ΕΥΘΑΝΑΣΙΑ - η διαχείριση της ζωής και του θανάτου - η συζήτηση για την Ευθανασία. Μέρος 4ο

VII

Στην καθημερινή κλινική πράξη, η ευθανασία εμφανίζεται ως ηθικό δίλημμα. Υπάρχουν δηλαδή περιπτώσεις κατά τις οποίες, ο ιατρός που αντιμετωπίζει το αίτημα διακοπής της θεραπείας και των υποστηρικτικών μέτρων της ζωής, διστάζει προ της ικανοποιήσεως του αιτήματος, για λόγους συμπόνιας ή της ηθικής του υποχρεώσεως να συνεχίσει χορηγώντας την αγωγή, παραμένοντας πιστός στον ιπποκράτειο όρκο του, παρά το γεγονός ότι αυτή θεωρείται μάταιη και δεν συνεπάγεται παρά μόνο τη συνέχιση της ταλαιπωρίας του ασθενούς-φυτού και την παράταση της προσβολής της αξιοπρέπειάς του. Μια τραγική κατάσταση που μας θυμίζει το συνειδησιακό δίλημμα του Άμλετ ή του Ορέστη του γιου του Αγαμέμνονα  μπροστά στη θέα της μάνας του και δολοφόνο του πατέρα του.

Tα ηθικά διλήμματα αποτελούν συγκρουσιακές καταστάσεις ηθικής αρχής. Η καθημερινή ζωή κατακλύζεται από παρόμοιες συγκρούσεις. Ο Πλάτων αναφέρει την περίπτωση του ατόμου που έπρεπε να επιστρέψει ένα δανεισμένο όπλο στον κάτοχό του που όμως είχε υποστεί σοβαρό ψυχικό νόσημα. Να ανταποκριθεί στην ηθική του υποχρέωση και να επιστρέψει το όπλο, ικανοποιώντας το καθήκον, ως όφειλε ή να κρατήσει το δανεισμένο όπλο προστατεύοντας τον περίγυρο του δανειστού του από ενδεχόμενες παράλογες ενέργειες. Ο Σωκράτης κατέληξε ότι τα καθήκοντα και οι ηθικές υποχρεώσεις πρέπει να διαβαθμίζονται σε προτεραιότητες, συμπέρασμα που δεν έχει μέχρι σήμερα αναθεωρηθεί, παρά το γεγονός ότι η ιεραρχική ταξινόμηση των ηθικών αρχών δεν είναι πάντα ούτε εφικτή ούτε αποτελεσματική και ο Αριστοτέλης δεν παρέδωσε ένα αξιολογητικά ιεραρχημένο καθηκοντολόγιο για τις ενάρετες και ηθικές πράξεις, που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί, προκειμένου να υπερβαθούν παρόμοιας φύσεως διλήμματα.

Ο Jean-Paul Sartre πολλούς αιώνες αργότερα (1957) ανέφερε το παράδειγμα ενός μαθητή του οποίου ο αδελφός δολοφονήθηκε στον 2ο παγκόσμιο πόλεμο από τους Γερμανούς. Για τη μητέρα του, ο μαθητής αυτός ήταν πλέον η μόνη παρηγοριά στη ζωή της. Ο μαθητής αντιμετώπιζε το δίλημμα να ενταχθεί στην Αντίσταση και να πολεμήσει, θυσιάζοντας τον εαυτό του, τους δολοφόνους του αδελφού του ή να συμπαρασταθεί στο βαρύ πένθος της μητέρας του για την οποία ο ίδιος είχε απομείνει ως μόνη της παρηγοριά. Ο Sartre αναγνωρίζει ότι ο μαθητής κλυδωνιζόταν σ΄ένα οδυνηρό δίλημμα: η πρώτη επιλογή ήταν ενέργεια περιορισμένου εύρους, αλλά βέβαιης αποτελεσματικότητας· η δεύτερη επιλογή ήταν περισσότερο προοπτική, είχε μεγαλύτερο εύρος δράσεως, αλλά σημαντικά περιορι­σμέ­νης αποδοτικότητας, επιχειρώντας να συνεισφέρει στην αναχαίτιση μιας άδικης επιθετικότητας κατά αθώων ψυχών.  Χαρακτηριστι­κό, επίσης, είναι το παράδειγμα της αιχμάλωτης μητέρας, της Σοφίας, με τις δύο ανήλικες κόρες της σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως. Ο διοικητής του στρατοπέδου είπε ότι μια από τις δύο κόρες έπρεπε να εκτελεσθεί και διέταξε τη μητέρα να επιλέξει ποια. Εάν δεν υποδείκνυε, τότε θα εκτελούνταν και οι δύο κόρες. Η μητέρα βρέθηκε σε οδυνηρή σύγκρουση. Δεν ήταν δυνατό να καταλήξει σε κανένα από τα δύο ενδεχόμενα.

Οι ιατροί και οι οικογένειες των βαριά πασχόντων, που πιστεύουν ότι η ζωή δεν πρέπει να συντομεύεται και που ο μη αναχαιτιζόμενος πόνος δεν πρέπει να συντηρείται, ευρίσκονται ενώπιον ενός οδυνηρού διλήμματος: να προχωρήσουν στην άρση των υποστηρικτικών μέσων της ζωής του προς-θάνατο ασθενούς τους ή να επιλέξουν τη συντήρηση μιας βασανιστικής και αναξιοπρεπούς επιβιώσεως; Είναι σαφές ότι δεν μπορούν να διαλέξουν και τα δύο ταυτόχρονα, δηλαδή και τη διατήρηση της ζωής και την άρση του βασανιστικού και μη αναχαιτιζόμενου πόνου. Πρέπει να επιλέξουν ένα από τα δύο. Οποιαδήποτε επιλογή τους, όμως, είναι ηθικά κατακριτέα. Ο ιατρός και οι συγγενείς του ασθενούς φαίνεται να έχουν παγιδευτεί, καθώς οποιαδήποτε επιλογή τους είναι ηθικά καταδικασμένη.

Το παράδειγμα του Πλάτωνα μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ένα τυπικό ηθικό δίλημμα. Τα ενδεχόμενα –οι πιθανές επιλογές- σ΄ένα αυθεντικό δίλημμα πρέπει να οδηγούν σε ισοδύναμες συνέπειες.  Πχ., στο παράδειγμα του Sartre, πρέπει να εκτιμηθεί η βεβαιότητα επιτυχίας της μιας επιλογής σχετικά με την άλλη. Δηλαδή, αν η ένταξη του μαθητή στην Αντίσταση θα συνεισέφερε αποτελεσματικά στην αναχαίτιση των ναζιστικών στρατευμάτων κατοχής, τότε η επιλογή του αυτή θα επικρατούσε έναντι της άλλης. Αλλιώς, η παραμονή του στο πλευρό της μητέρας του ίσως ήταν προτιμότερη επιλογή, εφόσον είναι βέβαιο ότι θα της προσέφερε ανακούφιση από το πένθος που προκάλεσε η απώλεια του άλλου της γιου. Το ζήτημα της συγκρούσεως μεταξύ ενδεχομένων, δηλαδή της αντιμετωπίσεως διλημμάτων έχει μελετηθεί από τον Kant, τον Mill και το νεώτερο Ross [115]. Κατά τις νεότερες φιλοσοφικές πεποιθήσεις, μια διλημματική ενέργεια μπορεί να καθορίζεται από περισσότερες ηθικές αρχές. Επομένως το δίλημμα για την επιλογή μιας πράξεως προκύπτει από την ισχύ της ηθικής αρχής που επιβάλλει ή απαγορεύει την πράξη. Εάν έτσι έχουν τα πράγματα, παράκαμψη των διλημμάτων θα μπορούσε να διευκολυνθεί εάν ήταν δυνατό να ιεραρχηθούν οι ηθικές αξίες, σε μια αξιολογική λίστα. Με το σχήμα αυτό, η πράξη που θα επιβαλλόταν από την ιεραρχικά υψηλότερη ηθική αρχή θα έπρεπε να προτιμηθεί έναντι άλλης, που υπαγορεύεται από χαμηλότερης αξίας ηθική αρχή. Είναι όμως δυνατό να ιεραρχηθούν οι ηθικές αρχές; Παρά το γεγονός ότι η τήρηση της υποσχέσεως [στο πλατωνικό παράδειγμα] και η παρεμπόδιση προκλήσεως βλάβης σε τρίτους μπορεί σε συγκεκριμένες καταστάσεις να προκαλέσουν σύγχυση, είναι σαφές ότι οι δύο αυτές αρχές μπορούν να ταξινομηθούν ιεραρχικά, μ΄ ευχέρεια.  Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η προστασία τρίτου από έκθεση σε βλάβη είναι ισχυρότερη από την ικανοποίηση μιας υποσχέσεως [περίπτωση Πλάτωνος], αλλά ασφαλώς υπάρχουν καταστάσεις στις οποίες η πρόκληση βλάβης μπορεί να είναι ηπιότερη και να συνεπάγεται λιγότερο κακό, από την αθέτηση μιας υποσχέσεως.

Το δεύτερο πρόβλημα είναι ακόμη συνθετότερο. Ακόμη και εάν ήταν εφικτό να ιεραρχηθούν οι ηθικές αξίες μπορεί να συναντηθούν καταστάσεις, κατά τις οποίες η ίδια ηθική αρχή μπορεί να συνεπάγεται συγκρουόμενες υποχρεώσεις. Αν η μάνα προσπαθούσε να ενεργήσει με βάση την καθολικής ισχύος ηθική αρχή του Καντ, σύμφωνα με την οποία πρέπει να μεταχειριζόμαστε κάθε άνθρωπο σαν σκοπό και ποτέ σαν μέσο, είναι ευνόητο ότι δεν θα μπορούσε να καταλήξει σε μια απόφαση. Έτσι, το παράδειγμα της Σοφίας φανερώνει την τραγικότητα των συνειδησιακών αδιεξόδων: να θυσιάσει τη μια κόρη της προκειμένου να σώσει την άλλη; Και ποια είναι προτιμότερο να σωθεί; Με βάση τους κανόνες της φυσικής επιλογής, ίσως έπρεπε να επιλέξει την υγιέστερη, έναντι της ασθενέστερης, αλλά οι νόμοι φυσικής επιλογής που φέρνουν σε μειονεκτικότερη θέση την ασθενικότερη κόρη και την υποδεικνύουν προκειμένου να περισωθεί η υγιέστερη, εγκλείουν μια εμπρόθετη ιδιοτέλεια (: την επιβίωση και εξέλιξη του είδους) που δεν μπορεί να αποτελέσει κριτήριο που βαρύνει στην απόφαση της μάνας. Από την άλλη πλευρά, η μάνα στο ασθενέστερο από τα παιδιά της αφοσιώνεται και στην περίθαλψή του αφιερώνει ακόμη και ολόκληρη τη ζωή της, αν χρειαστεί και έναντι αυτού αναπτύσσει μεγαλύτερο προστατευτισμό. Αν ο θάνατος είναι ένα ταξίδι στο "επέκεινα", δηλαδή ένα ταξίδι απομακρύνσεως, αποδημήσεως, τότε η Σοφία ίσως επέλεγε –με βαριά καρδιά- να δώσει την ευχή της στην υγιέστερη και να κρατήσει την ασθενέστερη δίπλα της, όπως θα έκανε σε κάθε άλλη περίπτωση "εν ζωή" αποχωρισμού.

Με τη συνδρομή της καθολικής ισχύος ηθικής αρχής του Καντ, δεν θα μπορούσε ούτε ο νεαρός μαθητής του Σαρτρ να αποφασίσει εάν έπρεπε να παραμείνει πλησίον της μάνας του, αφού, έτσι, θα μεταχειριζόταν μεν τη μάνα του σαν σκοπό, αλλά την πατρίδα του σαν μέσο και, αντίστροφά, αν αγνοώντας την επιθυμία της μάνας του, απομακρυνόταν από κοντά της, προκειμένου να υπηρετήσει τον πατριωτικό σκοπό, χρησιμοποιώντας, όμως, σαν μέσο τη μάνα του. Το ίδιο ανεπαρκής για την αντιμετώπιση του διλήμματος του μαθητή, σημειώνει ο Σαρτρ, θα αποδεικνυόταν και η χριστιανική αρχή "αγάπα τον πλησίον σου". Ποιος από τους δύο –η μητέρα του ή η πατρίδα του- είναι ο πλησίον ώστε να τον επιλέξει. 

Φαίνεται ότι υπάρχει σύγκρουση μεταξύ του ιατρικού καθήκοντος της λυτρώσεως του ασθενούς, της διαθέσεως κάθε μέσου για να διατηρηθεί η ζωή του ασθενούς και του καθήκοντος να τον απαλλάξει ο ιατρός του από τη βασανιστική πορεία στο θάνατο, συντομεύοντας το τελευταίο αυτό επώδυνο στάδιο. Ατυχώς, η καθολική αρχή του Καντ, κατά την οποία "πρέπει να μεταχειριζόμαστε τον άνθρωπο σαν σκοπό και ποτέ σαν μέσο", είναι ανεπαρκής για να  βοηθήσει τον ιατρό να ξεπεράσει το δίλημμα, εάν πρέπει να χορηγήσει συμπονετική ευθανασία σ΄έναν βαριά πάσχοντα που διατρέχει το τελικό στάδιο της ανίατης αρρώστιας του ή, παραμένοντες πιστός στον ιατρικό του όρκο, να συνεχίσει, απελπισμένα να χορηγεί μάταιη θεραπεία, παρατείνοντας το μαρτύριο του ασθενούς. Μήπως με την εμμονή του ιατρού και την προσήλωσή του στον ιατρικό του όρκο, χρησιμοποιεί τον ασθενή συνάνθρωπό του ως μέσον τηρήσεως του όρκου του; Ή, αντίθετα, αντιμετωπίζοντας τον άνθρωπο-ασθενή ως σκοπό και την αφοσίωσή του στον ιατρικό του όρκο ως μέσον, έλθει ευχερέστερα στο συμπέρασμα ότι πρέπει να χορηγήσει ευθανασία και, έτσι, να επιορκίσει, ιεραρχώντας την ανθρώπινη αξία πάνω από την τήρηση μιας υποσχέσεως.   

Η αντίληψη ότι υπάρχει ζωή που δεν αξίζει να βιωθεί αποτελεί τη βάση του διλήμματος της ευθανασίας. Αυτή την αντίληψη ο Αμερικανός ψυχίατρος και σύμβουλος των δικαστών στη δίκη της Νυρεμβέργης Leo Alexander θεωρεί ως το πρώτο θανάσιμο βήμα που οδήγησε στην ναζιστική θηριωδία της δεκαετίας του ΄30[1]. Η ίδια αντίληψη φαίνεται να έχει υιοθετηθεί και από την σύγχρονη κοινωνία, η οποία απαιτεί και ωθεί τον ιατρό και σε έναν άλλο ρόλο, αυτόν του εκτελεστού για "ανθρωπιστικούς", ωφελιμιστικούς και οικονομικούς λόγους, χρησιμοποιώντας, έτσι, τον ανιάτως πάσχοντα ασθενή, αλλά και τον ιατρό προς τον οποίο εντέλλεται τη χορήγηση συμπονετικής ευθανασίας ως μέσον εξοικονομήσεως πόρων και περιστολής εξόδων. Αυτή η απαίτηση της κοινωνίας για ευθανασία των ανιάτως πασχόντων και βιούντων αναξιοβίωτη ζωή, αποτελεί μια επικίνδυνη πρόκληση στις Ιπποκράτειες Αρχές ασκήσεως της ιατρικής και στην κοινωνική ακεραιότητα του ιατρικού λειτουργήματος, ενώ ταυτόχρονα προκαλεί σύγχυση στις ηθικές ιεραρχήσεις της κοινωνίας. Θα την αποδεχθούμε;

Παρά τις μεταβαλλόμενες αντιλήψεις για τη ζωή, την αρρώστια, το θάνατο και την αποτίμησή τους με οικονομικούς και αγοραίους όρους, η κοινωνία φαίνεται ότι εξακολουθεί να παραμένει διστακτική προ του ενδεχομένου της ανεπιφύλακτης ή υπό όρους αποδοχής μερικών έστω μορφών ευθανασίας και δεν φαίνεται να εξοικειώνεται με μεθόδους συγκεντρωτικής ετερορρυθμίσεως της ζωής και του θανάτου. Για την εξατομικευμένη περίπτωση του ανιάτως πάσχοντος ασθενούς, το αίτημα για ευθανασία εν όψει της εκδοχής ότι η ζωή είναι ένας διαρκής αγώνας για ανέλιξη, συνιστά μια παραίτηση. 

Η κοινωνία, δομημένη με βάση την χρηστική αρχή του ωφελιμισμού, δηλαδή της ισορροπίας μεταξύ δυσαρέσκειας και ευαρέσκειας, πόνου και ηδονής, ικανοποιήσεως και απογοητεύσεως, δυσαρέστησης κι ευχαρίστησης, αποβλέπει στην απαλλαγή της από εικόνες ατόμων με ψυχοσωματικές ατέλειες, που προκαλούν αισθήματα δυσφορίας και αποστροφής και αποθαρρύνει την ανάμειξή τους στην καθημερινότητά της. Η προσέγγιση αυτή αποσκοπεί στην υλοποίηση της πρόθεσης εξασφαλίσεως του μεγίστου δυνατού καλού στο μέγιστο δυνατό αριθμό ατόμων,  σύμφωνα με τα υποστηριζόμενα σε διάφορες σχολές ηθικής, όπως η συνεπειοκρατία ή ο ωφελιμισμός, που εκπροσωπούνται κατά βάση από τους  ηδονιστές- επικούρειους, τον Hume, τον Bentham, τον Mill κ.ά. Σύμφωνα με την αρχή του ωφελιμισμού (βλ. Κεφ., 6, Ι) ηθικό είναι ό,τι είναι ωφέλιμο. Σε ωρισμένες περιπτώσεις η ζωή δεν είναι ωφέλιμη, όπως όταν κατατρύχεται από έναν ακατάληκτο πόνο, που κατακερματίζει την εσωτερική ενότητα του ασθενούς και, μερικές φορές, η διαδικασία του θανάτου είναι βασανιστική και παρατεταμένη. Αν σκοπός της ζωής του ατόμου είναι η ευτυχία, διατείνονται οι απολογητές της ευθανασίας, και μέσο για την επίτευξή της η αρετή, κι αν η ευτυχία βρίσκεται στην ενάργεια της ψυχής που ωθεί τον άνθρωπο σε αλληλεγγύη και φιλεύσπλαχνη δράση προς τον πάσχοντα από ανίατη πάθηση σε τελικό στάδιο, γιατί πρέπει να αφήνεται στο μαρτύριό του και να μην επισπεύδεται ο τερματισμός της ζωής του, ακόμη και χωρίς τη θέλησή του, εφόσον αυτό αποκαθιστά τη διαταραγμένη ισορροπία στην κοινωνία και απαλλάσσει τον ίδιο από βασανισμούς και περιπέτειες.

Όμως, επιλογή της "αποσύρσεως" των ατόμων αυτών σε κέντρα απομονώσεως ή το ενεδεχόμενο εφαρμογής κάποιου τύπου ευθανασίας δεν επενδύεται εκ των προτέρων με κάποια ηθική αξία, αλλά την ηθική του επιβεβαίωση αποκτά κατόπιν συμψηφισμού των θετικών και αρνητικών συνεπειών του εγχειρήματος, δηλαδή μετά την τέλεσή του. Κάτι τέτοιο, όμως, αποδεικνύεται ανώφελο, επειδή όλες ή έστω μέρος των ηθικών συνεπειών μιας πράξεως παραμένουν μη αναστρέψιμες. Έτσι, στις θετικές συνέπειες πρέπει να συνυπολογιστούν η προφύλαξη των μελών της κοινωνίας από τη θέαση παρόμοιων δυσάρεστων εικόνων και η απαλλαγή της από την φόρτιση με συναισθήματα απαισιοδοξίας και απογοητεύσεως. Επιπλέον, οι οικογένειες των ατόμων αυτών απαλλάσσονται από την υποχρέωση να αφιερωθούν στην περίθαλψη του προβληματικού μέλους τους και, ουσιαστικά, να θυσιάσουν ολόκληρη την υπόλοιπη ζωή τους στην εξυπηρέτησή του.  Στις αρνητικές συνέπειες συνυπολογίζεται το γεγονός ότι το δικαίωμα στη ζωή, κατ΄ αυτόν τον τρόπο διαβαθμίζεται. Η ζωή και ο θάνατος παραμένει μεν ένα νόμισμα με δύο όψεις, αλλά για μεν τους υγιείς, τους αρτιμελείς και διανοητικά επαρκείς αυτό το νόμισμα είναι μια λίρα, για δε τους ψυχοσωματικά ελλειμματικούς, τους βαριά πάσχοντες από ανίατη, θανατηφόρα ασθένεια, μια δεκάρα. Άλλη αρνητική επίπτωση είναι το γεγονός ότι, καθώς τα άτομα αυτά με τον εγκλεισμό τους σε ιδρύματα περιθάλψεως αποστερούνται του δικαιώματος αυτοδιαθέσεως, η κοινωνία συνειδητοποιεί ότι οι βασικές αρχές υπό τις οποίες συναρμόζεται δεν αναγνωρίζονται ισότιμα σε όλα τα μέλη της.

Μάλιστα ο Άγγλος φιλόσοφος Jeremy Bentham (1748-1832)[2], ασχολούμενος ιδιαίτερα με τα ωφελιμιστικά συστήματα σκέψης, καθιέρωσε ένα σύστημα μαθηματικού υπολογισμού των θετικών και αρνητικών συνεπειών μιας πράξης ώστε το αποτέλεσμα των υπολογισμών αυτών να καθορίσει και την ηθική υπόσταση της πράξης. Πρόκειται στην ουσία για μια πολυπαραγοντική ανάλυση συσχετίσεως. Η συνεπειοκρατική αντίληψη της ηθικής αποδεικνύεται επισφαλής, επειδή στην πράξη δεν γνωρίζουμε πάντα εκ των προτέρων τις συνέπειες μιας πράξεως ούτε μπορούμε με ακρίβεια να εντοπίσουμε το πλήθος των απρόβλεπτων παραμέτρων, αλλά και την ένταση των ανεξάρτητων μεταβλητών που θα εισάγουμε στο σύστημά μας προκειμένου να εξάγουμε το μέτρο των ηθικών συνεπειών της πράξεώς μας. Δεν γνωρίζουμε, ακόμη, τις διασυνδέσεις, που μπορεί να υφίστανται μεταξύ των ανεξάρτητων μεταβλητών και τον τρόπο με τον οποίο μια ή περισσότερες εξ αυτών ενισχύει ή αποδυναμώνει κάποιες άλλες. Η μόνη βεβαιότητα που θα μπορούσαμε να αποκομίσουμε βάσει της συγκεκριμένης μεθόδου είναι η παρατήρηση και αξιολόγηση των συνεπειών, αφού αυτές επέλθουν και καταστούν οριστικά μη αναστρέψιμες.

Η προβολή τέτοιου είδους μεθόδων, που θα ξένιζε σε άλλες εποχές, γίνεται με ευχέρεια αποδεκτή στις ημέρες μας, όπου όλο και περισσότερο, η ηθικότητα μιας πράξεως μπορεί να παραμετροποιηθεί με τη συμβολή χρησιμοθηρικών κριτηρίων. Κατά τους υπολογισμούς της ωφελιμιστικής θεωρίας, η ηθικότητα μιας πράξεως εξαρτάται από τη σκοπιμότητά της. Σύμφωνα με την προαναφερθείσα αρχή, τίθεται υπό αμφισβήτηση, εάν είναι ηθικό να διατηρείται στη ζωή ένας ασθενής σε τελικό στάδιο μιας ανίατης και θανατηφόρου παθήσεως, με τη καταβολή υπέρογκων δαπανών, σε συνθήκες ένδειας πόρων, ενώ, παράλληλα και εξαιτίας της τακτικής αυτής, παρέχεται ελλιπής θεραπευτική φροντίδα σε κάποιον άλλο ασθενή, που έχει ελπίδες να επιβιώσει, αν δεχτεί τη φροντίδα που στερείται, ακριβώς επειδή αυτή δαπανάται στον με απόλυτη βεβαιότητα θνήσκοντα ασθενή. Δυστυχώς, στην ιατρική δεν υπάρχει βεβαιότητα. Υπάρχουν μόνο στατιστικά στοιχεία, με τη χρήση των οποίων επιχειρείται η πρόβλεψη της συμπεριφοράς ενός ατόμου, με βάσει ανάλογες εμπειρίες που αποκτήθηκαν από ένα δείγμα ατόμων, μικρότερο ‘ή μεγαλύτερο, τα οποία είχαν, κατά τεκμήριο κοινά σωματοτυπικά χαρακτηριστικά με τον υπό μελέτη ασθενή. Καθώς ο τελευταίος δεν ανήκε στο δείγμα, από το οποίο αποκτήθηκε η εμπειρία, δεν είμαστε καθόλου σίγουροι ότι θα συμπεριφερθεί ανάλογα με εκείνους, παρ΄όλο που σε πολλές περιπτώσεις, αυτό πράγματι συμβαίνει. Η "βεβαιότητα" στην ιατρική είναι ένας χρηστικός όρος για να περιγράψουμε τάσεις και δεν έχουν χρησιμότητα για τη λήψη αποφάσεων σε συγκεκριμένο άτομο.  

 Έναντι  της ηθικής υποχρεώσεως της κοινωνίας να στέκει αλληλέγγυη σε κάθε θνήσκοντα συνάνθρωπό μας, αναδύεται το ερώτημα, αν είναι προτιμότερο να συγκρατηθούν οι περιθανάτιες δαπάνες προκειμένου να μην περιοριστούν οι χρηματοδοτήσεις της επιστημονικής έρευνας, από τα αποτελέσματα της οποίας μπορεί να σωθούν περισσότεροι μελλοντικοί ασθενείς. Είναι σαφές ότι πρόκειται περί λογιστικής φύσεως ψευτοδιλήμματος, δεδομένου ότι το ζήτημα δεν τίθεται ποιος από τους δύο πρέπει να δεχτεί περίθαλψη ακριβής τεχνολογίας ή που πρέπει να διοχετευθούν τα συγκεκριμένα κονδύλια, στη φροντίδα, δηλαδή, των βαριά ασθενών ή στην έρευνα, αλλά σε τι επίπεδο ιατρικής φροντίδας πρέπει να κατευθυνθεί ο καθένας από τους δύο, ενώ ασφαλώς η έρευνα και οι παροχές παρηγορητικής φροντίδας αφορούν διαφορετικές κοινωνικές υποχρεώσεις, έναντι των οποίων η κοινωνία πρέπει και μπορεί να ανταποκριθεί ικανοποιητικά[3]: Ο ανιάτως ασθενής θα πρέπει να διοχετευθεί σε ένα χαμηλού κόστους ίδρυμα αποκαταστάσεως και παρηγορητικής φροντίδας, όπου θα υποστηριχθεί για την ευόδωση των προσπαθειών του για μετουσιώσεις και διερευνήσεις δυνατοτήτων βελτιώσεως της υποβαθμισμένης, λόγω της αρνητικής συγκυρίας ζωής του, ενώ ο ασθενής με περισσότερες ελπίδες επιβιώσεως πρέπει να δεχτεί τις υψηλής τεχνολογίας και υψηλού κόστους ιατρικές περιποιήσεις. Με τη μεθοδολογία αυτή, εξάλλου, αντιμετώπιζαν ανάλογες καταστάσεις οι ιατροί στα Νοσοκομεία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (βλ. κεφ. 6, ΙΙ), όπως διασώζεται στο "βίο του Αγίου Λουκά του Στυλάτου" [93]. Πιστεύεται πραγματικά, ότι με τη συνεπικουρία της βιοτεχνολογίας, δεν είναι απαραίτητο να πεθάνει κάποιος προκειμένου να απαλλαγεί από τους πόνους του. Έτσι, ο αφορισμός της ευθανασίας ως ο επιβαλλόμενος θάνατος για έναν οδυνηρώς πάσχοντα δεν ευσταθεί. Είναι ορθότερο να παρέχουμε αποδοτική παρηγορητική περίθαλψη και φιλοξενία σε ειδικά κέντρα χρονίως πασχόντων. Με το δεδομένο αυτό, η εθελοντική ευθανασία δεν είναι αναγκαία. Κατά το τελικό στάδιο ανίατης παθήσεως γίνεται δεκτή η διάκριση της ιατρικής πρακτικής σε θεραπευτική και υποστηρικτική αγωγή.

Η υποστηρικτική αγωγή δεν έχει ως βασικό της σκοπό τη θεραπεία από την εξάλλου οριστικά ανίατη πάθηση, αλλά την ψυχολογική στήριξη, τη συνοδεία προς το θάνατο του βαριά πάσχοντος ασθενούς. Η ιατρική, ψυχολογική, αναλγητική και αντικαταθλιπτική αυτή στήριξη επιδιώκεται είτε σε οργανωμένα τμήματα του Νοσοκομείου ή σε απομονωμένες μονάδες υπό τη διοικητική του μέριμνα ή, προτιμότερο, στο σπίτι του ασθενούς και στελεχώνονται από μετεκπαιδευμένο ιατρικό και παραϊατρικό προσωπικό, που ενεργούν με  βάση τα κατάλληλα καλλιεργημένα ανθρωπιστικά ιδεώδη και ορίζεται ως δεοντολογική υποχρέωσή τους. Στη Γαλλία, όπου ο διάλογος για την ευθανασία επικεντρώνεται στην οργάνωση μονάδων υποστήριξης και η οποία πρωτοστατεί στον τομέα αυτόν, ψηφίστηκε πρόσφατα (9-6-1999) ένας νόμος "για τη συνοδεία προς το θάνατο", ο οποίος συμπληρώνει έναν αντίστοιχο βελγικό νόμο που προηγήθηκε (21-12-1994), με τον οποίο εκτός από την οργάνωση, σε νοσοκομειακό επίπεδο ή άλλο ιδρυματικό επίπεδο, μονάδων "πόνου και υποστηρίξεως τελικού σταδίου", λαμβάνονται ουσιαστικά μέτρα παρηγορητικής αγωγής. Με τα μέτρα αυτά διευκολύνεται κάποιος, από το εθελοντικό κίνημα, το οικογενειακό ή κοινωνικό περιβάλλον του θνήσκοντος ασθενούς να συνοδεύει τον πάσχοντα ασθενή και, μάλιστα, να έχει τη δυνατότητα να λαμβάνει άδεια με αποδοχές, διάρκειας τριών μηνών, από την υπηρεσία του, ώστε "να μην πεθαίνει κάποιος μόνος του στερημένος από τους συγγενείς του, οι οποίοι, όντες βιοπαλαιστές, αγωνίζονται για τα προς το ζήν"[4].   

Απέναντι στις διαβεβαιώσεις αυτές στέκει επίμονα επιφυλακτική η "πλευρά" των απολογητών της ευθανασίας, ανιχνεύοντας πολλές ρωγμές στα συστήματα αποκαταστάσεως. Κατ΄ αρχή, διατείνονται [65], η καλή παρηγορητική αγωγή και η φιλοξενία δεν είναι πανάκεια. Η καλή παρηγορητική αγωγή εμπεριέχει σφάλματα και πειράματα με αποτέλεσμα πρόσθετη ταλαιπωρία στον βαρέως πάσχοντα. Αλλά επιπλέον πρέπει να επισημανθεί ότι καθώς, κάθε παρηγορητική αγωγή έχει παρενέργειες όπως ναυτία, ακράτεια ούρων, απώλεια συνειδήσεως, παρουσιάζεται μια ειδυλιακή εικόνα αναφορικά με το πως η παρηγορητική αγωγή μπορεί να ελαφρώσει την εικόνα του επερχόμενου θανάτου. Η εικόνα αυτή παραπλανά, σύμφωνα με όσους καταγίνονται με προγράμματα παρηγορητικά, όπως η χορήγηση μορφίνης, μια εμπειρία αναγνωρισμένη στους ειδικούς της παρηγορητικής αγωγής και, παρ΄ όλο ότι η παρηγορητική περίθαλψη επιδοκιμάζεται, παρέχεται σε μικρό μόνο αριθμό πασχόντων στο τελικό στάδιο και μόνο στα πολύ τελικά στάδια της νόσου τους –συνήθως στο τελευταίο διάστημα μερικών εβδομάδων. Ενώ δεν είναι όλοι οι ασθενείς που επιθυμούν να βοηθηθούν με παρηγορητικές μεθόδους ή φιλοξενία σε ιδρύματα χρονίως πασχόντων, για εκείνους που προτιμούν να πεθάνουν με τον τρόπο τους και στην ώρα τους ούτε η παρηγορητική αγωγή ούτε η φιλοξενία σε ιδρύματα μπορεί να είναι ελκυστική, προτιμώντας να ζήσουν τις τελευταίες στιγμές τους στο οικείο περιβάλλον της οικογένειάς τους, ακόμη και ευρισκόμενοι σε μέτρια καταστολή προς αποσόβηση των δεινών από τον πόνο και τις εξαρτήσεις. Εξάλλου, όπως και αλλού έχουμε σημειώσει (κεφ. 4, IV), ο ιατρός είναι δεοντολογικά υποχρεωμένος να έχει στη σκέψη του την υποχρέωση για διατήρηση της ανθρώπινης ζωής και την ανακούφιση του πόνου, με φαρμακευτική αγωγή, έστω και αν αυτή απολήγει σε έκπτωση της φυσικής ή διανοητικής επάρκειας του ασθενούς του. 

Με αποδοχή του απροϋπόθετου σεβασμού στην ανθρώπινη ζωή, δεν είναι δυνατή η προτροπή, συνηγορία ή και επιβολή του θανάτου στους βαριά πάσχοντες από ανίατη πάθηση συνανθρώπους μας, που βιώνουν μια αναξιοβίωτη εμπειρία, λόγω βασανιστικών πόνων και ταπεινωτικών εξαρτήσεων, με το αιτιολογικό ότι οι εναλλακτικές λύσεις της παρηγορητικής συνδρομής και των αναλγητικών θεραπειών συνοδεύονται από  τις προαναφερόμενες εντελώς περιορισμένης σημασίας παρενέργειες και επιπλοκές. Ούτε η ναυτία ούτε η ακράτεια ούρων ούτε η διαλείπουσα απώλεια της συνειδήσεως είναι παράγοντες, που μπορεί να επηρεάσουν αρνητικά την πρόθεση παροχής παρηγορητικής θεραπείας και φιλοξενίας σε ιδρύματα αποκαταστάσεως και να καταστήσουν προτιμητέα την επιλογή της ευθανασίας

Ακόμη και υπό συνθήκες ένδειας πόρων, υπό τις οποίες βιώνεται η επιχειρούμενη προσέγγιση της παγκόσμιας ευτυχίας και προωθείται το εθνικό ή υπερεθνικό αίτημα "υγεία για όλους", η επιδίωξη περιστολής εξόδων, πχ., για θεραπείες που μπορεί να εκτιμώνται μάταιες ή για παροχές υπηρεσιών σε εντελώς απελπιστικές καταστάσεις, δεν πρέπει να ενθαρρύνεται. Η ανθρωπότητα με το σύνθημα της περιστολής περιττών εξόδων έχει βαθύτατα και ανεπούλωτα τραυματιστεί με το ναζιστικό ολοκαύτωμα, στις παραμονές του 2ου παγκοσμίου πολέμου, κατά το οποίο χιλιάδες αναξιοπαθούντων ανθρώπων, πασχόντων με ανίατες ασθένειες οδηγήθηκαν στα κρεματόρια.

Είναι εύλογο να υποστηρίξουμε, επομένως, ότι, κατά την τελική εκτίμηση του ιατρού σχετικά με τη διακοπή ή συνέχιση μιας θεραπείας (: ιαματικής, παρηγορητικής ή υποστηρικτικής) δεν θα πρέπει να εμφιλοχωρούν χρησιμοθηρικές εκτιμήσεις (πχ., σχετικά με το οικονομικό κόστος και την επιβάρυνση της οικογένειας ή του Συστήματος Υγείας) δεδομένου κιόλας ότι στο άρθρο 2 της Ευρωπαϊκής  Συμβάσεως για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα ορίζεται ρητώς ότι "το συμφέρον και η ευημερία του ατόμου υπερισχύουν έναντι του συμφέροντος της κοινωνίας ή της επιστήμης".     

Δεν παραγνωρίζεται το γεγονός ότι το πρώτο γνώρισμα των συστημάτων υγείας είναι η διάθεση και απορρόφηση ασύλληπτα μεγάλων κονδυλίων. Οι σημαντικότεροι παράγοντες που κατέστησαν την ιατρική μια "ακριβή επιχείριση" είναι η διείσδυση της βιοϊατρικής τεχνολογίας και η εισβολή των managers, λόγω της οποίας τα διοικητικά και διαχειριστικά έξοδα για ένα μέσο σύστημα υγείας υπερβαίνει ήδη το 24% (!) του συνολικού κόστους της παρεχόμενης υγείας από το σύστημα. Σ΄ένα νοσοκομείο δευτεροβάθμιας περιθάλψεως μπορεί να υπηρετούν 350 νοσηλεύτριες, 280 ιατροί και 490 διοικητικοί υπάλληλοι(!). Αυτή είναι η σύνθεση της "ακριβούς ιατρικής". Σημαντικό επίσης ρόλο διαδραματίζουν η δημογραφική γήρανση του πληθυσμού  και οι περί υγείας, και νόσου αντιλήψεις, προσδοκίες, απαιτήσεις και ο τρόπος ζωής του σύγχρονου ανθρώπου.

Σημαντικός παράγοντας είναι επίσης η επικρατούσα σύγχυση στα μεγάλα, ιδίως, νοσοκομεία, και ο ανταγωνισμός μεταξύ των ιατρικών ειδικοτήτων. Η διείσδυση των καλουμένων high tech ειδικοτήτων σ΄ ένα περιβάλλον που παραδοσιακά συναρμοζόταν από ειδικότητες πρωτοβάθμιας περιθάλψεως, όπως η παθολογία, προκάλεσε έξαρση συγκρούσεων μεταξύ υποομάδων. Αφ΄ ενός, η παθολογία και εν μέρει η γενική ιατρική, έχοντας διαδραματίσει ιστορική διαδρομή στα νοσοκομεία, βλέποντας τώρα την πρωτοκαθεδρία τους να υποχωρεί, έναντι των υψηλής τεχνολογίας ειδικοτήτων, όπως η καρδιολογία, η πνευμονολογία, η γαστρεντερολογία, η ρευματολογία αντιστέκονται σθεναρά, προκειμένου να διατηρήσουν, έστω, μέρος από την παλαιόθεν επικυριαρχία τους στα νοσοκομεία και τα ιδρύματα περιθάλψεως, συσπειρώνονται σε κορπορατιστικές[5] συμπεριφορές και αφετέρου οι νέες –υψηλής τεχνολογίας- ειδικότητες που πιέζουν για να αποκτήσουν πεδίο δράσεως σ΄ ένα περιβάλλον ανελαστικού χώρου και κόστους. Η πρώτη επιβάλλεται με το από το παρελθόν προβαλλόμενο παραδοσιακό κύρος της, οι δεύτερες με την ορμή των ραγδαίων επιστημονικών εξελίξεων και τη καταιγιστική επιδρομή της τεχνολογίας. Αυτή η εσωτερική διαμάχη μέσα στα νοσοκομεία συμβάλλει μοιραία στην αύξηση του κόστους των παρεχόμενων υπηρεσιών.

Τα οικονομικά της υγείας πουθενά στον κόσμο δεν πηγαίνουν καλά. Οι δαπάνες για την υγεία όχι μόνον βρίσκονται σε επικίνδυνα υψηλό επίπεδο, αλλά εμφανίζουν και ανοδική πορεία. Καθώς "τα χρήματα δεν επαρκούν για όλους",  τα ηλικιωμένα άτομα που τέθηκαν στο στόχαστρο πολιτικών, φιλοσόφων και σχεδιαστών υγείας, γιατί αποτελούν καταναλωτές υπερβολικών ιατρικών πόρων. Υπολογίστηκε, πράγματι, ότι το 20% των δαπανών για την Υγεία στις χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ξοδεύονται για τις τελευταίες 48 ώρες ζωής των ασθενών και ότι, το κρεβάτι του ετοιμοθάνατου έχει κόστος δαπανών 4 φορές μεγαλύτερο από το κανονικό. Έτσι σήμερα ασκούνται ισχυρές πιέσεις από τους προμηθευτές υγείας, δηλαδή τις δημόσιες ή ιδιωτικές υπηρεσίες ασφαλίσεως, για τον περιορισμό τους. Ειδικότερα, και για την πληρότητα του θέματος που μας απασχολεί στο κεφάλαιο αυτό, δηλαδή του δικαιώματος στο θάνατο και την τάση σύντμησης του χρόνου νοσηλείας, κατά το τελικό στάδιο της ανίατης παθήσεως όπου όλα τα θεραπευτικά ιατρικά μέσα έχουν ήδη εξαντληθεί χωρίς αποκατάσταση της υγείας του ασθενούς, πρωτεύοντα ρόλο διαδραματίζει το σύστημα ασφάλισης και μόνο επικουρικό το σύστημα υγείας.   

Η νοσηλεία σε Μονάδες Εντατικής Θεραπείας και η εφαρμογή σύγχρονης τεχνολογίας για τη διατήρηση της ζωής είναι ακριβή και καταναλώνει ένα σημαντικό ποσοστό των δαπανών για την υγεία. Ανοικτά πλέον σήμερα συζητείται αν τα ηλικιωμένα άτομα πρέπει να έχουν πρόσβαση στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας και την σύγχρονη προηγμένη τεχνολογία, μάλιστα όταν οι διαθέσιμοι ιατρικοί πόροι είναι περιορισμένοι και ως εκ τούτου πρέπει να διοχετεύονται σε νεότερα άτομα με μεγαλύτερο προσδόκιμο επιβιώσεως. Οι συζητήσεις για τη φροντίδα των ηλικιωμένων ατόμων δεν έχουν μόνο θεωρητικό χαρακτήρα αλλά αντανακλούν την σημερινή πρακτική και την τάση για το μέλλον. Έτσι π.χ. το 1994 δημοσιεύθηκε στις εφημερίδες η αποκάλυψη ότι τα Νοσοκομεία της Δανίας δεν έκαναν δεκτά στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας άτομα ηλικίας άνω των 70 ετών. Ακόμη σε έρευνα των Hill και συνεργατών, που δημοσιεύθηκε το 1994 στο British Medical Journal, το 29% των ερωτηθέντων ιατρών απήντησε ότι δεν θα έκαναν ανάνηψη σε ασθενείς άνω των 70 ετών, με μόνο κριτήριο την ηλικία τους. Εξάλλου σε άρθρο στο Acta Anaesthesiologica Scandinavica, τον Σεπτέμβριο του 1996, διαπιστώθηκε ότι στη Σουηδία, αν και η επίσημη πολιτική είναι να μην υπάρχει διάκριση σχετικά με την ηλικία, οι ιατροί των Μονάδων Εντατικής Θεραπείας, σε πολύ μεγάλο ποσοστό λαμβάνουν υπόψη τους την ηλικία των αρρώστων προκειμένου να τους νοσηλεύσουν στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας. Στη Μεγάλη Βρετανία, όπου το σύστημα ασφάλισης έχει ενσωματωθεί στο σύστημα περίθαλψης προς δημιουργία του αυτοχρηματοδοτούμενου Εθνικού Συστήματος Υγείας, προς το σκοπό περιστολής των δαπανών για την υγεία έχει τεθεί σε ισχύ, από το 1992, ένα πρόγραμμα περιορισμού των δικαιούχων με σκοπό την βράχυνση του χρόνου αναμονής και των "λιστών αναμονής". Έτσι, στη Μεγάλη Βρετανία, σήμερα, δεν παρέχονται υπηρεσίες αιμοδιάλυσης σε ασφαλισμένους άνω των 70 ετών, ενώ οι ιατροί πιέζονται να μη προβαίνουν σε προσπάθειες καρδιοαναπνευστικής αναζωογονήσεως σε άτομα άνω των 65 ετών. Η απαγόρευση αυτή συνιστά, βέβαια, μορφή παθητικής ευθανασίας για οικονομικούς λόγους με την κατάλληλη γλωσσική επένδυση είτε της "εκλογίκευσης των δαπανών" είτε της "θέσης προτεραιοτήτων", στον τομέα υγείας.

Η εφαρμογή των "εκ των προτέρων οδηγιών- advances directives" σε ηλικιωμένα άτομα, από πολλούς θεωρείται εργαλείο για μειωμένη φροντίδα και άρα μειωμένη κατανάλωση ιατρικών πόρων. Η σκέψη και η τάση, που τείνει να επικρατήσει σήμερα είναι ο περιορισμός της κατανάλωσης πόρων και ανθρωπίνου δυναμικού για αντιμετώπιση ασθενών με μικρή πιθανότητα καλού αποτελέσματος και η μεταφορά αυτών των πόρων για την αντιμετώπιση άλλων ασθενών με μεγαλύτερη πιθανότητα "καλού θεραπευτικού αποτελέσματος". Τι ορίζεται ως "καλό θεραπευτικό αποτέλεσμα", επαφίεται στην κρίση του καθενός. Εμείς πιστεύουμε ότι η αγοραία, σύγχρονη, κοινωνία μας ως "καλό θεραπευτικό αποτέλεσμα" θεωρεί την κοινωνική αποκατάσταση ενός ατόμου, δηλαδή την επανένταξή του στις διαδικασίες παραγωγής και καταναλώσεως. Υπό την έννοια αυτή, κανένας ηλικιωμένος και κανένας σε τελικά στάδια ανίατης ασθένειας δεν μπορεί να ελπίζεται ότι θα επανέλθει στον καταναλωτικό και παραγωγικό στίβο της ζωής. Τα άτομα αυτά συνιστούν αδρανές φορτίο της κοινωνίας και κάθε δαπάνη για την υγεία και επιβίωσή τους κρίνεται ασύμφορη και επιζήμια.

Πολλοί, πράγματι,  ισχυρίζονται ότι οι δαπάνες για το τέλος της ζωής είναι δυσανάλογα μεγάλες, απόρροια της διατήρησης της ζωής με την βοήθεια της υψηλής τεχνολογίας και ότι μπορεί να γίνει εξοικονόμηση δαπανών μέσω των "εν αιθρία οδηγιών (:advanced directives)" και των ξενώνων αρρώστων τελικού σταδίου. Όμως κοινωνική δικαιοσύνη δεν είναι μόνο η λογική και δίκαιη κατανομή των πόρων, αλλά και η ίση –ανεξάρτητα από την κοινωνικο-οικονομική κατάσταση του κάθε ανθρώπου- δυνατότητα πρόσβασης στην υψηλή τεχνολογία, στις σύγψχρονες θεραπείες και προϊόντα. Η δυνατότητα αυτή προστατεύεται απροϋπόθετα με την 1153 (1991) Σύσταση για την Ευρωπαϊκή Πολιτική για την Υγεία, που υιοθετήθηκε από τη Γενική συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης στις 26 Απριλίου 1991. Ο αποκλεισμός από την υψηλή τεχνολογία κάποιων αρρώστων, λόγω μικρών πιθανοτήτων καλού θεραπευτικού αποτελέσματος συνιστά αδικία. Τον Φεβρουάριο του 1994 δημοσιεύτηκε ειδικό άρθρο στο New England Journal of Medicine με τίτλο "Η οικονομία του θνήσκοντος. Η αυταπάτη εξοικονόμησης δαπανών στο τέλος της ζωής". Οι συγγραφείς μελέτησαν το θέμα σε βάθος και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η ελπίδα μείωσης των συνολικών δαπανών για την υγεία μέσω μείωσης των δαπανών από την μη εφαρμογή των υποστηρικτικών της ζωής παρεμβάσεων, είναι πιθανότατα μάταιη. Οι συγγραφείς τελειώνουν το άρθρο τους με τη γνώμη: "οποιοδήποτε δρόμο μείωσης των δαπανών υγείας διαλέξουμε, πρέπει να σταματήσουμε να κοροϊδεύουμε τους εαυτούς μας, ότι οι εν αιθρία οδηγίες και η λιγότερο επιθετική φροντίδα στο τέλος της ζωής θα λύσουν τα οικονομικά προβλήματα του συστήματος υγείας".

Στην εξοικονόμηση πόρων στοχεύει και η νομιμοποίηση της ιατρικής συνδρομής στην αυτοκτονία,  προς την οποίαν ωθούνται πολλές φορές τα ηλικιωμένα άτομα. Περί την κοινωνική ευθανασία διακυβεύονται και τεράστια συμφέροντα φύσεως οικονομικής, όπως Ασφαλιστικών Εταιρειών, Ταμείων Υγείας, Κρατικών Οργανισμών και άλλων. Οπότε, πλέον η ζωή του ανθρώπου με την "ευθανασία" καταλήγει σε "λογιστική πράξη".

VIΙI

Το αρχιμήδειο σημείο, από το οποίο θα μπορούσε να εκκινήσει η διερεύνηση της κοινωνικής σημασίας της ευθανασίας, δεν είναι η διλημματική της υπόσταση, εάν είναι ηθικό να αποτελέσει την κατάληξη ενός βασανιζόμενου συνανθρώπου μας, για τον οποίο κάθε περαιτέρω θεραπεία θα ήταν μάταιη, αλλά η επινοημένη αποστολή της, ως μια διέξοδος στο αδιέξοδο που προκαλούν, από κοινού, η σύγχρονη ιατρική, όπου αποδεικνύεται ατελέσφορη και διεκδικεί την εφεδρεία του θανάτου, ως τελική επιχωμάτωση των αστοχιών της και η κοινωνία του ακατάληκτου κέρδους, όπου αποδεικνύεται απρόθυμη για κοινωνικές δαπάνες και συναισθηματική συνεισφορά.  Πράγματι, το πρόβλημα της νομιμοποιήσεως ή μη της ευθανασίας, για λόγους αυτοδιαθέσεως του ατόμου και δικαιώματος στο θάνατο, αποσπά την προσοχή μας από δύο άλλα προβλήματα, τα οποία επικαλύπτει: [α] εκείνο της αποπροσανατολισμένης ιατρικής, που δεν εξελίσσεται παρά ως μια απρόσωπη, εκτεχνικευμένη παροχή υπηρεσιών, της οποίας κύριο μέλημα, στο έδαφος πλήρους απανθρωπισμού της κοινωνίας, έχει καταστεί η κατανάλωση υψηλού κόστους προϊόντων βιοτεχνολογίας και η διεξαγωγή δαπανηρών τεχνολογικών μαχών με τις νόσους και, [β] της συγκρατήσεως των κοινωνικών δαπανών

 Η σύγχρονη ιατρική με τις καταιγιστικές εξελίξεις, κατορθώνοντας σε λίγες μόλις δεκαετίες να διατρέξει αστρικές αποστάσεις και βασισμένη στην ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση ότι έχει λύσει όλα τα προβλήματα υγείας, που ταλανίζουν τον άνθρωπο από καταβολής του ή ότι έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο στην επίλυσή τους, οδηγεί κάθε ασθενή ή στην ίαση ή σ΄ ένα θάνατο, που κατανοείται ως αποτυχία επισκευαστικών εγχειρημάτων και που έπεται της κινητοποιήσεως όλων των μέσων του βιοτεχνολογικού οπλοστασίου της ή, τέλος, σε μια μετέωρη κατάσταση, ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο, που δεν είναι ούτε ζωή ούτε θάνατος: στην κατάσταση του "τελικού σταδίου". Παρά τον ξέφρενο εξοπλισμό της με τεχνολογικά μέσα, που λίγα μόλις χρόνια πριν θα εθεωρούντο στη σφαίρα της καλπάζουσας φαντασίας και παρά τις καταιγιστικές εξελίξεις των υποστηρικτικών της επιστημών και τις ενθουσιώδεις διαβεβαιώσεις της, η σύγχρονη βιοϊατρική παραμένει σε μεγάλο βαθμό αναποτελεσματική σε σωρεία παθολογικών καταστάσεων. Οι άνθρωποι εξακολουθούν να αρρωσταίνουν με την ίδια ή μεγαλύτερη συχνότητα [51] και ο θάνατος εξακολουθεί, ακαταμάχητος, να διεκδικεί τα υψηλά ποσοστά του στην έκβαση των παθήσεων. Νέες παθήσεις εμφανίζονται, για τις οποίες δεν υπάρχουν ούτε διαγνωστικές μέθοδοι και ούτε αποδοτικά θεραπευτικά πρωτόκολλα. Ο βασικότερος λόγος είναι ότι η σύγχρονη ιατρική, επικεντρωμένη, με ολοένα μεγαλύτερη προσήλωση, στην κατανάλωση ακριβής τεχνολογίας, έχει χάσει το ενδιαφέρον της για την πρόληψη, αν εξαιρέσουμε τις καινοφανείς υποσχέσεις της  γενετικής, στο επίπεδο της πρωτογενούς μορφής της, οι οποίες, εν τούτοις, δεν είναι άμοιρες παρενεργειών. Παρά το γεγονός ότι η βιοϊατρική διαβεβαιώνει ότι έχει εκριζώσει σωρεία ασθενειών και ότι έχει τιθασεύσει την καλπάζουσα λοιμογόνο δυναμική μερικών άλλων, σε μια ευρεία σειρά περιπτώσεων, αποτυγχάνοντας να αναστείλει οριστικά το θάνατο, του οποίου η προφάνεια –εν τούτοις- εξακολουθεί να μην αμφισβητείται, επιχειρεί με μανία την επιβράδυνση της ελεύσεώς του, εφαρμόζοντας θαυμαστά επιστημονικοτεχνικά μέσα χημικής-μηχανικής παρατάσεως της ζωής, προεκτείνοντάς την πέρα από οποιοδήποτε όριο ανακάμψεως, και διατηρώντας τη στο μεταίχμιο του θανάτου, σαν σε μια κατάσταση αδρανούς διαθεσιμότητας. Καθώς η ιατρική έχει μεταβληθεί σε μια εκτεχνικευμένη εφαρμογή επιστημονικών μεθόδων και διογκώνει τα προβλήματα, για την άρση των οποίων υποτίθεται ότι αναπτύχθηκε, κάνει το θάνατο εργαλείο επινοημένης δράσεως, στην εσκεμμένη αναδιαμόρφωση της ζωής, η οποία, με τον τρόπο αυτό, εγκαταλείπεται στην επικράτεια του ποιοτικού ελέγχου της. Προκάλεσε, έτσι, τη συσσώρευση περιπτώσεων ασθενών σε τελικό στάδιο, στο οποίο καθορίζονται και τα όρια δράσεώς της, πλημμυρίζοντας τις μονάδες εντατικής θεραπείας και τα ιδρύματα αποκαταστάσεως χρόνιων παθήσεων.

  Η αγορά, από την πλευρά της, εκποιώντας κάθε ανθρώπινη αξία, όπως η φιλανθρωπία, η συντροφικότητα, η αλληλεγγύη, η συμπόνια, που δεν έχουν ανταλλακτική σημασία και δεν ρευστοποιούνται και καταστώντας την κοινωνία απρόθυμη να αναλάβει δράσεις πρόνοιας, να επιδείξει συνδρομητική ευαισθησία και ξανακάνοντας τον καθένα ‘λύκο για τον κάθε άλλον’, την εγκιβώτισε σε μια ακαταλάγιαστη φρενίτιδα ατομικιστικών διεκδικήσεων, σε μια ασίγαστη μανία κερδοσκοπίας. Μετέτρεψε, επίσης την όποια φόρτιση της κοινωνίας σε ανάπηρους, ανιάτως πάσχοντες, διανοητικά καθυστερημένους, ακτήμονες και ανέργους που δοκιμάζουν την ηθική της και υπενθυμίζουν τις υποχρεώσεις της, σε αποδιοπομπαίο φορτίο αποβλήτων, σε μια αδρανή μάζα, για την οποία αναζητά τρόπους απαλλαγής της. Επιβάλλοντας τις δικές της προτεραιότητες, υποχρεώνει την κοινωνία να εμφανίζεται φειδωλή στην χρηματοδότηση των αναγκαίων κλινών και την ανάπτυξη εκτεταμένης παρηγορητικής δράσεως, για όλες τις περιπτώσεις χρονίως πασχόντων, που είναι όλοι τους θύματα της αλαζονείας της ιατρικής, που αδυνατεί να τους θεραπεύσει και της αλαζονείας των υγιών που αρνούνται να συνυπάρχουν μαζί τους, επειδή δήθεν προσβάλλουν την αισθητική τους.

Ήδη, τα συστήματα υγείας καρκινοβατούν υπό την ποιμαντορία της ελεύθερης αγοράς, που αμέσως πατεντάριζε κάθε νεοεισαγόμενη τεχνολογία, πριν την επιβάλλει πιεστικά στις κοινωνικές οργανώσεις προλήψεως, περιθάλψεως, και αποκαταστάσεως. Υπάρχουν ενδείξεις, βιβλιογραφικές και άλλες, ότι τα οικονομικά της υγείας υπαγορεύουν μεταβολές, κατά το δοκούν, μεταβολές στις βιοηθικές αντιλήψεις της σύγχρονης κοινωνίας, ανάλογα με το κόστος παροχής υπηρεσιών και ποιός καλείται  να το επωμισθεί, το άτομο ή απόλυτα ποδηγετημένη από την αγορά πολιτεία, καθώς σε πολλές ευκαιρίες σημειώνεται η έκδηλη αντίθεση επιδιώξεων και στόχων των τομέων υγείας και οικονομίας. Έτσι, ο οικονομικός έλεγχος των βιοηθικών επιλογών συνεπάγεται αποστέωση της βιοηθικής και σωρεία ανατροπών, όπως έχουμε ήδη επιχειρήσει να αναπτύξουμε στο κεφ. 2, II, III, IV. Έτσι, στα σύγχρονα κείμενα, ο ιατρός αντικαθίσταται από τον παραγωγό υγείας και ο ασθενής από τον καταναλωτή του εμπορεύσιμου αγαθού "υγεία", προκειμένου να καταστεί κοινή συνείδηση ότι στη διαδικασία διαμόρφωσης των κανόνων βιοηθικής τον πλέον σημαντικό ρόλο διαδραματίζει ο οικονομικός παράγοντας.  

Η αλληλεγγύη, η κοινωνική συνοχή, η φιλαλληλία απετέλεσαν εμπόδιο της νέας τάξης πραγμάτων, στην οποία πρυτάνευαν οι καιροσκοπικές αυθαιρεσίες της αγοράς και η μετατροπή του ατόμου σε μονήρη και ευάλωτα παραγωγο-καταναλωτικά υβρίδια. Στις νέες αντιλήψεις περί χρησίμου ατόμου, εκείνου δηλαδή που παράγει ανηλεώς και καταναλώνει αφειδώς, ο άρρωστος και ανήμπορος άνθρωπος αποτελεί αποκρουστική και αποδιοπομπαία ύπαρξη, ενώ οι εξαρτώμενοι από συσκευές ή περιποιήσεις τρίτων αποτελούν απόβαρο, ένα "αδρανές φορτίο", από το οποίο η κοινωνία πρέπει να απαλλαγεί, όσο πιο ανέξοδα γίνεται. Ιδού, άλλη μια φορά, η προσφυγή στην ευθανασία, υπό το πρόσχημα του σεβασμού της αυτοδιαθέσεως του ατόμου, ως αποδοτικής μεθόδου ευκοσμίας της κοινωνίας, δηλαδή του μετασχηματισμού της στις επινοημένες προδιαγραφές της ελεύθερης αγοράς, η οποία αναγνωρίζει μόνο στιβαρούς καταναλωτές και άοκνους παραγωγούς προϊόντων, της επικράτησης της κυνικής κερδοσκοπίας και του συγκεντρωτικού ετεροκαθορισμού. Έτσι, η ευθανασία εισήλθε στο προσκήνιο της ιστορίας ως παραπροϊόν της αγοραίας μεταμορφώσεως της κοινωνίας.

Ως κατασκευασμένο, λοιπόν, κοινωνικό πρόβλημα, η ευθανασία έρχεται να εκτρέψει την προσοχή μας από την κατάρρευση του κράτους πρόνοιας και τη χρεοκοπία του συστήματος κοινωνικής αρωγής και προστασίας της υγείας, κάτω από το βάρος των απεριόριστων απαιτήσεων και των περιορισμένων πόρων, να εκτρέψει την προσοχή του κοινού από τη καταστροφή του περιβάλλοντος, από την ανεργία, την υποαμοιβόμενη, ανασφάλιστη εργασία, την ολοένα αυξανόμενη αναλογία αστέγων και την ενίσχυση του επιπολασμού των νοσημάτων φθοράς, των αναπηριών από τροχαία ή εργατικά ατυχήματα, την εμφάνιση καινοφανών νοσημάτων με τρομακτική λοιμογόνο δύναμη, που καταλαμβάνουν τον ανθρώπινο οργανισμό εξ απήνης και τη διατήρηση της επιπτώσεως των γνωστών παθήσεων, για τις οποίες η ραγδαία εξελισσόμενη επιστημονική πρόοδος δεν μπορεί να προσφέρει ιαματικές ή ανακουφιστικές θεραπείες. Η ευθανασία ανασύρθηκε από τα χρονοντούλαπα της ιστορίας για να απομακρύνει το κριτικό βλέμμα από μια ιατρική, που έχει απολέσει τον προσανατολισμό της και από ποδαλείρια, μαχαονική και πανάκεια τέχνη κι επιστήμη, μεταβλήθηκε σε θεραπαινίδα των πολυεθνικών εταιρειών και dealer των προϊόντων τους.

Κάτω από συνθήκες ένδειας πόρων, η πολιτεία προσανατολίζεται στη διασφάλιση της δυνατότητάς της να σχεδιάζει το όριο της κοινωνικής της προσφοράς, ανεξάρτητα με την απόδοση της εκτεχνικευμένης, απρόσωπης βιοιατρικής, που χρηματοδοτεί. Ίσως μπορούμε να διακρίνουμε ότι η πρόθεση διαχειρίσεως των ανιάτως πασχόντων υποκινείται από μια επίμονη διάθεση ανακατανομής οικονομικών πόρων σε περιβάλλον ένδειας συναισθήματος, με την πρόφαση της συμπόνιας. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το μέλλον της ανθρωπότητας εξαρτάται "από την ενίσχυση του αισθήματος της κοινωνικότητάς μας" , παρατηρεί ο Άντλερ [126], και ότι τα μεγάλα λάθη στη ζωή μας, ο πόλεμος, η θανατική ποινή, η μισαλληλία, το φυλετικό μίσος, η απέχθεια ανάμεσα στους λαούς, αλλά και η νεύρωση, η αυτοκτονία, το έγκλημα, ο αλκοολισμός, η εμμονή στα υπερκέρδη σε βάρος των άλλων κλπ., πηγάζουν από την έλλειψη του αισθήματος κοινωνικότητας και δεν είναι παρά συμπλέγματα κατωτερότητας, βλαπτικές δοκιμές για τη λύση μιας κατάστασης με ανάρμοστο και κακό τρόπο. Έτσι, παράλληλα με τις προσπάθειες περιορισμού των εξοπλισμών υψηλής τεχνολογίας στα δημόσια θεραπευτήρια και ιδρύματα περιθάλψεως, παρατηρείται και η πρόθεση περιορισμού του αριθμού εκείνων που κάνουν χρήση των εξοπλισμών υψηλής τεχνολογίας, πχ., με τον καθορισμό ανώτατου ορίου ηλικίας, σε πρώτη φάση και με άλλου τύπου διακρίσεις, ίσως, αργότερα. Ταυτόχρονα εντείνονται και οι προσπάθειες αποποινικοποιήσεως της ευθανασίας.

Είναι φανερό ότι, σ΄ένα τέτοιο περιβάλλον, η ευθανασία δεν φαίνεται παρά ένα φερτό κοινωνικό αίτημα, που επιχειρείται να συμπεριληφθεί στον αυτο-ορισμό του σύγχρονου κόσμου, ως συστατική απόρροια μιας συμπόνιας προς συνανθρώπους μας, που αντιμετωπίζουν κίνδυνο, πόνο ή θάνατο. Στη σύγχρονη  κοινωνία μας, η φιλευσπλαχνία και η ανθρωπιά είναι αντιλήψεις εύπλαστες, δεκτικές πολλών ερμηνειών, εκδηλωμένες με ποικιλία πρακτικών, και εγκυμονούν τον κίνδυνο, με το χρόνο να προκληθεί μεγάλη αύξηση των περιπτώσεων ευθανασίας από "συμπόνια". Έτσι, η ιατρική δεν θα ζώσει μόνο ζωές, εμφορούμενη από ιπποκρατικά αισθήματα συμπόνιας, αλλά με τη νομιμοποίηση της ευθανασίας και της ιατρικής συνδρομής σε αυτοκτονία, της θανάτωσης από φιλευσπλαχνία, θα δολοφονεί την "εν κάψει" ζωή επίσης από συμπόνια. Όμως μιας συμπόνιας που έχει υποστεί πλήρη ανασύσταση, αφού όλοι γνωρίζουμε ότι η συμπόνια ενεργοποιείται αναχαιτιστικά προς αυτόν που προσεγγίζει τον κίνδυνο, βιώνει τον πόνο ή απειλείται από τον θάνατο και όχι επιταχυντικά προς εκείνον που αργεί να δρασκελίσει το κατώφλι του. Το περίβλημα συμπόνιας κάθε ευθανασιακού διαβήματος κατατείνει στην άρση των επιφυλάξεων εκ μέρους του περιβάλλοντος του ασθενούς, την ελαχιστοποίηση της κριτικής από τους συγγενείς του και τη μεγιστοποίηση της συναίνεσης εκ μέρους του κοινού και, συνήθως, με τον χαρακτηρισμό κάθε περιπτώσεως ευθανασίας ως ‘ελεήμονος θανατώσεως’ αποσκοπείται ο κατευνασμός του άγους, που προκαλεί μια τέτοια απόφαση, που ασφαλώς για τη λήψη της προϋποθέτει ένα άλλοθι. Το είδος αυτής της συμπόνιας κατανοείται κατά τρόπο, ώστε να αφηγείται τα δεινά που υφίστανται οι αναξιοπαθούντες συνάνθρωποί μας ως μοιραία, όπως ο πληθωρισμός και η ανεργία, που αναφέρονται ως γεγονότα, επιβαλλόμενα από ένα απρόσιτο, στον έλεγχο των ανθρώπων, ‘επέκεινα’, που, αόρατο, πίσω από την απροσδιοριστία του, κάνει τους εργαζόμενους να χάνουν τη δουλειά τους και να πληρώνουν υψηλότερες τιμές για την προμήθεια συνηθισμένων προϊόντων και τους ασθενείς να πρέπει, με πρωτοβουλία αυτών των ίδιων και για χάρη της αυτονομίας τους, να πεθαίνουν, χάνοντας τον μοναδικό φορέα αυτής της αυτονομίας, τη ζωή τους.

Απ΄ αυτόν το "νεοτερικό" τύπο συμπόνιας έχει αποψιλωθεί το δέος, η συναίσθηση προσωπικής συμμετοχής και συνδρομής στις συμφορές του διπλανού μας και η πρόθεση αφοσιώσεως, που συνήθως τη συνόδευαν, καθόριζαν τα ποιοτικά της χαρακτηριστικά και προεξοφλούσαν την αποτελεσματικότητά της στους αποδέκτες της. Στην ουσία, πρόκειται περί μιας μεταλλάξεως προς μια συναινετική ανταπόκριση, στην πρόθεση αποστασιοποιήσεως από τη ζωή και αναθεώρηση της χωρίς όρους προστασίας της. Με την αναπεριγραφή της ευθανασίας με όρους συμπόνιας και άλλα σύμβολα δανεισμένα από τη θρησκευτική στάση ζωής, αποσκοπείται η εξάλειψη του αισθήματος ενοχής, ταπείνωσης ή αδικίας που θα δημιουργούσε η συναίνεση σε κάθε περίπτωση ευθανασίας, που θα προτεινόταν με βάση την ικανοποίηση οποιωνδήποτε κριτηρίων αποδοχής. Η νομιμοποίηση της επιδιωγμένης επισπεύσεως του θανάτου των χρονίως πασχόντων θα επέτρεπε στην κοινωνία διακανονιστικές ρυθμίσεις εκκρεμών υποθέσεων υγείας, χωρίς να απειληθούν οι βασικοί πολιτειακοί και οικονομικοί θεσμοί και χωρίς να αναδειχθεί η αναγκαιότητα ανασυγκροτήσεως και δραστικής οικονομικής ενισχύσεως των συστημάτων υγείας και αποκαταστάσεως. Εντούτοις, ο επιδιωγμένος θάνατος δεν αίρει την ταπείνωση· την επιβεβαιώνει.

  Με την ευθανασία, καταστούμε το θάνατο από ένα μη γεγονός ως ήδη τετελεσμένο γεγονός με χωρικούς (:νοσοκομείο, κρεματόριο, κλινική θανάτου) και χρονικούς (:επίσπευση, σύντμηση) χαρακτήρες. Του προσδίδουμε δράστη (:τον "ειδικό" που θα ενεργήσει ή θα αμελήσει μια πράξη που θα επιφέρει το θάνατο ή τον "βοηθό" που θα παρέξει συνδρομή στην ευθανασία), του προσδίδουμε υποκινητή και ηθικό αυτουργό (:τη νεοτερική αγοραία μεταμόρφωση της κοινωνίας)  και, τέλος, του προσδίδουμε κίνητρο (: το χρόνιο νόσημα, που φθείρει διαρκώς τον ψυχισμό του ασθενούς των συγγενών του ιατρικού προσωπικού και της καλλιεπούς  κοινωνίας, και πρέπει, δια του θανάτου, να τεθεί στο περιθώριο της ζωής). Η διεκδίκηση της νομιμοποιήσεως της ευθανασίας, ως "ευλόγου αιτήματος αποκαταστάσεως των αναξιοπαθούντων" συνίσταται, απλά, στην απαλλαγή της κοινωνίας από μια δυσάρεστη οικονομική και συναισθηματική φόρτιση, που αίρεται με το θάνατο, ο οποίος, έτσι, φέρεται ως εάν να ετίθετο στην υπηρεσία της κοινωνικής συνεχίσεως της ζωής και δεν πρόκειται, παρά για μια επιχείρηση εκκαθαρίσεως των εκκρεμών και χρονιζόντων προβλημάτων υγείας, που αφορούν άτομα εκτός παραγωγικής διαδικασίας, επομένως μη αναγνωρίσιμα από τη σύγχρονη κοινωνία, η παραμονή των οποίων στους κόλπους της θα συνιστούσαν εμπλοκή στις διατάξεις ευταξίας της.

Η προβολή προβλημάτων με τη μορφή "ευλόγων αιτιάσεων" που δικαιολογούν πολιτικές προτιμήσεις, θέσεις και αποφάσεις, που στερούνται αποτελεσματικότητας, μερικές φορές και επικαιρότητας, εξασφαλίζουν ένα βαθμό ορθολογικότητας, όση τουλάχιστον είναι αναγκαία, προκειμένου να εξασφαλισθεί πλατειά, λαϊκή συναίνεση. Με αναφορά στη λογική, την αντικειμενικότητα, την αμεροληψία και την αμέριστη διάθεση αναγνωρίσεως δικαιωμάτων δικαιολογούνται –πάντα- παρόμοιες ενέργειες πολιτικής αντιμετωπίσεως άλυτων ή δυσεπίλυτων προβλημάτων, για τα οποία δεν υπάρχει διάθεση ή και δυνατότητα επιλύσεώς τους, μέσα στα τεθέντα οικονομικά όρια, και που κατά κανόνα αφορούν στην εκμετάλλευση ευάλλωτων ομάδων, όπως οι χρονίως πάσχοντες και τα θύματα σωματικής ή ψυχικής αναπηρίας, οι περιθωριοποιημένοι και οι εξαρτημένοι, οι οποίοι στερούνται πολιτικής υποστηρίξεως. Αλλά οι, εξάλλου εντελώς περιορισμένης κλίμακας, ομάδες αυτές πληθυσμού δεν ελπίζουν την επίλυση των προβλημάτων τους -λόγω της φύσης τους- στην ανάπτυξη οποιασδήποτε επιχειρηματολογίας, με την οποία μόνο μπορεί να επιδιωχθεί συγκρότηση οπαδών και όχι πραγματική αποκατάσταση και επανένταξη των αναξιοπαθούντων συνανθρώπων μας. Έτσι, την υποστήριξη των δικαιωμάτων τους, την αναλαμβάνουν άλλες ομάδες, από την πολιτική, δημοσιογραφική ή την ακαδημαϊκή εξουσία, που όντας υγιείς ή, τουλάχιστον ακόμη υγιείς, δεν ανήκουν στην κατηγορία εκείνων, για λογαριασμό των οποίων λαμβάνουν τόσο ρηξικέλευθες αποφάσεις, όπως η υποχρέωσή τους να θανατωθούν, προκειμένου να περισώσουν ό,τι από την αξιοπρέπειά τους μπορεί να περισωθεί. Κι επειδή η αρρώστια, ακόμη και η ανίατη, δεν είναι, πλέον, μια κολάσιμη πράξη, για την οποία αποκλειστικός υπόλογος θα ήταν ο ίδιος ο πάσχων –κάτι το οποίο, επίσης, επιχειρείται, προς το παρόν ανεπιτυχώς, να τύχει αναγνωρίσεως- ώστε η θανάτωση των ανιάτως πασχόντων να εκληφθεί από την κοινωνία, ως μια "δίκαιη" ανταμοιβή των αφρόνων αυτών, κάτι το οποίο ασφαλώς θα απλοποιούσε τα πράγματα, επιχειρείται να εμφανισθεί ως χρέος τιμής, ένδειξη αυτοδιαθέσεως και επίφαση αξιοπρέπειας, έναντι μιας κοινωνίας εντελώς παγιδευμένης στο καταναλωτικό της πάθος.

Το καθεστώς, σχεδιάζοντας τις τοποθετήσεις του έναντι ζητημάτων υπέρ ή κατά της ευθανασίας, των αμβλώσεων, του προγενετικού ελέγχου ή της επεμβάσεως στο ανθρώπινο γονιδίωμα, δεν ενδιαφέρεται πραγματικά, για τους χρονίως πάσχοντες, εκείνους, που έχουν κληρονομούμενα στίγματα και εκείνες, που υφίστανται μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη, αλλά, με πρόφαση αυτούς, απευθύνεται στους υγιείς, μεταξύ των οποίων προτίθεται να δημιουργήσει θύλακες αποδοχής ή απορρίψεως. Κυρίως, απευθύνεται στα δραστικά πολυπληθέστερα άτομα, που αντιμετωπίζουν το πρόβλημα θεωρητικά, όπως αυτό εκτίθεται από τον έντυπο ή ηλεκτρονικό τύπο, ως συμβαίνον σ΄έναν άλλο κόσμο και ποτέ στους ίδιους. Εκείνοι το αντιμετωπίζουν ως αντικείμενα του προβλήματος, όχι ως δυνητικά υποκείμενά του, από την όποια επίλυση του οποίου θα εξαρτήσουν ζωτικά συμφέροντα, ακόμη και την ίδια τους τη ζωή κι έναντι του οποίου δείχνουν ένα έμμεσο, μικρό ενδιαφέρον ή αδιαφορία. Βέβαια, οι ιθύνοντες γνωρίζουν καλά ότι το έμμεσο, ενημερωτικό, ενδιαφέρον για κάποια εύλογη αιτίαση μπορεί να μετουσιωθεί σε άμεσο ενδιαφέρον, που σχηματοποιεί αμέσως ισχυρές κοινωνικές τάσεις, μόνο όταν από τα "κείμενα" που θα παρουσιαστούν προς υποστήριξη ή απόρριψη της αιτιάσεως,  προκύπτει η πιθανότητα άμεσων ή μελλοντικών ωφελημάτων, που θα προκύψουν από την υλοποίηση της προτάσεως, με την οποία θα απαντηθεί η αιτίαση ή την ενδυνάμωση του φορέως της προτάσεως που θα προτιμηθεί.

Έτσι, η επίκληση της ευθανασίας έγκειται εν μέρει σε αυτό που αρνείται: την αναγωγή της σε παθολογικές κοινωνικές συνθήκες, όπως τέτοιες υπήρξαν εκείνες που επέβαλαν τις εκκαθαρίσεις στην υπό οικονομική κατάρρευση, υπερπληθωρισμένη προπολεμική Γερμανία, που με πρόσχημα την ευκοσμία της κοινωνίας και υποκρυπτόμενο σκοπό την περιστολή εξόδων και τη χρηματοδότηση της πολεμικής βιομηχανίας προετοίμαζε τη Γερμανία για τη μεγάλη περιπέτεια του 2ου παγκόσμιου πολέμου. Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι κανείς δεν πείθεται ότι η αναστολή της νομιμοποιήσεως της ευθανασίας αποτελεί απειλή κατά της προσωπικής ευημερίας και του κοινού συμφέροντος, αφού όσοι ψηφίζουν υπέρ της νομιμοποιήσεως της ευθανασίας στις διάφορες σφυγμομετρήσεις και ελέγχους της κοινωνικής τάσεως, ψηφίζουν, βέβαια, για την ευθανασία των άλλων· όχι τη δική τους.

Όταν ένας υγιής ψηφίζει υπέρ ή κατά της ευθανασίας, προσδοκά από την ενέργειά του αυτή ωφελήματα. Η φύση των προσδοκώμενων ωφελημάτων εξαρτάται από το περιεχόμενο της επιχειρηματολογίας, που συνοδεύει την υποστήριξη της αντίστοιχης προπαγάνδας. Αν η ευθανασία των ανάπηρων και διανοητικά καθυστερημένων παιδιών προτείνεται "προκειμένου να εξοικονομηθούν χρήματα για τα υγιή παιδιά", τότε μεγάλη αναλογία των γονέων με οικονομικά προβλήματα και υγειά παιδιά αναμένεται να τοποθετηθούν υπέρ της ευθανασίας. Αντίθετα, αν η ευθανασία προτείνεται για να ενισχυθεί η χρηματοδότηση της πολεμικής βιομηχανίας, οι ειρηνιστές, οι νεαροί ενήλικες και οι γονείς τους θα τοποθετηθούν κατά της ευθανασίας και υπέρ της διαθέσεως πόρων για κοινωνική πρόνοια. Με την πρόταση της δολοφονίας των ανάπηρων παιδιών για όφελος των υγιών παιδιών, που εκφέρεται ως οικονομική επιδίωξη, επιχειρήθηκε να απαλλαγεί η αποδοχή της ευθανασίας των ηθικών εμποδίων, που ενδέχεται να αντιμετωπίσει και να καταστεί περισσότερο εύληπτη στο λαό. Παρ΄ όλο ότι η δικαιολόγηση "προκειμένου να εξοικονομηθούν χρήματα για τα υγειά παιδιά" αποστερεί από την πρόθεση την ηθική της υπόσταση, δεδομένου ότι δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιείται κανείς ως μέσον, για την ωφέλεια κάποιου άλλου, η ηθική κατακραυγή κάμφθηκε κάτω από το βάρος της ωφελιμότητας [196], του ενεργοποιηθέντος ενστίκτου αυτοσυντηρήσεως, καθώς η φιλαυτία επικράτησε της φιλαλληλίας. Παρόμοια επιχειρήματα εμφανίζονται και στις ημέρες μας, καθώς πρυτανεύουν απόψεις, σύμφωνα με τις οποίες οι ιατροί πρέπει να υπαρασπίζονται τα συμφέροντα του κοινωνικού συνόλου και όχι του κάθε ασθενούς τους ονομαστικά. Με τη λογική αυτή, οι οικονομικοί πόροι πρέπει να κατανέμονται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε οι δαπάνες για την ανίατη πάθηση σε τελικό στάδιο να μην καταλήγουν να απορροφούν οικονομικούς πόρους που θα μπορούσαν να διατεθούν "ορθολογικότερα" για τα υπόλοιπα μέλη του κοινωνικού συνόλου ιδίως, μάλιστα, για τη διατροφή κι εκπαίδευση των νέων, καθώς και για την πρόληψη και προαγωγή της υγείας τους.   

Παρατηρούμε ότι οι άνθρωποι επιλέγουν να οδηγήσουν τους ασθενείς του οικογενειακού τους περιβάλλοντος σε μακροχρόνιες νοσηλείες σε νοσηλευτικά ιδρύματα, μέχρι να γίνουν καλά ή να καταλήξουν. Κανείς πια δεν πεθαίνει από εξάντληση των ζωτικών εφεδρειών του, στη θαλπωρή του οικογενειακού του περιβάλλοντος, αλλά όλοι καταλήγουν στο θάλαμο ενός νοσοκομείου και πεθαίνουν εκεί αβοήθητοι και μοναχικοί, σε συνθήκες απρόσωπης ιδρυματικής περίθαλψης. Δεν τους λένε αντίο, δεν τους ασπάζονται, κανένα δάκρυ δεν κυλάει στο πρόσωπο κανενός. Με υπηρεσιακή ψυχρότητα αφαιρούν το θερμομετρικό διάγραμμα από τη ράχη της νοσηλευτικής κλίνης και περνάνε ένα λευκό σεντόνι ως πάνω, καλύπτοντας το πρόσωπο του θανόντος. Ο προσωπικός θάνατος έχει καταργηθεί και τη θέση του έλαβε ο απρόσωπος θάνατος, που δεν είναι, παρά η εκτροπή κάποιων εργαστηριακών δεδομένων στην περιοχή του ασύμβατου. Τίποτα άλλο! Επομένως, η αναστολή του, η μετάθεσή του στο μέλλον δεν είναι παρά απλά ένα ζήτημα προνοητικότητας, καλύτερης οργάνωσης των υπηρεσιών, ευχερέστερης πρόσβασης, αποδοτικότερης διαχειρίσεως, δηλαδή, εν τέλει, περισσότερης δαπάνης.

Στην επιλογή αυτή προσανατολίζονται λόγω της προπαγάνδας και ισχυρών οικονομικών κινήτρων, να αποφεύγουν να επωμίζονται την ευθύνη της οίκοι νοσηλείας και ισχυρών αντικινήτρων, όπως η ανεργία, η υποαμοιβόμενη και διαλείπουσα απασχόληση, η υπερεντατικοποιημένη εργασία, η αναγκαστική διπλοβάρδια και ο συνεχώς περικοπτόμενος ελεύθερος χρόνος, η στενότητα της κατοικίας και ο ενδοοικιακός συνωστισμός, η έλλειψη ανέσεων, η κατάργηση του προτύπου της "γυναίκας-νοικοκυράς" και η προώθηση του προτύπου της εργαζόμενης γυναίκας, η μη οργάνωση των υπηρεσιών ‘οίκοι περιθάλψεως’ κλπ. Η ιατρικοποίηση και ιδρυματοποίηση της αρρώστιας ευνοείται ιδιαίτερα από ιατρικούς, κοινωνικούς και πολιτικούς παράγοντες, που με τη δράση τους βοηθούν στην όξυνση και τη διαιώνιση του "προβλήματος" της συμφορήσεως των δημόσιων και ιδιωτικών Νοσοκομείων, των ιδρυμάτων περιθάλψεως και των ασύλων αποκαταστάσεως, παρά το γεγονός ότι συνεχώς κτίζονται καινούργια νοσοκομεία και ιδρύονται καινούργια κέντρα αποκαταστάσεως, τα οποία, ακολούθως ούτε στελεχώνονται με ειδικευμένο προσωπικό ούτε εποικίζονται με ασθενείς, για χάρη των οποίων υποτίθεται ότι οικοδομήθηκαν. Όλα φαίνονται ότι ολοκληρώνουν το σκοπό για τον οποίο δημιουργήθηκαν αμέσως μετά τη τελετή θεμελιώσεώς τους και τους πανηγυρικούς των εγκαινίων τους. Έτσι, αποκαλύπτεται ότι η εμπρόθετη κατανάλωση υλικών κατασκευής, τεχνολογικών μέσων και υπηρεσιών αποτελεί μοναδικό ενδιαφέρον της εξουσίας και όχι η δια αυτών παροχή περιθάλψεως, ανακουφιστικής αγωγής και παρηγορητικής θεραπείας στους αναξιοπαθούντες συνανθρώπους μας.

Παράλληλα, οι προσπάθειες αντιμετωπίσεως της οικονομικής δυσπραγίας των νοικοκυριών, μέσω της αλλαγής συνειδήσεως ή της συμπεριφοράς των ατόμων, απέληξαν στην εξάντληση των αποθεμάτων αλληλεγγύης και συμπόνιας, χωρίς τις οποίες η αφοσίωση στο χρονίως πάσχον μέλος της οικογένειας έχει καταστεί σπανιότητα. Η συσσώρευση στα συμφορημένα ιδρύματα αποκαταστάσεως χρονίως πασχόντων ασθενών, που είναι εξαρτημένοι, άλλοι μεν από συσκευές υποστηρίξεως ζωτικών λειτουργιών, άλλοι από περιποιήσεις τρίτων, αλλά όλοι τους από τη συμπόνια, την φιλευσπλαχνία, τον ανθρωπισμό, που διώκονται στις ημέρες μας, αναδεικνύουν το μέγεθος του κατασκευασθέντος προβλήματος, αλλά και της απροθυμίας ή αδυναμίας των ιθυνόντων να το αντιμετωπίσουν ριζικά. Παράλληλα, όπως προειπώθηκε, σχεδόν όλες οι περιπτώσεις βαριάς εκτροπής υγείας που δεν πήραν έγκαιρα το δρόμο της ιάσεως και της φυσικής αποκαταστάσεως, εξελίσσονται σε περιπτώσεις τελικού σταδίου, όταν φτάσουν στα ακραία όρια της ιατρικής αποδοτικότητας, εκεί όπου η επιστήμη κερδίζει κάδμειες νίκες αναστέλλοντας τον πρώιμο θάνατο και παραδίδοντας τους ασθενείς στη διαδικασία μιας συνήθως μακρόσυρτης και οπωσδήποτε δαπανηρής αναμονής, η διέξοδος από την οποία επιχειρείται μέσω της επικλήσεως της ευθανασίας, ως επιδιωγμένης επίσπευσης της ελεύσεως του θανάτου τους. Για να το ξαναπούμε: η νοσηλευτική κλίνη καθίσταται, με τον τρόπο αυτό, αδυσώπητα προκρούστεια.

Με τη σκοπούμενη αναζωπύρωση της συζητήσεως για τη νομιμοποίηση της ευθανασίας και την αποδοχή της από μερικές κυβερνήσεις επιδιώκεται η αναμόρφωση της κοινής γνώμης, έτσι, που να θεωρεί το αποτέλεσμα ως αίτιο και τα θύματα ως θύτες.

Η κριτική δεν απευθύνεται πλέον ούτε στην (βιο)ιατρική, που διέψευσε τις ελπίδες και αθέτησε τις υποσχέσεις της περί επιλύσεως κάθε προβλήματος, ούτε και στην κοινωνική οργάνωση που μειώνει τις κοινωνικές χρηματοδοτήσεις για την υγεία, την παιδεία, την ασφάλεια, τον πολιτισμό, αποσύροντας κεφάλαια για εξοπλισμούς και ενισχύσεις ιδιωτικών επιχειρήσεων και στρέφεται εναντίον των άτυχων συνανθρώπων μας, που παρά τη δεινή θέση στην οποία έχουν περιέλθει, πρέπει να επιδείξουν γενναιοφροσύνη, να επιλέξουν αυτόγνωμα τη θυσία και να πάρουν αυτόβουλα το δρόμο της αυτοκαταστροφής, προκειμένου να απαλλάξουν την κοινωνία και από το κόστος περιθάλψεώς τους, αλλά και από το ενοχικό σύνδρομο, που τροφοδοτεί η παρουσία τους ανάμεσα στους υγιείς. Για την επιλογή της θυσίας μάλιστα, η πολιτεία δεν αισθάνεται υποχρεωμένη να αποδώσει τιμές, καθώς η επιλογή αυτή αναγνωρίζεται ως άσκηση του κατοχυρωμένου δικαιώματός τους στη ζωή, επιλέγοντας το θάνατο, του δικαιώματος στο θάνατο, δικαιώματος, που, μεταξύ των άλλων, κατακτήθηκαν από τον σύγχρονο κόσμο στα πλαίσια της προωθήσεως της γενικής ευημερίας. Οφείλουν να πράττουν ό,τι είναι δυνατό, ακόμη και να επισπεύδουν το θάνατό τους, και οι ιατροί πρέπει να συμμορφώνονται στις αιτιάσεις αυτές, προκειμένου να μην επιβαρύνουν το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, ιδιαίτερα, μάλιστα, στο μέτρο που αυτό όλο και περισσότερο ιδιωτικοποιείται, ώστε οι επερχόμενες γενιές να κληρονομούν χρεωκοπημένα συστήματα και να πρέπει να δουλεύουν γι αυτά. Έτσι, συγκροτείται το πρόβλημα της αναπόφευκτης σύγκρουσης συμφερόντων της απερχόμενης και της επερχόμενης γενιάς. Η σύγκρουση αυτή παρέχει έναν πρόσθετο ορισμό της ευθανασίας ως η "νόμιμη άμυνα των νέων κατά των γερόντων"[6].

Ο Καντ, προκειμένου να εκλαϊκεύσει τις ιδέες του  για την "κατηγορική προσταγή" ως το θεμέλιο λίθο για το σύστημα ηθικής που εισηγήθηκε, θέτει το δίλημμα, αν κάποιος πρέπει να αυτοκτονήσει, βάζοντας τέλος στην αναξιοβίωτη ζωή του, αναξιοβίωτη, ας πούμε, λόγω βασανιστικών πόνων ή εξαρτήσεως από τις περιποιήσεις τρίτων ή τη μηχανική υποστήριξη ζωτικών λειτουργιών του οργανισμού του ή εφαρμόζοντας τη μέθοδο της "γενικευμένης απορίας" να σκεφτεί τι θα γινόταν, αν όλοι οι άνθρωποι, που ζουν αναξιοβίωτη ζωή, λόγω βασανιστικών πόνων, δυσμενών χωροβιονομικών συνθηκών ή ταπεινωτικών αδιεξόδων αποφάσιζαν να αυτοκτονήσουν, αντί να αγωνιστούν για την εξουδετέρωση των πηγών δυστυχίας και των αιτίων υποβάθμισης της ποιότητας της ζωής τους. Πιθανόν θα αφανιζόταν το ανθρώπινο είδος. Γιατί και τα προβλήματα που συναντά κανείς στην καθημερινή του ζωή είναι πολλά και κάποτε δυσυπέρβλητα και η ζωή, γενικά, δεν είναι σπαρμένη με ροδοπέταλα. Στην περίπτωση αυτή, ο άνθρωπος θα πρέπει να αναλογιστεί, αν είναι καλύτερα να μην υπάρχει η ανθρώπινη φυλή, από το να υπάρχει. Αλλά κανείς εχέφρων, δεν φαντάζομαι ότι είναι δυνατόν να επιλέξει τον παγκόσμιο αφανισμό από τη διατήρηση της έστω και βασανιστικής ζωής, επειδή μόνο μέσα και αποκλειστικά δια μέσου του βίου ελπίζεται να αποδώσει ο πανανθρώπινος αγώνας για την ευτυχία.

"Τοποθετώντας, λοιπόν, ο συγκεκριμένος άνθρωπος το προσωπικό του δίλημμα στο ευρύτερο πλαίσιο της διαπίστωσης ότι η διατήρηση της ζωής είναι καλύτερη και, συνεπώς προτιμότερη από την ολοσχερή εξαφάνισή της, οφείλει να αποποιηθεί την ιδέα του αυτοχειριασμού του, καθόσον με τον τρόπο αυτό μόνον συμβάλλει, από την πλευρά του, στη διατήρηση της ανθρώπινης ζωής". Η κοινωνία οφείλει να αντιληφθεί ότι ο βασανισμένος αυτός άνθρωπος έλαβε μια ηρωική απόφαση, τη συνέχιση της παρουσίας της επί γης, για χάρη της, αποδεχόμενος να συνεχίσει, υπομένοντας μια αναξιοβίωτη ζωή και υπάρχει ένας μόνο τρόπος να του δείξει την ευγνωμοσύνη της, ένας μόνο τρόπος με παιδαγωγικό, παράλληλα, χαρακτήρα: να περιβάλει τον βασανισμένο αυτόν άνθρωπο με παρηγορητική αλληλεγγύη κι άδολη αγάπη. Γιατί η βασανιστική εμμένεια στην αναξιοβίωτη ζωή είναι που διασφαλίζει την επιβίωση του ανθρώπινου είδους και όχι ο δειλός θάνατος που υποδείχνεται προς αποφυγή της. "Αν κάποιος πεθαίνει για να αποφύγει τη φτώχεια ...ή ένα πόνο αυτό δεν χαρακτηρίζει τον ήρωα αλλά το δειλό" γιατί "στην περίπτωση αυτή ο άνθρωπος δεν υφίσταται το θάνατο για ένα λόγο, αλλά για να αποφύγει το κακό" [139]. Κάθε μορφή αυτοκτονίας, ακόμη και η ευθανασία, πρέπει να θεωρηθεί ασύμβατη με τα επικρατούντα χρηστά ήθη, να θεωρηθεί ότι προσκρούει στον ηθικό νόμο και συνιστά ανήθικη πράξη.

Η σύγχρονη κοινωνία, αντίθετα, εμφανίζεται να μνησικακεί εναντίον των χρονίως πασχόντων ασθενών, που επιμένουν να διατηρούνται στη ζωή, όποια ποιότητα ζωής, κάνοντας χρήση των ακριβών επιστημονικών μέσων και δαπανώντας πόρους και να μετατοπίζει το βάρος της ευθύνης, που της ανήκει ολοκληρωτικά, στους αδύνατους ώμους τους δείχνοντάς τους με περισσή ξεδιαντροπιά την οδό της αναπαύσεως. Να τι συμβουλεύει ο εμπνευστής της υπό σύγχρονη έννοια ευθανασίας Thomas Moore [123]: "Όταν εκτός από αθεράπευτη η ασθένεια προκαλεί και ασταμάτητο βασανιστικό πόνο, μερικοί ιερείς και αξιωματούχοι επισκέπτονται τον άρρωστο και του λένε περίπου τα εξής: Ας δούμε τα πράγματα όπως είναι, Ποτέ δεν θα μπορέσεις να ζήσεις φυσιολογικά. Φέρνεις μονάχα ενόχληση στους άλλους και βάρος στον εαυτό σου. –στην πραγματικότητα ζεις μια μεταθανάτια ζωή. Γι αυτό, γιατί να συνεχίσεις να τρέφεις τα μικρόβια; Εφόσον η ζωή σου είναι βασανιστική, γιατί διστάζεις να πεθάνεις; Εάν ο άρρωστος βρει τα επιχειρήματα αυτά πειστικά είτε δεν τρώει μέχρι να πεθάνει είτε του δίνουν υπνωτικό και βάζουν ανώδυνο τέλος στη ζωή του". Η κοινωνία δυσανασχετεί με την υποχρέωσή της σε οικονομικές και συναισθηματικές δαπάνες για την περίθαλψη και την παρηγόρηση των άτυχων "μελών" της, που δοκιμάζονται κάτω από τη βαριά εκτροπή της υγείας τους, απότοκη κάποιας σοβαρής αρρώστιας, τροχαίου ή εργατικού ατυχήματος, από τις συνέπειες του οποίου δεν μπορούν να ανακάμψουν. Τους καθιστά υπεύθυνους για τη δεινή θέση, στην οποία έχουν περιέλθει και μ΄αυτή τη στρουθοκαμηλική μετατόπιση ευθυνών αποστρέφει το πρόσωπό της και επιστρέφει σύντομα στην εμμένεια της καταναλωτικής ευδαιμονίας της. Με δοκιμασμένα τεχνάσματα και ελεγμένες τακτικές, εκτρέπει τη διαμαρτυρία κατά της ατελέσφορης βιοϊατρικής και της σφικτής κοινωνικής πολιτικής, σε διαμάχη υπέρ ή κατά της  ευθανασίας, κάνοντας το κοινό να διάκειται εχθρικά έναντι των μη αυτόγνωμα ευθανατουμένων βαριά ασθενών της, ακριβώς όπως, για παράδειγμα, οι χαμηλόμισθοι δημιουργούν ένα κλίμα μνησικακίας, σε όσους λαμβάνουν επιδόματα πρόνοιας και προκαλούν έτσι, αφαίμαξη του κρατικού προϋπολογισμού ή όπως υποκινούνται οι άνεργοι να μνησικακούν έναντι των εργαζομένων, επειδή δήθεν τους κλέβουν θέσεις εργασίας ή όπως ένα μεγάλο μέρος του κοινού είναι έτοιμο να αποδώσει την αιτία του πληθωρισμού στις μισθολογικές διεκδικήσεις εργαζομένων και όχι στην αυστηρή νομισματική πολιτική ή στην ασύδοτη πολιτική τιμών που εφαρμόζουν οι επιχειρήσεις.

Με τις μεθοδεύσεις αυτές επιχειρείται να κατηγορηθούν τα θύματα της κοινωνικής εξαθλίωσης, που είναι ορατή στις μέρες μας, ως υπεύθυνα για τα δικά τους προβλήματα, να θεωρηθεί η ηθική τους ανεπάρκεια ως αποκλειστικά υπόλογη για τις δυσκολίες, που τώρα αντιμετωπίζουν και –ούτε λίγο ούτε πολύ- να εμφανιστούν οι χρονίως πάσχοντες και οι εξαρτημένοι ασθενείς ως εχθροί της δημόσιας ευδαιμονίας. Η μετατόπιση της μνησικακίας σε προσωποποιημένους στόχους, ευάλωτους και εκτεθειμένους σε πολιτική και ψυχολογική καταπίεση είναι ευρέως διαδεδομένη, ως μέθοδος κατασκευής χαλκευμένων προβλημάτων, με τα οποία επιχειρείται ο αποπροσανατολισμός της κοινής γνώμης και η επικάλυψη του πραγματικού προβλήματος, που είναι η πρόθεση περιστολής δαπανών για την υγεία, που απαιτούνται για την αντιμετώπιση των πραγματικών αναγκών. Μια τέτοια μετατόπιση προσφέρει ικανοποίηση, γιατί επιτρέπει να εκτονωθεί η δυσαρέσκεια της ανεπαρκούς χρηματοδότησης των συστημάτων υγείας, υποδεικνύοντας ένα στόχο, τους άτυχους, ανιάτως πάσχοντες, οι οποίοι δεν μπορούν να κάνουν και πολλά για να αμυνθούν, δεν μπορούν να κηρύξουν δικαστικούς αγώνες κατά της αδικίας που υφίστανται, δεν μπορούν καν να εκπροσωπηθούν συνδικαλιστικά ούτε να συνεταιριστούν και δεν μπορούν να προσφύγουν σε άλλου είδους διαιτησίες. Η βιασύνη της αγοραίας κοινωνίας να ξεμπερδεύει, όσο το δυνατό γρηγορότερα με τα "λιμνάζοντα" περιστατικά τελικού σταδίου, για τα οποία κάθε περαιτέρω θεραπεία θεωρείται μάταιη ή ανώφελη, αναδεικνύεται με τη σύγχρονη τάση των ασφαλιστικών οργανισμών, της παροχής δηλαδή μιας εφάπαξ αποζημιώσεως, το ύψος της οποίας παραμένει, επίσης, υπό διαπραγμάτευση.

  Η μετατόπιση καθιστά, επίσης, συγχυτική κάθε είδους ανάλυση που θα διερευνούσε το ρόλο των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών στην άνιση κατανομή των ευκαιριών ζωής, των επιτυχιών και των αποτυχιών, των υποβαθμισμένων χωροβιονομικών συνθηκών διαβιώσεως και εργασίας, της συστηματικής ασκήσεως ψυχολογικής και όχι σπανιότερα σωματικής και ηθικής βίας, που συνετέλεσαν ή έδρασαν ως αποκλειστικά υπεύθυνοι παράγοντες στην εκδήλωση της αρρώστιας και την αδυναμία αποκαταστάσεώς της. Πέρα από το γεγονός ότι στη σύγχρονη κοινωνία μαίνεται ένας "πόλεμος ιδεολογιών", αναφορικά με την καθολικότητα της πρόσβασης στις θεραπευτικές βιοϊατρικές τεχνολογίες, προοδευτικά ενισχύεται μια τάση διαστρωμάτωσης του κοινού σε "καλούς πολίτες", οι οποίοι διάγουν χρηστό βίο και, κατά τη διάρκεια της ζωής τους, δεν εκτίθενται σε κινδύνους που μπορεί να απολήξουν σε βαριές απώλειες υγείας, που θα τους υποχρεώσουν σε καταναλώσεις πόρων και στους "κακούς πολίτες", οι οποίοι επιλέγουν ένα τρόπο ζωής, που διακρίνεται από τις ανθυγιεινές και συνεπαγόμενο υψηλό κίνδυνο επιλογές τους. Προβάλλεται, δηλαδή η "αρχή της ατομικής ευθύνης" [185], σύμφωνα με την οποία το άτομο πρέπει κατά τη διάρκεια της ζωής του να είναι εγκρατές, να λαμβάνει μέριμνα, ώστε να προστατεύει την υγεία του, για την απώλεια, της οποίας είναι αποκλειστικά υπεύθυνος και υπόλογος. Και αυτό ανεξάρτητα με την απουσία προσπαθειών της κοινωνίας, να αναπτύξει και να υλοποιήσει βιοπολιτικές, που αίρουν τις δυσμενείς χωροβιονομικές συνθήκες διαβιώσεως και εργασίας, οι οποίες υποθάλπουν την υιοθέτηση παθογόνων συμπεριφορών από το άτομο. Η μη χρήση ζώνης ασφαλείας στους αυτοκινητιστές ή κράνους από τους μοτοσικλετιστές, το κάπνισμα, η κατανάλωση ναρκωτικών και αλκοόλ, που –πράγματι- εκθέτουν τα άτομα σε μεγάλο κίνδυνο βαριών απωλειών υγείας, τους καθιστά υπόλογους έναντι της πολιτείας, η οποία υποχρεώνεται να δαπανήσει κοινωνικούς πόρους για τη θεραπεία και αποκατάσταση παθήσεων, που η ίδια εκλαμβάνει ως συνέπειες αυτών των επιπολαιοτήτων. Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι φορέας της συνταγματικής υποχρέωσης προστασίας της ζωής και προαγωγής της υγείας είναι το κράτος και όχι το κάθε άτομο χωριστά, η ευθύνη του οποίου περιορίζεται μόνο στο επίπεδο τηρήσεως συνήθων κανόνων υγιεινής. Το  άτομο δεν είναι "υποχρεωμένο να είναι υγιές", εάν δεν βλάπτει την υγεία των άλλων. Η αντίθετη άποψη ολισθαίνει επικίνδυνα προς ολοκληρωτικές θέσεις, όπως αυτή της πλατωνικής Πολιτείας [198], που θεωρεί την υγεία υποχρέωση του πολίτη, ώστε να είναι ωφέλιμος για το κράτος. Ενός κράτους που καλείται να παίξει ρόλο αξιολογητή και να επιβάλει κυρώσεις σε περιπτώσεις πολιτών που υιοθετούν ανθυγιεινές συμπεριφορές.

Επιχειρείται, έτσι, η μομφή κατά της ολιγωρίας της κοινωνίας να άρει τις κοινωνικές ανισότητες, που ωθούν τους ανθρώπους στις επικίνδυνες για την υγεία τους επιλογές, να στραφεί κατά των θυμάτων ενός υστερόβουλου κόσμου, στη δημιουργία του οποίου δεν είχαν καμιά ανάμειξη. Η απόδοση ευθύνης προς τα δεινοπαθούντα θύματα, των οποίων η υγεία κάμφθηκε, ανεξάρτητα από τις αιτιολογήσεις, είναι μια αρκετά περίπλοκη διαδικασία, επειδή η ιδεολογία παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στον τρόπο, με τον οποίο η εν λόγω ευθύνη γίνεται αντιληπτή. Μέσα στο συγκυτιακό τους δίκτυο, τα άτομα κοινωνικοποιούνται με τρόπο ώστε, ιδίως οι άποροι και, σε μικρότερο βαθμό, οι εύποροι, να κατηγορούν τους εαυτούς τους και να νοιώθουν ενοχή, ως άτομα και ως μέλη μιας τάξης, για όλες τις αποτυχίες τους, ακόμη και για τις αρρώστιες τους και τα ατυχήματά τους, που θα μπορούσαν κάλλιστα να αποδοθούν σε ανεπαρκείς κοινωνικούς και οικονομικούς θεσμούς. Οι μεν φτωχοί εργαζόμενοι σε κακοπληρωμένες, χωρίς προοπτική και χαμηλού κύρους απασχολήσεις, νιώθουν ότι τους αξίζει να υφίστανται την ατυχή αυτή κατάσταση, επειδή είναι λιγότερο έξυπνοι, φιλόπονοι ή άξιοι, παρ΄ ό,τι οι εύποροι και οι επιτυχημένοι, πολλοί από τους οποίους, επίσης, εμφανίζονται να κατηγορούν, τουλάχιστον αμφίθυμα, τους εαυτούς τους για τα εμφανέστατα προβλήματα της κοινωνίας, από την οποία, ωστόσο δεν παύουν να ευνοούνται.

Η προσπάθεια να καταστεί το άτομο υπεύθυνο και υπόλογο έναντι των παθήσεων από τις οποίες προσβάλλεται, μπορεί, στη συνέχεια, να συνδυαστεί με μια άλλη εν δυνάμει τάση, εκείνη της αναγωγής όλων των αποτυχιών της ιατρικής θεραπευτικής σε ιδιοσυστασιακούς λόγους, δηλαδή σε λόγους που ανάγονται σε εγγενή δυσανεξία των ατόμων που προσβλήθηκαν από αυτή ή εκείνη την  πάθηση. Μετά από την ολοκλήρωση του δεύτερου αυτού βήματος, η κοινή γνώμη θα έχει αφομοιώσει καλύτερα την ευθανασία, ως μαρτυρία προσωπικής ευθύνης.

Η σύμφυτη τάση των ατόμων για αυτομομφή, από κοινού με την επίκτητη τάση της κοινωνίας να αποδίδει προσωπικές ευθύνες, διευκολύνει την πολιτεία να συζητάει "λύσεις", διερευνώντας θετά ηθικοδικαιακά ερείσματα νομιμοποιήσεως της ευθανασίας, η οποία, εν τούτοις, παραμένει ταξική. Στην πραγματικότητα, η ευθανασία επιχειρείται να εισαχθεί ως διεύρυνση της διαχειριστικής ευχέρειας της πολιτείας, έτσι που να μπορεί να εμφανίζεται ανεκτικότερη σε ορισμένες περιπτώσεις ανιάτως πασχόντων και αυστηρότερη σε άλλες ή επ΄ωφελεία τρίτων. Κοντολογίς, στόχος του ευθανασιακού διαβήματος δεν είναι μια μορφή άρσης των δεινών κάθε χρονίως πάσχοντως συνανθρώπου μας, αλλά η διαφοροποίησή του: Οι άποροι, οι φτωχοί και οι ανασφάλιστοι, οι χαμηλόμισθοι και χαμηλοσυνταξιούχοι εξαρτούν την ανίατη αρρώστια τους από τις περιποιήσεις των συγγενών τους και πολύ σπανιότερα μπορούν να έχουν πρόσβαση σε ειδικά δημόσια κέντρα αποκαταστάσεως και τότε πάλι κάτω από δυσμενείς συνθήκες αναμονής, εντασσόμενοι σε μακρές λίστες προτεραιότητας, για χαμηλής ποιότητας παροχές και απρόθυμες υπηρεσίες. Όπως έχει σημειωθεί [83], μόνο μια μικρή μειοψηφία καρκινοπαθών τελικού σταδίου διαθέτουν πρόσβαση σε κέντρα εξειδικευμένα στην παρηγορητική φροντίδα, ενώ, ταυτόχρονα, περίπου το 86% των ασθενών που καταλήγουν με ευθανασία ή ιατρική συνδρομή σε αυτοκτονία στην Ολλανδία πάσχουν από καρκίνο. Οι υφιστάμενες ψυχολογικές καταπιέσεις, το γεγονός ότι καθίστανται βάρος σε μέλη των οικογενειών τους, η καθημερινότητα των οποίων αναμορφώνεται ριζικά, προκειμένου με την προσωπική τους συμβολή, θυσιάζοντας εργατοώρες, που θα μπορούσαν να τους φανούν αποδοτικότερες, να ανταποκριθούν στις μεγάλες ανάγκες περιθάλψεως τους, τούς φέρνει πιο κοντά στην απόφαση να δώσουν ένα τέλος της αβίωτης ζωής τους. Το ουσιώδες είναι ότι ο επιδιωγμένος θάνατος των βαριά πασχόντων από ανίατη πάθηση ασθενών δεν μπορεί να έχει ούτε ένα ηρωικό νόημα, επειδή δεν προέρχεται από μια ηθική ανάταση του ανθρώπου, που τον αιτείται, αποσκοπώντας να απαλλάξει τους οικείους του και την κοινωνία από το βάρος της περιθάλψεως και παρηγορίας του, αλλά από την ταπείνωσή του, από τη δράση των καταπιεστικών και φθοροποιών δυνάμεων που αρνούνται και δεν αποδέχονται την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

  Ευθανασία θα επιλέξουν εκείνοι οι απλοί ανώνυμοι άνθρωποι που πέρασαν έτσι κι αλλιώς τη ζωή τους στην υποβάθμιση, την υποαπασχόληση, την ανεργία, την ανέχεια τη σε βάρος τους διακριτική μεταχείριση. Εκείνοι που από τη  εφηβεία τους είχαν αποχαιρετήσει ήδη ένα μεγάλο κομμάτι του εαυτού τους, όταν ωθήθηκαν, λόγω καταγωγής, σ΄ένα επαγγελματικό λύκειο ή στη βιοπάλη χωρίς επαρκή εκπαίδευση, εκείνοι που δεν κατάφεραν να έχουν πρόσβαση ούτε καν στη λεγόμενη δωρεάν τριτοβάθμια περίθαλψη. Εκείνοι, που είχαν ήδη ταπεινωθεί καθώς αποκόπηκαν από τον κοινωνικό τους περίγυρο, λόγω ανεργίας, ανασφάλιστης υποαπασχόλησης, υποβαθμισμένης ιατρικής περίθαλψης και χαμηλής πρόσβασης σε ακριβά ιατρικά ιδρύματα και ταμεία συνταξιοδοτήσεως. Εκείνοι, που, έτσι κι αλλιώς, όλο και περισσότερο ξεμάκραιναν από τους ζωντανούς και τα προνόμιά τους και, όλο και περισσότερο αποκτούσαν τα προνόμια των νεκρών. Οι Working poors των "συγχρόνων" ασφαλιστικών οργανισμών, εκείνοι που είναι ήδη κοινωνικά παραγκωνισμένοι, των οποίων είχε ήδη από το παρελθόν ακρωτηριασθεί κάθε μέλλον τους και, μόνο και μόνο, από την έλλειψη πόρων ζούσαν μια ήδη αναξιοβίωτη ζωή. Γνωρίζουμε καλά ποιοι θα αποτολμήσουν να κάνουν χρήση του ελεύθερου δικαιώματός τους για αυτοδιάθεση, όταν αυτή η αυτοδιάθεση κρίνεται από την απόφασή τους να τερματίσουν τη ζωή τους, ως πρώτη ευκαιρία στη ζωή τους να αισθανθούν ως αυτοδιάθετα άτομα.  Όπως, απλά, γνωρίζουμε καλά ποιοι θα παραιτηθούν χωρίς φανφάρες απ΄αυτό το δικαίωμα: εκείνοι που είναι ήδη ένθερμοι και ενθουσιώδεις θιασώτες της ατομικής αυτοδιαθέσεως. Την αυτοδιάθεσή του την απαιτεί εκείνος που ήδη την έχει, αλλά εκείνος που ήδη την έχει δεν θέλει, βέβαια, να τη χάσει πεθαίνοντας. Αυτοί οι τελευταίοι δεν αμφιβάλλουν καθόλου για την αξιοπρέπειά τους, έστω κι αν αυτή διακυβεύεται στο κρεβάτι μιας μονάδας εντατικής θεραπείας και θαμπώνει κάπως με τις συνεχείς παρεμβάσεις τεχνητής διατηρήσεως της ζωής τους, επειδή φρόντισαν, από νωρίς, να εξασφαλίσουν τα μέσα, με τα οποία αγοράζεται η ανθρώπινη αξιοπρέπεια και  αποτιμάται η βαρύτητά της. Μόνο η έτσι κι αλλιώς ετοιμόρροπη και αμφισβητούμενη, σύμφωνα με τα τρέχοντα μέτρα και σταθμά, αξιοπρέπεια των φτωχών και των χαμηλόμισθων υπαλλήλων διακυβεύεται με την ανίατη πάθηση και τη βασανιστική εξάρτηση από μηχανήματα και ιατρικές συσκευές. Οι παρίες της ζωής, οι ανεπάγγελτοι, εκείνοι που το κόστος της ασθένειάς τους θα πληρωθεί από το Δημόσιο Ταμείο, αυξάνοντας δραστικά το δημοσιονομικό έλλειμμα, είναι ακριβώς αυτοί, που θα πρέπει να έχουν την υπερηφάνεια να απαλλάξουν τους εαυτούς τους από τα δεινά μιας ανίατης αρρώστιας, που, μόνο στην περίπτωσή τους θα χαρακτηριζόταν "ανάξια να βιωθεί" και το κράτος από την αντίστοιχη δαπάνη. Δεν έχουν πρόσβαση παρά μόνο σε φτηνές υπηρεσίες του δημόσιου τομέα και κοινωνικούς οργανισμούς μαζικής ασφαλίσεως, που στελεχώνονται από ανεπαρκώς κατανεμημένο, εκπαιδευμένο και αμειβόμενο ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό, εγκιβωτισμένο στον αγώνα της ατομικής επιβιώσεως, που διαθέτουν παρωχημένο εξοπλισμό και μετέρχονται περασμένων μεθόδων. Ζώντας σε μια κοινωνία αποκλεισμών και αναχρονισμού κι έχοντας έτσι κι αλλιώς εξοικειωθεί με την ήττα, ούτε η εκπαίδευση ούτε η κουλτούρα τους μπορεί να επιδράσει ενισχυτικά στην απόφασή των μεν να αποφασίσουν να δώσουν τέλος σε μια αβίωτη ζωή ή αποθαρρυντικά στην επιλογή των δε να μη συνεχίσουν μια ζωή χωρίς προσδοκία.

Από την άλλη πλευρά, οι προνομιούχοι έχουν τη δυνατότητα να αγοράζουν τις πανάκριβες ιατρικές παρεμβάσεις, που θα συντηρήσουν σε ικανοποιητικό επίπεδο μια εξαρτημένη ζωή, Μόνο οι εύποροι μπορούν να αγοράζουν υπηρεσίες υγείας και αποκαταστάσεως, να προμηθεύονται συσκευές υποστηρίξεως ζωτικών λειτουργιών, όπως π.χ., τεχνητούς νεφρούς, καρδιακούς βηματοδότες ή τεχνητά μέλη, να επισκέπτονται και να νοσηλεύονται σε ιδιωτικά κέντρα και να τυγχάνουν των ιατρικών περιποιήσεων επωνύμων ιατρών του ιδιωτικού τομέα. Μπορούν να διαθέτουν έμμισθο προσωπικό, το οποίο με το αζημίωτο τους προσφέρει υπηρεσίες, όχι μόνο χωρίς γογγυσμό, αλλά αντίθετα με υπερβάλλοντα ζήλο και ανθρώπινη ζεστασιά, έστω προσποιητή: Η πληρωμένη παρηγόρηση αποδίδει το ίδιο καλά με την απλήρωτη και εξασφαλίζεται ευχερέστερα. Εκείνοι που θα καταβάλουν το τίμημα της ακριβής ιατρικής, θα το κάνουν χωρίς ευγονικούς ή άλλους ενδοιασμούς, όπως αυτό συνέβη στην προπολεμική Γερμανία, στην οποία στήθηκαν τα περιβόητα κρεματόρια, προκειμένου να εκκαθαρισθούν οι διανοητικώς και σωματικώς ανάπηροι. Και τότε, όχι όμως όλοι! Αν μπορούσαν  να πληρώσουν το ακριβό κόστος της νοσηλείας τους, μπορούσαν ανενόχλητοι να συνεχίσουν να διάγουν την "αναξιοβίωτη ζωή" τους. Το "αναξιοβίωτο" της ζωής τους ήταν, απλά, ζήτημα δαπανών! Και στον "δια χάριτος θάνατο" υποχρεώνονταν μόνο οι φτωχοί και οι άποροι..

Σ΄εκείνους χωρίς την απαιτούμενη οικονομική ευμάρεια θα πρυτανεύουν γνώμες περί απαξίας μιας ζωής, που δεν συμβάλει στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Η ισότιμη προστασία της ζωής, ανεξάρτητα με τις βιολογικές ή άλλες διαβαθμίσεις της, εγγυημένη από διεθνείς συμβάσεις και Διακηρύξεις Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, θα αποδειχθεί, στην πράξη, χαριστική και ιδιοτελής. Άλλη μια φορά θα αποκαλυφθεί το ετεροβαρές κύρος συνταγμάτων, θεσμών και νόμων. Σε κάθε έναν δεν ανήκουν όλες οι ευκαιρίες που μπορεί η σύγχρονη κοινωνία να εξασφαλίσει. Δεν είναι γνωστός κανένας γενετικός λόγος, για τον οποίο τα χαμηλών εισοδημάτων άτομα επιλέγουν συντόμευση της προθανάτιας αγωνίας τους, ενώ τα άτομα υψηλών εισοδημάτων επιμένουν στην παράταση του βασανιστικού σταδίου της ανίατης παθήσεώς τους. Απλά, από τους μεν απουσιάζει η ελπίδα, όπως εξάλλου απουσίαζε ανέκαθεν, σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους, ενώ στους δε, περισσεύει η αλαζονεία ότι θα μπορέσουν να νικήσουν ακόμη και αυτόν το ίδιο το θάνατο με το τρόπο και τα μέσα, που σ΄ όλη τους τη ζωή είχαν μάθε να χρησιμοποιούν και να αποκτούν.

Η διάκριση μεταξύ της "ιατρικής των πλουσίων" και της "ιατρικής των φτωχών" επιβάλλεται από οποιοδήποτε σύστημα κοινωνικής ασφάλισης μέσα από τις διαδικασίες της εκλογίκευσης του κόστους (βλ κεφ. 2, IV), στην οποία υπακούουν όσοι δεν έχουν να καλύψουν από ίδια κεφάλαια τις δαπάνες της νοσηλείας τους. Η μόνη δυνατή προστασία για τον ασθενή είναι η ελεύθερη επιλογή ιατρού και νοσοκομείου, στα πλαίσια ενός συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως χωρίς ποσοτικούς περιορισμούς. 

  Άλλη μια φορά, η κοινωνία έχει δομηθεί έτσι, ώστε να ταπεινώνει τους παρίες και να κολακεύει τους "κατέχοντες". Στους πρώτους υποδεικνύεται η προσδοκία της μετά θάνατον αυτοδιάθεσης, ως ευχερούς και επιθυμητής διεξόδου από τα δεινά μιας έτσι κι αλλιώς αναξιοβίωτης ζωής, ενώ οι δεύτεροι θα μπορούσαν επιτέλους να αφεθούν ήσυχοι μέσα στα προθανάτια πλούτη τους. Παρ όλο ότι οι πρώτοι μπορούν να ελπίζουν σε μια χαρισάμενη μετά θάνατο ζωή, οι δεύτεροι δεν αποκλείονται, επίσης, από τον παράδεισο, επειδή στα κριτήρια αποκλεισμού απ΄ αυτόν δεν περιλαμβάνονται τα εγκόσμια πλούτη. Αυτό που κάνει τη διαφορά είναι η "αγοραία" αξία του κάθε ατόμου στην προθανάτια  ζωή του!

Εδώ ταιριάζει να θυμηθούμε τον περίφημο και προφητικό μονόλογο του Άμλετ:

".. τούτη η έγνοια
κάνει τη δυστυχία να ζει τόσο πολύ·
γιατί ποιος θα δεχότανε ντροπές και χάλια
της ηλικίας, κι άδικο απ΄ τον δυνατόν,
τον εξευτελισμό από τον φαντασμένο,
τον πόνο απ΄τη περιφρονημένη αγάπη,
την άργητα του νόμου,
τους τραμπουκισμούς της εξουσίας και τις κλωτσιές που η ταπεινή
η αξία τρώει από τον ανάξιο,
αν μπορούσε να ΄δινε μόνος του
κανείς στον εαυτό του
τη λύτρωση μ΄ένα μαχαίρι.."
 

[1] New England Journal of Medicine, July 14 1949

[2] Bentham, Jeremy. An Introduction to the Principles of Morals and Legislation, 1789. Latest edition: Adamant Media Corporation, 2005.

[3] Goddard M.: Hospice care in the future: Economic evaluation may be useful" Cancer Topics 1992:9:10

[4] άρθρο 11 του γαλλικού νόμου, της 9-6-1999, που συμπληρώνει το άρθρο Ι.225-15 του κώδικα εργασίας.

[5] Κορπορατισμός: Δόγμα, το οποίο εκθειάζει τις ομαδοποιήσεις προσώπων που ασκούν το ίδιο επάγγελμα, τη συντεχνιακή νοοτροπία. Saul, J., R., Πολιτισμός χωρίς συνείδηση. Μτφρ.: Ε. Αλεξοπούλου-Δ. Μπάκουλης. Εκδόσεις Ροές, Αθήνα 2002

[6] βιβλιογραφική αναφορά 133, σελίς 76.