προκειμένου να ανιχνευτούν καθιζήσεις ανοσοσυμπλεγμάτων.
[ε] δοκιμασία επιβραδυνόμενης υπερευαισθησίας (Υπερευαισθησία τύπου ΙV). Η δερματική δοκιμασία χρησιμοποιείται για έλεγχο της ικανότητας των ατόμων να ανπτύξουν επιβραδυνόμενη ανοσία και συζητείται λεπτομερώς στο κεφάλαιο περί φυματιώσεως. |Υπερευαισθησίας αντιδράσεις|.