Είναι ο μέγιστος όγκος που μπορεί βραδέως να εκπνευσθεί μετά μεγίστη, αλλά βραδέως εκτελούμενη, εισπνοή. Η εκπνοή δεν πρέπει να είναι βίαιη ούτε βιαστική. Δεν τίθενται, δηλαδή, χρονικοί περιορισμοί στη μέγιστη εκπνευστική προσπάθεια που εκτελεί ο εξεταζόμενος και μπορεί επίσης να μετρηθεί με εκτέλεση βαθειάς εισπνοής, που ακολουθεί προηγούμενη βαθύτατη εκπνοή. Διενερρεγείται με σπιρόμετρα τα οποία είναι σχεδιασμένα να συγκεντρώνουν δεδψομένα επί διάστημα τουλάχιστον 30 sec. Η SVC είναι χρήσιμη σε περιπτώσεις όπου η FVC είναι μειωμένη, λόγω αποφράξεως, καθώς η βραδεία εκπνοή συνεπάγεται μικρότερη δυναμική συμπίεση των αεραγωγών, ώστε όχι σπάνια, ο ασθενής μπορεί να εκπνεύσει ικανή, σχεδόν φυσιολογική, VC. Αντίθετα, η VC, επί περιοριστικών συνδρόμων ευρίσκεται μειωμένη, τόσο επί FVC, όσο και επί SVC, τεχνικών. Έτσι, όταν τόσο η FVC, όσο και η SVC είναι φυσιολογική, η περιοριστικού τύπου μείωση τηςικανότητας αερισμού πρέπει, ουσιωδώς, να αποκλεισθεί, ώστε καθίστται περιττή η περαιτέρω μελέτη του υπολειπομένου όγκου και της TLC[i].
[i] Aaron SD, Dales RE, Cardinal P. How accurate is spirometry at predicting restrictive pulmonary impairment? Chest. 1999·115(3):869.