ΕΥΘΑΝΑΣΙΑ - η διαχείριση της ζωής και του θανάτου - η συζήτηση για την Ευθανασία μέρος 3ο

V

Για την ευθανασία, ο Βασιλικός Ολλανδικός Ιατρικός Σύλλογος εξέδωσε, το 1984, "κανόνες δέοντος χειρισμού" για την εφαρμογή της ενεργητικής ευθανασίας και με τον αντίστοιχο ολλανδικό νόμο για τον "τερματισμό της ζωής κατ΄ απαίτηση και την υποβοηθούμενη αυτοκτονία" (:Termination of Life on Request and Assisted Suicide Act) προσδιορίστηκαν αντικειμενικά κριτήρια για τη νόμιμη υποβολή του αιτήματος του ασθενούς, για τη διαπίστωση και τήρηση των οποίων είναι επιφορτισμένος ο θεράπων ιατρός. Στα σημαντικότερα από αυτά συγκαταλέγονται: (α) το εθελούσιο και ώριμο αίτημα του ασθενούς· (β) τον ακατάληκτο, βασανιστικό πόνο, την εξάρτηση από συσκευές και περιποιήσεις τρίτων και την έλλειψη κάθε πιθανότητας βελτιώσεως· (γ) το κοινό συμπέρασμα ιατρού και ασθενούς ότι δεν υπάρχει άλλη εύλογη εναλλακτική λύση και, (δ) την αναγκαία προσφυγή στη γνώμη τρίτου ιατρού, ο οποίος θα αποφανθεί  για τα παραπάνω. Το νομοθέτημα δίνει τη δυνατότητα στον ασθενή, άνω των 16 ετών, να υποβάλει γραπτή δήλωση, με την οποία δηλώνει την επιθυμία του για ευθανασία, η οποία λαμβάνεται υπ΄όψη και γίνεται σεβαστή βάσει των παραπάνω σε περίπτωση που ο ασθενής περιέλθει σε κατάσταση που αδυνατεί, πλέον, να εξωτερικεύσει τη βούλησή του. ο νόμος προβλέπει αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα με τις οποίες η ευθανασία και η ιατρική συνδρομή στην αυτοκτονία καθίστανται λόγοι άρσεως του  αδίκου για τα αδικήματα της ανθρωποκτονίας από οίκτο και[1] της συμμετοχής στην αυτοκτονία, προκειμένου για ιατρούς που θα δράσουν τηρώντας τα παραπάνω κριτήρια του νόμου και αποδεχόμενοι το αίτημα του ασθενούς. Όπως μάλιστα υποστηρίζει η Η. Bigg, "η δημιουργία ενός εντελώς νέου ποινικού αδικήματος σχετικού με την ανθρωποκτονία από οίκτο, θα απέτρεπε τον χαρακτηρισμό εκείνου που διενεργεί ευθανασία ως δολοφόνο[2]. Η καταγραφή και ο έλεγχος των υποθέσεων ευθανασίας και ειδικότερα του έργου των ιατρών που συνδράμουν στην ευθανασία γίνεται από τοπικές επιτροπές στις οποίες μετέχουν νομικοί, ιατροί και ειδικοί σε θέματα ηθικής. Σε περίπτωση που διαπιστωθούν αυθαίρετες ενέργειες του θεράποντος και του συνδράμοντος ιατρού, οι επιτροπές αυτές ενημερώνουν την εισαγγελική αρχή.       

Με τον ολλανδικό νόμο για τον τερματισμό της ζωής, δεν ρυθμίζονται οι προϋποθέσεις ασκήσεως ενός δικαιώματος του ασθενούς και ούτε αναγνωρίζεται ως επιτρεπτή μια πράξη αυτοπροσβολής. Ο έντονος ιατροκεντρικός του χαρακτήρας απηχεί τις θέσεις του δημόσιου διαλόγου για την ευθανασία και τον εύλογο φόβο των πολιτών για τη δυνατότητα καταχρήσεων. Καθίσταται, επομένως, επιβεβλημένη η ανασκόπηση των προηγούμενων κριτηρίων αποδοχής ενός αιτήματος ευθανασίας, προς τον σκοπό της συμβολής στο δημόσιο διάλογο και της συνδρομής στην κατανόηση των ποιοτικών χαρακτηριστικών της γνησιότητας και της σταθερότητας του αιτήματος του ασθενούς, ως  επίμονης και ώριμης αποφάσεως.

1ο. Ο αιτών ευθανασία ή ιατρική συνδρομή σε αυτοκτονία ασθενής πρέπει να διάγει το τελικό στάδιο μιας οριστικά ανίατης παθήσεως.

 

"Και τούς αποθανομένους τε καί σωθησομένους προγιγνώσκων καί προαγορεύων αναίτιος αν ειη

Προβλέποντας και προλέγοντας ποιοι πρόκειται να πεθάνουν και ποιοι πρόκειται να σωθούν, θα ήταν απαλλαγμένος από κάθε ευθύνη[3]".

 

Κατά την Ελληνική Επιτροπή Βιοηθικής, προκειμένου να ορισθεί μια παθολογική κατάσταση ότι έχει εισέλθει οριστικά σε "τελικό στάδιο" πρέπει να παρέχονται αντικειμενικά δεδομένα ότι η κατάσταση είναι μη αναστρέψιμη και ότι, επομένως, κάθε ιατρική παρέμβαση είναι μάταιη, ότι δηλαδή οποιαδήποτε ειδική παρέμβαση δεν θα αποφέρει θεραπευτικό όφελος στον συγκεκριμένο ασθενή. Η διαδικασία αυτή –δύσκολη όσο και η διάγνωση στην ιατρική καθημερινότητα- επιγράφεται ως πρόγνωση και περιγράφεται, με γλαφυρότητα, από τον Ιπποκράτη στην πραγματεία του "Προγνωστικόν": «Τόν ιητρόν δοκέει μοι αριστον ειναι πρόνοιαν επιτηδεύειν προγιγνώσκων γάρ και προλέγων τοισι νοσέουσι τά τε παρέοντα καί τά προγενόμενα καί τά μέλλοντα έσεσθε ώστε τολμάν επιτρέπειν τους ανθρώπους σφέας εωυτούς τω ιητρώ"(: Νομίζω ότι είναι άριστο πράγμα, ο ιατρός να είναι προνοητικός, διότι αν γνωρίζει την παρούσα κατάσταση και το παρελθόν του ασθενούς και προβλέπει όσα μέλλουν να παρουσιαστούν... τότε οι άνθρωποι τολμούν να εμπιστευτούν τον εαυτόν τους στον ιατρό). Αυτό που, κυρίως, ενδιαφέρει τόσο τον ιατρό, όσο και τον ίδιο τον ασθενή και τον περίγυρό του, δεν είναι οι παθολογοανατομικές εξελίξεις της παθήσεώς του, όσο είναι η καταλειπόμενη αναπηρία και ο περιορισμός της αυτονομίας του ασθενούς.

Στη σύγχρονη άσκηση της κλινικής ιατρικής, η προσπάθεια να συναχθούν συμπεράσματα για την πορεία της νόσου και να προβλεφθούν οι δυσμενείς συνέπειές της στην ελευθερία κινήσεως του ασθενούς, στηρίζεται σε ορισμένα δεδομένα από το ιστορικό, την κλινική εξέταση και τον εργαστηριακό έλεγχο, όπως, πχ., η μείωση του εκπνεόμενου αέρα και η παρουσία πνευμονικής υπερτάσεως, στη χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια, το κλάσμα εξωθήσεως στην αριστερή καρδιακή ανεπάρκεια, η μη αποκατάσταση του τμήματος ST στις προκάρδιες απαγωγές μετά από έμφραγμα του μυοκαρδίου, η επίμονη λευκωματουρία στο συστηματικό ερυθηματώδη λύκο, που προσδίδουν στις αντίστοιχες παθήσεις δυσμενή πρόγνωση. Αντίθετα, όμως, με ό,τι συμβαίνει στη διαγνωστική, η οποία έχει γνωρίσει στις μέρες μας μεγάλη πρόοδο, με τη βοήθεια της τεχνολογίας, η πρόγνωση, παραμένει δύσκολο και πολλές φορές ανεπιτυχές εγχείρημα, λόγω των εγγενών αδυναμιών του ιατρού και των αβεβαιοτήτων της ιατρικής επιστήμης. Ενώ έχουν εκπονηθεί συστηματικοί διαγνωστικοί αλγό­ρι­θμοι, προκειμένου να διαφορισθεί λεπτομερειακά η παθολογοανατομι­κή φυσιογνωμία μιας παθήσεως, παρόμοια βοήθεια δεν διατίθεται προς το παρόν, αναφορικά με την πρόγνωση των περισσοτέρων νοσημάτων, παρά τις αποσπασματικές προσπάθειες, που κατά καιρούς έχουν δει το φως της δημοσιότητας. Με τις προσπάθειες αυτές επιχειρείται να υπολογισθεί η πιθανότητα εξελίξεως μιας νόσου, όπως π.χ. η πιθανότητα που έχει ένας προκάρδιος πόνος να εξελιχθεί σε έμφραγμα του μυοκαρδίου, να βοηθηθεί η επιλογή της κατάλληλης θεραπείας, να υπολογισθεί η πιθανότητα να ευεργετηθεί ένα άτομο από την εφαρμοζόμενη ιατρική φροντίδα και, τέλος, καθιστούν δυνατή την επιλογή των ατόμων, στους οποίους αναμένεται ουσιαστικό όφελος από την εφαρμογή της προτεινόμενης θεραπείας.

Ο υπολογισμός του κινδύνου θανάτου έχει ιδιαίτερη εφαρμογή στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας στα πλαίσια των οποίων έχουν αναπτυχθεί προγνωστικοί κανόνες για την πρόβλεψη της Νοσοκομειακής θνητότητος και τη λήψη αποφάσεως ως προς τη συνέχιση ή μη της θεραπείας. Με τους κανόνες αυτούς εκτιμώνται οι οξείες διαταραχές στα διάφορα όργανα, σε σχέση με την ηλικία και την προηγούμενη κατάσταση της υγείας[4]. Ο τρέχων τρόπος προγνώσεως προσθέτει νέα διάσταση στην ιατρική επιστήμη, δεδομένου ότι αναμένεται να διευκολύνει τους κλινικούς να προεκτιμήσουν το μάταιο της θεραπείας (: medical futility)[5], που είναι μια κλινική εκτίμηση ότι μια ειδική παρέμβαση δεν θα οδηγήσει την επίτευξη ενός θεραπευτικού στόχου στον συγκεκριμένο ασθενή και συχνά συνδυάζεται με την υποκειμενική εκτίμηση για το προσδόκιμο επιβιώσεως και την ποιότητα ζωής του αρρώστου. Συχνά, όμως, οι εκτιμήσεις του ιατρού για την πιθανότητα επιτυχούς παρέμβασης είναι λανθασμένες. Ακόμη και η χρήση μαθηματικών μοντέλων εκτίμησης της πρόγνωσης δεν είναι ασφαλής. Εξ άλλου σύμφωνα με πρόσφατο άρθρο[6], η εκτίμηση ότι ο ασθενής έχει εισέλθει σε τελικό στάδιο συνοδεύεται και από μια εκτίμηση της ποιότητας της ζωής του ασθενούς.

Η εκτίμηση της προγνώσεως μιας παθήσεως δεν μπορεί ποτέ να είναι απόλυτα ασφαλής και αυτό έχει κατανοηθεί από την αποτυχία ακόμη και κάποιων μαθηματικών τύπων, που προτείνονται για τον υπολογισμό της ούτε η ποιότητα ζωής ενός ατόμου είναι δυνατόν να αποτιμηθεί με ακρίβεια και αξιοπιστία και, επομένως, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως κριτήριο στις υπηρεσίες φροντίδας υγείας [7]. Εξάλλου, η ασάφεια του όρου "τελικό στάδιο" είναι εμφανής, επειδή σε πληθώρα ανιάτων παθήσεων δεν υπάρχει ή δεν μπορεί να προσδιορισθεί με βάση τις παθολογοανατομικές εξελίξεις τους, καθώς για κάθε στάδιο λειτουργικής εκπτώσεως του πάσχοντος οργάνου, όπου εδράζεται η, θεωρούμενη ως ανίατη, πάθηση, αναμένεται ένα επόμενο μεγαλύτερης ανεπάρκειας. Κάθε στάδιο βαρύτητας της καταστάσεως απαιτεί άλλου επιπέδου ιατρική υποστήριξη, με καταβολή αντίστοιχης δαπάνης. Στην κλιμάκωση αυτή δεν υπάρχει ένα όριο, πέρα από το οποίο κάθε ιατρική συνδρομή καθίσταται μάταιη και περιττή, ενώ πριν απ΄αυτό, συνεπάγεται εγγυημένα αποτελέσματα. Επομένως, το "τελικό στάδιο" παραμένει ένας ευκίνητος προσδιορισμός, που δεν είναι αμιγώς ιατρικός, καθώς η εντόπισή του εξαρτάται από πληθώρα κοινωνικοοικονομικών παραμέτρων. Επιπροσθέτως, πολύ συχνά, οι ιατροί γίνονται μάρτυρες μιας αναπάντεχης κλινικής σταθεροποιήσεως ή και ανακάμψεως, μετά την οποία πρέπει να αναθεωρηθεί ο χαρακτηρισμός της μη αναστρέψιμης καταστάσεως και κάθε στάδιο δεν ακολουθείται πάντα από ένα άλλο, κατά το οποίο η ανίατη πάθηση εκδηλώνεται  με μεγαλύτερης βαρύτητας λειτουργική ανεπάρκεια. Με κανένα τρόπο δεν πρέπει ο ιατρός να συντελεί στην αποθάρρυνση του ασθενούς, που προσβλήθηκε από μια ανίατη πάθηση και στην καταρράκωση του ηθικού του, επειδή η ευψυχία του και η διατήρηση υψηλού επιπέδου αισιοδοξίας συνιστούν σημαντικούς παράγοντες αποδοτικής εκβάσεως κάθε θεραπείας. Ο ασθενής πρέπει να ενθαρρύνεται και να αισθάνεται ότι έχει την αμέριστη συμπαράσταση του ιατρού του, ο οποίος τον διαβεβαιώνει ότι οι προγνωστικές εκτιμήσεις της ιατρικής δεν συνοδεύονται από επαρκή βεβαιότητα, ότι υπάρχουν πολλές περιπτώσεις άλλων ασθενών με ανάλογη πάθηση και ίδια πρόγνωση με τη δική του, που σήμερα ζουν κι εργάζονται κανονικά και να τονίζεται στον ασθενή ότι η έρευνα στον τομέα αυτόν είναι εντατική και ότι είναι πιθανό, σύντομα, να ανακαλυφτεί κάποια νέα θεραπεία που θα είναι καταλληλότερη για την περίπτωσή του. ο τρόπος αυτός προσεγγίσεως είναι, βέβαια, καταλληλότερος από τον προτεινόμενο από τον Moore, όπως σημειώνουμε στo κεφ 14 IV, ο οποίος συστήνει να πλησιάζουμε τον ασθενή με το κύρος της κοινωνικής ανωτερότητάς μας και να προσπαθούμε να τον πείσουμε ότι "οι δυνατότητές της επιστήμης έχουν εξαντληθεί, ότι δεν μπορεί να περιμένει τίποτε πλέον από κανένα, ότι ζει για να εκτρέφει μικρόβια και είναι φορέας ταλαιπωρίας για τους περιοίκους του και ότι το μόνο που του μένει είναι να δώσει τη συγκατάθεσή του, ώστε να κινηθούν οι διαδικασίες τερματισμού της ζωής του". Θα μπορούσαμε να πούμε, παραφράζοντας μια ρήση του Νίτσε, ότι ο πιο δόλιος τρόπος για να βλάψεις έναν ασθενή είναι να υπερασπίζεσαι την υγεία του με κακά επιχειρήματα.  

Ο όρος "ποιότητα ζωής" είναι, επίσης, ένας επισφαλής όρος, καθόσον,  τα δυνάμενα να τεθούν κριτήρια καλής ποιότητας δεν συνιστούν, σε τελευταία ανάλυση, παρά περιορισμό της αυτοδιαθέσεως του ατόμου, να διαμορφώσει ένα σχέδιο ζωής, με το οποίο επιθυμεί, μέσα στα αδιαπραγμάτευτα, αλλά και σαφή, όρια της ατομικής του ελευθερίας να διαχέεται στην κοινωνία και να διαμορφώνει τον τρόπο ζωής του έτσι, όπως ταιριάζει στο χαρακτήρα του και στις τρέχουσες συνθήκες -ευνοϊκές ή δυσμενέστερες- της πραγματικότητάς του [7]. Μπορούμε να κατανοήσουμε την ουσία, την ύπαρξη, τη ζωή και το θάνατο του ανθρώπου, όντας μέρος του αντικειμενικού κόσμου, μόνο ως συγκερασμό φυσικού και κοινωνικού όντος, που δεν είναι απλώς προϊόν, αλλά και δημιουργός του περιβάλλοντός του. Μάλιστα, στη διαλεκτική ενότητα του φυσικού με το κοινωνικό, το τελευταίο είναι επικρατέστερο και ο βαθμός της επικράτειάς του καθορίζει, σχεδόν αποκλειστικά, και το μέτρο, που το ιδιότυπο αυτό όν, ο άνθρωπος, εξανθρωπίζεται. Αν ο παραπάνω συλλογισμός είναι ορθός, τότε οριοθετεί τα πλαίσια της ιατρικής δράσεως και δικαιώνει την πεποίθηση του Ιπποκράτη, ο οποίος επιμένει ότι πρέπει όχι μόνο να ωφελούμε τους αρρώστους μας, αλλά, ταυτόχρονα, να μην τους βλάπτουμε. Φαίνεται ότι η "ποιότητα ζωής", όρος στον οποίο βαρύνει η υλιστική, καταναλωτική άποψη της ζωής, τείνει να αντικαταστήσει την "ιερότητα της ζωής", στα πλαίσια της εξυπηρετήσεως της οποίας είχαν θέση, τόσο ποιοτικά χαρακτηριστικά και η συνεχής προσπάθεια βελτιώσεώς τους, όσο, όμως, και πνευματικά, τα οποία συνυφαίνονται και δημιουργούν την ανωτέρω ποιότητα. Και αυτά τα τελευταία είναι που επιχειρείται να απαλειφθούν με τις επιδιωγμένες λεκτικές αντικαταστάσεις. Είναι απαράδεκτο μια κοινωνία να αποφασίζει, πχ., για λογαριασμό των μονόχειρων, ότι η ποιότητα της ζωής τους είναι υποδεέστερη των αρτιμελών, επειδή η ίδια θέτει τα δικά της κριτήρια περί ποιότητας ή αρτιμέλειας και έπειτα απαιτεί να γίνουν σεβαστά από όλους, ακόμη και από αυτούς που δεν συμμετείχαν στις διαδικασίες ορισμού τους και η υιοθέτησή τους τούς ζημιώνει. Στο κεφάλαιο 12, I, αναφέρουμε περιστατικά ακρωτηριασμένων ανθρώπων που, ωστόσο, οργάνωσαν μια άκρως ποιοτική και δημιουργική ζωή, φτάνοντας στα ύπατα αξιώματα –ένας έγινε ακαδημαϊκός- της οργανωμένης κοινωνίας. Επειδή τα άτομα αυτά δεν ικανοποιούσαν κανένα κριτήριο "ποιότητας" θα έπρεπε να είχαν οδηγηθεί σ΄ένα συμβουλευτικό κέντρο ευθανασίας.

Η σημαντικότητα της ζωής βαθμονομείται από τη θέσπιση ιδανικών και την κατάκτησή τους και όχι από το βαθμό ικανοποιήσεως σωματικών ή ψυχοπνευματικών scores, τα οποία συνιστούν μεν, μια ποιότητα ανθρώπινης παρουσίας, που προκαλεί αρέσκειες, αλλά με κανένα τρόπο δεν κλιμακώνουν τη σημασία της ανθρώπινης ζωής. Το γεγονός ότι κάποιος διάγει μια αναξιοβίωτη ζωή, αναξιοβίωτη με βάση αντικειμενικά κριτήρια, που θεσπίσθηκαν εν κενώ και εν απουσία του, καθόλου δεν μπορεί να δικαιολογήσει την πρόθεση καταστροφής της, επειδή ο καθένας πρέπει να έχει τη δυνατότητα –και, κυρίως, να υποστηρίζεται γι αυτό- να ζει τη ζωή του, ακόμη και αν αυτή φαίνεται για τους άλλους περιττή, ανόητη, διεστραμμένη ή λαθεμένη επιλογή [92]. H κοινωνία κινδυνεύει τόσο από τους καταχραστές της εξουσίας και το "δίκαιο" της πλειοψηφίας, που επιμένει να επιβάλλει στους άλλους τη δική της γνώμη και προτιμήσεις, όσο και από την καταπίεση, που διαμορφώνουν οι ομοιότητες, έναντι των ανομοιοτήτων, τις οποίες αορίστως υποψιάζονται και, γι αυτό, περιθωριοποιούν.

"Εκτόπιση των ανομοιοτήτων": να ένας ειλικρινής ορισμός της ευθανασίας, που προκρίνεται για λόγους μη ικανοποιήσεως κριτηρίων ποιότητας ζωής.

Η ποιότητα της ζωής δεν βάλλεται από τις διακυμάνσεις της υγείας, της αρτιμέλειας ή της ευυποληψίας του καθενός, αλλά από τη διάθεση της κοινωνίας να του αναγνωρίσει ισότιμο δικαίωμα συνυπάρξεως στους κόλπους της. Κινδυνεύει, ιδίως, από την αλαζονεία των υγιών, των αρτιμελών, των ευυπόληπτων, που δυσφορούν στη θέα και τον συγχρωτισμό μαζί του και απεργάζονται επινοήματα εκτοπίσεώς του.

2ο .  Να μην αναμένεται όφελος από ένα θεραπευτικό μέσο, το οποίο θα ανακαλυφθεί στο μελλοντικό διάστημα που αντιστοιχεί με το προσδόκιμο επιβιώσεως του ασθενούς.

Το κριτήριο αυτό εισάγεται προκειμένου να τονισθεί ότι η πάθηση του ασθενούς είναι, προς το παρόν τουλάχιστον, ανίατη. Με το κριτήριο αυτό εξασφαλίζεται ότι δεν υπάρχει πράγματι και ούτε πρόκειται να διατεθεί θεραπεία για τον υποψήφιο για ευθανασία ασθενή. Οι επαναστατικές ανακαλύψεις στη θεραπευτική δεν καταγράφονται σε ημερήσια βάση, προϋποθέτουν μακροπερίοδες και επίμονες ερευνητικές προσπάθειες και δεν εμφανίζονται εντελώς αιφνιδιαστικά, ώστε οι θεράποντες ιατροί ανιάτων νοσημάτων, μάλλον έχουν τη δυνατότητα να εκτιμήσουν τη διάθεση μιας επαναστατικής θεραπευτικής αλλαγής στο άμεσο μέλλον. Η προσδοκία σ΄ ένα "θαύμα" δεν αποτελεί συνήθη ιατρική πρακτική και –σε κάθε περίπτωση- είναι σαφές ότι δεν αναμένεται να αποσοβηθεί ο θάνατος κάθε ασθενούς με την εμφάνιση ενός θαύματος.

Ναι πράγματι! Τα θαύματα δεν παρατηρούνται σε καθημερινή βάση. Η στιγμή, όμως, που η απελπισία του ασθενούς τον οδηγήσει, τελικά, στην απόφαση τερματισμού της ζωής του, μπορεί να είναι η ανώνυμη στιγμή, που μόλις προηγείται εκείνης της εκρηκτικής στιγμής, στην οποία θα εκδηλωθεί ένα θαύμα, χωρίς καθόλου να το προοιωνίζει. Η ιατρική εξελίσσεται με ραγδαίους ρυθμούς και τα επινοήματα και οι ανακαλύψεις της διαδίδονται με ταχύτητες φωτός. Κάθε στιγμή μπορεί να γεννήσει τη λύτρωση κάποιων -τουλάχιστον- ασθενών. Το επιχείρημα της εξαντλήσεως των θεραπευτικών δυνατοτήτων δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι πειστικό, αν πιστεύουμε σε μια κοινωνία που προοδεύει, πλέον, με ταχείς, αλλά και σταθερούς ρυθμούς και οι εξελίξεις της επιστήμης της έχουν τεθεί ήδη σε μια τροχιά και δεν επέρχονται κατά ώσεις, με μεγάλα μεταξύ τους διαστήματα αδράνειας.

Το γεγονός, επιπλέον, ότι η ιατρική επιστήμη έχει εξαντλήσει όλες τις δυνατότητές της προκειμένου να θεραπεύσει τον ασθενή, έχει ανεπιτυχώς επιχειρήσει να του καταπραΰνει τους αφόρητους πόνους και έχει εξαντλήσει τις δυνατότητές της να του προσφέρει ικανή ψυχοϋποστήριξη, καθόλου δε σημαίνει ότι μπορεί να προχωρήσει στον τερματισμό της ζωής του, σαν ένα προϊόν, που δεν "εγκρίνεται" από το τμήμα ποιοτικού ελέγχου του εργοστασίου κατασκευής και απορρίπτεται, προκειμένου να μη χάσει η "φίρμα" τη καλή, εμπορική της φήμη. Ακόμη και τότε δεν μπορεί η ευθανασία να ηθικοποιηθεί, επειδή, όπως διαβεβαιώνει ο Ιπποκράτης και συμπλέουν τόσο ο Πλάτωνας, όσο και ο Αριστοτέλης, το τελικό αίτιο της ιατρικής και ο απαράβατος όρος υπάρξεώς της είναι το συμφέρον του ασθενούς. Το αυθεντικό ιπποκρατικό δόγμα: ωφελέειν ή μη βλάπτειν θα ήταν ένας πλεονασμός, εφόσον δεν είναι δυνατόν να ωφελείς, βλάπτοντας κάποιον, ανάλογα βέβαια με το ηθικό πλαίσιο, στο οποίο ελέγχεται η πράξη της ωφέλειας. Στη σύγχρονη εποχή της εκτεχνικευμένης ηθικής μας, έχει επιχειρηθεί να κατανοηθεί το επιχείρημα ότι ωφέλεια για έναν βαριά πάσχοντα από ανίατη αρρώστια ασθενή, για τον οποίο κάθε επιστημονικό μέσον θεραπείας έχει δοκιμασθεί ανεπιτυχώς, μπορεί να μην είναι η διατήρησή του στη ζωή και ο θάνατός του να αντανακλά το πραγματικό του συμφέρον. Η ιατρική συνδρομή για τον τερματισμό της ζωής επιχειρείται, έτσι, να επενδυθεί ηθικά και να καταστεί νόμιμη πράξη. Έναντι αυτού του επιχειρήματος έρχεται καταπέλτης το ιπποκρατικό δόγμα με τον εκ πρώτης όψεως πλεονασμό του. Ακόμη και στις περιπτώσεις που δεν μπορεί να ικανοποιηθεί το "ωφελέειν", σε εκείνες δηλαδή τις ανέλπιδες περιπτώσεις –αν πράγματι υπάρχουν-, στις οποίες ο ιατρός δεν θα μπορέσει να φανεί χρήσιμος, επειδή η επιθετική και βάναυση αρρώστια έχει ξεφύγει τις δυνατότητες της τρέχουσας ιατρικής επιστήμης, ακόμη και τότε, ο ιατρός δεν νομιμοποιείται να προξενήσει βλάβη στον ασθενή του. Ο Ιπποκράτης επιθυμεί να καταστήσει σαφές προς κάθε κατεύθυνση ότι ο ιατρός, εάν δεν μπορεί να είναι χρήσιμος, οφείλει τουλάχιστον να μη χειροτερεύσει την κατάσταση του ασθενούς του με μια άστοχη παρέμβαση.   

 3ο . Η οριστικά αναξιοβίωτη ζωή του ασθενούς· αναξιοβίωτη είτε διότι είναι απαράδεκτα εξαρτημένη από περιποιήσεις τρίτων είτε διότι βιώνει αφόρητο βασανισμό (όχι απαραίτητα σωματικό πόνο) και ταπείνωση, που οφείλεται στον αποσχηματισμό του σώματός του, καθώς είναι συνδεδεμένο με παροχετεύσεις, φίστουλες, ανοικτά χειρουργικά τραύματα και άλλες εκτομές,  χωρίς να υπάρχει προοπτική βελτιώσεως. Με το κριτήριο αυτό αναγνωρίζεται ότι δεν είναι μόνο η απαλλαγή από τον βασανιστικό πόνο, που κάνουν τους ασθενείς αυτούς να καταλήγουν στην επιλογή του θανάτου τους. Στην Ολλανδία, πχ., έχει δειχθεί ότι ο πόνος αποτελεί δευτερεύον αίτιο αιτήσεως τερματισμού της ζωής συγκριτικά με άλλες μορφές απαξιώσεως της ζωής, όπως η απογοήτευση, η κατάρρευση, η διάψευση των ελπίδων και η απώλεια της ανεξαρτησίας και της ελευθερίας κινήσεως και η απώλεια της αξιοπρέπειας. Τελευταία γίνεται λόγος για το δικαίωμα του ασθενούς να πεθαίνει με αξιοπρέπεια (βλ., επίσης, κεφ. 6 IV, 12, III). Πράγματι, σχολιάζεται ότι στα σύγχρονα Νοσοκομεία στερούμε το θάνατο από την αξιοπρέπειά του. Τι συγκινητική έκφραση! Αν ήταν αναξιοπρέπεια η εξάρτηση του ασθενούς από υποστηρικτικά λειτουργιών της ζωής μηχανήματα, η σύνδεσή του με σωληνάκια παροχετεύσεων και συσκευές παροχής υγρών, παρεντερικής διατροφής και φαρμάκων, αν ήταν αναξιοπρέπεια η διάθεση όλης αυτής της εκπληκτικής νέας τεχνολογίας, τότε προς τι η επινόησή της; Γιατί η σύγχρονη ιατρική, η καλούμενη βιοϊατρική, κομπάζει –και με το δίκιο της- για τα τρομερά επινοήματά της και τις επιστημοτεχνικές ανακαλύψεις της, με βάση τις οποίες μπορεί να θεραπεύει παθήσεις, να παρατείνει το προσδόκιμο επιβιώσεως και βελτιώνει το επίπεδο της ζωής, αν ταυτόχρονα καταγγέλλεται η χρήση τους ως αναξιοπρεπής; Είναι αναξιοπρεπής η υψηλού κόστους νοσηλεία ενός ασθενούς που συμβαίνει ανάμεσα σε σωληνάκια και μηχανήματα; Εφαρμόζουμε τέτοιου είδους θεραπευτικά μέσα στους ασθενείς, που τους στερούν την αξιοπρέπειά τους, ώστε μετά να εγερθεί αβίαστα το επιχείρημα ότι δεν αξίζει να ζουν μια αναξιοπρεπή ζωή και πρέπει να τερματισθεί με επινοήματα του τύπου "death with dignity". Κατά τον Ολλανδό ογκολόγο και επισήμως ασκούντα ευθανασία καθηγητή Heintz, ο πιο σημαντικός λόγος ευθανασίας και μάλιστα σε ποσοστό άνω του 50% είναι το δικαίωμα του ασθενούς να πεθάνει με αξιοπρέπεια και η αντίληψη ότι δεν αξίζει κανείς να περιμένει ως το τέλος ένα θάνατο αναπόφευκτο[8]. Οπωσδήποτε το δικαίωμα αυτοδιάθεσης του αρρώστου κάνει σεβαστή την εκ μέρους του άρνηση θεραπείας, όχι όμως και την απαίτησή του προς τον ιατρό για τερματισμό της ζωής του από αυτόν. Κανένας ενταγμένος στην κοινωνία του άνθρωπος δεν μπορεί από μόνος του να είναι αξιοπρεπής ή μη αξιοπρεπής και το μέτρο της αξιοπρέπειάς του αποδίδεται μέσα στα διακανονισμένα όρια της κοινωνικής του εντάξεως. Το αγωνιζόμενο για την επιβίωσή του πάσχον άτομο πρέπει να περιβληθεί με συμπάθεια και κατανόηση και το επίπεδο αυτοεκτιμήσεως του κάθε ατόμου, η ικανότητά του και η ευχέρεια, που του δίνει η πολιτεία να επιλέγει το σχέδιο ζωής, που προτιμά, καθορίζουν την ικανότητά του να προστατεύει την αξιοπρέπειά του διαμορφώνοντας ένα ηθικο-βιολογικό σύνολο, με το οποίο ανήκει στην κοινωνία. Η αξία του ανθρώπου ανάγεται στον πυρήνα της ανθρώπινης προσωπικότητας, αποτελεί την καταστατική αρχή της έννομης τάξης, η οποία εξάλλου υπάρχει και περιφρουρείται αποκλειστικά προς χάρη της, και οριοθετεί ακόμη και αυτή την ίδια τη λαϊκή κυριαρχία. Αποτελεί το υπέρτατο έννομο αγαθό και προστατεύεται απεριόριστα, ανεπιφύλακτα, ισότιμα μεταξύ όλων των ανθρώπινων πλασμάτων, χωρίς καμιά εξαίρεση ή διαβάθμιση στα πλαίσια οποιασδήποτε εξουσιαστικής σκοπιμότητας. Η αξία του ανθρώπου θέτει ένα όριο έναντι οποιουδήποτε περιορισμού ατομικού δικαιώματος ή εξαιρέσεως ακόμη και για λόγους δημόσιου συμφέροντος, από το οποίο, επίσης, υπερέχει. 

Η αξιοπρέπεια κατά τον φιλοσοφικό ορισμό της αναφέρεται μονάχα στην απομάκρυνση από τους κανόνες ηθικής, κοινωνικής συμπεριφοράς ενός ατόμου, ο κόσμιος, "εις όν εμπρέπει η αξία", ο τίμιος και όχι η εναντίον του ή υπέρ του ενέργεια. Η αρρώστια, όμως, είναι φυσικό κακό, ενεργοποιούμενο εναντίον του ατόμου και όχι με πρωτοβουλία του, ώστε κανείς δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί "αναξιοπρεπής" επειδή, όντας ασθενής, κάνει χρήση των δυνατοτήτων της ιατρικής επιστήμης και τεχνολογίας. Ούτε επειδή δέχεται τις περιποιήσεις των ιατρών και του νοσηλευτικού προσωπικού, περιποιήσεις, που αποσκοπούν στην αποσόβηση της επιδεινώσεως της αρρώστιας στην άρση των συμπτωμάτων και την ίαση της παθήσεως ή την επιβράδυνση του θανάτου. Αντίθετα, μάλλον, με την επιδίωξη να εισαχθεί η ευθανασία ως νομικώς επιτρεπτή πράξη –κάθε είδους ευθανασία- διακυβεύεται η αξιοπρέπεια του Συστήματος Υγείας και η νομιμότητά του και όχι η αξιοπρέπεια του υπό αμέριστη προστασία και συμπάθεια τελούντος ασθενούς.  

Οι ασθενείς σε τελικό στάδιο μπορεί να ανέχονται τον πόνο αλλά είναι υποχρεωμένοι να δοκιμάζονται για άλλες δυσμενείς παρενέργειες της παθήσεώς τους, που για τους ίδιους είναι ανυπόφορες και πολλοί ασθενείς, όπως εκείνοι με παθήσεις κινητικού νευρώνα μπορεί να συμβιβάζονται με τον πόνο, αλλά, ενδεχομένως, τους είναι αδύνατο να επιβιώνουν χωρίς υποστηρικτικά της ζωής μέσα, που τους απαξιώνουν ως κοινωνικά όντα, αποσχηματίζοντάς τους. Μια κοινωνία, όμως, που εγκαταλείπει τα αναξιοπαθούντα μέλη της στην, εκ του πόνου και των δυσμενών συνθηκών εξαρτημένης διαβίωσης, απελπισία και την κατάρρευση είναι μια κοινωνία, ανάξια να χαρακτηρισθεί ελεύθερη και πολιτισμένη. Μια κοινωνία, που σηκώνει αδιάφορα τους ώμους, προ του αιτήματος ευθανασίας, ως μόνης διεξόδου στο αδιέξοδο, που προκαλεί ο πόνος και η εξάρτηση από τη μια, με την έλλειψη ικανοποιητικής φροντίδας και αλληλεγγύης από την άλλη, είναι μια κοινωνία που δεν έχει, ακόμη, καταστήσει πολύτιμη την ανθρώπινη ύπαρξη και πυρήνα των αρεσκειών της, που αποτελούν, όμως, τον απροϋπόθετο όρο συμπήξεώς της. Μια κοινωνία που δεν κρύβει τις αποβλητικές προθέσεις στα αποσχηματισμένα μέλη της παραμένει μια αγέλη πιράνχας, που αποδεικνύει ότι ο πολιτισμός της εξακολουθεί να παραμένει φυλακισμένος στη σοφία των μυθιστορημάτων [181].

4ο ο τερματισμός της ζωής ενός ασθενούς αποτελεί ελεύθερη, επίμονη και αυθεντικά εθελοντική απόφασή του.

Το κριτήριο αυτό εισάγεται προκειμένου να επιβεβαιώνεται ότι, ως ανθρώπινη οντότητα, ο ασθενής διατηρεί το δικαίωμα του αυτοπροσδιορι­σμού και της αυτοδιάθεσής του και ότι η απόφασή του για τερματισμό της ζωής του πάρθηκε σε πλαίσια απροϋπόθετης αυτονομίας, ελεύθερου και απόλυτα αυτόβουλου προσδιορισμού.

Η προσωπικότητα του ατόμου αφορά τη διάθεση του σώματος, την εν γένει εξωτερίκευση και έκφρασή του και την πολύμορφη εμπειρική δραστηριότητά του στην κοινωνική ζωή. Η προσωπικότητα αποκρυσταλλώνει το σχέδιο, με το οποίο το άτομο ορίζεται στην κοινωνία, διεκδικεί συμμετοχή στις δράσεις κι επιρροή στις προοπτικές της και με το οποίο επιδιώκει την επικράτησή του. Η ελευθερία της προσωπικότητας προβάλλει ως το θετικό νομικό έρεισμα για τη σωματική ελευθερία, τόσο ως ελευθερία φυσικής κίνησης όσο και ως ελευθερία έκφρασης και αυτοδιάθεσης. Όπως παρατηρεί ο Αριστόβουλος Μάνεσης "αν κάποιος δεν μπορεί να διαθέσει, κατά πρώτο λόγο, τη φυσική του ύπαρξη, η άσκηση όλων των άλλων δικαιωμάτων αποβαίνει ανέφικτη". Πράγματι, η ελεύθερη διάθεση του σώματος και της φυσικής υπόστασης είναι ιστορικά συνυφασμένη με το αναφαίρετο, θεμελιώδες δικαίωμα της ελευθερίας κίνησης  που ορίζεται στο μνημειώδες έργο του Thomas Hobbes "Λεβιάθαν" ως ελευθερία κίνησης, με την έννοια της απουσίας εμποδίων στην κίνηση του ατόμου [127]. Η άποψη αυτή υποστηρίζεται στη βάση της αρχής της αυτοδιαθέσεως και της αρχής της αυτονομίας ή του αυτοπροσδιορισμού, που βασικός εισηγητής της υπήρξε ο Ι. Καντ και αφορά στην εξειδικευμένη περιγραφή της ατομικής ελευθερίας, ως αυτονομία σκέψης, κίνησης, βούλησης-πρόθεσης και πράξης. Σύμφωνα με τις αρχές αυτές, κάθε άτομο είναι άξιος σεβασμού και ο ίδιος φορέας των βασικών δικαιωμάτων και ελευθεριών του, ώστε ο ίδιος είναι εκείνος, που ελεύθερα επιλέγει τη μοίρα του. Επί της αρχής της αυτονομίας βασίζεται η πεποίθηση-αρχή της συναίνεσης που ερείδεται στην λεπτομερή και άπλετη ενημέρωση του ασθενούς, μετά την οποία ορίζεται ως επιτρεπτή και αίρεται ο άδικος χαρακτηρισμός κάθε ιατρικής επεμβάσεως, ακόμη και εάν ήταν δυνατό να τον βλάψει. Με βάση την αρχή της αυτονομίας και αυτοδιαθέσεως, ο Ι. Καντ απέκλεισε την οποιαδήποτε μορφή ευθανασίας, ως αυτοκτονία με ή χωρίς ιατρική συνδρομή, επειδή δεν ανταποκρίνεται σε κάποιον κανόνα γενικής ισχύος (βλ. Κεφ. 12. VIII).

Οι απολογητές της εκούσιας ενεργητικής ευθανασίας ισχυρίζονται ότι κάθε άτομο, που έχει την ικανότητα να παίρνει αποφάσεις, δεν έχει βαριά ψυχική πάθηση κι ελέγχει το σώμα του, μπορεί και πρέπει να  επιλέγει ελεύθερα το πότε, πως και με ποιο τρόπο θέλει να πεθάνει, καθώς μάλιστα αυτό δεν θίγει τα δικαιώματα άλλου ανθρώπου και ότι η ελευθερία επιλογής του χρόνου, τρόπου και τόπου του θανάτου μπορεί να αναχθεί σε κανόνα καθολικής ισχύος, με την προϋπόθεση, βέβαια, της άπλετης ενημερώσεως του ασθενούς.

Το επίπεδο αυτοεκτιμήσεως του  κάθε ατόμου και η ικανότητά του και η ευχέρειά του να επιλέγει το σχέδιο ζωής που προτιμά, καθορίζουν την ικανότητά του να προστατεύει την αξιοπρέπειά του διαμορφώνοντας ένα ηθικο-βιολογικό σύνολο με το οποίο ανήκει στην ανθρωπότητα. Οι απολογητές της ευθανασίας ισχυρίζονται, με βάση την αρχή αυτή, ότι ο καθένας, που έχει την ικανότητα να διακρίνει την πραγματικότητα, μπορεί να διαθέτει τη ζωή του, σε οποιοδήποτε στάδιό της και επομένως, και τον εκούσιο τερματισμό της, για οποιοδήποτε λόγο, ακόμη και όταν δεν πρόκειται για την αρχόμενη διαδικασία θανάτου. Ούτε η εκκλησία ούτε το κράτος έχουν δικαίωμα να επεμβαίνουν στο αναφαίρετο και αδιαπραγ­μάτευτο αυτό δικαίωμα του πολίτη. Οι απολογητές της νομιμοποιήσεως της ευθανασίας ισχυρίζονται, κατά συνέπεια, ότι η μη νομιμοποίηση της ευθανασίας αποτελεί κατάφωρη παραβίαση της ελευθερίας του ατόμου, ακόμη και της επιλογής τους να φονευθούν και ότι η απαγόρευση της ευθανασίας είναι μορφή τυραννίας. Διαφορετικοί ασθενείς έχουν αναπόφευκτα διαφορετικούς στόχους και ιεραρχήσεις, ο σεβασμός έναντι των οποίων εκφράζεται με το να επιτρέπουμε στο άτομο να ρυθμίζει στο επίπεδο της αυτοεκτιμήσεώς του και της αποτιμήσεως της ποιότητας της προσωπικής του ζωής. Επομένως, αναφορικά με τις απαιτήσεις νομιμοποιήσεως, η μόνη προϋπόθεση που πρέπει να λαμβάνεται υπ΄ όψη είναι η επιθυμία του ασθενούς και η ελευθερία της επιλογής, που βασίζεται στην προσωπική του εκτίμηση των συνθηκών διαβιώσεως, όπως αυτές τροποποιούνται από το φάσμα του πόνου, του φόβου, της εξαρτήσεως ή άλλων λόγων.

Το ζήτημα του αυτοκαθορισμού είναι θεμελιώδες για την στοιχειοθέτηση της ελευθερίας και της αξιοπρέπειας του ανθρώπου. Η ειδολογική υπεροχή του ανθρώπου, ως ελεύθερου όντος του οποίου, επομένως, οι πράξεις υπόκεινται σε ηθική αξιολόγηση, έγκειται ακριβώς στο γεγονός ότι μπορεί να αυτοκαθορίζεται με άξονες τη λογική, ηθική, αισθητική και συναισθηματική του συγκρότηση, να διαμορφώνει κρίσεις για τα πράγματα και, μέσα στα προσυμφωνημένα πλαίσια, να ενεργεί κατά τη βούλησή του. Πρέπει, όμως, να παρατηρήσουμε ότι, καθώς ο θάνατος συνεπάγεται την απώλεια της προσωπικής του κυριότητας πάνω στον ίδιο του τον εαυτό, αυτό που χάνει οριστικά με το θάνατο του είναι ο αυτοπροσδιορισμός του, ώστε καθίσταται ακατανόητος ο ισχυρισμός των απολογητών της ευθανασίας, σύμφωνα με τον οποίο, κανείς επιλέγει το θάνατό του, ως έκφραση κι επιβεβαίωση του αυτοπροσδιορισμού του. 

Η αξία του ανθρώπου προστατεύεται καθ΄ υπεροχή έναντι όλων των άλλων αγαθών και δικαιωμάτων του. Η αξία του ανθρώπου επιβεβαιώνεται στο μέτρο, στο οποίο προστατεύεται η ζωή, η υγεία του και η ελευθερία κινήσεώς του και στο μέτρο, κατά το οποίο του επιτρέπεται να αναπτύξει ελεύθερα την προσωπικότητά του. Όπως προειπώθηκε, η ζωή (κεφ. 7) και η υγεία (κεφ. 8) είναι αγαθά που προστατεύονται καθ υπεροχή έναντι όλων των άλλων αγαθών, επειδή συνιστούν το υπόστρωμα επί του οποίου υποστασιάζονται και για χάρη των οποίων καλλιεργούνται και αναγνωρίζονται δικαιώματα όπως της ελευθερίας, της αυτοδιάθεσης, της ασφάλειας, της εργασίας κλπ. Ειδικότερα, σύμφωνα με την αρχή της αυτοδιαθέσεως, κάθε άτομο είναι άξιος σεβασμού και φορέας των βασικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, ώστε ο ίδιος έχει την απόλυτη ευχέρεια να επιλέγει τη μοίρα του. Το επίπεδο αυτοεκτιμήσεως του κάθε ατόμου, η ικανότητα και η ευχέρειά του να επιλέγει το σχέδιο ζωής που προτιμά, καθορίζουν τη δυνατότητά του να προστατεύει την αξιοπρέπειά του διαμορφώνοντας ένα ηθικο-βιολογικό σύνολο με το οποίο ανήκει στην ανθρωπότητα. Σχετικά με τα περιθώρια αυτονομίας, που η σύγχρονη κοινωνία απολαμβάνει έναντι των περισπούδαστων επιστημονικών τεχνικών συγκεντρωτικού ετεροκαθορισμού, που επιβάλλει η κυρίαρχη γνώμη και η πολιτική εξουσία, έχουμε αναφερθεί σε ικανή έκταση στο κεφ. 4, II,III,IV.

Εγγενές συστατικό της ανθρώπινης φύσης είναι, ασφαλώς, η αδιαφιλονίκητη δυνατότητά της να λαμβάνει αποφάσεις, την υλοποίηση των οποίων να επιχειρεί απρόσκοπτα, αλλά οι άνθρωποι  διατηρούν, πραγματικά και όχι φαινομενικά, το δικαίωμα της αυτονομίας τους, μόνο όταν έχουν την απόλυτη και απρόσκοπτη ελευθερία να επιτελέσουν μια πράξη που είχαν τη βούληση να επιτελέσουν, χωρίς εξωτερικό κώλυμα ή εμπόδιο και, επίσης, χωρίς πίεση ή πειθαναγκασμό [114]. Επιπλέον, δε, να έχουν την, ανεξάρτητη περιστάσεων, ελευθερία επιλογής, μεταξύ μιας πλειάδας επιλέξιμων ενδεχομένων. Οι βαριά πάσχοντες από ανίατη πάθηση ασθενείς έχουν ήδη απολέσει την αυτονομία τους, όχι μόνο ως δυνατότητα φυσικής κινήσεως ή ελεύθερης επιλογής, αλλά και λόγω ακραίου περιορισμού των δυνητικά επιλέξιμων ενδεχομένων, ώστε δεν είναι δυνατή η ανάκτηση ή η επιβεβαίωσή της με την εφαρμογή ευθανασίας, με την οποία, επιπλέον, χάνεται και ο φορέας της, δηλαδή το πρόσωπο, επί του οποίου επιδαψιλεύεται η αυτονομία. Ακόμη και εάν διατηρούσε την ελευθερία των επιλογών του, επειδή τελεί υπό το κράτος της βουλήσεως κάποιου άλλου, προκειμένου να την υλοποιήσει, έχει, ήδη, περιέλθει σε κατάσταση πλήρους εξαρτήσεως. Η αλήθεια είναι ότι όποιος ή ό,τι μπορεί να μας προκαλεί πόνο ελέγχει τη ζωή μας με διάφορους τρόπους.

Μεταξύ ποίων ενδεχομένων μπορούν –αλήθεια- να έχουν ελευθερία επιλογής, οι εν λόγω βαριά πάσχοντες από ανίατη και άμεσα θανατηφόρα πάθηση, για την οποία εξαντλήθηκαν όλες οι ιατρικές δυνατότητες; Ή θα υποκύψουν στην ανεξέλεγκτη φυσική εξέλιξη της παθήσεώς τους, που θα τους οδηγήσει, αργά ή γρήγορα, στην έξοδο από τη ζωή ή θα καταφύγουν στη λύση της ευθανασίας, για την υλοποίηση, πάλι, της οποίας εξαρτώνται από την συναίνεση ενός τρίτου. Δύο ενδεχόμενα, το ένα από τα οποία τελεί υπό το κράτος απουσίας της ιατρικής, η οποία αποσύρεται λόγω εξαντλήσεως των ιαματικών δυνατοτήτων της και το άλλο, που τελεί από το κράτος της θορυβωδέστερης απουσίας της αλληλεγγυητικής κοινωνίας, η οποία αποσύρεται λόγω της απροθυμίας της να διαθέσει μέρος από τα οικονομικά και συναισθηματικά της αποθέματα. Αλλά η αυτονομία και ο αυτοπροσδιορισμός του προσώπου είναι ποιότητες, ενώπιον μιας κοινωνίας παρούσας, εφόσον εν απουσία της, κανενός η αυτονομία δεν απειλείται και δεν νοείται διεκδίκηση προστασίας αντίστοιχου δικαιώματος. Η αλήθεια είναι ότι έξω από την κοινωνία, κανείς δεν μπορεί να είναι ούτε αυτόνομος ούτε εξαρτημένος. Κι επομένως, δεν μπορεί η ευθανασία, ως δυσμενής συνέπεια της απουσίας της κοινωνίας ή της ιατρικής, να διατυπώνεται προς απόδειξη της αυτονομίας του ασθενούς και κάθε προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση καταντάει λογικά ασυνάρτητη.

Οι βαριά πάσχοντες από ανίατη πάθηση ασθενείς, χάνοντας –όπως είναι φυσικό- την αυτονομία τους, λόγω της αρρώστιας τους, η οποία τους καθηλώνει στο κρεβάτι, στο αναπηρικό καροτσάκι ή σε συνδέσεις με συσκευές υποστηρίξεως, δεν μπορούν να την επανακτήσουν, μέσω και δια μέσου μιας προειλημμένης αποφάσεως του θανάτου τους. Από την άλλη πλευρά, αυτή η ελευθερία είναι κούφια, όχι μόνο επειδή έχει χαθεί η δυνατότητα επιλογής, αλλά, επίσης και επειδή έχουν εξαντληθεί τα επιλέξιμα ενδεχόμενά της, ακόμη και αν διατηρεί τη δυνατότητά της να επιλέγει. Σ΄αυτό το αδυσώπητο αδιέξοδο, που αντιμετωπίζουν οι βαριά πάσχοντες από ανίατη πάθηση ασθενείς, μόνο η κοινωνία μπορεί να τους δώσει διέξοδο, διευρύνοντας τη δυνατότητα επιλογών τους και τα επιλέξιμα ενδεχόμενα, όπως η παρηγοριά, η συμπάθεια, η υποστήριξη, η αλληλεγγύη, η συμπαράσταση και οι μέθοδοι αποκαταστάσεως και η αναζήτηση εναλλακτικών ενδιαφερόντων, προσαρμοσμένα στις νέες, περιορισμένες δυνατότητές τους. Να τους υποστηρίξει στις αναγκαίες τους μετουσιώσεις και να τους διευκολύνει να καθορίσουν μόνοι τους την αξία της προσωπικής τους ζωής, υπό την αρνητική συγκυρία της εξαρτήσεως. Μόνο η οργανωμένη κοινωνία μπορεί να άρει τους δυσμενείς όρους, που καθιστούν τη ζωή τους αναξιοβίωτη. Και είναι η ίδια αποκλειστικά υπεύθυνη όταν, με τη στάση της, περιορίζει περαιτέρω την ήδη αναιμική δυνατότητα επιλογής τους. Αυτοί, που υποστηρίζουν την ευθανασία ισχυρίζονται, εν προκειμένω, ότι η απλή γνώση από πλευράς του ασθενούς ότι η ευθανασία είναι διαθέσιμη, εάν ο πόνος είναι αφόρητος, θα μπορούσε σε πολλές περιπτώσεις να υποβοηθήσει στον έλεγχο του ασθενούς και να απομακρύνει το φόβο του ανυπόφορου πόνου ή άλλης ανικανότητας.

Όπως και οι απολογητές της ευθανασίας αναγνωρίζουν, για να μπορούν οι ασθενείς να οργανώσουν τα στάδια της προς ευθανασία αποφάσεώς τους, ώστε η πράξη αυτή να διεκδικεί την ηθική της αναγνώριση και τη νομική της τεκμηρίωση, πρέπει να έχουν επαρκή διανοητική ενάργεια, καθώς και πλήρη και άπλετη πληροφόρηση περί της αρρώστιας της και των θεραπευτικών της προοπτικών. Η προϋπόθεση αναγνωρίσεως της αυτονομίας της βούλησης δεν μπορεί, να ικανοποιηθεί, επειδή παρόμοια χαρακτηριστικά δεν διαθέτει, πλέον, ένα άτομο που τελεί υπό το κράτος του πόνου, του φόβου, της πλήρους απελπισίας, της οριστικής παραιτήσεως[9] και της εξαρτήσεως από συσκευές υποστηρίξεως ζωτικών λειτουργιών ή τις περιποιήσεις τρίτων. Η πληροφόρηση, που έχουν οι ασθενείς για την πάθησή τους, δεν μπορεί να είναι ολοκληρωμένη, καθόσον δεν είχαν ποτέ στο παρελθόν δεχτεί ιατρική παιδεία, αλλά κι αν είχαν, θα αφορούσε μόνο σε παροντικά δεδομένα. Δεν είναι, πράγματι, δυνατόν να γίνουν μελλοντικές προβλέψεις, απόλυτης βεβαιότητας, όχι μόνο εν όψει της ταχύτητας, που το γνωστικό οπλοστάσιο της ιατρικής επιστήμης και της βιοτεχνολογίας τροποποιείται, αναφορικά με τις θεραπευτικές δυνατότητές της, στο επόμενο διάστημα, που εκείνοι, όμως δεν θα υπάρχουν, πλέον, για να επωφεληθούν (βλ. κεφ. 12, V, 2ο), αλλά και λόγω πληθώρας άλλων παραγόντων. Είναι γνωστό ότι απόλυτες βεβαιότητες δεν υπάρχουν στην ιατρική επιστήμη και τους διάφορους τομείς της, όπως η διαγνωστική, η θεραπευτική, η προληπτική και η προγνωστική και όλες οι σχετικές αποφάνσεις βασίζονται σε μεθόδους παρμένες από την στατιστική και τη θεωρία των πιθανοτήτων, με βάση την οποία εκπονούνται συστήματα ομοσχετίσεως κλινικών και χωροβιονομικών δεδομένων με παθογενετικά χαρακτηριστικά. Επιπλέον, η συμπεριφορά κάθε ανθρώπινου όντος απέναντι την προσβολή από παθογόνο εξωγενή ή ενδογενή παράγοντα διακυμαίνεται εντός ευρέων πλαισίων, ώστε οι αντιδράσεις που καταγράφονται σε κάποιον δεν αποτελούν απόλυτο πρότυπο αντιδράσεων σε όλους.  

Είναι, επιπλέον, γνωστό ότι η πνευματική επάρκεια του ανίατα πάσχοντος, υποψήφιου για ευθανασία, ασθενούς αμφισβητείται από τη σύγχρονη ψυχολογία, επειδή οι δυσμενείς συγκυρίες, η κατάθλιψη, οι βασανιστικοί πόνοι, οι ταπεινωτικές εξαρτήσεις από συσκευές και περιποιήσεις τρίτων, ακόμη και οι παρενέργειες των ισχυρών φαρμάκων έχουν κλονίσει την ψυχική του ισορροπία, σε βαθμό πλήρως εγκατεστημένης ψυχικής νόσου.

Οι βαριά πάσχοντες, ιδιαίτερα, όταν γνωρίζουν ή αντιλαμβάνονται ότι η πάθησή τους, από την οποία ουδέποτε πλέον θα ανανήψουν, τους οδηγεί στην οριστική έξοδο από τη ζωή, έχουν, για το λόγο αυτό, υποστεί βαριά διαταραχή της προσωπικότητας τους. Ο πόνος προκαλεί μια βαθειά απορρύθμιση της ψυχικής ακμαιότητας. Εκείνος που πονάει σωματικά είναι, για το λόγο αυτό και μόνο, ψυχικά άρρωστος. Αντιλαμβάνεται ότι η Αλήθεια δεν είναι με το μέρος του και, ίσως, δεν ήταν ποτέ. Νοιώθει ξαφνικά ότι η μοίρα του ήταν ζήτημα τύχης και τα όπλα που του διατέθηκαν, τον θωράκιζαν για άλλες επιβουλές. Η διαπίστωση συρρικνωμένων δυνατοτήτων, η επιβολή αναπρογραμματισμού, η βίαιη ανατροπή ισορροπιών και η διάρρηξη σχέσεων, συντείνουν στην πλήρη αποδιοργάνωση και δείχνουν την ερείπωση, το θάνατο. Η  αλήθεια είναι ότι κανένας δεν έχει τρόπο να επικαλεστεί το θάνατό του, καθώς αυτός δεν είναι εγγεγραμμένος στο υποσυνείδητό του, δεν είναι στη "λίστα" των ενδεχομένων επιθυμιών του. Απλά, ό,τι συμβαίνει είναι ότι η εικόνα του σωματικού αποσχηματισμού, που προκαλεί η αρρώστια και η εξάρτηση από συσκευές και περιποιήσεις τρίτων συνεπάγεται την πλήρη κατάρρευση του θυμικού και της αυτοπεποίθησης του ασθενούς έτσι, που ο τελευταίος περιέρχεται σε μια κατάσταση ακραίας καταθλίψεως και αυτοκαταστροφικής διαθέσεως, απόρροια αφυπνίσεως της ενορμήσεως του θανάτου. Πρόσφατα έχει δειχθεί ότι τα χρόνια αλγεινά ερεθίσματα μπορούν  να προκαλέσουν οριστική οργανική εγκεφαλική βλάβη. Απόρροια των δεδομένων αυτών είναι ότι κάθε αίτημα ή απόπειρα αυτοκαταστροφής πρέπει να εκλαμβάνεται ως σύμπτωμα, μάλλον, συμμόρφωση στη δυσμενή συγκυρία ή  τάση για αυτοτιμωρία, παρά ως άσκηση του δικαιώματος αυτοδιαθέσεως. Για τους λόγους αυτούς, η προϋπόθεση της πλήρους νοητικής διαύγειας του ανιάτως πάσχοντος κι εξαρτημένου ασθενούς δεν μπορεί να ικανοποιηθεί σε περιπτώσεις τελικού σταδίου, προκειμένου να θεωρηθούν ότι οι ασθενείς αυτοί ενεργούν αυτόβουλα και αυτόγνωμα και μπορεί να είναι προσωπικά υπόλογοι μιας αποφάσεως ευθανασίας, την οποία εντούτοις επικαλούνται, όχι ως επιβεβαίωση αυτονομίας και ελεύθερης διαθέσεως της ανθρώπινης υποστάσεώς τους, αλλά ως αποτέλεσμα της απογνώσεως [74], στην οποία έχουν περιέλθει. Εάν δεν υπήρχε η επώδυνη και απέλπιδα κατάσταση, δεν θα αντιμετώπιζε ο πάσχων τη διλημματική επιλογή μεταξύ μιας βραχύβιας βασανιστικής ζωής ή της επιδιωγμένης επισπεύσεως του θανάτου, όπως δεν το κάνει και ο κάθε υγιής, ακόμη και αν βλέπει ότι τα όρια της ζωής του έχουν στενέψει σημαντικά. Και μόνο το γεγονός ότι  οι δυνατότητες επιλογής του έχουν περιορισθεί στα στενά όρια μεταξύ των δύο αυτών ενδεχομένων, αποτελεί απόδειξη ότι έχει ήδη απολέσει την αυτονομία του και ως κινητικότητα διεκδικήσεων και ως δυνατότητα επιλογών.

Η ευθανασία δεν μπορεί να είναι απότοκη μιας ελεύθερης, ψύχραιμης και οριστικά αμετάκλητης απόφασης, αλλά επιβάλλεται από τη δεινή κατάσταση στην οποία ευρίσκεται ο άνθρωπος, που χαρακτηρίζεται από συναισθηματική αστάθεια και είναι απόρροια της συγχυτικής του σκέψης. Για να ξαναθυμήσουμε τον μεγαλειώδη στίχο του έλληνα ποιητή "Μαίνεται δ΄ ός εύχεται θανείν", η απόφασή του ασθενούς δεν μπορεί να θεωρηθεί μέσα σε πλαίσια αυτοπροσδιορισμού και αυτονομίας, αλλά προέρχεται και είναι απότοκη εξαναγκασμού υπό το κράτος της δυσμενούς συγκυρίας, της ιατρικής αμηχανίας και της κοινωνικής αναλγησίας. Στο πεδίο αυτό εδράζεται μια  ένσταση κατά της νομιμοποιήσεως της ενεργητικής ευθανασίας, ότι, δηλαδή, δεν είμαστε ποτέ βέβαιοι, αν η επιθυμία του ασθενούς να τερματίσει τη ζωή του είναι σταθερή, αποφασιστική και αυθεντικά εθελοντική. Όπως έχουμε ήδη σημειώσει (κεφ. 3, Ι), ο ασθενής, ακόμη και ο βαριά πάσχων από ανίατη πάθηση, που προβάλλει, έστω κι επίμονα το αίτημα της επισπεύσεως του τερματισμού της ζωής του, προκειμένου να απαλλαγεί από τους βασανιστικούς πόνους  και τις ταπεινωτικές εξαρτήσεις, δεν ταυτίζεται με την  επιθυμία του θανάτου και κάποιες απόπειρες αυτοκτονίας αντανακλούν απλά παροδική απελπισία. Το αίτημα θανάτου δε συνιστά παρά μια δραματική ένσταση και διαμαρτυρία έναντι των δομών, σχέσεων και κλήσεων προς σχέση της τρέχουσας κοινωνικής ζωής είναι μια εκδήλωση αυτοαπόρριψης και ουδέποτε ταυτίζεται με την επιθυμία του θανάτου. Οι  υποστηρικτές της ευθανασίας προτείνουν τη διαμεσολάβηση ενός χρονικού διαστήματος στην διάρκεια του οποίου θα δοθεί η ευκαιρία στον άρρωστο να ωριμάσει η σκέψη του της θανατώσεως.

 

Από τους απολογητές της ευθανασίας επιχειρείται να αναδειχθεί η ευθανασία, ως απότοκη του αδιαπραγμάτευτου δικαιώματος της αυτοδιαθέσεως, με αναφορά στις διαθήκες ζωής, προφορικές ή, επισημότερα, γραπτές. Κατ΄ αυτές, ο ασθενής, σε προγενέστερο της προσβολής της παθήσεως χρόνο,  δηλαδή σε χρόνο που ήταν υγιής και αδιαμφισβήτητα διανοητικά επαρκής, είχε δηλώσει ενώπιον μαρτύρων, ότι εκχωρεί το δικαίωμα σε τρίτους να διακόψουν μια θεραπεία, με την οποία θα αποβλέπεται η διατήρηση μιας ζωής μη επιθυμητής ή έχει, έγκαιρα, υπογράψει μια διαθήκη ζωής. Για την αντιμετώπιση περιπτώσεων, κατά τις οποίες το άτομο δεν έχει τη δυνατότητα να εκφράσει την πιθανή θέλησή του για τερματισμό της ζωής, ως μόνο μέσο απομένει η "εν ζωή διαθήκη" (living will). Ο όρος αυτός χρησιμοποιήθηκε αρχικά από τον Luis Kutner το 1969, σε μια δημοσίευσή του στο "Indiana Law Journal", προκειμένου να περιγράψει ένα έγγραφο, που είχε συνταχθεί προληπτικά, και αφορούσε οδηγίες (: advance directives), σχετικά με την ιατρική του αντιμετώπιση σε περίπτωση μελλοντικής προσβολής από βαριά και ανίατη πάθηση. Η "δήλωση" αυτή αναφέρεται στην επιθυμία του ατόμου να απαλλαγεί από αγωγές που παρατείνουν τη ζωή, χωρίς να προσφέρουν την προοπτική θεραπείας, βελτιώσεως ή καταπολεμήσεως του πόνου, στην περίπτωση δηλαδή που ο θάνατος είναι αναπόφευκτος. Με τη σύνταξη ενός παρόμοιου εγγράφου, ο πολίτης μπορεί να υποδείξει λεπτομερώς τις συγκυρίες, κάτω από τις οποίες δεν θα ήθελε να διατηρηθεί στη ζωή. Το έγγραφο μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι "διαθήκη", με την έννοια ότι εκφράζει τη βούληση του ατόμου και είναι "εν ζωή" διότι ενεργοποιείται προ του θανάτου του [6]. Η ισχύς ενός παρόμοιου εγγράφου βασίζεται στην παραδοχή ότι ο θάνατος κάθε ατόμου συνιστά μια απόλυτα ιδιωτική υπόθεση, την οποία, ο ίδιος πρέπει αυτόνομα να χειριστεί με τον τρόπο που επιθυμεί.

Με το κριτήριο αυτό επιδιώκεται να τονισθεί ότι η απόφαση του τερματισμού της ζωής, με εφαρμογή ταυτοχρονικής μορφής ευθανασίας, δηλαδή ευθανασίας, η υποβολή του αιτήματος της οποίας συμπίπτει χρονικά με την οριστικά δυσμενή έκβαση της παθήσεώς τους και την έκπτωση των διανοητικών εφεδρειών, δεν βασίζεται απλά στην επιλογή του ασθενούς, που, βεβιασμένα, έλαβε υπό το κράτος παροδικής απελπισίας, λόγω των αφόρητων πόνων ή ταπεινωτικής εξαρτήσεως από συσκευές και περιποιήσεις τρίτων. Επιδιώκεται να αρθεί η επιφύλαξη μήπως η απόφασή του για τερματισμό της ζωής δεν είναι αυθεντικά εθελοντική και απόρροια του δικαιώματός του να επιλέγει τον χρόνο, τον τρόπο και τον τόπο του θανάτου του και να βεβαιώνεται ότι η επίμονη αίτησή του είναι προϊόν ώριμης σκέψης, που την έλαβε όχι υπό το κράτος των δεινών της τρέχουσας συγκυρίας, αλλά έχει ήδη αποφασισθεί "εν ψυχρώ" και σε ανύποπτο χρόνο (προδρομική ευθανασία). Εναλλακτικά, η προδρομική ευθανασία επιδιώκεται να ερμηνευτεί, ως επακόλουθο συμβατής ιδεολογίας, ότι οι άνθρωποι δεν πρέπει να αφήνονται με καταρρακωμένη αξιοπρέπεια και ταπεινωτικό αποσχηματισμό του σώματός τους, στους παγερούς θαλάμους ενός νοσοκομείου και, όταν η επιστήμη αποφανθεί ότι η περίπτωσή τους καθίσταται "περίπτωση τελικού σταδίου", να ενεργοποιείται μια απόφαση που είχαν λάβει "εκ των προτέρων" και αφορά την παράκαμψη του βασανιστικού τελικού σταδίου, με εφαρμογή ευθανασίας.

Η ιδεολογική της, μάλιστα, επένδυση καθιστά την προληπτική τους απόφαση απρόσβλητη από υπόνοιες περί πιθανής τροποποιήσεώς της, με το πέρασμα του χρόνου, ενόσω γενικά, πιστεύεται ότι οι ιδεολογικές τοποθετήσεις του ανθρώπου δεν αλλάζουν από τη μια μέρα στην άλλη, αλλά εκφράζουν τη διαχρονικά σταθερή συνολική στάση του στη ζωή. Η ύπαρξη μιας παρόμοιας διαθήκης υποδεικνύει στο ιατρικό προσωπικό να διακόψει κάθε φαρμακευτική ή μηχανική υποστήριξη του βαριά πάσχοντος από ανίατη πάθηση, σύμφωνα με την, σε προγενέστερο χρόνο, εκδηλωμένη επιθυμία του, καθιστώντας τον αποκλειστικά υπόλογο του πρώιμου θανάτου του και αποδεικνύοντας ότι και με τον τρόπο αυτό, διατηρεί αμείωτο το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού του. Επιπροσθέτως, με τον τρόπο αυτό, απαλλάσσεται το ιατρικό προσωπικό κάθε υποψίας, ιδίως σε χώρες, όπου δεν έχει, ακόμη, νομιμοποιηθεί η ευθανασία.

Βέβαια, όταν ένα διανοητικά εναργές άτομο, με επαρκή πληροφόρηση όλων των τρεχόντων δεδομένων, συντάσσει μια διαθήκη ζωής, με την οποία αποκλείει να εκτεθεί στις δυσμενείς εμπειρίες, που συνοδεύουν μια ανίατη πάθηση, αν ήθελε, στο μέλλον, προσβληθεί απ΄αυτή, στην πραγματικότητα "προβλέπει" ότι η μέλλουσα να τον προσβάλει πάθηση, θα αποδιοργανώσει τις πνευματικές του δυνατότητες και ο ίδιος θα εκτεθεί σε δυσμενείς συγκυρίες βασανιστικών πόνων και ταπεινωτικής εξαρτήσεως από συσκευές και περιποιήσεις τρίτων και ότι, τότε, οι επιβαρύνσεις αυτές θα υπερβούν τη μέγιστη επιβάρυνση της απώλειας της ζωής του, ώστε, από τώρα να εξασφαλίσει το μικρότερο γι αυτόν κακό, που εκτιμάει ότι είναι ο θάνατός του. Ο υπογράφων τη διαθήκη προβαίνει, δηλαδή, σε μια σύγκριση, ανάμεσα στο ενδεχόμενο της αυτοκαταστροφής και το ενδεχόμενο των αναμενομένων δεινών της βαριάς του αρρώστιας, αν ήθελε εκδηλωθεί, και προδικάζει το αποτέλεσμά της υπέρ του θανάτου, αλλά η σύγκριση αυτή δεν είναι εφικτή, επειδή, ακόμη και εάν υποθέσουμε ότι έχει αποκτήσει συνείδηση του θανάτου, κάτι για το οποίο υπάρχουν σοβαρές επιφυλάξεις, δεν γνωρίζει την πραγματική του στάση έναντι της δυσμενούς συγκυρίας, στην οποία του μέλλει να βρεθεί. Με την αποδοχή της διαθήκης προεπιλέγει την οριστική τρομακτικότητα του θανάτου, έναντι μιας κυμαινόμενης εντάσεως τρομακτικότητας, που ενδέχεται να βιώσει. Ούτε τις αντοχές του μπορεί να προδιαγράψει ούτε τις πεποιθήσεις, στις οποίες θα έχει μέχρι τότε κατασταλάξει μπορεί απόλυτα να προβλέψει. Πως είναι, αλήθεια, δυνατόν να έχει ισχύ μια διαθήκη που συντάχθηκε στο παρελθόν, κάποτε στο απώτερο παρελθόν, με βάση τα επιστημονικά δεδομένα της εποχής της συντάξεώς της, αφού η πρόοδος της επιστήμης μεταβάλλει με ραγδαίους ρυθμούς όχι μόνο τις συνέπειες, αλλά και την ουσία των παθήσεων; Ίσως αυτός να είναι ο λόγος για τον οποίο οι εν ζωή διαθήκες δεν έχουν νομική ισχύ ούτε στην Ολλανδία, την πιο δεκτική ίσως χώρα σε ότι αφορά καινοτόμες ρυθμίσεις σχετικές με την ευθανασία (βλέπε επίσης κεφ. 3, ΙΙ).  Πολλοί σ΄αυτή τη χώρα δηλώνουν, υπογράφοντες  "advance directives", πως θα ήθελαν να υποστούν ευθανασία, εάν περιπέσουν σε γεροντική άνοια, όταν όμως τους συμβεί αυτό δεν δείχνουν καθόλου δυστυχισμένοι. Ο άνθρωπος πάντοτε, ακόμη και στην πιο δύσκολη για αυτόν κατάσταση, βρίσκει κάποια αξία ή πρόσωπο να προσκολληθεί, πράγμα που μπορεί να καταστήσει την ζωή εκ νέου και με έναν διαφορετικό τρόπο άξια να βιωθεί.

Η ενέργειά του να υπογράψει εκ  των προτέρων οδηγίες τερματισμού της ζωής του, εφόσον συντρέξουν λόγοι, τους οποίους, συνήθως, απαριθμεί, δεν μπορεί να θεωρηθεί απότοκη εντρυφούς εξέτασης των δεδομένων, αλλά αποτελεί συναισθηματική διατύπωση της δεδομένης συγκινησιακής φόρτισής του ή των εποχικών του ιδεών, όταν ο θάνατος ήταν ακόμη κάτι μακρινό και αόριστο και ο ίδιος έσφυζε από ζωή και δημιουργικότητα και απλώς βασίζεται στον ανυπόστατο φόβο ότι κάτι τρομακτικό, οπωσδήποτε θα του συμβεί στο μέλλον, το οποίο πρέπει, με κάθε θυσία να αποφύγει. Τελεί υπό το άχθος της εμπειρίας της αρνητικής συγκυρίας, που θα τον υποχρεώσει σε βασανισμούς και εξαθλιωτικές εξαρτήσεις που το εξουδετερώνει πρόσκαιρα με την προσφυγή στο θάνατο. Πρόκειται για μια καθαρή περίπτωση αναπλήρωσης, που σαν όλες τις άλλες ενέχει το χαρακτηριστικό της υπερβολής. Είναι, γενικά, συνηθισμένο, ο άνθρωπος να έχει μια συγκεκριμένη γνώμη για κάποιο ζήτημα σήμερα και διαφορετική μετά από πολλά χρόνια. Η πάροδος της ηλικίας και η κατά τη διάρκειά της ζωής εμπειρίες που ο καθένας αποθησαύρισε, σφυρηλατώντας κρίκο-κρίκο την αλυσίδα της προσωπικής του ιστορίας, τον κάνουν να αναθεωρεί μέρος τουλάχιστον από τις παλιές του πεποιθήσεις. Θεωρεί τώρα, πως τότε είχε κάνει λάθος, πως ήταν θύμα μιας πλάνης, τότε που ήταν κάποιος άλλος, μια και ποτέ δεν παύουμε να είμαστε κάποιος άλλος. Σύμφωνα με κάποια ρήση του Νίτσε, οι πλάνες της πρώτης περιόδου της ζωής ήτανε για τον άνθρωπο το ίδιο απαραίτητες με τις τωρινές "αλήθειες", με τις οποίες αντικαθιστά τις αλλοτινές του εσφαλμένες πεποιθήσεις. Οι πλάνες του παρελθόντος κρύβουν κάποια πράγματα, που ο άνθρωπος δεν ήταν ακόμη ώριμος, δεν είχε ακόμη το δικαίωμα να δει και η αναθεώρηση των απόψεών μας δε γίνεται αυθαίρετα ούτε απρόσωπα, αλλά επειδή ο άνθρωπος ωθείται από ζωντανές δυνάμεις, που αφαιρούν το κέλυφος των παλιών πεποιθήσεων μας, ώστε κανένας δεν μπορεί να είναι οριστικά υπόλογος για μια γνώμη που είχε στο παρελθόν, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό, που η εμμονή σ΄αυτή την γνώμη μα τον υποχρεώνει μέχρι την αυτοκαταστροφή του. Η στάση των ατόμων έναντι της ευθανασίας δεν είναι σταθερή καθ΄όλη τη διάρκεια του βίου τους. Με την υπερηλικίωση φαίνεται ότι οι άνθρωποι καθίστανται περισσότερο επιφυλακτικοί με την αποδοχή της ευθανασίας, ενώ, αντίθετα, περισσότερο συναινετικοί εμφανίζονται οι νεότεροι.

Τόσο, η περίπτωση του πάσχοντος, που αιτείται ευθανασία, όσο και εκείνου, του προς το παρόν υγιούς, που δηλώνει ότι θα την προτιμήσει, αν βρεθεί στην αντίστοιχη δυσμενή συγκυρία, αποκαλύπτει ότι ο άνθρωπος αγωνιά για την απειλή της στερήσεως της ζωής του, ώστε με την κραυγή του για ευθανασία στην πραγματικότητα δεν αποζητά, παρά την επιστροφή (περίπτωση ασθενούς) ή την παραμονή (περίπτωση υγιούς) του σ΄αυτή. 

Είναι, επομένως, προφανές ότι η χρήση των living wills δεν λύνει περισσότερα προβλήματα, απ΄ αυτά που δημιουργεί. Η προβληματικότητα των δηλώσεων αυτών αναδεικνύεται, επιπλέον, και από το γεγονός ότι, στο μέτρο της δεσμευτικότητάς τους, υπονομεύουν σοβαρά την επαγγελματική και επιστημονική κρίση του ιατρού και τον μετατρέπουν σε "σκλάβο της κοινωνίας"[10] και, πράγματι, όπως διαπιστώθηκε, οι ιατροί, συνήθως, δεν παίρνουν υπ΄όψη τους την ύπαρξη παρόμοιων "εκ των προτέρων οδηγιών". Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι η κοινωνία έχει δικαίωμα να εκφράζει κατά πλειοψηφία τις επιλογές της και να αναμένει ότι και οι ιατροί θα τις ακολουθούν και θα άρουν τις επιφυλάξεις τους στην αποδοχή της παθητικής ευθανασίας ή και ενεργητικής συνδρομής.

Συμπερασματικά, το κριτήριο, σύμφωνα με το οποίο δικαιώνεται μια πρόταση ευθανασίας, επειδή μπορεί να εμφανιστεί ως απότοκη ελεύθερης και αυθεντικά εθελοντικής αποφάσεως του ασθενούς, δεν μπορεί να ικανοποιηθεί. Εάν μεν το αίτημα υποβληθεί κατά τη διάρκεια της τρέχουσας δυσμενούς συγκυρίας (ταυτοχρονικό αίτημα ευθανασίας), επειδή οι ψυχικές και διανοητικές επιπλοκές της παθήσεώς του καθιστούν το δικαίωμα της αυτονομίας ανενεργό, εάν, δε, το αίτημα είχε υποβληθεί σε ανύποπτο χρόνο (προδρομικό αίτημα), επειδή δεν διασφαλίζεται η ισχύς των συστατικών και των προϋποθέσεων ενός δικαιώματος της αυτοδιαθέσεως. Η ελευθερία κίνησης του ατόμου απειλείται από δύο κατηγορίες εμποδίων: κοινωνικά εμπόδια, που εγείρονται από την πολιτεία, ανάλογα με τον τρόπο άσκησης της κρατικής εξουσίας και από σωματοψυχικά εμπόδια που εγείρονται από εκπτώσεις της σωματοψυχικής του υγείας. Για τους λόγους αυτούς, η πολιτεία έχει χρέος όχι μόνο να  εγγυάται ένα περιβάλλον ελεύθερης κινήσεως, αλλά, ταυτόχρονα, να παίρνει μέτρα για την προστασία της υγείας των πολιτών, στα πλαίσια της οποίας μόνο είναι δυνατό να εκδηλώνεται η ανεπιφύλακτα διακηρρυσσόμενη ελευθερία κινήσεως.

5ο  είναι ανίκανος, λόγω της παθήσεώς του, να διενεργήσει μόνος του μια αυτοκτονική ενέργεια και χρειάζεται προς τούτο την συνδρομή τρίτων.

Εφόσον ισχύουν τα παραπάνω κριτήρια, θα έπρεπε να υπάρχει νομική κατοχύρωση και να του παρασχεθεί ιατρική συνδρομή να τερματίσει τη ζωή του, εφόσον έχει εκφρασμένη και οριστική επιθυμία περί αυτού.

Από τους απολογητές της ευθανασίας, τα κριτήρια αυτά θεωρούνται περιοριστικά, ιδίως εφόσον –στην ουσία- αφορούν μόνο την εκούσια ευθανασία για όσους ευρίσκονται σε τελικό στάδιο. Μάλιστα πολλοί θεωρούν ότι τα κριτήρια αυτά είναι περισσότερο περιοριστικά παρ΄ ό,τι θα ήταν κατάλληλο για τις περιστάσεις.

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ασχολήθηκε προ τριετίας με την ευθανασία, επ΄αφορμή μιας προσφυγής Αγγλίδας υπηκόου, η οποία προσέφυγε αιτιώμενη άδεια αυτοκτονίας με την επικουρία του συζύγου της, χωρίς, όμως ακολούθως εκείνος να διωχθεί ποινικά. Στην επιχειρηματολογία της επικαλέστηκε ότι το δικαίωμα να επιλέξει το χρόνο του θανάτου της είναι συμμετρικό του δικαιώματός της στη ζωή. Επικαλέστηκε επίσης το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ, περί απαγορεύσεως απάνθρωπης ή μειωτικής συμπεριφοράς ή τιμωρίας, το άρθρο 8, περί ελευθερίας της συνειδήσεως και το άρθρο 14, περί απαγορεύσεως της διαφοροποιημένης μεταχειρίσεως. Το Δικαστήριο δεν πείσθηκε ότι από την ερμηνεία του δικαιώματος στη ζωή είναι δυνατόν να συναχθεί, χωρίς διαστρέβλωση της γλώσσας, το διαμετρικά αντίθετο δικαίωμα, δηλαδή το δικαίωμα στο θάνατο. Ούτε θα ήταν δυνατόν να διαπλαστεί το δικαίωμα αυτοκαθορισμού υπό την έννοια ότι το άτομο θα έχει την εξουσία να επιλέξει τον θάνατο αντί της ζωής. Το Δικαστήριο συνεπώς θεωρεί ότι από το άρθρο 2 δεν είναι δυνατόν να συναχθεί ένα δικαίωμα στο θάνατο, είτε μέσω τρίτου προσώπου είτε με βοήθεια από μια δημόσια αρχή[11]. Στην Ελλάδα, ο ποινικός κώδικας παρ΄ ό,τι αντιλαμβάνεται ότι αναλαμβάνονται, ατομικά, ευθανατικές πρωτοβουλίες, δεν έχει ανεπιφύλακτα νομιμοποιήσει μορφές ευθανασίας και δεν τις εντάσσει στις προβλέψεις του, αλλά από τα συμφραζόμενα μπορεί να συναχθεί ότι η παροχή βοήθειας για την πρόκληση αυτοχειρίας δεν τον αφήνει εντελώς αδιάφορο. Αξίζει να σημειώσουμε ότι ο Αρ. Μάνεσης αντιμετώπιζε με θετική προδιάθεση την ευθανασία στο πλαίσιο της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και αμφισβητούσε την "εμμονή σε μια απέλπιδα προσπάθεια να παραταθεί η ζωή ενός ασθενούς" που υποφέρει από ανίατη νόσο. Έτσι, στο άρθρο ΠΚ300 αναφέρεται: "Όστις αποφάσισε και εκτέλεσε ανθρωποκτονία επί τη σπουδαία και επιμόνω απαιτήσει του παθόντος και εξ' οίκτου προς αυτόν, ανιάτως πάσχοντα, τιμωρείται δια φυλακίσεως".  Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι στο άρθρο 300 ΠοινΚ, η λεγόμενη ανθρωποκτονία με συναίνεση είναι η κατεξοχήν περίπτωση νομοθετημένης ευθανασίας. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, όποιος αποφάσισε και εκτέλεσε ανθρωποκτονία ύστερα από σπουδαία και επίμονη απαίτηση του θύματος και από οίκτο, γι' αυτόν που έπασχε από ανίατη ασθένεια, τιμωρείται με φυλάκιση. Όπως φαίνεται από τη διατύπωση του νόμου, πρόκειται για ανθρωποκτονία, για έγκλημα που στρέφεται κατά της ζωής, η οποία όμως τιμωρείται επιεικέστερα, επειδή ο νομοθέτης έλαβε υπόψη το κίνητρο του δράστη, που είναι ο οίκτος προς το θύμα, την κατάσταση του θύματος, που πάσχει από ανίατη ασθένεια και τη θέληση του θύματος, το οποίο όχι απλώς πρέπει να συναινεί στη θανάτωσή του, αλλά να την απαιτεί σπουδαίως και επιμόνως, δηλ. με συναίσθηση και της καταστάσεώς του και του αιτήματός του, το οποίο επαναλαμβάνει με φορτικότητα. Εάν συντρέχουν αυτές οι προϋποθέσεις, ο δράστης τιμωρείται επιεικέστερα από την κοινή ανθρωποκτονία, δηλ. με φυλάκιση, ποινή που διαρκεί από δέκα ημέρες έως πέντε χρόνια. Η ελληνική νομοθεσία και το Δικαστήριο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αγνωρίζουν ότι δεν επιτρέπεται παραίτηση από του δικαιώματος στη ζωή ("..το άτομο δεν έχει την εξουσία να επιλέξει το θάνατο αντί της ζωής είτε μέσω τρίτου προσώπου είτε με βοήθεια από μια δημόσια αρχή"). Στην προηγούμενα αναφερόμενη υπόθεση, το άτομο ζητούσε βοήθεια σε αυτοκτονία. Στην απόφαση του Δικαστηρίου για την πιο πάνω υπόθεση, εκφράζεται με σαφήνεια και πληρότητα η άρνηση σχετικά με την ύπαρξη οιασδήποτε υποχρεώσεως εκ μέρους των κρατών, εν σχέσει προς τη βοήθεια για αυτοκτονία (ενεργητική ευθανασία). Διαφορετικά τίθεται βεβαίως το θέμα, όταν κανείς ζητά να μην αρχίσει ή να διακοπεί μια θεραπεία, αποτέλεσμα της πράξεως δε αυτής μπορεί να είναι ο θάνατος. Νομίζουμε ότι η απόφαση του Δικαστηρίου δεν αναφέρεται και στην περίπτωση αυτή, διότι αυτή η ερμηνεία θα ήταν αντίθετη προς τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης περί Βιοιατρικής, στην οποία κατοχυρώνεται ρητώς το δικαίωμα του ατόμου να αρνηθεί θεραπεία (άρθρο 5).

Στο άρθρο ΠΚ302 αναφέρεται ότι "Ο εξ' αμελείας επιφέρων τον θάνατον ετέρου τιμωρείται δια φυλακίσεως τουλάχιστον τριών μηνών". Επίσης, στο προηγούμενο άρθρο του ΠΚ301 αναφέρεται: "Ο εκ προθέσεως καταπείσας έτερον εις ανθρωποκτονίαν, εάν αυτή ετελέσθη η εγένετο απόπειρα αυτής, ως και ο παράσχων βοήθειαν κατ' αυτήν, τιμωρείται δια φυλακίσεως." Επίσης, στο άρθρο ΠΚ303 προβλέπεται ότι "Μήτηρ, ήτις εκ προθέσεως απέκτεινε κατά τον τοκετό η μετά τον τοκετόν, εφ' όσον όμως εξηκολούθει η εκ τούτου προκληθείσα διατάραξις του οργανισμού, το τέκνον αυτής, τιμωρείται δια καθείρξεως μέχρι δέκα ετών."

VI

  Η σύγχρονη κοινωνία μπορεί να εμφανίζει αναπόφευκτες ή μη προβληματικές καταστάσεις ως κατασκευασμένα προβλήματα, ενώ ταυτόχρονα ακόμη και σοβαρά προβλήματα μπορεί να μην ορίζονται ούτε καν ως πολιτικά θέματα. Η φτώχεια, η ανεργία, ο αναλφαβητισμός, η συνεχής διατήρηση εστιών πολέμου, που απειλούν την παγκόσμια ειρήνη και προκαλούν τον αποδεκατισμό χιλιάδων αμάχων, η έλλειψη στέγης, οι διακρίσεις σε βάρος πολιτικών, φυλετικών, κοινωνικών, θρησκευτικών και άλλων μειονοτήτων, η μη επιτευχθείσα ισότητα των φύλων, η ενδοοικογενειακή βία, η υποβαθμισμένη ή ανύπαρκτη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, ο αυξανόμενος κίνδυνος ασθενειών, εργατικών και τροχαίων ατυχημάτων, η εμφάνιση νέων παθήσεων, για τις οποίες δεν μπορεί να βρεθεί το αίτιο και δεν προτείνεται ουσιαστική  θεραπεία και η αναζωπύρωση παλαιών, την εκρίζωση των οποίων είχε πομπωδώς υποσχεθεί η σύγχρονη ιατρική επιστήμη, η μόλυνση της τροφής, της ατμόσφαιρας, της θάλασσας και του υδροφόρου ορίζοντα, σε άλλες περιόδους της κοινωνικής ιστορίας μπορεί να εμφανίζονται ως προβλήματα και σε άλλες να αντιμετωπίζονται ως μέρος της φυσικής τάξης των πραγμάτων, ανάλογα με την κυρίαρχη γνώμη, τις πολιτικές σκοπιμότητες ή τα διαμορφούμενα ήθη. Επιπλέον, πρόσφατα, η ακάθεκτη και ανέλεγκτη εισβολή κι επέκταση της γενετικά τροποποιημένης χλωρίδας και πανίδας, το πατεντάρισμα του γονιδιώματος ολόκληρων φυλών, συνιστούν νεωτερισμούς, που μπορεί να παρουσιασθούν είτε ως ακανθώδη προβλήματα, που όχι μόνο απειλούν την ελευθερία του ανθρώπου, αλλά θέτουν σε κίνδυνο και την ίδια του τη ζωή ή ως εκπληκτικά επιτεύγματα, με τη βοήθεια των οποίων η ζωή μπορεί να διάγεται εντελώς απρόσκοπτα σε μια πορεία προς την ευτυχία.

Είναι προφανές ότι συνθήκες, που βλάπτουν τους ανθρώπους δεν αναγορεύονται οπωσδήποτε ως προβλήματα, και αντίθετα, καταστάσεις που μπορεί να μην είναι βλαπτικές συγκεντρώνουν την προσοχή των πολιτικών, ως εάν να απειλούσαν την κοινωνική ευημερία. Είναι, πράγματι, ποικίλη η προέλευση και πολυσύνθετη η σκοπιμότητα της προτροπής για ανακατάταξη ήσσονος σημασίας κοινωνικών προβλημάτων, σε προβλήματα μεγίστης σπουδαιότητας, από την δημόσια επεξεργασία και τη σχετική συζήτηση των οποίων αναμένεται να εξασφαλίζονται μεγάλα κέρδη ή να αποτρέπονται σημαντικές δαπάνες και, αντίθετα, υποτιμούνται ή παρακάμπτονται χρονίως χαίνοντα προβλήματα, η λύση των οποίων προϋποθέτει δραστικές επενδύσεις και περιορισμό των κερδών. Οι κυβερνήσεις, τα καθεστώτα, οι ομάδες που διαμορφώνουν το είδος της ασκούμενης εξουσίας και η κυρίαρχη γνώμη  συνήθως, ελέγχουν το σύνολο ή το μεγαλύτερο μέρος των μέσων μαζικής επικοινωνίας ή ελέγχονται απ΄ αυτά και μπορούν δι αυτών να υποτιμούν, να συσκοτίζουν ή και να αποσιωπούν μια δυσάρεστη κατάσταση, ενώ προβάλλουν άλλες, ως επείγουσες εκκρεμότητες, εύλογες αιτιάσεις, ή ωριμάνσεις της κοινής γνώμης, για τις οποίες προτείνονται ικανοποιήσεις και από τις οποίες αποκομίζονται οφέλη.

Η προβολή επουσιωδών καταστάσεων ως προβλήματα βαρύνουσας σημασίας προκαλεί σύγχυση στο κοινό, που μετατρέπεται αμέσως σε αμφιθυμία και ανεκτικότητα, Η αμφιθυμία, που οδηγεί είτε σε αναποφασιστικότητα ή σε κάποιου είδους κινητικότητα υπέρ ή και ενάντια στο καθεστώς, δεν ενοχλεί τους ιθύνοντες. Ομοίως, και σε μεγαλύτερο βαθμό, η ανεκτικότητα διευκολύνει τη συγκυτιακή δομή της κοινωνίας, η οποία, έτσι, καθίσταται προσηκόντως συναινετική, έναντι σωρείας αντιλαϊκών μέτρων, αποδέχεται το ρόλο, το κύρος  και τις ενέργειες των ιθυνόντων και καθιστά εύληπτες τις ερμηνείες των αποφάσεών τους, που, υπό άλλες συνθήκες θα ξεσήκωναν οργισμένες αντιδράσεις.

Ένα απτό παράδειγμα ανεκτικότητας θα μπορούσε να ήταν η διηνεκής ολιγωρία του δημόσιου τομέα να οργανώσει έτσι τις νοσηλευτικές του υπηρεσίες, ώστε να είναι αποδοτικές στο έργο, για το οποίο υποτίθεται ότι συγκροτήθηκαν και χρηματοδοτούνται, να πάψουν να προκαλούν το δημόσιο αίσθημα, προσφέροντας παρωχημένες και, ταυτόχρονα, υψηλού κόστους υπηρεσίες και να συμβάλλουν στο αίσθημα ασφάλειας των πολιτών. Η διαιώνιση της κακής φροντίδας υγείας των πολιτών είναι νοσογόνος για κάποιους, πηγή κέρδους για κάποιους άλλους και ψυχοφθόρος για τους περισσότερους. Αυτοί που πρέπει να κερδίζουν, κερδίζουν από τη διαιώνιση των προβλημάτων, έστω και αν αυτή συνεπάγεται κάποιας μορφής κοινωνική ένταση. Κινούμενος δίπλα σ΄ έναν  υποβαθμισμένο και προβληματικό δημόσιο, ο ιδιωτικός τομέας, που με εντελώς περιορισμένες επενδύσεις, ρυθμισμένες έτσι, ώστε η ποιότητα των υπηρεσιών του μόλις να υπερβαίνει τη σε χαμηλό επίπεδο κινούμενη ποιότητα υπηρεσιών του δημόσιου, αποκομίζει τεράστια κέρδη. Για τις πολυεθνικές και το μεγάλο ιδιωτικό κεφάλαιο, η ανεργία και η φτώχεια σημαίνουν μειωμένο εργατικό κόστος, και πειθήνια εργατική δύναμη, που θα παραμένει διστακτική στις συνδικαλιστικές ωθήσεις για κινητοποιήσεις και διεκδικήσεις καλύτερων συνθηκών εργασίας και καλύτερης αμοιβής. Η ανεργία, ειδικότερα, είναι ένα πρόβλημα προβαλλόμενο, επειδή όλος ο εργαζόμενος κόσμος πρέπει να γνωρίζει την απειλητική για τον ίδιο ύπαρξή της. Πρέπει, ακόμη να δημοσιοποιείται η ευαισθησία των ιθυνόντων και οι άοκνες προσπάθειες, που καταβάλλουν για τη μείωσή της, ώστε να τρέφεται και η ελπίδα των ανέργων, οι οποίοι, για το λόγο αυτό, αναμένεται να ψηφίζουν προσηκόντως και να παραμένουν καρτερικοί στο μεταξύ των εκλογών διάστημα. Η ανεργία και η φτώχεια εξασφαλίζουν κέρδη στους οικονομικά ισχυρούς και διατηρούν στις θέσεις τους πολιτικούς, χωρίς όραμα και δεξιότητες, εφόσον μπορούν να κομπάζουν εσαεί ότι μάχονται για την αντιμετώπισή τους.     

Το ένα τέταρτο, σχεδόν, των κατοίκων του πλανήτη διαβιούν κάτω από απάνθρωπες συνθήκες, στα κατεχόμενα, σε περιοχές χωρίς υγιεινό νερό και με δραματική στέρηση τροφής, χωρίς καθόλου ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, με απαράδεκτα χαμηλό προσδόκιμο επιβιώσεως, με ανασφάλιστη και ανθυγιεινή εργασία, στην οποία ρίχνονται οι άνθρωποι ήδη πριν συμπληρώσουν την πρώτη δεκαετία της ζωής τους, προβλήματα, δηλαδή, για τα οποία η διεθνής πολιτική μέριμνα επιδεικνύει εντελώς διαλείπον ενδιαφέρον, εξαντλούμενο σε ευχολόγια και οικουμενικές διακηρύξεις και των οποίων η επίκληση αποσκοπεί στο να ενισχύεται το ανθρωπιστικό προφίλ των μέσων μαζικής επικοινωνίας, που, με κυκλικές αποστολές στους τόπους των συμφορών, διατηρούν τη συμπάθεια του κοινού και την ακροαματικότητά τους. Αντίθετα, οι σύγχρονες κοινωνίες ολοφύρονται για μια χούφτα αναξιοπαθούντων συνανθρώπων μας, που διαβιούν χωρίς, πράγματι, δική τους ευθύνη, μια αναξιοβίωτη ζωή, λόγω ακαταμάχητου πόνου ή ταπεινωτικής εξαρτήσεως από συσκευές υποστηρίξεως και περιποιήσεις τρίτων και εμφανίζονται καθησυχασμένες, εάν επιτραπεί η "ελεήμων επίσπευση του θανάτου τους". Κι ενώ κανείς δεν καταπιάνεται με την κατάφωρη παραβίαση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που συντελείται στο πρόσωπο ολόκληρων λαών και ούτε σχολιάζονται στα μέσα μαζικής διαμορφώσεως της κοινής γνώμης, πολλοί κόπτονται για τη δήθεν παραβίαση του δικαιώματος αυτοδιαθέσεως μιας αναλογικά μικρής ομάδας ανιάτως πασχόντων, με την καθυστέρηση της νομιμοποιήσεως της ενεργητικής ευθανασίας, ως εάν το δικαίωμα στο θάνατο να απέμεινε η μόνη απόδειξη ότι έχει ανεπιφύλακτα αναγνωρισθεί το δικαίωμα στη ζωή.

Τελικά, η λιμοκτονία του ενός τετάρτου των λαών της γης μπορεί να ορίζεται, ως παράπλευρη συνέπεια των ευεργετημάτων της ελεύθερης αγοράς, χωρίς να προκαλεί ειρωνικά σχόλια και η νομιμοποίηση της ευθανασίας να διεκδικείται μέσα στα όρια της προστασίας της ζωής του ατόμου, του δικαιώματος αυτοδιαθέσεώς του και της συμπόνιας με την οποία τον προσεγγίζει η κοινωνία, χωρίς να εγείρονται διαμαρτυρίες για τη μεροληψία που εκρήγνυται στα μάτια του παρατηρητή. Φυσικά, τόσο η διατήρηση της πείνας, όσο και η εισαγωγή της ευθανασίας έχουν κοινό αίτιο, την απόσπαση κονδυλίων για επενδύσεις ιδιωτικών επιχειρήσεων και την ενθυλάκωση των κερδών. "Παραδόξως, μόνο με τη δυνατότητα του θανάτου, μπορούμε να διασώζουμε ζωές, περισσότερο άξιες να βιωθούν" γράφει ο Savulescu [108], υποστηρίζοντας την ευθανασία, ως το τελευταίο επακόλουθο της ιατρικής και ηθικής πραγματικότητας στον κόσμο. Η αγοραία κοινωνία μας δίνει άμεσες προτεραιότητες στις επενδυτικές προοπτικές της, με βάση τις οποίες ορίζει κονδύλια για την υγεία, ενώ θα έπρεπε να ίσχυε ακριβώς το αντίθετο: να ικανοποιούσε πρώτα όλες τις υποχρεώσεις της για την περίθαλψη, την πρόνοια, την εκπαίδευση, τον πολιτισμό και στη συνέχεια για τους εξοπλισμούς και τις επενδύσεις. Η ανατροπή της ιεραρχήσεως των δαπανών έχει ως αναπόδραστη συνέπεια την επιδίωξη εξοικειώσεως της κοινωνίας με ευθανασιακές μεθόδους. Κι ενώ οι αντιδράσεις, για την παραβίαση του δικαιώματος στη ζωή των λιμοκτονούντων λαών, εξαντλούνται σε σύνταξη ψηφισμάτων και άλλες ρητορείες, την ίδια στιγμή, το αίτημα της νομιμοποιήσεως της ευθανασίας ανάγεται σε πρώτης βαθμίδας εκκρεμότητα, που πρέπει άμεσα να τακτοποιηθεί, για να αποκατασταθεί η συναισθηματική αναταραχή που προκαλεί ο οίκτος στην απαρέγκλιτα προσανατολισμένη στην καταναλωτική ευδαιμονία κοινωνία μας. 

Ο Σωκράτης διακήρυσσε το σεβασμό και την προσήλωση στις κοινωνικές αξίες, τις οποίες όμως κατέτασσε ανάλογα με την ιεραρχική τους σημαντικότητα και δεν τις συμπεριλάμβανε αβαθμονόμητες, στο όποιο αξιακό σύστημα έχει υιοθετήσει κάθε κοινωνία ανθρώπων, σαν ένα καλάθι γεμάτο πορτοκάλια, που κανένα δεν υπερέχει έναντι των άλλων και, επομένως, παραμένει ισότιμα επιλέξιμο. Έτσι, οι χρονίως πάσχοντες και οι, γι αυτό, διαβιούντες αναξιοβίωτη ζωή, είναι ένα σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα, η λύση, όμως, του οποίου τουλάχιστον από αριθμητικής και άλλων απόψεων δεν μπορεί να προηγείται, ως πλέον επείγουσα, έναντι προβλημάτων, που μόλις πιο πάνω αναφέρθηκαν, για τον απλό λόγο ότι αφορούν σε δραστικά μικρότερο αριθμό ενδιαφερομένων. Η κοινωνία, ακόμη και εάν έχει αναπτύξει ευαισθησίες ως προς το δικαίωμα του θανάτου, πρέπει πρώτα και πάνω απ΄ όλα να αποδείξει το σεβασμό της και την αμέριστη προσήλωσή της στο δικαίωμα της ζωής και να λάβει κάθε ενδεικνυόμενο μέτρο αποκαταστάσεως όλων των εκκρεμοτήτων, άρσεως όλων των ολιγωριών και καταργήσεως όλων των ανισοτήτων, που εξάλλου αποτελούν και διακηρυγμένη της επιδίωξη, παντού στον κόσμο, αναπτυγμένο και υπό ανάπτυξη, που βρίθει φαινομένων σαν τα προαναφερθέντα, που προσβάλλουν ευθέως τη ζωή και τροφοδοτούν αφειδώς το θάνατο.

  Η κοινωνία είναι ένα κλειστό σύστημα, δηλαδή απορροφάει τους κραδασμούς των αρνητικών συνεπειών της δράσης της, ενσωματώνει τις παράπλευρες δυσμένειες των ενεργημάτων της κι έχει την εγγενή τάση να περιθωριοποιεί σε αθέατες νησίδες, που συνήθως τις αποκαλούν γκέτο ή περιθωριοποιήσεις, ό,τι απειλεί την ευκοσμία της, όταν δεν μπορεί να το διορθώσει με πολιτικά μέσα που σχεδόν πάντα μεταφράζονται σε γενναίες δαπάνες. Ανάλογα με τις τρέχουσες πολιτικοοικονομικές συνθήκες, μεταβάλλεται η ευαισθησία της κοινωνίας απέναντι στη δυσάρεστη θέση εκείνων που κατατρύχονται από τις συνέπειες της ανεργίας, της χωροβιονομικής υποβάθμισης και της προσβολής από ανίατες παθήσεις, έτσι που σε περιόδους οικονομικής ανακάμψεως, η κοινωνία αναζωογονεί τις αλληλεγγυητικές της πρωτοβουλίες απέναντι στα θύματα της πείνας, της υποβάθμισης και του πόνου, ενώ σε περιόδους οικονομικής υφέσεως εμφανίζεται να παραβλέπει τις συσσωρευμένες ανάγκες των φτωχών, των χαμηλόμισθων, των υπεραπασχολούμενων εργατών, των υποαμοιβόμενων υπαλλήλων και των ανιάτως πασχόντων. Όλες αυτές οι  απεχθείς καταστάσεις αποτελούν κατηγορίες αναξιοβίωτης ζωής, για τις οποίες η πολιτική εξουσία ελίσσεται ανάμεσα σε συγκρούσεις ρητορειών, από τις οποίες εξέρχεται πάντα κερδισμένη: Η φτώχεια εκφέρεται ως λάθος των ίδιων των φτωχών, που δεν έκαναν ότι έπρεπε για να γίνουν ευκατάστατοι ή των κοινωνικών θεσμών, που κατανέμει μεροληπτικά το εθνικό προϊόν, οι ανιάτως πάσχοντες είναι θύματα των υποβαθμισμένων χωροβιονομικών συνθηκών ή των επικίνδυνων προσωπικών επιλογών τους, η έκτρωση είναι μορφή ελευθερίας ή μορφή φόνου, η ευθανασία είναι παραχώρηση δικαιωμάτων ή συνδυασμός αυτοχειρίας και ανθρωποκτονίας, οι κυβερνητικές επιδοτήσεις είναι επιβράβευση της υπεκφυγής και της φυγοπονίας ή ένδειξη αλληλεγγύης και ούτω καθεξής.

  Η σύγχρονη κοινωνία καταπιάστηκε συστηματικά με την αναπεριγραφή της ηθικής και της δικαιικής αναγορεύσεως της ευθανασίας ως μόνης λύσης του εντεινόμενου επιπολασμού περιπτώσεων ασθενών σε τελικά στάδια, όχι επειδή κυρίως την ενδιαφέρει η προσέγγιση του προσήκοντος τρόπου δράσεως ή επειδή ωφελείται από αυτήν ή την αντίθετη κλίση της κοινής γνώμης, εφόσον, σε τελευταία ανάλυση, δεν υπάρχει τρόπος να συγκριθούν τα ηθικά ερείσματα, που υποστηρίζουν την απόρριψη της ευθανασίας ως κοινωνικού αιτήματος, με τις ιδιοτελικές και ωφελιμιστικές σκοπιμότητες που την υποστηρίζουν. Αυτό για το οποίο ιδίως ενδιαφέρεται το καθεστώς είναι η συντήρηση εναντιώσεων, η επιβεβαίωση του γεγονότος ότι υπάρχει και αντίθετη άποψη, ώστε ο αντίλογος να γίνεται αποδεκτός ως ένα διαρκές στοιχείο δημόσιου λόγου. Οι άνθρωποι επιλέγουν ποια πλευρά θα υποστηρίξουν και συσπειρώνονται σε περιστασιακές παρατάξεις, δημιουργώντας, έτσι, αγωνία για την έκβαση της αντιπαλότητας, αλλά ενδιαφέρονται περισσότερο για την περιφανή νίκη της παρατάξεώς τους και πολύ λιγότερο για τις συνέπειες που θα έχει, εφόσον κυριαρχήσει, η πρότασή τους στην κοινωνική ευημερία. Με την αντιπαράθεση των δύο ρητορειών ελαχιστοποιούνται οι πιθανότητες αλλαγών και αφήνουν στο καθεστώς μεγάλα περιθώρια διακριτικής επιλογής, προσεταιριζόμενο κάθε φορά την μια ή την άλλη πλευρά του αντίλογου, ανάλογα με τα τρέχοντα συμφέροντά του και τις επιδιώξεις στιγμής. Εφόσον εκφράζονται επαρκώς και οι δύο πλευρές του θέματος, διατηρείται η κοινωνική σταθερότητα, όσο και το περιθώριο κινήσεων του καθεστώτος, ανεξαρτήτως των επιμέρους λεπτομερειών ή μικρο-αλλαγών. Η συνεχής, λοιπόν παρουσία άλυτων προβλημάτων, που γεννούν αντικρουόμενες ερμηνείες είναι ζωτικής σημασίας για τη διατήρηση της εξουσίας και την ωραιοποίηση της εικόνας της. Η υπόθεση της ευθανασίας, από την άποψη αυτή, εμφανίζει ομοιότητες, με τις αντιπαλότητες που συντηρούνται αναφορικά με τον έλεγχο των όπλων, τη θανατική ποινή ή την επιδοματική πολιτική κλπ., των οποίων η ένταση είναι ανάλογη με το ποσοστό του κοινωνικού συνόλου, του οποίου η ευημερία ή η ωφελιμότητα απειλείται ή ενισχύεται αντίστοιχα. Ενώ για μερικούς η θανάτωση των ανιάτως πασχόντων, για τους οποίους απέλειπε κάθε ελπίδα σωτηρίας, είναι μια πράξη εμφορούμενη από φιλανθρωπία και οίκτο, για άλλους είναι η "κρυφή επιθυμία δολοφονίας της ζωής [206]". Κι ενώ, για ορισμένους, η επέκταση των επιδομάτων ανεργίας σημαίνει περιφρούρηση της ζωής και της αξιοπρέπειας, για άλλους σημαίνει επιβράβευση της τεμπελιάς, της ανικανότητας, σημαίνουν απώλεια της ατομικής κυριαρχίας και πρόσθετες δαπάνες. Έτσι, το καθεστώς διατηρεί τη διακριτική ευχέρεια να επικαλείται τα επιχειρήματα υπέρ των επιδομάτων, προκειμένου να ωραιοποιήσει την εικόνα του και να εμφανιστεί  λαοπρόβλητο και τα επιχειρήματα υπέρ της αντίθετης άποψης, προκειμένου να εκτρέψει κονδύλια σε αλλότριες τοποθετήσεις. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση, το πολιτικό σύστημα ευρίσκεται από επικοινωνιακής απόψεως ωφελημένο, επειδή για την όποια του επιλογή, διαθέτει την ανάλογη ρητορική και τους αντίστοιχους υποστηρικτές. 

Ο σύγχρονος κόσμος επαίρεται –και φυσικά δικαιολογημένα- για τα τεχνολογικά επιτεύγματά του στους δύο τελευταίους αιώνες και ιδίως στην πρόσφατη πεντηκονταετία, έναντι των οποίων, όμως, έχει καταστεί υπόχρεος, αφού όλα αυτά τα επιτεύγματα δεν είναι προσιτά στο κοινό, παρά μέσα από διαδικασίες, που επιβάλλει η αγορά, η οποία τα ιδιοποιείται αμέσως και, ανεξάρτητα από τις επιμέρους κατατμήσεις της, τα διαθέτει μέσω των προθηκών της στην υψηλότερη δυνατή τιμή, υπό την ευτελέστερη δυνατή ποιότητα κατασκευής. Ο άνθρωπος δεν έγινε ποτέ αποδέκτης των επινοημάτων της επιστήμης του, αφού ανέχθηκε την παρεμβολή της αγοράς ανάμεσα στον ίδιο, που τα επινόησε και σε εκείνον, που για χάρη του επινοήθηκαν και ούτε ποτέ τα επιτεύγματά του έφτασαν στο σημείο να υπηρετήσουν το προαιώνιο ανθρώπινο στόχο: ισομερή κατανομή της ευτυχίας. Η αγορά, έχοντας, όντως, εξασφαλίσει αποκλειστικά δικαιώματα διακινήσεως των προϊόντων τεχνολογίας, έθεσε και τους αδυσώπητους όρους της, αλλοτριώνοντας τους κοινωνικούς θεσμούς και καθιστώντας την κοινωνία μια λεπτόρευστη μάζα ανθρώπινων υπάρξεων, που έχουν καταστεί υβρίδια υπεραπασχολούμενων τερμιτών και βουλημικών κουνελιών, βυθισμένοι μέσα στην ακατάληκτη εργασιομανία και την ακόρεστη καταναλωτική μονομανία τους.

Η αγορά, όμως, δεν περιορίζεται μόνο στην ανταλλαγή μεταξύ αντικειμένων, αλλά, παραβλέποντας τις κοινωνικές σχέσεις και εξωραΐζοντας τις σχέσεις εξουσίας, που νομιμοποιούν τις τιμές των εμπορευμάτων, ανασυστήνει τόσο τις κοινωνικές σχέσεις, όσο και τις σχέσεις εξουσίας, έτσι, που να τις καθιστά ευνοϊκές για την ευόδωση των συμφερόντων της στο έπακρον, ενώ, ταυτόχρονα, εμφανίζεται ως ενδιαφερόμενη μόνο για τις τιμαριθμικές σχέσεις ανάμεσα σε πράγματα. Προελαύνει στην κοινωνία με ορμή μονοπωλίου, όχι, πλέον, επειδή ένας πουλάει κάτι, αλλά επειδή πολλοί διαθέτουν το ίδιο, σε προσυμφωνημένη τιμή διαθέσεως, και συρρικνώνοντας την κοινωνία σ΄ ένα απλό ανταλλακτήριο αγαθών, παραμερίζει όποια αξία δεν εξυπηρετεί την απόλυτη επικυριαρχία της. Η χρόνια πάθηση και ο ασθενής τελικού σταδίου είναι μόνο κόστος και γι αυτό και μόνο τον λόγο πρέπει να παραμεριστούν, διαμορφώνοντας το κατάλληλο ρητορικό περίγραμμα και στρεβλώνοντας τα όρια της ηθικής, έτσι, που, εντός της επικράτειάς της να ευδοκιμούν ποιότητες, ακόμη και εκείνες, που κάτω από όρους αμεροληψίας, θα αποτελούσαν αδιαφιλονίκητες απορρίψεις. Οι νεωτερικές αλλαγές στις αντιλήψεις περί ζωής, υγείας, αρρώστιας και θανάτου και οι ανατρεπτικές απόψεις περί ηθικής ωθούν τη σύγχρονη βιο-ιατρική να ενσωματώσει καινοφανείς πεποιθήσεις και πρακτικές που αλλιώτικα θα φάνταζαν ξένα σώματα.

  Υπ αυτό το καθεστώς, οι άνθρωποι, εγκλωβισμένοι στο συγκυτιακό τους δίκτυο, εξαπλουστεύουν τις κοινωνικές τους σχέσεις, σε σχέσεις ανταλλαγής πραγμάτων και τις σχέσεις εξουσίας σε σχέσεις υπαγωγής και, εστιάζοντας την προσοχή τους στα εμπορεύματα, δεν συνειδητοποιούν το βαθμό της εκμετάλλευσης στην οποία παγιδεύονται. Εκτοπίζοντας την ιστορική γνώση, με την οποία θα διαπίστωναν τη σημασία των πραγματικών προβλημάτων τους, αλλά και τις λύσεις τους, αφήνουν να εξασθενίσουν τα ευαίσθητα αισθητήρια και το ιστορικό τους συναίσθημα, με το οποίο ήταν ανέκαθεν εξοπλισμένοι και που θα τους βοηθούσε να διακρίνουν την αποσάθρωση της συνοχής τους, αλλά και τα "φερτά" προβλήματα, που υποβολιμαία εμφανίζονται μπροστά τους, ως πραγματικά προβλήματα. Τα φαινόμενα αυτά παρουσιάζονται σε πολλές κοινωνικοπολιτικές περιστάσεις, ως προβλήματα, των οποίων η επινοημένη και περίτεχνα "συσκευασμένη" λύση προσφέρεται ως μοναδική επιλογή.

Μεταξύ αυτών, η ευθανασία, ως παράπλευρο καινοφανές πρόβλημα, που αναδύεται στο έδαφος μιας φρενήρους εκτεχνικεύσεως της ιατρικής επιστήμης, η οποία, εξαντλώντας τους περιορισμένους πόρους, που της διατίθενται, υποχρεώνεται σε ανακοπή των προσπαθειών αποκαταστάσεως της υγείας των βαρέως πασχόντων ασθενών της, εγκαταλείποντάς τους στο μεταίχμιο του θανάτου, όπως ένα ιστιοφόρο, που, ταξιδεύοντας ούρια, εισέρχεται αιφνιδίως σε περιοχή πλήρους άπνοιας. Με την επίκληση φιλοσοφικών τεχνασμάτων περί δικαιώματος στο θάνατο και σεβασμού στην αυτονομία, την αυτοδιάθεση και τον αυτοπροσδιορισμό του ασθενούς, προσλαμβάνονται "τοις μετρητοίς" οι κραυγές απελπισίας των βαριά πασχόντων ασθενών, που σε στιγμές καταρρεύσεως τους επικαλούνται τον θάνατο, όχι γιατί θέλουν να μετοικήσουν στον κόσμο των νεκρών, αλλά επειδή θέλουν να κινητοποιήσουν τις αδρανοποιημένες ψυχές των ζωντανών. Φαίνεται ότι ο άνθρωπος εκμηδενίζεται στον οργανισμό που πονάει. Ο πόνος είναι  κραυγή για βοήθεια, εκπομπή σήματος κινδύνου της φύσης, τόσο στον ψυχικό, όσο και στον ηθικό οργανισμό. Αν απομονωθούμε στον πόνο μας, ο πόνος χάνει το νόημά του, ως συναγερμού που θέτει σε ετοιμότητα τις ανασυντακτικές εφεδρείες της κοινωνίας. Η οδύνη είναι μια κλήση για τη μαρτυρία της λυτρωτικής αγάπης και ο θάνατος δεν είναι παρά η έσχατη και αποφασιστική οδύνη. Ασφαλώς κανείς δεν είναι έτοιμος να καταστρέψει την ύπαρξή του, προκειμένου να την ανακουφίσει απ΄ τον πόνο και τις ταπεινώσεις της δεσποτικής ιατρικής και της άτεγκτης κοινωνικής αδιαφορίας, η οποία υποδεικνύει την οικτίρμονα θανάτωση των ασθενών, ως μόνη διέξοδο από τα βάσανά τους. Το κύριο χαρακτηριστικό αυτού του οίκτου, που κόβει τη ζωή για να την ανακουφίσει, που απογυμνώνει τον ξένο πόνο απ΄ ό,τι πραγματικά προσωπικό έχει, είναι ακριβώς εκείνο, που σε κάνει να εξεγείρεσαι για την πνευματική επιπολαιότητα του σύγχρονου ευσπλαχνισμού, που θέλει να παίξει το ρόλο της μοίρας. Παραβλέπει επιδεικτικά την εσωτερική αλληλουχία των αιτίων και των αποτελεσμάτων που ονομάζεται αρρώστια, σαν μισητό κακό που πρέπει να καταργηθεί, γιατί φθείρει τη ζωή, όπως εκείνος την ορίζει, ως λατρεία της ευημερίας. Έτσι, με ελεητικές οιμωγές, πασχίζει να άρει την μερική φθορά της ζωής, που προκαλεί η αρρώστια, ο πόνος, η δυστυχία, με τον ολοκληρωτικό αφανισμό της.    

Κατά τις διαβεβαιώσεις των υπαρξιστών, ο άνθρωπος στέκεται συνεχώς αντιμέτωπος του θανάτου του και αντικείμενο της περισυλλογής στη ζωή του καθενός, που θέλει να ζήσει σύμφωνα με την αυθεντική ουσία του (:την ύπαρξη), πρέπει να είναι η μέριμνα για το θάνατό του.  Ο θάνατος, λέει ο Heidegger, είναι το απόκρυφο μήνυμα του ελεύθερου ανθρώπου, ο οποίος, διαφορετικά απ΄ό,τι συμβαίνει με τα άλλα ζώα, έχει τη δυνατότητα, δηλαδή την ελευθερία, να αυτοκτονήσει. Η πραγματική ελευθερία, διακηρύσσει ο Heidegger, είναι η ελευθερία να πεθάνεις. Ο θάνατος, ως επιλογή, δεν μπορεί να είναι ελεύθερη απόφαση, παραμένοντας μια υποχρέωση όλων μας, ούτε είναι εύκολο να ορισθεί ως αμιγής ιδιωτική υπόθεση και είναι εντελώς αμφίβολο αν μπορεί να αναχθεί σε δικαίωμα. Επιβάλλεται, αλλά εγγενώς, με αφορμή τη δεινή συγκυρία, στην οποία έχει περιέλθει ο ασθενής, και εξαιτίας της οποίας έχουν εξαντληθεί οι εφεδρείες του και, όντας τραγικός, καθίσταται τρομακτικός, μόνο για εκείνους που δεν βρίσκουν συμπαράσταση, ώστε να αντιμετωπίσουν τη συμφορά τους υποβοηθούμενοι, ούτε παρηγορητική αλληλεγγύη.

Ακόμη και εάν ήταν ιδιωτική υπόθεση ο θάνατος, η ευθανασία είναι μια δημόσια δράση, όχι μόνο επειδή στην υλοποίησή της συμμετέχει ένας τρίτος, ο "βοηθός", που συνήθως είναι ένας δημόσιος λειτουργός, που θα συνδράμει, θα συναινέσει ή αυτόβουλα θα ενεργήσει προκαλώντας το θάνατο του ασθενούς ούτε μόνο λόγω της εμπράγματης αναμίξεώς της, αλλά επειδή, και κυρίως αυτό, η κοινωνία βλάπτεται και υλικά και ηθικά, από  την απώλεια κάθε μέλους της. πως είναι δυνατό, λοιπόν, να "εισηγείται" τον τερματισμό της ζωής κάποιου για το κέρδος κάποιων άλλων; Ελεύθερη επιλογή δεν είναι ούτε η φτώχεια ούτε η ανεργία ούτε η πείνα ούτε ανασφάλιστη εργασία και οι άλλες δυσμενείς συγκυρίες, που προαναφέρθηκαν και έναντι των οποίων η πολιτισμένη κοινωνία αποφεύγει να προβάλει επιχειρήματα και διεκδικήσεις υπέρ της αυτονομίας και αυτοδιαθέσεως εκείνων που την επωμίζονται. Για να το ξαναπούμε με άλλα λόγια, ο θάνατος στις καταστάσεις απογνώσεως, υπό τις οποίες τον επικαλούνται, είναι ένα διάβημα απελπισίας, μια κραυγή κινητοποιήσεως της διστακτικής να ανταποκριθεί στο ανθρωπιστικό της καθήκον πολιτείας και να συνδράμει τον πάσχοντα στην πράγματι αναξιοβίωτη περίοδο της ζωής του.

 

 

 

 

 

 

 

 

[1] Feinberg, J.: Overlooking the merits of the individual case: An unpromising approach to the right to die. In ratio juris, 1991, pp 150.

[2] H. Beiggs: Euthanasia: Death with Dignity, 2001, pp 167

[3] Ιπποκράτους: προγνωστικόν

[4] Τέτοια προγνωστικά συστήματα είναι το APACHE-III (Acute Physiology, Age, Chronic Health Evaluation) ή το APS (Acute Physiology Score).

[5]Capron, A., Zucker, M., Zucker, H.: Medical Futility: And the Evaluation of Life-Sustaining Interventions

[6] δημοσιεύθηκε στο Bulletin of Medical Ethics (162: 19-22, Oct.2000)

[7] Walter,  J., Shannon, T. : Quality of Life: The New Medical Dilemma

[8] (Συνέντευξη στην Εφημ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της 12-10-95).

[9] Stuart, G.,ter, W., Deny, T.:Suicide and euthanasia. Grand Rapids. Kregel Publications, 1998

[10] Morris, Anne (1996): Life and Death Decisions: "Die, my dear doctor? That’ s the last thing I shall do!", European Journal of Health Law, 9:28.

[11] Feenan, D. (1996): A "Terrible Beauty" , The Irish Supreme Court and Dying, in: European Journal of Health Law, 29 - 48