η συζήτηση για την Ευθανασία - μέρος 1ο

  Γύρο από το πρόβλημα της ευθανασίας έχει αναπτυχθεί ένα πλέγμα συγκρουόμενων απόψεων και άτεγκτων πεποιθήσεων, που προκαλούν συσκοτίσεις και απαράκαμπτα εμπόδια στην ομαλή διεξαγωγή του δημόσιου διαλόγου.  Κι αυτό, όχι μόνο επειδή ο ορισμός της ευθανασίας και τα εννοιολογικά της χαρακτηριστικά τελούν ακόμη υπό το κράτος ασάφειας, αδιευκρίνιστης αιτιολογίας, αλλά και επειδή, επίσης, στη νομική επιστήμη εξακολουθούν να υπάρχουν αμφιβολικές θέσεις σχετικά με τις διάφορες μορφές επιδιωγμένου θανάτου.

Η στάση της κοινωνίας απέναντι στο θάνατο έχει ριζικά μεταβληθεί και, θεωρώντας τον ως μη αναστρέψιμη μηχανική διαταραχή, ως ατυχή παρέκκλιση ή απρόβλεπτη επιπλοκή, που θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί με την ενεργοποίηση κατάλληλης τεχνολογίας, τον αποσιωπά και τον παραμερίζει. Η ιατρική πρόοδος (με την κατακλυσμιαία διείσδυση της βιοτεχνολογίας και την αποκρυπτογράφηση του γονιδιακού κώδικα των έμβιων όντων), οι νομοθετικές εξελίξεις (με τις αναθεωρήσεις πληθώρας παγιωμένων πεποιθήσεων και την εκτεχνίκευση της ηθικής) και, κυρίως, η αγοραία μεταμόρφωση της κοινωνίας οιστρηλάτισαν τον σύγχρονο άνθρωπο να προτάξει την υλική υπόσταση του ατόμου, ως κοινωνικού υποκειμένου, έναντι της ασώματης εσωτερικότητάς του, της ενδόμυχης βουλήσεώς του. Στα αποτελέσματα των εξελίξεων αυτών συγκαταλέγεται και η μετουσίωση της ευθανασίας, που, ουσιαστικά, επιδιώκεται να αποτελέσει τον συνηθέστερο τρόπο "τελικής εξόδου από τη ζωή", καθώς η κοινή γνώμη υποκινείται να διαμορφώσει προοδευτικά ευνοϊκή θέση για την αποδοχή μερικών τουλάχιστον μορφών της, όπως η παθητική ευθανασία και η ιατρική συνδρομή σε αυτοκτονία.

Είναι, επομένως, καιρός να εξετάσουμε με αντικειμενικότητα, χωρίς προκατάληψη το ζήτημα της ευθανασίας, με σκοπό να προσεγγίσουμε το ερώτημα, εάν πρέπει η ευθανασία να νομιμοποιηθεί.

Στο κεφάλαιο αυτό, επιχειρείται μια κριτική προσέγγιση των "διαξηφισμών" μεταξύ της "πτέρυγας", που εισηγείται τη νομιμοποίηση της εκούσιας ευθανασίας και των μορφών με συναίνεση, εικαζόμενη συναίνεση ή και χωρίς συναίνεση των ανιάτως πασχόντων ασθενών, και των αρνητών κάθε μορφής επιδιωγμένου θανάτου, επομένως και της ευθανασίας, που την απορρίπτουν ως συνδυασμένη ενέργεια αυτοχειρίας και ανθρωποκτονίας. Επιχειρείται να αποτυπωθούν τα κοινωνικο-οικονομικά και πολιτικο-νομικά χαρακτηριστικά της ευθανασίας, ως "εύλογης αιτιάσεως" και τα πολιτικά οφέλη, που η κυρίαρχη ιδεολογία αναμένει από τη συντήρηση της συζητήσεως και από την όποια κατάληξή της. Με τον όρο "εύλογη αιτίαση" διεκδικούνται ηθικονομικές, κοινωνικοπολιτικές ή άλλης φύσεως επενδύσεις φαινομένων, τα οποία έχουν ήδη καταστεί κοινωνική πρακτική, στην οποία προσφεύγει ή ανέχεται η κοινωνία, χωρίς να έχει προηγηθεί επαρκής και κατάλληλη θεωρητική τεκμηρίωση. Όταν η νομιμοποίηση της ευθανασίας προβάλλεται ως εύλογη αιτίαση, σημαίνει ότι η κυρίαρχη γνώμη επείγεται να διαμορφώσει ένα πλαίσιο ομοφωνίας, στο οποίο θα οριοθετήσει τις, βασισμένες στις αποφάνσεις της επιστημονικής κοινότητας, δράσεις της. Όπως θα συζητηθεί, η ιστορία της ευθανασίας διακρίνεται σε αλλεπάλληλους κύκλους επικαιροποιήσεως ή παραγκωνισμού. Ο παραγκωνισμός της, ως οικονομικό μέτρο περιστολής εξόδων, ευκοσμίας ή ευγονικής αναβαθμίσεως της κοινωνίας συνέπιπτε με περιόδους οικονομικής ευμάρειας, που ενθάρρυνε διεκδικήσεις κοινωνικών δικαιωμάτων, καταστούσε εφικτή την ανάπτυξη κράτους πρόνοιας και κοινωνικής αλληλεγγύης και, ταυτόχρονα, διευκόλυνε τη λήψη μέτρων κατά της ανασφάλιστης εργασίας, της πείνας, της λειψυδρίας, του αναλφαβητισμού και της εργασίας ανηλίκων και υπέρ των αστέγων. Αντίθετα, περίοδοι οικονομικής υφέσεως ή διοικητικής διαφθοράς, κρίσεων θεσμών και κοινωνικής παρακμής, επικρατήσεως ολοκληρωτικών καθεστώτων συνοδεύτηκαν από αναζωπύρωση του ευθανασιακού αιτήματος και συρρίκνωση της ατομικότητας, των ελευθεριών και της κοινωνικής ασφάλειας. Εκεί όπου οι οικογενειακοί δεσμοί είναι χαλαροί, κάτω από το κράτος της ακατάληκτης εργασιομανίας και του κυνηγιού της καριέρας και τα συστήματα υγείας υπερεκτεχνικευμένα και απρόσωπα, εκεί τα αιτήματα ευθανασίας και οι "εκ των προτέρων οδηγίες για μη χρήση εξειδικευμένων μέσων για μάταιη παράταση της ζωής" και οι διαθήκες εν ζωή πληθαίνουν, ως αποτέλεσμα της παροτρύνσεως της κοινής η γνώμης από τους προπαγανδιστικούς μηχανισμούς της κυρίαρχης πολιτικής εξουσίας. Η ένταση, με την οποία σε κάθε ιστορική περίοδο της ανθρωπότητας προβάλλεται το ευθανασιακό αίτημα, ως εύλογη αιτίαση, αποτελεί βαρόμετρο των κοινωνικοοικονομικών διακυμάνσεων και, με την έννοια αυτή, καθίσταται ακόμη επιφυλακτικότερη η ηθική της αναγνώριση.

I

 Το δοκίμιο αυτό βασίστηκε στην επεξεργασία της ιδέας ότι ευθανασία είναι η "επιδιωγμένη επίσπευση του θανάτου ενός βαριά πάσχοντος και χωρίς ελπίδα αναρρώσεως ασθενούς" και ότι πρόκειται για σύντμηση της επιθανάτιας αγωνίας του, που επιβάλλεται για ανθρωπιστικούς λόγους και μπορεί να διευκολυνθεί με τη βοήθεια κάποιου άλλου, συνήθως ιατρού, του οποίου τα αισθήματα αγάπης και συμπόνιας, για τον βαριά πάσχοντα, που διάγει αναξιοβίωτη ζωή, τον ωθούν να συνδράμει στον τερματισμό της ζωής του. Κατά την Πλατωνική διδασκαλία, καμιά επίσπευση της ζωής δεν είναι επιτρεπτή και για κανένα λόγο, επειδή η ζωή είναι το γυμναστήριο της ψυχής και πρέπει αυτή να διατρέξει όλη την παιδευτική της διαδρομή προκειμένου να πληρωθεί με εμπειρίες και να αποκτήσει την ελευθερία της επιλογής. Μέσα στα πλαίσια της ιπποκρατικής ιατρικής, κατά κανένα τρόπο δεν μπορεί να επισπευσθεί ένας θάνατος, αν πρόκειται να "..διατηρηθεί η ζωή και η τέχνη του ιατρού αγνή και καθαρή.." [160], ακόμη και εάν ο θάνατος ευρίσκεται ήδη "επί θύραις", ακόμη και εάν αφορά έναν βαριά και ανιάτως πάσχοντα ασθενή ή κάποιον που τελεί υπό μηχανική και ιατρική υποστήριξη, ακόμη και εάν είναι αυτός ο ίδιος, που την επίσπευση του θανάτου του εκλιπαρεί. Οι βασικές ενστάσεις μας αφορούν σχεδόν όλες τις χρησιμοποιούμενες λέξεις, που απαρτίζουν τον τρέχοντα ορισμό της. Καθώς στο υποσυνείδητο του ανθρώπου δεν υπάρχει "εγγραφή" αναφορικά με το θάνατο και ό,τι γνωρίζει το γνωρίζει από την εσωτερική εμπειρία της ζωικής διαδικασίας, ο άνθρωπος είναι αορίστως ενήμερος, δυνάμει μιας γενικεύσεως των όσων παρατηρεί στα άλλα έμβια όντα και στον περίγυρό του και όχι επειδή είναι, πράγματι, προφανές και αναγκαίο στοιχείο της ζωής του, όπως το να εργαστεί, να φάει και να κοιμηθεί και να συνεργαστεί με άλλους.

Όπως προειπώθηκε (κεφ. 11), ο θάνατος έχει απολέσει τη φυσικότητά του ως αναπόδραστο συμβάν κι έχει γίνει αντικείμενο διαχείρισης από την ιατρική, τη φαρμακευτική και το νοσοκομειακό θεσμό και, πλέον, επέρχεται ως αποτέλεσμα μιας ιατρικής κρίσης και απόφασης, άμεσης ή έμμεσης μέσω της ιατρικής και φαρμακευτικής αγωγής. Ο άνθρωπος γνωρίζει, αλλά πάντως πολύ θεωρητικά, ότι κάποτε θα πεθάνει, αλλά αυτό το "κάποτε" το τοποθετεί αορίστως στο απώτερο μέλλον, ακόμη και όταν είναι βαριά άρρωστος και γνωρίζει από την εμπειρία ότι η αλληλουχία των γεγονότων, που τώρα βιώνει ο ίδιος, οδήγησαν στην κατάληξη όλες τις γνωστές του περιπτώσεις. Οι αναμνήσεις του αφορούν το θάνατο προσφιλών ανθρώπων ή ζώων και ο ίδιος προσπαθεί να παραμερίσει το θάνατό του, να τον αποσιωπήσει. Τον αποδίδει σε μια εντελώς τυχαία αφορμή και δεν έχει ικανότητα να τον αναμένει [216]. Μιλάμε για το θάνατο του ανθρώπου, όχι για τη φθορά του ζώου. Ο θάνατος δεν επενδύεται από καμιά προσδοκία, που θα μπορούσε να σχηματοποιηθεί σε αναμονή ή, συστηματικότερα, να οργανωθεί σε προγραμματισμό, αντίθετα, επενδύεται από απώθηση, για όλους τους λόγους που παρουσιάσαμε στο κεφ. 11. Όπως ήδη προειπώθηκε, σύμφωνα με τη φράση του Επίκουρου, "ο θάνατος δεν υπάρχει για μας, εφ΄ όσον όσο ζούμε δεν μας αφορά και όταν εκείνος έρθει, δεν υπάρχουμε εμείς". Μόνο τα δυνατά, απελευθερωμένα πνεύματα των φιλοσόφων είχαν μια στιβαρότερη άποψη για την προφάνεια του θανάτου, καθώς μόνο αυτά, όπως αναγνωρίζει ο Πλάτωνας, θα μπορούσαν, μέσα από τη διαδικασία του θανάτου να αποκτήσουν την απόλυτη ελευθερία και νακαταστούν κοινωνοί της αληθινής γνώσης.

Καθώς ο άνθρωπος δεν γνωρίζει πότε θα πεθάνει, ακόμη και όταν είναι βαριά άρρωστος και βιώνει μια αναξιοβίωτη ζωή, δεν είναι δυνατή η εκτίμηση του μέτρου της επισπεύσεως του θανάτου του, επειδή το αναξιοβίωτο περιγράφει μια κοινωνική ποιότητα και όχι αιτία θανάτου, ενώ η αποβίωση είναι ένα τελεσίδικο γεγονός, τόσο κοινωνικό, όσο και βιολογικό: ο ανεπίστρεπτος τερματισμός της διαδικασίας της ζωής, χωρίς δυνατές προσθήκες και αναπροσαρμογές του προσωπικού προγράμματος και δεν έχει να κάνει με την ποιοτική αξιολόγηση της ζωής που προηγήθηκε. "Επισπεύδω" κάτι σημαίνει ότι προκαλώ την πραγμάτωσή του σε χρονική στιγμή, που προηγείται της ορισμένης ως αναμενόμενης, ότι προκαλώ να συμβεί νωρίτερα από τον αρχικό προγραμματισμό της. Η προσθήκη της λέξεως "επίσπευση" στον ορισμό της ευθανασίας αφορά, στην ουσία της, την αναδιάταξη μιας χρονοσειράς γεγονότων κι έχει νόημα για τον καθένα, ενόσω συλλογίζεται το θάνατο κάποιου άλλου –όχι το δικό του, που δεν μπορεί να τον επισπεύσει ούτε να τον επιβραδύνει. Επομένως, κατά τον ορισμό της ευθανασίας, ο ιατρός, ο νοσοκομειακός θεσμός ή άλλη αυθεντία ορίζουν την κατάληξη ενός ανθρώπου να συμβεί νωρίτερα από την κάπου στο μέλλον, προσεχούς ή απωτέρου, αναμενόμενη, επειδή διάγει αναξιοβίωτη ζωή, λόγω ακατάληκτων πόνων ή ταπεινωτικών εξαρτήσεων από μηχανικές και ιατρικές υποστηρίξεις.

Ως προγραμματισμένος θάνατος μπορεί να εκληφθεί η εκτέλεση μιας θανατικής καταδίκης, η εκ προμελέτης ανθρωποκτονία, όπως επίσης η αυτοκτονία και η αυτοθυσία. Τα εγκλήματα κατά της ζωής προκαλούν την ανθρώπινη αποστροφή, την επίκριση και, τελικά, την τιμωρία του δράστη. Η αυτοκτονία είναι ακατανόητη, αν και πολλοί στοχαστές έχουν υπεραμυνθεί της επιλογής της[1], επειδή, όποια σκοπιμότητα και να κρύβεται πίσω από την πρόθεση του αυτόχειρα, φαντάζει ιδιαίτερα ασθενής, μπροστά σε αυτό που αποκλείει η πράξη του: την ένστικτη αναγκαιότητα της διατήρησης της ζωής. Καθώς, όπως έχουμε ήδη σημειώσει, δεν υπάρχει ένα είναι που να θέλει να μην είναι, αναρωτιόμαστε πως μπορεί κάποιος υπό οποιεσδήποτε συνθήκες και όσο φρικτή και αν είναι η κατάστασή του, όσο δυσμενής η συγκυρία, να επιλέξει την ανυπαρξία από την ύπαρξη, τη στιγμή, μάλιστα, που το επιλεγόμενο, όχι μόνο είναι εντελώς άγνωστο και ξένο στον ανθρώπινο νου, αλλά και εντελώς ασύλληπτο. Η γενική απαγόρευση της αυτοκαταστροφής, έρχεται ως απόρροια του γεγονότος ότι ο καθένας έχει υποχρέωση έναντι του εαυτού του, των άλλων και του κράτους, όπως και έναντι του Θεού, να μην καταστρέφει τη ζωή, έχοντας την εξουσία να διαχειρίζεται –εντός των αμετάθετων, πάντως, ορίων της- την βιολογική και σωματική του υπόσταση. Από τις θέσεις του Αριστοτέλη προκύπτει ότι η οποιαδήποτε μορφή ανθρωποκτονίας και για οποιοδήποτε λόγο είναι πράξη φαυλότητας με δεδομένο μάλιστα την αποδοχή ότι "ουκ εστίν η ψυχή χωριστή του σώματος"[2]. Είναι, πράγματι ασύλληπτα συγκλονιστική η επιλογή της αυτοκαταστροφής, ως τρόπος απαλλαγής από τη δυσμενή συγκυρία, καθώς η προστασία της ζωής, όχι μόνο από την έννομη τάξη, αλλά και από τον ίδιο τον φορέα της, εμφανίζεται ως λογική και οντολογική (βλ. Κεφ. 12, VIII), υποχρέωση, αλλά και νομική οφειλή.  

Στη σύγχρονη κοινωνία μας, η αυτοκτονία, όπως και η ευθανασία προτείνονται σαν λύτρωση, αλλά και σαν εκδήλωση της ελεύθερης βούλησης του ανθρώπου. Αλλά είναι πράγματι ελεύθερος ένας άνθρωπος που αποτολμά ενεργήματα, στο όνομα και προς κατίσχυση της ελευθερίας και αυτονομίας του, που τοξεύουν ευθέως στην καταστροφή του φορέα της ελευθερίας και αυτονομίας του, δηλαδή της ζωής του; Ο Ντοστογιέφσκι έγραφε στους Δαιμονισμένους, ότι "...όποιος ζητάει την υπέρτατη ελευθερία πρέπει να έχει την τόλμη να σκοτώσει τον εαυτό του... παραπέρα ελευθερία δεν υπάρχει". Οι αυτόχειρες και οι αυτοθυσιαζόμενοι αποτολμούν το απονενοημένο διάβημά τους έναντι της κοινωνίας, στα αποκλειστικά πλαίσια της οποίας, μόνο, εγείρουν τη διαμαρτυρία τους ή οργανώνουν τη συμβολή τους στην κατίσχυση ενός ιδανικού. Ο αυτόχειρας, όμως, ο "απαρνησάσθω εαυτόν", δεν μπορεί να είναι πια ελεύθερος, εφόσον μαζί με την καταστροφή της ζωής του εκμηδενίζεται και δεν θριαμβεύει το ιδανικό για την κατίσχυση του οποίου θυσιάστηκε. Η ελευθερία συγκαταλέγεται στις ποιότητες της ζωής και όπως όλες, την προϋποθέτουν για να υπάρχουν. Η αυτοκτονία είναι μια πράξη υποχωρήσεως, παραιτήσεως από την ελευθερία, αλλά μπορεί να είναι μια πράξη τιμής, οπότε ταυτίζεται με τον ηρωικό θάνατο, την αυτοθυσία. Η παγκόσμια ιστορία είναι γεμάτη παραδείγματα ανθρώπων, που ανάμεσα στην ελευθερία και στον θάνατο επέλεξαν για τον εαυτό τους το θάνατο, για να καταστήσουν την ανθρώπινη ελευθερία απρόσβλητη και πρωταρχική ποιότητα της ανθρώπινης ζωής και τιμής.

Πολλοί αναρωτιούνται, αν υπάρχει ουσιώδης διαφορά μεταξύ της αυτοκτονίας και της ευθανασίας, ως μορφές επιδιωγμένου θανάτου.  Παρά τις όποιες επιφυλάξεις[3], διακρίνονται, πράγματι, διαφορές ανάμεσα στην αυτοκτονία, τον ηρωικό θάνατο και την ευθανασία, ως διαφοποιημένες μορφές επιδιωγμένου θανάτου, που συγκεκριμενοποιούνται όχι μόνο στα κίνητρα, αλλά και στους συμβολισμούς των τριών ενεργημάτων.

Η αυτοκτονία εμπεριέχει νοήματα και αντιπαραθέσεις που εντοπίζονται μέσα στο σύνολο των νοημάτων και των ριζωμένων μέσα στον πολιτισμό μας συμβόλων, που συνδέονται με την ανταλλακτική κοινωνία μας και σηματοδοτούν μέρη της κοινωνικής καθημερινότητας. Αν και ακατανόητη, δικαιολογείται ως πράξη τιμής, ανάγκης, λογικό επόμενο ενός συγκεκριμένου τρόπου στοχασμού ή συναισθηματικής φορτίσεως. Είναι η περήφανη έκφραση μιας διαφωνίας, ένας άλλος τρόπος να συνεχιστεί ο διάλογος, πιο αποφασιστικός, περισσότερο αποστομωτικός, συγκεκριμένα λυσιτελής. Από την άλλη, ο ηρωικός θάνατος αποσκοπεί στην εξασφάλιση της αθανασίας. Δηλαδή και οι δύο αυτές μορφές επιδιωγμένου θανάτου τοξεύουν στην κοινωνία, προσανατολίζονται σ΄αυτή, με αρνητικό, ίσως, τρόπο, αλλά μέσα στα πλαίσιά της· συνιστούν εγχείρημα που είναι απότοκο διαστάσεως με κοινωνικούς φορείς και η έξοδος από τη ζωή είναι το δυσμενές συνεπακόλουθό του. Εκπηγάζουν από κοινωνικές συγκρούσεις και συνιστούν μέσα κατισχύσεως της βαλλόμενης ανθρώπινης αξίας από ορμητήρια αποκλειστικά ενταγμένα στην τρέχουσα κοινωνική δομή.

Με το εγχείρημά τους ενεργοποιούν κοινωνικές αλλαγές, θέλουν να μεταπείσουν κάποιον, κάποιους ή την κοινωνία ολόκληρη ή και να την ανατρέψουν συθέμελα. Χωρίς την προϋπόθεση της κοινωνίας, έναντι της οποίας επιλέγουν ένα διαφοροποιημένο θάνατο, που επενδύεται με συμβολισμούς και αποτελεί γεννήτρια μηνυμάτων και κλήση σε αναθεωρήσεις, δεν θα υπήρχαν ούτε αυτόχειρες ούτε αυτοθυσιαζόμενοι. Οι αυτόχειρες και οι αυτοθυσιαζόμενοι διαφωνούν με την κοινωνία, στην οποία γυρίζουν την πλάτη παραιτούμενοι, τελικά,  από τη ζωή, η οποία αποτελεί τον απροϋπόθετο όρο για την κοινωνική συμμετοχή. Δεν ωθούνται από συγκρούσεις με ιατρικές ή βιολογικές ανεπάρκειες, όπως οι βαριά πάσχοντες που ζητάνε ευθανασία και οι αποφάσεις τους σχετικά με την παραίτησή τους από τη ζωή έχουν κοινωνικό, διεκδικητικό περιεχόμενο.

Η ευθανασία έχει αντίθετη ροπή. Συνιστά την αποβολή κάποιου για ιατροβιολογικούς λόγους από τη ζωή και έτσι, αναγκαστικά, από την κοινωνία. Εκείνος που επίμονα προβάλλει το αίτημα πρώιμου τερματισμού της ζωής του, λόγω ανυπόφορων πόνων ή ταπεινωτικών εξαρτήσεων από συσκευές και περιποιήσεις τρίτων είτε με θετικό τρόπο (χορήγηση θανατηφόρου σκευάσματος) ή με αρνητικό (διακοπή ιατρικής αγωγής), το κάνει υπό το κράτος υποστροφής, παραιτήσεως, που συνυφαίνεται με τα συγκεκριμένα ιατρικά και βιολογικά δεδομένα. Δεν φαίνεται να απευθύνει καμιά μομφή στην κοινωνία, από την οποία, αντίθετα, ζητάει συνδρομή για την υλοποίηση της αποφάσεώς του, ώστε να πάψει πια να υποβιβάζεται σε αντικείμενο ιατρικής αγωγής και, εν τέλει, σε απλή βιολογική οντότητα. Θέλει να δείξει στην κοινωνία ότι η προστασία της ζωής  που η ίδια επιδαψιλεύει για κάθε πολίτη, ως άτομο και κοινωνικό σώμα, πρέπει να μην εκτρέπεται σε   εξαναγκασμό προς το ζήν [43].

Το βασικό κριτήριο για τη νομική διάκριση της ευθανασίας από την αυτοκτονία είναι ακριβώς τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των φορέων τους: Ο βαριά πάσχων ασθενής, που τελεί υπό απόλυτη και συνεχή εξάρτηση από μηχανική και ιατρική υποστήριξη, έχει οριστικά απολέσει τη δυνατότητα αυτενέργειας, έχει στερηθεί την αυτονομία του και το αίτημα της ευθανασίας του που εκφέρεται δημοσίως, επανειλημμένα και ενσυνείδητα, αφορά τη διακοπή της ιατρικής αγωγής ή την αλλαγή της, ώστε  με τη συνδρομή ιατρού ή άλλου προσώπου να επισπευσθεί, ανώδυνα ο έτσι κι αλλιώς επερχόμενος θάνατος. Η αυτοχειρία είναι μια πράξη αυτονομίας, η ευθανασία μια πράξη, υπαγωγής, εξαρτήσεως στην καλή προαίρεση και τη συναίνεση κάποιου άλλου. Η αυτοκτονία συνιστά επανάσταση, είναι η βίαιη κατάκτηση του θανάτου, η ευθανασία είναι απόδοση χάριτος, στερείται συμβολισμών και είναι η παράκληση για έναν καλό, ανώδυνο, αλλά και ανώνυμο θάνατο. Είναι η παράκαμψη των αρνητικών συγκυριών. Αυτοκτονία, αντίθετα, είναι η αναζήτησή τους και η σύγκρουση μαζί τους. Καθένας, που, τουλάχιστον κατά τεκμήριο, όντας υγιής, αποπειράται να αυτοκτονήσει (π.χ., για συναισθηματικούς, οικονομικούς ή άλλους λόγους), δεν διατρανώνει την απόφασή του και βιώνει έναν επιδιωγμένο θάνατο, που όμως, δεν ήταν  ante portas. Υπ΄αυτούς τους όρους, η απαίτηση της ευθανασίας δεν συνιστά, από νομική άποψη μορφή αυτοκτονίας ούτε μορφή απλής αυτοκαταστροφής ή ανθρωποκτονίας με συναίνεση, αλλά μια τυπική περίπτωση απώλειας της αυτονομίας του ασθενούς, που ουσιαστικά οφείλεται σε αναγκαστική παραίτηση της περαιτέρω διαχειρίσεως της προσωπικής του ζωής, καθώς έχει τεθεί σε θέση υπαγωγής, λόγω του εκφυλισμού της υγείας του και της συνεχούς εξαρτήσεως από μηχανική και ιατρική υποστήριξη. 

Στον ορισμό της ευθανασίας εμπεριέχεται η προμελέτη, η εσκεμμένη σύντμηση ενός υπολοίπου ζωής, με τη δικαιολογία ή το πρόσχημα της απαλλαγής από βασανιστικούς πόνους, ταπεινωτικές εξαρτήσεις ή αναξιοπρεπούς βίου, ασθενών που, όμως διατηρούν ικανοποιητικό επίπεδο συνειδήσεως και επαφής με το περιβάλλον τους, αλλιώς δεν θα είχε νόημα η επίκληση της αναξιοβίωτης ζωής, από πόνους, εξαρτήσεις και έκπτωση της αξιοπρέπειας, με την πρόφαση ότι αυτό το υπόλοιπο ζωής είναι ευτελές, ξεπεσμένο, χαμερπές, περιάπτει ντροπή, όνειδος και αμαυρώνει το κύρος του ασθενούς.

Κάθε πράξη ευθανασίας μπορεί να θεωρηθεί στα πλαίσια της εκ προμελέτης ανθρωποκτονίας ή της εκτελέσεως μιας θανατικής καταδίκης, όπου δεν έχει ακόμη καταργηθεί η θανατική ποινή και η ανθρωπιστική υποκίνησή της δεν μπορεί να αποτελεί επιχείρημα υπέρ της. Με την ευθανασία επιδιώκεται επέκταση, πέρα από τη θανατική καταδίκη, ή άλλους θεσμούς καταναγκασμού, όπως η εκτόπιση ή η απαγόρευση της εισόδου στην ή εξόδου από τη χώρα, της κρατικής ή σημαντικής άλλης, όπως μορφοποιείται από τις μεταβαλλόμενες απαιτήσεις της αγοραίας μεταμορφώσεως της κοινωνίας γα σκοπούς δημοσίου συμφέροντος και υπέρ της προστασίας μειζόνων κοινωνικών αγαθών.  Απευθύνεται σε άτομα με ασθένειες, η διάρκεια και η βαρύτητα των οποίων έχουν υπερβεί ένα, ρυθμιζόμενο κάθε φόρα, όριο ανοχής.

  Σε αντίθετη περίπτωση, κάθε ανθρωποκτονία και κάθε εκτέλεση θανατικής καταδίκης θα μπορούσε να θεωρηθεί στα προσδιοριστικά πλαίσια της ευθανασίας, ως μια επιδιωγμένη επίσπευση ενός έτσι κι αλλιώς αναμενόμενου θανάτου, αφού, τόσο ο δολοφονούμενος, όσο και ο εκτελούμενος είναι ένας άνθρωπος, που τελεί εν αναμονή του θανάτου του και η ανθρωποκτονία δεν είναι κάτι άλλο παρά η επίσπευση ενός γεγονότος που θα επέλθει στο κοντινό ή απώτερο μέλλον με απόλυτη, πάντως, βεβαιότητα. Αυτό, όμως, που θα μπορούσε να διακρίνει την ευθανασία από την εκ προμελέτης ανθρωποκτονία ή την εκτέλεση θανατικής καταδίκης είναι τα ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά του συντμηθέντος μεσοδιαστήματος μέχρι την έλευση του θανάτου, αφού, τελικά, όλοι, άρρωστοι και υγιείς, τελούν εν αναμονή του θανάτου τους. Και στην περίπτωση της ευθανασίας, κατά τον ορισμό της, αλλά και στην περίπτωση της εκ προμελέτης ανθρωποκτονίας, κατά την τέλεσή της, συντελείται ουσιωδώς σύντμηση ενός υπολοίπου προσδόκιμου επιβιώσεως του θύματος. Εικάζεται δηλαδή ότι στην περίπτωση της ανθρωποκτονίας, το περικοπτόμενο διάστημα, μέχρι την έλευση του φυσικώς επερχομένου θανάτου θα ήταν μεγάλης διάρκειας και ανεκτής ποιότητας, ενώ στην περίπτωση της ευθανασίας, η διάρκεια της αναμονής του φυσικού θανάτου εικάζεται ως περιορισμένη και η ποιότητά της απορριπτέα, λόγω βασανιστικών πόνων και της υποχρεώσεως εξαρτήσεως από τις περιποιήσεις τρίτων ή από συσκευές υποστηρίξεως ζωτικών λειτουργιών του οργανισμού. Πέρα από το γεγονός ότι ούτε στη μια ούτε στην άλλη περίπτωση παρέχονται εγγυήσεις για τα ποιοτικά ή ποσοτικά χαρακτηριστικά της "αναμονής", επειδή ο προς ευθανασία μεν υποψήφιος μπορεί να μην διάγει και τελείως αναξιοβίωτη ζωή ή η περίοδος αναμονής να μην είναι και εντελώς βραχείας διάρκειας, ο δε υποψήφιος να δολοφονηθεί ή ο εκτελούμενος εγκληματίας μπορεί να διάγει ήδη μια αναξιοβίωτη ζωή, λόγω ένδειας οικονομικών πόρων, κοινωνικής περιθωριοποιήσεως ή ενδεχομένων ελλειμμάτων στο ατομικό σχέδιο ζωής, που ήδη του προκαλούσε προσκόμματα ανέφελου βίου, το δε προσδόκιμο επιβιώσεώς του δεν μπορεί να είναι αντικείμενο καμιάς εγγυήσεως, ιδιαίτερα του σε θάνατο καταδικασθέντος ατόμου.

  Αυτά, όμως που αναδεικνύονται μετά βεβαιότητας είναι τα οικονομικά χαρακτηριστικά της υπό "συντόμευση" περιόδου αναμονής. Στην περίπτωση της ανθρωποκτονίας, ο θάνατος επέρχεται επί ατόμου που, όντας υγιής, είναι ενταγμένος στην παραγωγική και καταναλωτική κοινωνία του, η οποία με την πράξη της ανθρωποκτονίας ζημιώνεται και αξιώνει την ηθική και υλική αποζημίωση της βλάβης, που η ίδια υπέστη. Αντίθετα, ο χρονίως πάσχον είναι ένα κοινωνικό μέλος, ένας συνάνθρωπός μας, ο οποίος για άλλοτε άλλο διάστημα ή πλέον οριστικά δε συμμετέχει στην παραγωγική και καταναλωτική διαδικασία και ο οποίος επιπλέον διεκδικεί δαπάνες για την περίθαλψή του. Ανάλογα με την οικονομική ευρωστία κάθε κοινωνίας και στο βαθμό που παραμένει εξαρτημένη από τις συνθήκες μιας απορρυθισμένης οικονομίας, όπως είναι η σύγχρονη κοινωνία μας, και στο βαθμό που διατίθεται να σταθεί αλληλέγγυα στα αναξιοπαθούντα μέλη της, -αναξιοπάθεια όποιας αιτιολογίας- αυξομειώνεται και η διαφορά ανάμεσα στην εκούσια ευθανασία και την εκ προμελέτης ανθρωποκτονία, ακριβώς όπως αυξομειώνεται η διαφορά ανάμεσα στην υγεία και την εκτροπή της, στην βαριά αρρώστια και στην σχετική ελευθερία από πόνους κι εξαρτήσεις από τρίτους ή συσκευές υποστηρίξεως, που καθορίζει το όριο μιας υποφερτής υγείας.

  Η μόνη διαφορά μεταξύ των τριών μορφών επιδιωγμένου θανάτου παραμένει η θέληση του θύματος, δηλωμένη ή εικαζόμενη. Στην περίπτωση της ανθρωποκτονίας, το θύμα δεν συναινεί με τη σύντμηση του υπόλοιπου της ζωής του, όπως, βέβαια και ο θανατοποινίτης, ενώ στην περίπτωση της ευθανασίας, ο ασθενής "φέρεται" ότι συναινεί ή και ότι αιτείται ο ίδιος αυτόγνωμα και αυτόβουλα το θάνατό του, τελών σε πλήρη συνείδηση και σε επαρκή ενημέρωση. Στο κεφ. 12, V, επιχειρούμε να αμφισβητήσουμε την αυθεντικότητα ενός αιτήματος ευθανασίας, όχι μόνο επειδή κανένας δεν έχει τρόπο να επικαλεστεί το θάνατό του, καθώς δεν είναι εγγεγραμμένος στο υποσυνείδητό του, αλλά, επίσης, επειδή ο σωματικός πόνος, προκαλώντας ρήξη του προστατευτικού κελύφους του εγώ, καθιστά κάθε έναν που πάσχει σωματικά να είναι, γι αυτόν και μόνο το λόγο, και ψυχικά ασθενής. Οι ασθενείς με διαταραγμένη συνείδηση, όμως, τελούν ήδη υπό κηδεμονία και τα αιτήματά τους θεωρούνται με επιφύλαξη και δεν γίνονται αποδεκτά, χωρίς προηγούμενη λεπτομερή εξέταση, ιδιαίτερα, ενόσω προκύπτει με όσα έχουμε ήδη σημειώσει, ότι ο θάνατος του ανθρώπου δεν έχει ομόφωνο, αλλά αναλογικό νόημα, τέτοιο, που  δε γίνεται να μετατραπεί σ΄ένα καθαρό, φυσικό συμβάν, όπως είναι στα ζώα. Η εικόνα του σωματικού αποσχηματισμού, που προκαλεί η αρρώστια και η εξάρτηση από συσκευές και περιποιήσεις τρίτων συνεπάγεται την πλήρη κατάρρευση του θυμικού του πάσχοντος, που τον φέρνει σε αντιπαράθεση με τον εαυτό του, τον οδηγεί σε αυτοκταστροφικά αιτήματα και σε μια κατάσταση ακραίας καταθλίψεως. Το ασυνείδητο αγνοεί και το θάνατο και την κατάθλιψη. Αλλά η κατάθλιψη, ως αποκύημα της οποίας μπορεί να αναδυθεί ένα ευθανασιακό αίτημα, δεν είναι παρά μια παλινδρόμηση, που αποσκοπεί στο να χειριστούμε τον άλλον, τον άλλον ακόμη και μέσα μας, εκείνον τον άλλο, που έχει ενδοβληθεί και που δεν αποζητά παρά την αποκατάσταση της συνδέσεώς του με τον κόσμο. Ο συμβολισμός, επομένως, ενός αιτήματος ευθανασίας δεν πρέπει να ερμηνεύεται ως πρόθεση ξεμακραίματος από τον κόσμο, αλλά μάλλον ως κραυγή απογνώσεως, που αποκαλύπτει ένα αίσθημα εγκαταλείψεως του ανιάτως πάσχοντος συνανθρώπου μας και ζητά αναζοπύρωση της κοινωνικής του σχέσης. Η κραυγή "αφήστε με να πεθάνω" είναι μια αγωνιώδης κλήση σε σχέση, όχι ο οριστικός αποκλεισμός της. Σε άλλες σελίδες του παρόντος δοκιμίου, επιχειρείται η διάκριση ανάμεσα στο αίτημα θανάτου, που απευθύνεται εντός των ορίων της κοινωνίας και την ενόρμηση του θανάτου (κεφ. 3,Ι), που επιβάλλει αντικοινωνική συμπεριφορά.

Ακόμη και οι απολογητές της ευθανασίας απαιτούν, όπως το ευθανασιακό αίτημα, προκειμένου να γίνει δεκτό, να εγείρεται από ανιάτως πάσχοντα ασθενή, ο οποίος, όμως, είναι πλήρως ενημερωμένος και διατηρεί άθικτη την ψυχοδιανοητική του λειτουργία. Δεν αναφέρονται δηλαδή ούτε σε ανθρώπους "φυτά" ούτε σε ανθρώπους επί των οποίων η διαδικασία θανάτου έχει ήδη προχωρήσει και κρίσιμα όργανα για τον ορισμό του θανάτου, όπως ο δικτυωτός σχηματισμός, η ο πρόσθιος εγκέφαλος έχουν ήδη οριστικά εξαντληθεί, από λειτουργικής απόψεως. Οι απολογητές της ευθανασίας διεκδικούν επίσπευση του θανάτου ασθενών με επαρκή διανοητική δραστηριότητα, που μπορούν να διαπραγματεύονται το ενδεχόμενο του πρώιμου θανάτου τους, χωρίς αντιπροσώπευση και αντικλήτους. Αποτέλεσμα των εξελίξεων αυτών είναι ότι κάθε αίτημα ή απόπειρα αυτοκαταστροφής πρέπει να εκλαμβάνεται ως σύμπτωμα, μάλλον, παρά ως άσκηση του δικαιώματος της αυτοδιαθέσεως του ασθενούς, η οποία έχει ήδη μόνιμα ή προσωρινά απολεσθεί, λόγω της προσβολής από την αρρώστια, που τον υποχρεώνει σε αναστολή της φυσικής, ενεργού παρουσίας στο κοινωνικό γίγνεσθαι, που αποτελεί αδήριτη προϋπόθεση αυτοπροσδιορισμού και αυτονομίας.

Στον λαϊκό πολιτισμό, ο θάνατος αντιμετωπίζεται με σοφή ηρεμία και όχι ως αγιάτρευτη απαισιοδοξία, ως προσαρμογή στην επικράτηση της δυσμενούς συγκυρίας, ως μέθεξη του μηδενός. Η λαϊκή αντίληψη του θανάτου δεν δικαιώνει την επινοημένη ώθηση στην αυτοκαταστροφή των ανιάτως πασχόντων, που επιχειρείται από την σύγχρονη κοινωνία.  Η κοινωνία, της οποίας τα τεχνολογικά επιτεύγματα δικαιολογούν την έπαρση να ισχυρίζεται, όπως έλεγε ο Xαίκελ, ότι "η επιστήμη μπορεί πλέον να λύσει όλα τα προβλήματα" και να νικήσει τον πόνο, πρέπει να πάψει να προσποιείται ότι ηττήθηκε, σε κάθε περίπτωση εξαρτημένου από συσκευές υποστηρίξεως ή περιποιήσεις τρίτων ασθενούς της και να αναλάβει δράσεις καταστολής του σωματικού και ψυχικού πόνου του, που συνεπιφέρουν την αναστολή της εκφράσεως αυτοπροσδιορισμού του ατόμου. Και, ευτυχώς, έχει τα μέσα να το πράξει. Αρκεί να ψάξει "μέσα της" να βρει τα αναγκαία αισθήματα και την προσήκουσα ευψυχία που χρειάζεται για την ανάληψη τέτοιων δράσεων.  

  Κατά το λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης [192] "επισπεύδω" δεν σημαίνει μόνο επιταχύνω, αλλά, επίσης, σημαίνει παροτρύνω, παρακινώ. (π.χ., "ουκ αποτρέπειν, αλλά επισπεύδειν την στρατείαν"). Σημαίνει, όμως, ακόμη και σπεύδω, τρέχω σε βοήθεια. Επομένως, κατά τον ορισμό της, η ευθανασία δεν πρέπει να εκληφθεί μόνο ως πράξη, που επιζητείται να τελεστεί πρωιμότερα, προκειμένου να αποτραπούν οι ακόμη δυσμενέστερες συνέπειες από την παράταση της ζοφερής καταστάσεως, αλλά ως μια δράση σπουδής προς βοήθεια για την πραγματοποίησή της και, ως επίσπευση, μπορεί να θεωρηθεί η παρότρυνση ή ακόμη και εξώθηση σε μια πράξη που δεν έχει ακόμη, ενδεχομένως, οριστικά αποφασισθεί και χρειάζεται ενθάρρυνση και έξωθεν ώθηση για να αποτολμηθεί. Επομένως, η προσθήκη της λέξης επίσπευση στον ορισμό της ευθανασίας, αποκαλύπτει την αναζήτηση ενός υποκινητή, ενός ηθικού αυτουργού (βλ. Κεφ. 12.ΙΙΙ). Σημαίνει, τέλος, και την παροχή βοήθειας στην πραγματοποίησή της. Επομένως, στην ευθανασία, η την συνδρομή στην αυτοκτονία, αντίθετα, με ό,τι συμβαίνει επί αυτοκτονίας, εντοπίζεται ένα ηθικό στοιχείο του αδικήματος, που εκφράζει ο υποκινητής, εκείνος που κατέπεισε, παρότρυνε ή προέτρεψε τον ανίατα ασθενή να αιτηθεί τον τερματισμό της ζωής του και του επέβαλε τη διάθεση της αυτοκτονίας, π.χ., πείθοντάς τον είτε με γλωσσικά επιχειρήματα, ότι, προ της δεδομένης αρνητικής συγκυρίας, ο θάνατος είναι προτιμότερος από την βασανιστική ζωή [134] ή με οποιοδήποτε άλλον τρόπο του υπέβαλε την απόφαση να αυτοκτονήσει[4].

Στις καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης, για τις οποίες εγείρεται λόγος επείγουσας και για αυτό εσπευσμένης παροχής βοήθειας συγκαταλέγεται ασφαλώς η βαριά και ανίατη αρρώστια, η απώλεια της αυτονομίας του ατόμου, λόγω εκπτώσεως της σωματικής ή διανοητικής του ακεραιότητας και εξάρτηση από συσκευές μηχανικής υποστηρίξεως λειτουργιών απαραιτήτων στη ζωή. Θα ήταν, λοιπόν, καλύτερα, εάν ευθανασία σήμαινε την παροχή αλληλεγγυητικής βοήθειας, συνδρομής και παρηγορίας, ώστε το τελευταίο στάδιο της βασανιστικής ζωής του ασθενούς, να διανυθεί με την συμπαράσταση και την παρουσία, παρά να επιδιώκεται η σύντμηση και απόρριψή του. Το ερώτημα που ανακύπτει είναι εάν η ευθανασία πρέπει να εκλαμβάνεται ως δράση βοήθειας για να τερματισθεί πρόωρα η ζωή, δηλαδή να εκδηλωθεί ως ιατρική πράξη συνδρομής στη σκοπούμενη επίσπευση του θανάτου ενός βαριά και ανίατα πάσχοντος ασθενούς ή ως αλληλεγγυητική παρέμβαση προκειμένου να αρθούν ή να απαλυνθούν οι λόγοι που την κάνουν επιλέξιμη, ως καταφυγή απελπισίας, από τους πάσχοντες. Οι θιασώτες της νομιμοποιήσεως της ευθανασίας αρέσκονται στην φράση: "με την ευθανασία σκοτώνεται ο πόνος, όχι ο ασθενής". Είναι γεγονός ότι παγκόσμιο και διαχρονικό μέλημα της κοινωνίας είναι όχι μόνο ή άρση κάθε παράγοντος που καθιστά τη ζωή αναξιοβίωτη, αλλά και η ανάληψη θετικών δράσεων που θα την αναγορεύσουν ως ευτυχισμένη ζωή, όπως είναι η εξασφάλιση αυτάρκειας σε κάθε άτομο, η προστασία της αυτονομίας του, η προάσπιση της ελευθερίας κινήσεως και εκφράσεως, το δικαίωμα στην μόρφωση, την πληροφορία και τη διάδοση των ιδεών του.  Η απαλλαγή της ατομικής ζωής από τα βάσανά της μπορεί μεν να επιχειρηθεί με καταστροφή της ίδιας της ζωής, που είναι φορέας των δυσμενών συνθηκών, που την καθιστούν δεκτική στο χαρακτηρισμό: αναξιοβίωτη.  Μια "εκτέλεση" των πασχόντων που στα σύγχρονα λεξιλόγια ορίζεται ως "ευθανασία", με πρόφαση την απαλλαγή της ζωής από τα δεινά της, δεν συνιστά παρά ειρωνεία και χλευασμό της ζωής, ενώ έπρεπε να αναληφθούν από την κοινωνία εσπευσμένες αλληλεγγυητικές δράσεις, συλλογικές και ατομικές, με σκοπό την παροχή παρηγορίας, την ενίσχυση και υποστήριξη του πάσχοντος να βελτιώσει την υποβαθμισμένη ποιότητα της ζωής του, την στήριξή του να προσαρμόσει τα ενδιαφέροντά του στις τρέχουσες εφεδρείες του και να ενταθούν οι προσπάθειες της ιατρικής επιστήμης και κλινικής τέχνης, ώστε να μειωθούν δραστικά τα "θύματα" της εκτεχνικευμένης νοοτροπίας της. Μόνο με αυτό τον τρόπο η βαρύγδουπη φράση των υποστηρικτών της νομιμοποιήσεως της ευθανασίας θα απαλλαγεί από την εγγενή ειρωνεία της και θα αποτελέσει αυθεντικό αίτημα μιας αληθινής κοινωνίας της αλληλεγγύης[104].

O ιατρός, σε περίπτωση ανίατης ασθένειας, που βρίσκεται στο τελικό στάδιο, ακόμη και όταν εξαντληθούν όλα τα ιατρικά, θεραπευτικά περιθώρια, οφείλει να φροντίζει για την ανακούφιση του ψυχοσωματικού πόνου του ασθενή. Σε συνεργασία με τους οικείους του, του προσφέρει παρηγορητική αγωγή. Σε κάθε περίπτωση, συμπαρίσταται στον ασθενή μέχρι το τέλος της ζωής του και φροντίζει, ώστε να διατηρεί την αξιοπρέπειά του, μέχρι την τελευταία στιγμή. Όταν εξαντληθούν τα φάρμακα, αυτό που απομένει να δώσει ο ιατρός στον ασθενή του είναι ο εαυτός του. Και συχνά αυτό αποτελεί την καλύτερη μέθοδο θεραπείας του και την έξοχη μορφή παρηγορίας του. Η εγκατάσταση μιας στερεής και αυθεντικής συναισθηματικής σχέσης με τον άρρωστο του, θα διακινήσει σ' αυτόν ψυχο-βιολογικούς μηχανισμούς αποκατάστασης και επιθυμία ίασης από τους οποίους, πολύ συχνά, εξαρτάται η έκβαση της νόσου. Σχετικές μελέτες έδειξαν πως η ψυχοθεραπεία μπορεί να περιορίσει ουσιαστικά έναν όγκο. O ιατρός αναγνωρίζει ότι η επιθυμία ενός ασθενή να πεθάνει, όταν αυτός βρίσκεται σε τελικό στάδιο, δεν συνιστά ούτε ηθική ούτε νομική δικαιολόγηση για τη διενέργεια πράξεων, που τοξεύουν στην επίσπευση του θανάτου.

Αυτή είναι η γνώμη του παγκόσμιου Ιατρικού Σώματος, το οποίο εξέθεσε δημόσια τις καταδικαστικές απόψεις του για την ενεργητική ευθανασία, μετά μια δημοσιοποιηθείσα περίπτωση Ολλανδής Ιατρού, της Gertruida Postma, η οποία, το 1973, χορήγησε ενεργητική ευθανασία, από οίκτο στην μητέρα της, που βρισκόταν σε απελπιστική ανίατη κατάσταση (κεφ. 6, IV). Στο κείμενό τους εκείνο συμπεριλαμβάνονται τα εξής: "Η ευθανασία θεωρείται μορφή εκχώρησης του προνομίου της της ιατρικής συμπαράστασης κατά τη στιγμή του θανάτου του ασθενούς. Ο ιατρός μπορεί να δώσει ελπίδες στον ασθενή του, ακόμη και όταν η κατάστασή του είναι τραγική. Ουδέποτε ο ιατρός επιτρέπεται να αφήσει αβοήθητο τον ασθενή του και πρέπει να του συμπαραστέκεται μέχρι την τελευταία του στιγμή. Σε κάθε περίπτωση ο ιατρός δεν πρέπει να χρησιμοποιεί μέσα που μπορούν να χαρακτηριστούν ως αθέμιτος πειραματισμός, για τη διατήρηση στη ζωή του ασθενούς του. κάθε μέσον που θα χρησιμοποιηθεί πρέπει να έχει ως αποκλειστικό γνώμονα το συμφέρον του ασθενούς. Η ευθύνη για τη ζωή του ασθενούς διατηρείται ακέραιη κατά το τελικό στάδιο της παθήσεώς του. ο ιατρός οφείλει να παίρνει υπ΄όψη του τη βούληση του ασθενούς για την ανακούφιση από τον πόνο".

Η διάσημη ψυχολόγος Φρανζουάζ Ντολντό [40] αναφέρεται σε περιπτώσεις ατόμων που έπεσαν θύματα ακρωτηριασμού και που, παρά τη δραστική μείωση της κινητικότητάς τους και τις δυσκολίες τους να συναλλάσσονται με τους άλλους, βρήκαν διεξόδους να συνεχίσουν μια καλής ποιότητας ζωής, γεμάτη ενδιαφέροντα και χαρές. Αναφέρεται στη μαρτυρία προσώπων που έχασαν και τα τέσσερα άκρα τους σε κάποιο βομβαρδισμό μένοντας άντρες-κορμοί και γυναίκες-κορμοί και εν τούτοις διατήρησαν πλήρως την επίγνωση της ύπαρξης. Ακρωτηριάσθηκαν μεν, αλλά δεν νοιώθουν τίποτα απολύτως μέσα τους, που να τους δίνει την εντύπωση του θανάτου, που να τους κάνει να επιζητούν την ανάσχεση της ζωής τους, την σύντμηση του υπόλοιπου βίου τους και, αντίθετα, με την τείνουσα να υιοθετηθεί αντίληψη, δεν βρήκαν πως η απώλεια και των τεσσάρων άκρων τους κατέστησε την υπόλοιπη ζωή τους αναξιοβίωτη. Μετά το ατύχημα επιδόθηκαν, αμέσως, με εκπληκτική επιτυχία σε αξιοθαύμαστες "μετουσιώσεις"[5]. Ένας απ΄αυτούς, νεαρός κρεοπώλης, που έχασε τα πόδια του και τα χέρια του στο Βομβαρδισμό του Αμβούργου, μη μπορώντας να κάνει τίποτε πια με τα χέρια του κι έχοντας μόνο τα μάτια του, διάβαζε πολύ. Ασχολήθηκε με τα μαθηματικά κι έγινε ένας πολύ μεγάλος μαθηματικός, δημοσιεύοντας στα πιο έγκριτα περιοδικά μεγάλων μαθηματικών επιστημονικών εταιρειών και στη Μαθηματική Ακαδημία. Δυστυχώς αργότερα υποχρεώθηκε σε νέες προσαρμογές, επειδή άρχισε βαθμιαία να χάνει και την όρασή του. Όντας, πλέον, τυφλός και μη μπορώντας να χρησιμοποιήσει το σύστημα Μπράϊγ, έγραψε σ΄ένα του άρθρο: "Είμαι πολύ τυχερός! Γιατί νομίζω ότι έχω αποθηκεύσει στο μυαλό μου αρκετά μαθηματικά, ώστε να μπορώ να συνεχίσω, αρκεί, βέβαια, να έχω κάποιον να κουβεντιάζω". Μαθηματικοί φίλοι του, διέθεταν περιοδικά κάποιες ώρες κουβεντιάζοντας μαζί του μαθηματικά προβλήματα και ο νεαρός ακρωτηριασμένος-τυφλός συνέχιζε να διάγει μια ικανοποιητική ζωή.

Όλοι θυμόμαστε την περίπτωση του τετραπληγικού παιδιού με τις αξιοθαύμαστες επιδόσεις στο σχολείο, που, με αφορμή την εθνική επέτειο σήκωνε τη σημαία παρελαύνοντας, μετακινούμενος στο αναπηρικό του καροτσάκι, προελαύνοντας σε μια δημιουργική ζωή, που παρά τις ατυχίες της διεκδικούσε ατόφιο το νόημά της.

Και δεν θα μπορούσαμε, βέβαια, να παραβλέψουμε την εκπληκτική περίπτωση του Stephen Hawking, ενός από τους διασημότερους θεωρητικούς φυσικούς και μαθηματικούς της εποχής μας, που δέσμιος της αναπηρικής του πολυθρόνας, από τα είκοσι πέντε του χρόνια, αφότου προσβλήθηκε από ραγδαίας εξελίξεως μυατροφική πλαγία σκλήρυνση, μετά την οποία έχει μείνει ολότελα παράλυτος. Αργότερα, με αφορμή μια βαριά πνευμονία υποβλήθηκε σε τραχειεκτομή, λόγω της οποίας έχασε την ικανότητά του να μιλάει κι έκανε σχεδόν αδύνατη την επικοινωνία του με τον περίγυρό του. Αποστερούμενος πλήρως της αυτονομίας του, μπορούσε να επικοινωνεί με τον υπόλοιπο κόσμο, με τον αργό ρυθμό των δέκα περίπου λέξεων το λεπτό, μέσω ενός μικροϋπολογιστή κι ένα synthesizer φωνής, προσαρμοσμένα στην αναπηρική του πολυθρόνα, ο Hawking απέδειξε την ύπαρξη ανωμαλιών στο χωρόχρονο της θεωρίας της σχετικότητας, ανακάλυψε τους νόμους της Μηχανικής και της θερμοδυναμικής για τις μαύρες τρύπες, κατάφερε να μελετήσει τη συμπεριφορά κβαντικών πεδίων κοντά σε μαύρες τρύπες, και πρότεινε μια κβαντική θεωρία για τη δημιουργία του Σύμπαντος, τη θεωρία της κυματοσυνάρτησης του Σύμπαντος, δείχνοντας ότι το Σύμπαν δεν είναι στατικό, αμετάβλητο και αιώνιο, αλλά δυναμικό, διαστελλόμενο και με πεπερασμένο παρελθόν[6]. Ο Hawking, ήδη Καθηγητής θεωρητικών Μαθηματικών στο Πανεπιστήμιο Cambridge, έδρα που κατείχε ο Νεύτων και, αργότερα, ο Dirac, αναφέρει στο βιβλίο του "Το χρονικό του Χρόνου": "Αν παραβλέψουμε την ατυχία μου να προσβληθώ από πλαγία μυατροφική σκλήρυνση, από κάθε άλλη άποψη στάθηκα πολύ τυχερός στη ζωή μου"(!!). Ο Hawking, αναγνωρίζοντας ότι η πραγματική αιτία της απώλειας της αυτονομίας του υπήρξε μόνο η αρρώστια του καθαυτή και όχι η εμμονή του να διατηρηθεί στην, εξ άλλου εκπληκτικά δημιουργική ζωή του, και ότι ο ανθρώπινος αυτοπροσδιορισμός είναι ειδοποιό χαρακτηριστικό της κοινωνικής ζωής, μέσα στα πλαίσια της οποίας είναι μόνο δυνατόν να πραγματωθεί, έχει τιμηθεί από την αγγλική βουλή και από την βρετανική αυλή για τη επιστημονική συνεισφορά του. Δεν γνωρίζουμε αν ο Hawking απάντησε στο ερώτημα του Αϊνστάιν, αν ο Θεός είχε κάποια ελευθερία επιλογής στη δημιουργία του Σύμπαντος, αλλά το παράδειγμα του Hawking και άλλων μας διαβεβαιώνει ότι ο Θεός έχει απόλυτη ελευθερία επιλογής των τρομακτικών πνευμάτων, μέσω των οποίων αποκαλύπτει τα μυστικά της Τέχνης Του.

Όλες αυτές οι καταστάσεις, που παρατίθενται ενδεικτικά, επειδή έχουν λάβει διαστάσεις δημοσιότητας, αλλά αποτελούν μικρό μόνο μέρος των ανθρώπων που, με κινητικά προβλήματα ή πλήρη αποσχηματισμό του σώματός του, κατάφεραν, εν τούτοις, να ζήσουν μια υπεράξια να βιωθεί ζωή και να συγκαταλεχθούν στο πάνθεον των μεγάλων ευεργετών της ανθρωπότητας, δεν είναι, βεβαίως ο θάνατος και δεν επιβεβαιώνουν την ορθότητα των επιχειρημάτων των απολογητών της ευθανασίας. Είναι για μας ένας τρόπος να προσεγγίσουμε μαρτυρίες προσώπων, που έζησαν το δράμα του αποσχηματισμού του σώματός τους με τον αποχωρισμό ενός μέλους του σώματός τους και, που, εντούτοις, δεν επέλεξαν τη σύντμηση της ζωής τους και όχι μόνο δεν υπέβαλαν κανένα ευθανασιακό διάβημα, αλλά, αντίθετα, απέδειξαν ότι μπορούν να υπομείνουν την πραγματικότητα, ότι μπορούν να διεκδικήσουν τις επιδιώξεις τους και να βιώσουν την πραγματικότητά τους, με πολύ περισσότερη ένταση, παρ΄ ό,τι πριν, με μια ένταση που εκδηλώνεται διαφορετικά μεν, αλλά όχι στην περιοχή της ανυπαρξίας. Ό,τι ζήτησαν οι άνθρωποι αυτοί, δεν ήταν η "πρώιμη εκτέλεσή τους", ήταν, αντίθετα, η υποστήριξη να συνεχίσουν την ζωή τους, που οι ίδιοι δεν την εύρισκαν αναξιοβίωτη και δεν αποδείχθηκε ούτε περιττή ούτε ανούσια ούτε φορτική.

Η κοινωνία, επιχειρώντας να αναγνωρίσει την ευθανασία, ως δήθεν μοναδική διέξοδο των ατόμων με ειδικές ανάγκες, το κάνει υποκριτικά, επειδή κρύβει την απροθυμία της να ικανοποιήσει τις ανάγκες τους και επειδή είναι απρόθυμη να καταβάλει κάθε προσπάθεια -και δαπάνες- προκειμένου να συνδράμει στην λύση των προβλημάτων της ζωής, καταφεύγει στη λύση της ίδιας της προβληματικής ζωής. Η ζωή των χρονίως πασχόντων δεν είναι προβληματική επειδή τους λείπουν ένα ή δύο μέλη ούτε επειδή αργεί μια λειτουργία του σώματός τους. Η ζωή τους καθίσταται προβληματική, επειδή καθίστανται ανεπιθύμητοι στα πλαίσια μιας κοινωνίας, που ιεραρχεί άλλες σημαντικότητες και τους αποστρέφεται, καθώς συνήθισε να αποστρέφεται όλες τις μη οικονομικίστικες συναλλαγές της. Έξω από την εμμονή της αέναης παραγωγής υλικών αγαθών και της ατέρμονης καταναλώσεώς τους, το σώμα μας δεν εκπροσωπεί τα πάντα από εμάς. Δεν είναι τα πάντα από εμάς. Δεν είναι ανάγκη να έχουμε ολόκληρο το σώμα μας, επειδή συμβαίνει να είναι αυτό που διαμεσολαβεί τις συμβολικές μας σχέσεις με τους άλλους. Ακόμη και υπό το κράτος αυτών των απωλειών, ο άνθρωπος μπορεί να επιδίδεται στην επικοινωνία και τη δημιουργικότητα και να υπηρετεί τον σκοπό, για τον οποίο βρέθηκε στη ζωή, αρκεί η κοινωνία, μέσα και δια μέσου της οποίας ευοδώνεται η επιβεβαίωσή του, να απλώνει το χέρι της αλληλεγγύης, όχι του σπαθιού και οι μάσκες των γιατρών να συνεχίσουν, όπως πάντα, νάναι πράσινες ή μπλε, κι όχι μαύρες, σαν τις μάσκες των δημίων.   

  Ο άνθρωπος, εγκιβωτισμένος στο κοινωνικό του συγκύτιο (βλ. κεφ. 2,ΙΙ), οικειοποιείται εντυπώσεις, υιοθετεί πίστεις σε ιδεολογίες, αφομοιώνει δοξασίες, ενσωματώνει θεωρίες, τις οποίες θεωρεί ισχύουσες, χωρίς να έχει απαραίτητα εντοπίσει την προέλευσή τους, να έχει αναλύσει τη σύνθεσή τους και να έχει υπολογίσει τις συνέπειές τους, δηλαδή χωρίς στην πραγματικότητα να τις έχει κατανοήσει και κάποτε χωρίς να έχουν υπάρξει ποτέ ως αληθείς ή να έχουν ήδη πάψει να είναι. O επιπολασμός ασαφών δοξασιών παρατηρείται συχνότερα στην πολιτική, αλλά δεν απουσιάζει και από την ιατρική. Στην τελευταία, τα ιατροεπιδημικά σφάλματα είναι παρεκκλίσεις από την ορθή κλινική πράξη, στις οποίες διολισθαίνουν οι ιατροί ασύνειδα και, σε κάποιο βαθμό, ανεξέταστα και που μεταλαμπαδεύονται από χρονική περίοδο σε περίοδο ή από κέντρα μεγαλύτερης επιρροής σε άλλα μικρότερης. Ένα παράδειγμα ιατροεπιδημικού σφάλματος είναι η κακοφημία της κορτιζόνης ως προκλητικού παράγοντος πεπτικού έλκους, που κάνει μεγάλη αναλογία ιατρών διστακτικούς να τη συνταγογραφούν και τους υπόλοιπους να χαρακτηρίζονται από τους πρώτους περίπου ως τσαρλατάνοι. Ενώ, έχει χωρίς επιφύλαξη αναγνωρισθεί ότι μεγαλύτερη βλάβη στο πεπτικό σύστημα προκαλούν τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη, τα οποία όμως συνταγογραφούνται αθρόα, προτιμούμενα από την "κακιά" κορτιζόνη. Ανατρέχοντας όμως στην ιστορική συγκυρία, κατά την οποία πρωτοδιατυπώθηκε και αναπτύχθηκε μια ιδέα, ίσως μας καταστήσει ικανούς να δούμε πως προσδιορίστηκε αρχικά η έννοια, που συνεχίζουμε να επικαλούμαστε άκριτα, ποιες προθέσεις σκοπεύει να εξυπηρετήσει, ποια άποψη του κοινωνικού γίγνεσθαι υποστηρίζει και τι συνέπειες επιφέρει.

Κατά παρόμοιο τρόπο, η ευθανασία έρχεται στο προσκήνιο της  ανθρώπινης ιστορίας ως "ηρωϊκός και εν απολύτω γαλήνη θάνατος", και ήδη προωθείται ως ιατροεπιδημική πρακτική, προβαλλόμενη με τη φιλανθρωπική της λεοντή, ως πρόθεση εκδηλώσεως σεβασμού στην αυτονομία και το δικαίωμα αυτοδιαθέσεως του ατόμου, μέσα στα πλαίσια του δικαιώματος αρνήσεως μιας θεραπείας ή με την ευγονική της μορφή, με την οποία περιγραφόταν σε αρχαϊκά μοντέλα απολυταρχικής διακυβερνήσεως. Μ΄αυτόν τον τρόπο, επανεισάγεται στα ανθρώπινα λεξιλόγια, ως μεταλλαγμένος όρος, που πλέον σημαίνει τη σύντμηση του βασανιστικού τέλους της ορισμένης ως αναξιοβίωτης ζωής ενός ανίατου ασθενούς. Πρόκειται για ένα σκοπούμενο θάνατο, που προτάθηκε σε μια εποχή όπου η ανθρωπότητα τελούσε υπό το κράτος μιας επηρμένης αυτοπεποίθησης, μιας διάχυτης ευεξίας, ως αποτέλεσμα των διαβεβαιώσεων του Διαφωτισμού ότι όλα μπορούν να πάνε όσο γίνεται καλά, με ανάληψη πρωτοβουλιών και δράσεων από τον ίδιο τον άνθρώπο, χωρίς αναφορές και εξαρτήσεις απ΄ το Θεό, τους μονάρχες ή τους λογής ηγέτες, με τις δικές τους καιροσκοπικές κλίμακες αξιών. Με την άρση των δεισιδαιμονιών και των διαφόρων καταναγκασμών και την αποκατάσταση μιας σχέσεως ισοτιμίας, δηλαδή ελευθερίας, με τους άλλους και τη φύση, τα μυστικά της οποίας είχαν αρχίσει στα σοβαρά να εξιχνιάζονται, φαίνεται ότι ο άνθρωπος υπεραναπλήρωσε τους φόβους του για το θάνατο, εξοικειούμενος μαζί του σε τέτοιο βαθμό, που αναθάρρησε ότι μπορεί να "συνδιαλεχθεί"  μ΄ αυτόν και να συναποφασίζει  τα όρια της επικράτειάς του. Για την "έπαρσή" του αυτή εμψυχώθηκε από την επιστήμη, που, αναπτυσσόμενη υπό ραγδαίους ρυθμούς, τον διαβεβαίωνε ότι ήταν ante portas η οριστική ήττα του θανάτου.

Υπό τις νέες συνθήκες, η ανέκαθεν επιζητούμενη αυτοπραγμάτωση του ανθρώπου μπορούσε ήδη να ελπίζεται ως αναμενόμενη, εφόσον κατανοήθηκε σε επαρκή πληρότητα, αλλά και εγκαταστάθηκε ως ατομική ελευθερία όχι μόνο υπό την αρνητική της άποψη, δηλαδή την παράκαμψη του καταναγκασμού ή την απουσία αθέμιτης παρεμβολής, αλλά και τη θετική της εκδοχή, με την οποία ενθαρρύνθηκε η ατομική πρωτοβουλία και η πραγματοποίηση ενεργημάτων καθορισμένου τύπου. Στις δεδομένες συνθήκες διάχυτης ευφορίας, η επανεμφάνιση της ευθανασίας συμπίπτει με την έξαψη που συνόδευε την πρόσληψη των ανθρωπιστικών αξιών στην αναγεννησιακή Αγγλία και τον αναπόφευκτο θρίαμβο που αναμενόταν για τις νέες αντιλήψεις περί του "να ζει κανείς ατομικά ελεύθερος", σε "ελεύθερα πολιτεύματα" [109], σε μια εποχή, που η τυραννικών τάσεων βασιλευόμενη δημοκρατία μαστίζονταν από διεφθαρμένους ηγεμόνες και τους υποταγμένους, υπόχρεους και υποτελείς συμβούλους τους [94].

Εκεί βρίσκουμε τον Francis Bacon να μιλά με απέχθεια για τους ευνούχους, τους οποίους χρησιμοποιούσαν οι βασιληάδες σε ρόλο κατασκόπων, ως "υπόχρεους και υπέρ το δέον εξυπηρετικούς υπηρέτες". Εκεί βρίσκουμε και τον sir Thomas Moοre, ως Πρόεδρο της Βουλής των Κοινοτήτων, να υποβάλει έκκληση υπέρ της ελευθερίας του Λόγου. Προηγουμένως, ο ίδιος, έναντι δυσεπίλυτων ζητημάτων, όπως εκείνο της συναθροίσεως ολόκληρου του σώματος του λαού, σε πλαίσια αυτοδιακυβερνήσεως ή συμμετοχικής δημοκρατίας, που ακόμη μέχρι σήμερα αποτελεί προεκλογική διακήρυξη κάθε προελεύσεως πολιτικού σχηματισμού, είχε εισηγηθεί μια ενδεχόμενη λύση στη νεόκοπη, τότε, Ουτοπία του [114]. Ο Moore υποβάλλει την ιδέα ότι μια γνήσια, δημόσια πολιτεία πρέπει να παίρνει τη μορφή μιας αβασίλευτης ομόσπονδης δημοκρατίας. Η εποχή ήταν ευνοϊκή, με την αμφισβήτηση της "ελέω Θεού" απολυταρχικής διακυβερνήσεως, να διερευνηθούν προϋποθέσεις και να τεθούν βάσεις φιλελευθερισμού ή και αληθούς ελευθερίας, να εγερθούν αντιρρήσεις και αντιστάσεις έναντι κάθε μορφής καταβιασμού.

Αυτό ήταν το κοινωνικοπολιτικό περίγραμμα της εποχής, στα πλαίσια της οποίας, ως έξαψη διεκδικήσεως της ελευθερίας, απαιτήθηκε η δυνατότητα επιλογής του τρόπου, του τόπου και του χρόνου, που ο καθένας ήθελε να πεθάνει. Η δυνατότητα αυτή ονομάστηκε ευθανασία, αναπεριγράφοντας το αρχικό της νόημα. Ο άνθρωπος διεκδικούσε ατομικά δικαιώματα, ελευθερίες, αυτονομία, το φυσικό δικαίωμα στη ζωή, την οποία απαιτούσε να διαχειριστεί μόνος του, ελεύθερα και ανεμπόδιστα, να θεωρηθεί αυτός ο ίδιος ο αναντικατάστατος προστάτης της σωματικής, διανοητικής και συναισθηματικής του υποστάσεως, να λαμβάνει αδέσμευτα και χωρίς καμιά κριτική,  αποφάσεις, που αφορούν στο σχέδιο της προσωπικής του ζωής, την πίστη και τις επιλογές του. Σε ό,τι αφορά τη ζωή του, η αρχή της, η διάρκεια και ο τρόπος του τέλους της να τίθενται έξω από την κρίση και τον έλεγχο οποιουδήποτε, ακόμη και του πολιτικού ή θρησκευτικού του αρχηγού. Αλλ΄ ενώ η τέτοια αυτοδιάθεση δεν ολοκληρώθηκε ποτέ ως κατάκτηση, ούτε καν σε επίπεδο αντίστοιχο της ωριμότητάς του κι ενώ τα συνιστώντα επιμέρους δικαιώματα, όπως το δικαίωμα στην εργασία, στην έκφραση γνώμης, στην ασφάλεια, δεν του έχουν ακόμη ανεπιφύλακτα, ισότιμα και απεριόριστα αναγνωρισθεί, επανέρχεται η ευθανασία να εγείρει ένα δικαίωμα, που προβάλλεται παραπλανητικά ότι, πράγματι, αποτελεί την αλάνθαστη επιβεβαίωση ότι το απόλυτο και αδιαπραγμάτευτο δικαίωμα αυτοδιαθέσεώς του έχει ήδη, με την αναγνώρισή της, κατακτηθεί.  

Η δεύτερη επανεμφάνιση της μεταλλαγμένης ευθανασίας επανεμφανίζεται στο μεσοδιάστημα μεταξύ των δύο παγκοσμίων πολέμων και εξορμάται, όπως και εκείνοι από τη Γερμανία, που δέχεται τις επιρροές του Έρνστ Χένκελ  (1894-1919), ο οποίος, θεωρούσε την ατομική ύπαρξη ασήμαντη μπροστά στην  υγεία και τη μοίρα του λαού και, επαινώντας τους Σπαρτιάτες, που σκότωναν τα σωματικά ή πνευματικά αδύναμα παιδιά τους, χρησιμοποίησε την ευγονική και τον κοινωνικό Δαρβινισμό και υποστήριξε τον δια χάριτος θάνατο σε όλα τα διανοητικά ή σωματικά ανάπηρα άτομα της Γερμανίας[7]. Οι ιατροί θα πρέπει να θεωρούν το έθνος σαν ασθενή γιατί η προαγωγή και η τελειοποίηση της υγείας του γερμανικού λαού μπορούσε να εξασφαλίσει το πλήρες δυναμικό της φυλετικής και γενετικής κληρονομιάς. Οι θέσεις αυτές φαίνεται ότι ήταν ευρείας αποδοχής στη Γερμανία από ιατρούς και άλλους επιστήμονες, πριν υιοθετηθούν από τον Αδόλφο Χίτλερ ως χαρακτηριστικό της πολιτικής των εθνικοσοσιαλιστών (Ναζί). Στις παραμονές του 2ου Παγκόσμιου Πολέμου, μια εποχή άκρατης οικονομικής δυσπραγίας, όπου ο Χίτλερ προετοίμαζε ψυχολογικά το λαό του για την περιπέτεια του αδυσώπητου πολέμου, με εντελώς συνοπτικές διαδικασίες καταγράφηκαν και στη συνέχεια θανατώθηκαν όλα τα διανοητικά ή σωματικά ανεπαρκή παιδιά στην Γερμανία και αμέσως μετά όλοι οι ενήλικες, που θεωρήθηκαν ανίατοι σύμφωνα με την καλύτερη ανθρώπινη κρίση, που έχουμε στη διάθεσή μας ", έλαβαν τον δια χάριτος θάνατο, στα νεότευκτα κρεματόρια, με τον παραπλανητικό τίτλο "λουτρά"56. Ο Χίτλερ ήθελε έναν λαό πολεμοχαρή, εξοικειωμένο με το θάνατο και υπερφίαλα επηρμένο. Η θανάτωση των αναξιοπαθούντων, που δεν μπορούσαν να συνδράμουν τις παρανοϊκές επιδιώξεις του, ενώ απειλούσαν τις επινοήσεις του περί φυλετικής υπεροχής, της οποίας η καθαρότητα έπρεπε να διασφαλισθεί, ήταν μια καλή και αποδοτική μέθοδος κατάλληλης αναδιαμορφώσεως του λαού.  Ενός λαού που προγραμματιζόταν να συρθεί σ΄ένα παγκόσμιο μακελειό και να γεμίσει τις εκατόμβες του πολέμου. Είναι ενδιαφέρον να τονιστεί ότι η ευθανασία περιενδύθηκε χαρακτηριστικά συμπόνιας από το καθεστώς της προπολεμικής Γερμανίας, η οποία ταυτόχρονα έλουσε την ανθρωπότητα στο αίμα με την κήρυξη του 2ου παγκοσμίου πολέμου. Για πρώτη φορά, η ανθρωπότητα βίωσε τη συμπόνια ως μισάνθρωπο μένος καταστροφής της ζωής και μάλιστα της αναξιοπαθούσης ζωής, εκείνης της ζωής που ίσια –ίσια η συμπόνια αποτελούσε πανάρχαιο μέλημά της. Υπό αυτό το καθεστώς, η ευθανασία έφερε τον "δια χάριτος" θάνατο ανάμεσα στους ζωντανούς, που εξοικειώθηκαν μαζί του, μίλησαν, έγραψαν και τον συμπεριέλαβαν στα αιτήματά τους! Σκοπός ήταν η εξοικείωση του κοινού με το θάνατο, να τον ανεχτούν με τη μεγαλύτερη δυνατή καρτερικότητα, όταν σύντομα επρόκειτο να τον συναντήσουν ή να τον προκαλέσουν στα χαρακώματα του παγκόσμιου πολέμου.

  Μετά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο, οι τόνοι των υπερασπιστών της ευθανασίας έπεσαν, καθώς η ανθρωπότητα, έχοντας ζήσει την απαίσια εμπειρία της καταπατήσεως των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από το εθνοσοσιαλιστικό καθεστώς και τον υπαρκτό σοσιαλισμό, διακήρυξε το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και την υποχρέωση κάθε κρατικής εξουσίας να σέβεται ανεπιφύλακτα την ανθρώπινη ζωή, ανεξάρτητα με τις βιολογικές διαβαθμίσεις της, και να προστατεύει την αξιοπρέπειά της. Ο ιατρικός κόσμος προσπάθησε να αναβαπτισθεί στα νάματα των ιπποκρατικών θεσφάτων και το 1948 ιδρύθηκε η Παγκόσμια Ιατρική Εταιρεία (World Medical Association), που καταδίκασε, με το καταστατικό της, οποιαδήποτε μορφή παρέμβασης στη ζωή των ανθρώπων. Πρώτο κείμενο των προσπαθειών αυτών αποτέλεσε η Διακήρυξη τη Γενεύης του 1948, με την οποία τέθηκε ανάγλυφα το θέμα της υποχρέωσης του ιατρού να σέβεται την ανθρώπινη ζωή, με τις εξής διατυπώσεις:

-θα εξασκώ το επάγγελμά μου με συνείδηση και αξιοπρέπεια·

-η υγεία του ασθενή μου θα είναι το πρώτο μου μέλημα·

-υπόσχομαι επίσημα στον εαυτό μου ότι θα θυσιάσω τη ζωή μου στην υπηρεσία της ανθρωπότητας·

-θα τηρώ το μεγαλύτερο δυνατό σεβασμό για την ανθρώπινη ζωή από την αρχή, ακόμη και κάτω από απειλή και δε θα χρησιμοποιήσω τις γνώσεις μου εναντίον των κανόνων του ανθρωπισμού.

Εισερχόμενη σε μια περίοδο οικονομικής ευμάρειας, η παγκόσμια κοινωνία καταπιάστηκε με επιμονή, είναι αλήθεια, στην ίδρυση και ανάπτυξη του κράτους πρόνοιας. Όλοι είχαν δικαίωμα στην υγεία, στην προστασία του περιβάλλοντος, στην περίθαλψη και την ασφάλιση έναντι εκτροπών της υγείας. Όλοι είχαν ίσο δικαίωμα πρόσβασης στην, εν τω μεταξύ αναπτυσσόμενη με γρήγορο βηματισμό, τεχνολογία. Ιδιαίτερα οι  δεκαετίες του ΄60, ΄70 και ’80, που ολοκλήρωσαν την εποχή της "ανάπτυξης και ισοτιμίας", χαρακτηρίστηκαν από τις μαχητικές διεκδικήσεις, του αιτήματος "υγεία για όλους". Η προσπάθεια επικεντρώθηκε στο να παρέχεται στον άρρωστο η καλύτερη θεραπεία, χωρίς το κόστος να διαδραματίζει πρωταγωνιστικό και ανασταλτικό παράγοντα. Η πολιτεία, με προθυμία, ανέλαβε την ευθύνη της ατομικής και δημόσιας υγείας, καθώς κατέστη κοινή συνείδηση μεταξύ των κοινωνικών οργανώσεων και ερευνητικών κέντρων ότι μια μεγάλη σειρά παθήσεων συνδέονται αιτιολογικά με απαράδεκτα κακές χωροβιονομικές συνθήκες διαβιώσεως και εργασίας. Αποτέλεσμα των διαπιστώσεων αυτών ήταν η ενίσχυση της κοινωνικής ευαισθητοποιήσεως και της πεποιθήσεως ότι η κοινωνία, και όχι το άτομο, έχει τα μέσα να περιορίσει την ένδεια και τη νόσο, αλλά και την ευθύνη διατήρησης και προστασίας της υγείας του λαού. Αυτή υπήρξε η καλύτερη περίοδος στην ιστορία της Υγείας της ανθρωπότητας, καθώς κατανοήθηκε ότι η κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη βασίζεται στη, με κάθε μέσο, δραστική προαγωγή της υγείας, την προαγωγή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την άρση των ανισοτήτων και τη δημιουργία κοινωνικού κεφαλαίου, αλλά και, αντίθετα, η προαγωγή της υγείας βασίζεται στην κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη. Με τις πεποιθήσεις αυτές, η υγεία καθίσταται και σκοπός και μέσο. Στην περίοδο αυτή, τη χρυσή περίοδο της κοινωνικής ευμάρειας, τα προσωπικά αιτήματα ευθανασίας υπήρξαν εντελώς σποραδικά, όπως σποραδικές υπήρξαν και οι σχετικές δημοσιεύσεις.

Την τελευταία όμως 20ετία, χαρακτηριζόμενη από κοινωνική αστάθεια, έκπτωση των θεσμών και οικονομική ύφεση, η ευθανασία επανεμφανίσθηκε με τρόπο δυναμικό. Ταυτόχρονα, οι αντιλήψεις για την υγεία καθίστανται συγχυτικές, καθώς η υγεία δεν αναγνωρίζεται, πλέον, στην αποκρυσταλλωμένη της αντίθεση με την αρρώστια, αλλά αποτελεί μια ποιότητα, που κλιμακώνεται από το ιδανικό επίπεδο της απόλυτης ευεξίας, προς την κυμαινόμενης σχετικότητας ελευθερία από τον πόνο, την αναπηρία και την εξάρτηση. Έτσι, η υγεία καθίσταται, εκ νέου, ένα πρόβλημα θεωρητικό και πρακτικό, καθώς οι πολυπαραγοντικοί της χαρακτήρες και τα αίτια της εκπτώσεώς της συσκοτίζονται από αντίστοιχες αναθεωρήσεις παγιωμένων πεποιθήσεων. Στις ανατροπές αυτές μεγίστη συμβολή είχε η δράση της υψηλού κόστους τεχνολογίας, που προκάλεσε ρηξικέλευθες οικονομικές καταρρεύσεις. Ως προς την αντιμετώπιση της υγείας, η παγκόσμια κοινωνία εισέρχεται στην "εποχή της αποτελεσματικότητας", η οποία διακρίνεται από τις στρεβλώσεις των αντιλήψεων για την αρρώστια και το θάνατο (κεφ 4, ΙΙ, ΙΙΙ) και, κατά την οποία πρυτανεύει η γνώμη του "να γίνονται περισσότερα, με τα λιγότερα δυνατά". Η ιατρική εκτεχνικεύεται και καθίσταται βιοϊατρική, το αγαθό "υγεία" κατανοείται ως εμπορεύσιμο αγαθό, ο ιατρός μετατρέπεται σε επαγγελματία υγείας και στα Νοσοκομεία παράγεται "κάτι", που, όπως στα εργοστάσια, εισάγεται στις εξισώσεις "κόστος-κατανάλωση-κέρδος", προκειμένου να διαπιστωθεί αν πρέπει να συνεχίσει να παράγεται, αλλά και να διαδίδεται ισότιμα σε όλους τους πολίτες, ανεξάρτητα των όποιων κοινωνικο-οικονομικών τους διαβαθμίσεων.     

Η ευθανασία εισάγεται στην τρέχουσα κοινωνική επικαιρότητα, ως ένα πρόβλημα, που αξιώνει άμεση λύση, όχι επειδή η ανθρωπότητα θρηνεί για το βασανιστικό τέλος μιας μικρής αναλογίας συνανθρώπων μας που δεινοπαθούν κάτω από το βάρος της ανίατης αρρώστιας τους, αλλά επειδή αισθάνεται άβολα προ της θέας όσων η σύγχρονη τεχνολογία τούς έχει φέρει σε μια μετέωρη κατάσταση "πολυέξοδης αναμονής", καθόσον η κυρίαρχη ιδεολογία στρέφεται γύρο από το κέρδος. Όπως σημειώνει ο Edelmann, τα προβλήματα είναι προϊόντα του λόγου και ως εκ τούτου υφίστανται ως υποστυλώματα ιδεολογιών και όχι επειδή οπωσδήποτε υπάρχουν ή απειλούν την κοινωνική ευημερία [42]. Το επείγον πρόβλημα για τη σύγχρονη κοινωνία συνίσταται σε αυτό, που η ιατρική έχει συστήσει, ως αποτέλεσμα της σύγχρονης αγοραίας μεταμορφώσεώς της: οι αναξιοπαθούντες αυτοί συνάνθρωποι, με την παρουσία τους ανάμεσά μας, δείχνουν την σκληρή απουσία αλληλεγγύης της κοινωνίας, τη δυσφορία της για το υψηλό κόστος περιθάλψεώς τους, την απροθυμία για την καταβολή των αναγκαίων δαπανών και τη δυσαρέσκεια που προκαλεί η ανάμειξή τους ανάμεσα στους υγιείς. Με την "απόσυρσή τους" αίρεται η δημοσιοποίηση της κατακερματισμένης ηθικής συνειδήσεώς της και αποκαθίσταται το περίτεχνα καλλωπισμένο είδωλό της. Η πολλά υποσχόμενη σύγχρονη βιοιατρική αποδεικνύεται ανεπαρκής να προσφέρει στους αναξιοπαθούντες συνανθρώπους μας ό,τι έχει υποσχεθεί ότι μπορεί να προσφέρει, όχι επειδή στερείται γνώσεων, μέσων, τεχνικών και μεθόδων, αλλά επειδή η όποια δράση της δεν ανήκει πια στην περιοχή της φιλανθρωπίας και του "ωφελέειν ή μη βλάπτειν", αλλά στην επικράτεια της κερδοσκοπίας.

Η ευθανασία περιγράφει μια μόνο άποψη, αλλά την πιο κρίσιμη, της σφοδρής συγκρούσεως, που μαίνεται μεταξύ της κοινωνίας που απαιτεί υγεία, ασφάλεια, περίθαλψη, ποιότητα ζωής, χωρίς προϋποθέσεις και περιστροφές, όπως οι ρητορείες της πολιτικής εξουσίας διαβεβαιώνουν, και του εκπροσωπούμενου από διεφθαρμένες ολιγαρχίες καθεστώτος, που δυσφορεί, αθετεί τις προεκλογικές του υποσχέσεις, διαχειρίζεται μεροληπτικά τους πόρους, υπόσχεται για να ωραιοποιήσει την εξουσία του και να περιορίσει τις εκδηλώσεις της δυσπιστίας, απειλεί για να μετριάσει τις αντιστάσεις και προκαλεί τεχνητές συγχύσεις, που αμβλύνουν την ικανότητα των ατόμων να επιδιώξουν τα συμφέροντά τους.  Από τη διαμάχη αυτή, πορόκυψσν σημαντικές αλλαγές στη νοοτροπία με την οποία προσεγγίζεται το ζήτημα της ευθανασίας. Έτσι, στη διεθνή βιβλιογραφία, η επιλογή του θανάτου κατά το τελικό στάδιο ανίατης παθήσεως, αναπτύσσεται κάτω από τον τίτλο "δικαιώματα θνησκόντων".     

Είναι γνωστό από τη ψυχολογία ότι οι άνθρωποι εξορκίζουν το θάνατο παίζοντας μαζί του, τον ορίζουν επιδιώξιμο στα παιδικά τους παιχνίδια, τον "απολαμβάνουν" στις μεταμεσονύκτιες αστυνομικές ταινίες, που με τόση απληστία καταναλώνουν. Στον ύπνο τους οι άνθρωποι αρέσκονται να παίζουν με επιθετικά αισθήματα, που δεν εκδηλώνουν όσο θα ήθελαν στην ζωή τους. Οι ορμές της ζωής τούς προξενούν αυτά τα όνειρα, που τα απωθούν τόσο πολύ, που δεν τα θυμούνται όταν ξυπνήσουν. Η κοινή γνώμη, έτσι εξοικειωμένη με το θάνατο, υποκινείται τεχνηέντως να διαμορφώνει προοδευτικά ευνοϊκή γνώμη για την ενεργητική ευθανασία ή την ιατρική συνδρομή σε αυτοκτονία, πρυτανεύουν απόψεις που σχετίζονται με καταιγιστικές αλλαγές στα κοινωνικά πρότυπα. Προοδευτικά, μεγαλύτερη αναλογία του κοινού, στις διάφορες σφυγμομετρήσεις, τάσσεται υπέρ της ευθανασίας και η συγκατάθεση των πολιτών φαίνεται να εξαρτάται από την ηλικία (οι νεότεροι διάκεινται ευμενέστερα), από τη βαθμίδα και το είδος της εκπαιδεύσεως (οι επιστήμονες κλασικών επιστημών είναι επιφυλακτικότεροι, συγκριτικά με τους τεχνοκράτες επιστήμονες), από τη θρησκεία (και οι τρεις μονοθεϊστικές θρησκείες απορρίπτουν την ευθανασία, αλλά διάκεινται ευνοϊκότερα διάφορες σέχτες, αιρέσεις και εκδοχές των διαφόρων θρησκειών) και, τέλος, από την οικονομική κατάσταση, καθώς οι φτωχότεροι είναι περισσότερο επιρρεπείς να αποδεχτούν μια διέξοδο επιδιωγμένου θανάτου, από τους εύπορους, οι οποίοι γραπωμένοι από την υλική ευδαιμονία τους, διολισθαίνουν σε εντυπώσεις αγοραίας υποστάσεως των αγαθών, ακόμη και της ζωής, της υγείας και της ευτυχίας.

Ο ιατρικός κόσμος φαίνεται διχασμένος, ως προς τη γνώμη του για τη νομιμοποίηση της ευθανασίας, καθώς οι ιατροί που ασκούν ειδικότητες οι οποίες βασίζονται κατ΄εξοχήν και έναντι όλων των άλλων σε εκτεχνικευμένες μεθόδους, όπως οι χειρουργικές ειδικότητες και οι ιατροί των Μονάδων Εντατικής Θεραπείας, φαίνεται ότι έχουν εξοικειωθεί με την ιδέα της παθητικής εκούσιας ευθανασίας, συγκριτικά με τους κλινικούς συναδέλφους τους, οι οποίοι κινούμενοι πλησιέστερα στις ιπποκρατικές πρακτικές τους, είναι επιφυλακτικοί έως αρνητικοί σε ευθανασιακά αιτήματα. Από τους εργαζόμενους ιατρούς και νοσηλευτές σε μονάδες εντατικής θεραπείας, οι μισοί, περίπου είναι κατά της διατηρήσεως της ζωής με κάθε μέσον, ενώ το 80% από αυτούς θεωρεί, ότι τα ιατρικά μηχανήματα σύγχρονης τεχνολογίας δεν επιτρέπουν στον ασθενή να έχει ένα αξιοπρεπή θάνατο. Πρέπει να σημειωθεί ότι στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας και στις Χειρουργικές Μονάδες αιχμής υπηρετούν κατά μεγίστη αναλογία ιατροί νεαρής ημερολογιακής ηλικίας. Οι ηλικιακά νεότεροι ιατροί, από τη φύση τους ιδιαίτερα αισιόδοξοι και "επιθετικοί", που τελούν υπό το άχθος της επιστημονικής καταξιώσεώς τους, είναι περισσότερο αποφασιστικοί σε αναλήψεις επεμβάσεων επί οριακών περιπτώσεων, Ενδιαφέρονται να έχουν εντατική επιστημονική δραστηριότητα, ιδίως εκείνοι με σύγχρονες ειδικότητες. Στα πεπραγμένα τους εμφανίζουν λίστες επιτυχών επεμβάσεων, αλλά δεν διευκρινίζεται ποτέ σε πόσες απ΄ αυτές τις περιπτώσεις, ιδίως εκείνες που οριακά κάλυπταν τα κριτήρια της επεμβάσεως, αποδόθηκε η ελπιζόμενη ποιότητα ζωής και ένα ικανό προσδόκιμο επιβιώσεως και πόσες κατέληξαν ως ασθενείς τελικού σταδίου. Αντίθετα, οι παλαίμαχοι ιατροί, εμφανίζονται περισσότερο επιφυλακτικοί. Πολλοί απ΄ αυτούς γίνονται συνειδητοί πολέμιοι της ευθανασίας, μετά την συνταξιοδότησή τους, κερδίζοντας έτσι κύρος από ένα διαφορετικό –εξωνοσοκομειακό, εξωιατρικό- περιβάλλον, στο οποίο ενδιαφέρονται να ενταχθούν και στο οποίο διακυβεύεται διαφορετικό σύνολο συμφερόντων.  

Η στάση των ατόμων έναντι της ευθανασίας δεν είναι σταθερή καθ΄όλη τη διάρκεια του βίου τους. Με την υπερηλικίωση φαίνεται ότι οι άνθρωποι καθίστανται περισσότερο επιφυλακτικοί με την αποδοχή της ευθανασίας, ενώ, αντίθετα, περισσότερο συναινετικοί εμφανίζονται οι νεότεροι. Η διάσταση ανάμεσα στην θέση των νέων και των ηλικιωμένων έναντι της ευθανασίας εξηγείται, ασφαλώς, με τους ίδιους λόγους που εξηγείται η στάση των ηλικιών έναντι του θανάτου. Κι έτσι θα έπρεπε πράγματι να ερμηνευτεί, γιατί η ευθανασία δεν είναι μια πράξη συμπόνιας, όπως επίμονα συντηρείται η τάση να οριστεί: είναι πριν και πάνω απ΄ όλα ένας τελεσίδικος θάνατος. Το παιχνίδι του θανάτου είναι προσφιλές παιχνίδι για τα παιδιά, που "σκοτώνουν", τους συνομηλίκους τους με τα ξύλινα σπαθιά τους και τα ψεύτικα πιστολάκια τους στους δρόμους και στις αλάνες, αλαλάζοντας γεμάτα ανέμελη ευτυχία [40]. Αυτός ο παιδικός απόηχος του θανάτου ως επιβεβαίωση της ζωής, αποδυναμώνεται με την πάροδο της ηλικίας και την συσσώρευση εμπειριών, οι οποίες καθιστούν εμβριθέστερα διαλεκτική την ανάλυσή του και πληρέστερο το νόημά του. Προοδευτικά, όσο μεγαλώνουμε, ο θάνατος καθίσταται κάτι το αδυσώπητα οριστικό. Και η ευθανασία δεν τελετουργείται με ξύλινα πιστολάκια, αλλά τελείται αναπόδραστα και οριστικά.

Παρασυρμένοι από τη ρητορική της σύγχρονης προπαγάνδας οι νεότεροι ανησυχούν ότι θα βαρύνει αυτούς τους ίδιους η υπερχρέωση των ασφαλιστικών οργανισμών, για την εξυγίανση των οποίων θα πρέπει αυτοί οι ίδιοι να εργαστούν περισσότερο υπό δυσμενέστερους όρους προστασίας και ασφαλίσεως. Έτσι, εμφανίζεται

 

Ο θάνατος έχει απολέσει τη φυσικότητα, πού είχε κάποτε, ως αναπόδραστο συμβάν κι έχει γίνει αντικείμενο διαχείρισης από την ιατρική, τη φαρμακευτική και το νοσοκομειακό θεσμό. Το γεγονός του θανάτου είναι, πλέον, ένα ευχερώς αναχαιτιζόμενο γεγονός, έτσι που η έλευσή του, τελικά, έχει χαρακτήρες αιφνίδιας και απρόβλεπτης "παράπλευρης απώλειας", τυχαίου σφάλματος ή αστοχίας κάποιας μεθόδου διασώσεως και οφείλουμε να αντιμετωπίζουμε ως καταστροφικό κάθε επελθόντα θάνατο. Ενώ το προαιώνιο ζητούμενο του ανθρώπου ήταν να αποφύγει το θάνατο, για όσο μπορεί μεγαλύτερο διάστημα, ακόμη, ίσως, και οριστικά, στη σύγχρονη αγοραία κοινωνία μας, το αντίθετό του, δηλαδή η επίσπευση, προβάλλει ως ολοένα επιτακτικότερο αίτημα, με τη μορφή της ηθικοποιήσεως και νομιμοποιήσεως της ευθανασίας. Δυστυχώς, δε γίνεται να παραγγείλουμε το θάνατό μας. Μπορούμε μόνο να επικαλεστούμε και να ευχόμαστε την ανωδυνία του. Μεταξύ των δικαιωμάτων του ανθρώπου δεν μπορεί να περιλαμβάνεται η επιλογή του θανάτου του. Όχι μόνο επειδή, όντας υποχρεωμένοι να πεθάνουμε σε χρόνο και με τρόπο που, επίσης, δεν μπορούμε να προκαθορίσουμε, αλλά και επειδή, αν ο θάνατος, ως απαράβατος όρος της ζωής[8] και όριο της ύπαρξής μας, μπορούσε να μας δοθεί και ως δικαίωμα, τότε, καθώς ο πολίτης έχοντας, επίσης, το δικαίωμα να παραιτείται από οποιοδήποτε δικαίωμά του, θα μπορούσε να είχε τη δυνατότητα να παραιτηθεί και από το θάνατό του. Θα καταλυόταν, έτσι, ένας όρος ζωής, ο σημαντικότερος, και το όριό της και, συνεπώς, η ίδια η ζωή θα χανόταν στην άπειρη άβυσσο, που μας περιζώνει· μια άβυσσο που μπορούμε να τη σκεφτούμε μόνο από αυτή την πλευρά της όχθης. Η ευθανασία, επιπλέον, ως εκ προθέσεως αυτοκαταστροφή, την οποία ο Albert Camus[9] χαρακτήρισε ως "αληθινό φιλοσοφικό πρόβλημα", δεν μπορεί να ορισθεί κατά τρόπο, ώστε να απαλλαγεί από τις ηθικές της  παραμέτρους, ώστε ο μόνος τρόπος να την καταστήσουμε εξωηθική πράξη είναι να περιορίσουμε τα όρια της ηθικής. Είναι σαφές ότι η ευθανασία δε συνιστά αυθεντικό κοινωνικό αίτημα και παραμένει ένα επιχείρημα προσωπικής άμυνας των υγιών: ο προαιρούμενος θάνατος αφαιρεί  από τον ασθενή το φόβο του αποτρόπαιου θανάτου. 

βλέπε:

 

[1] Λιαντίνης Δ.: Ελληνικά.

[2] Αριστοτέλους, Περί Ψυχής, Β’ Ι. 413 α 4

[3] Eser, A.: Ιατρικό καθήκον διατηρήσεως της ζωής και διακοπή θεραπείας, Αθήνα, 1985 σ. 48.

[4] Κανάτσιος Γ. Κατ΄απαίτηση αυτοκτονία. Θεσσαλονίκη 1955

[5] Η μετουσίωση είναι ένας αμυντικός μηχανισμός του Εγώ που προορισμό έχει να βοηθήσει, όπως άλλωστε και όλοι οι μηχανισμοί άμυνας, την προσαρμογή του ατόμου στην εξωτερική πραγματικότητα. Σ' αυτή την περίπτωση, η σεξουαλικότητα δεν έχει ως στόχο πια την σεξουαλική ικανοποίηση, αλλά η libido μετουσιώνεται σε δοτικότητα και στοργή στους άλλους, σε ιδεολογία, σε τέχνη ή επιστήμη.

[6] Stephen Hawking: Το χρονικό του χρόνου. Μετφρ.: Κ. Χάρακας, Εισαγωγή στην Ελληνική Έκδοση: Βασίλης Ξανθόπουλος, Καθηγητής, Πανεπιστήμιο Κρήτης. Εκδόσεις Κάτοπτρο, Αθήνα 1988

[7] Lifton, R.: The Nazi doctors Medical Killing and the psychology of genocide. N.Y. Basic Books. 1986. σελ. 30

[8] Θεοδωρακόπουλος Ι.: Η Ζωή και ο Θάνατος. Στο:2ο διεθνές Συμπόσιο Φιλοσοφίας Βιβλιοπωλείο Εστίας, 2η έκδοση Αθήνα 2002

[9] Albert Camus: Ο μύθος του Σίσυφου.