ΕΥΘΑΝΑΣΙΑ - η διαχείριση της ζωής και του θανάτου - η συζήτηση για την Ευθανασία Μέρος 5ο

ΙX

Η επιχειρηματολογία υπέρ ή κατά της ευθανασίας, ως πλέον χαρακτηριστική περίπτωση εκούσιας προσβολής της φυσικής υποστάσεως του ατόμου, εδράζεται σε βεβαιώσεις ότι η αποδοχή ή η απόρριψή της, αντίστοιχα, είναι συμβατή με τη δικαιοσύνη και την ηθική διάταξη των πραγμάτων, όπως έχει παγιωθεί στις καθημερινές αναφορές της σύγχρονης κοινωνίας, και αποβλέπουν στην επαλήθευση και κατίσχυση της επικράτειάς τους. Για την πληρότητα του κειμένου, επιχειρείται μια συνοπτική περιγραφή της δόμησης της κοινωνίας και του φέροντος οργανισμού της, τη δικαιοσύνης, που εγγυάται την προστασία ποιοτήτων, αξιών και αγαθών. Η κοινωνία είναι ένα εγχείρημα συνεργασίας για το αμοιβαίο όφελος που, κατά κανόνα, χαρακτηρίζεται από σύγκρουση, αλλά και ταύτιση συμφερόντων, καθώς όλοι προσδοκούν να κερδίσουν από την αμοιβαία συνεργασία. Την ίδια στιγμή, οι γνώμες τους διίστανται ως προς τον τρόπο διανομής των καρπών της συνεργασίας και των χαρακτήρων του πλέον επιθυμητού τρόπου ζωής. Ανάλογα με τις αρχές συμβιώσεως που θα κατανοηθούν και θα συμφωνηθούν από την κοινότητα, τον τρόπο διανομής της συγκομιδής αυτής της συμβιώσεως και, ταυτόχρονα, την αποδιδόμενη από την εξουσία αξία στον άνθρωπο, τα πολιτεύματα διακρίνονται σε δημοκρατικά ή ολοκληρωτικά [140]. Χρειάζονται αρχές για να καθοριστούν επακριβώς οι διαρρυθμίσεις μέσω των οποίων μπορούν να διευθετηθούν τέτοιου είδους αξιώσεις.

Οι αρχές αυτές ομαδοποιούνται στα πλαίσια δύο αξιακών συστημάτων που δρουν ταυτόχρονα και παράλληλα: την ηθική και το δίκαιο· αλλά οι αποκλίσεις από τους ηθικούς κανόνες δεν επισείουν κυρώσεις, όπως συμβαίνει σε περιπτώσεις παραβάσεων κανόνων δικαίου, στη σύνταξη των οποίων συνήθως συμπεριλαμβάνεται και η ποινή που επισύρει η παράβασή του. Στην καθιέρωση παρόμοιων αρχών, η συμβολή της δικαιοσύνης είναι αποφασιστική.  Οι αρχές της δικαιοσύνης αντλούν την ηθική τους ισχύ από κοινές ή ευρέως αποδεκτές αξίες, στα πλαίσια μιας συγκεκριμένης κοινότητας ή παράδοσης, που τελικά ορίζουν τι θεωρείται καλό ή κακό, δίκαιο ή άδικο, ωραίο ή άσχημο. Όχι μόνο συστατική, αλλά πρωταρχικής σημασίας και εμμενής για κάθε έννομη τάξη αναδείχνεται η σχέση μεταξύ της ανθρώπινης ηθικής και του δικαίου, εφόσον όλες οι αρχές του δικαίου εκπηγάζουν από, ή είναι συμβατές με αντιλήψεις, που υιοθετήθηκαν στη συνείδηση της κοινωνίας, πριν διαμορφωθούν σε νόμους και διατάγματα. Αλλιώς οι νόμοι και τα διατάγματα μένουν μετέωρα και φυλλορροούν κατά την εφαρμογή τους. Χωρίς αυτήν κανένα δίκαιο, όπως και κανένα πολίτευμα δεν θα είχαν νόημα, αφού αποκλειστικός σκοπός τόσο του πολιτεύματος, όσο και του δικαίου, που το διατηρεί σε ομαλή και αποδοτική λειτουργία είναι η οριοθέτηση των δράσεων της ηθικής παρουσίας του ανθρώπου, δηλαδή η ενσωμάτωση σε αυτόν δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Ο John Stuart Mill αποκαλούσε τη δικαιοσύνη "το προεξάρχον και το ασυγκρίτως ιερότερο και δεσμευτικότερο μέρος όλης της ηθικής διατάξεως της κοινωνικής αναπτύξεως". Είναι η ύψιστη  κοινωνική αρετή, όχι απλά μια αξία ανάμεσα σε άλλες και η προστασία της πρέπει να προηγείται των αξιώσεων που εγείρονται στο όνομα οποιουδήποτε άλλου έννομου αγαθού, ακόμη και της ευημερίας ή της ωφελιμότητας. Εάν η ευτυχία του κόσμου προωθείται μόνο με άδικα μέσα, ακόμη και τότε θα ήταν προσήκον να υπερτερεί η δικαιοσύνη και όχι η ευτυχία. Αυτό σημαίνει ότι η δικαιοσύνη αναγνωρίζει ατομικά δικαιώματα, ακόμη και αξιώσεις εκπορευόμενες από διεκδικήσεις ευημερίας, αλλά τα δικαιώματα αυτά προστατεύονται και οι αξιώσεις υποστηρίζονται μέχρι τα όρια της κοινής ωφελιμότητας. Όχι μόνο συστατική, αλλά πρωταρχικής σημασίας και εμμενής για κάθε έννομη τάξη αναδείχνεται η σχέση μεταξύ της ανθρώπινης υποστάσεως και του δικαίου, που ουσιαστικά εξαπλουστεύει ό,τι ο Kant [1788] αποκαλούσε καθοριστική βάση.

Ανθρώπινο Δικαίωμα είναι ό,τι δικαιούται να έχει κάθε άνθρωπος, ως άνθρωπος, με βάση την "ανθρωπινότητά" του και μόνο, χωρίς διακρίσεις, επιφυλάξεις, περιστολές ή διαβαθμίσεις. Τα ανθρώπινα δικαιώματα ανήκουν σε όλους τους ανθρώπους εξίσου δυνάμει της εγγενούς αξίας τους ως ανθρώπων και όχι των προσωπικών τους επιτευγμάτων και αποτελούν το σύγχρονο ιδίωμα των παλαιότερα αποκαλούμενων φυσικών δικαιωμάτων, δηλαδή εκείνων που αρμόζουν στην ανθρώπινη φύση και συνοδεύουν την ανθρώπινη ύπαρξη[1]. Τα δικαιώματα που εγγυάται η δικαιοσύνη δεν υποτάσσονται ούτε σε πολιτικές διαπραγματεύσεις ούτε σε υπολογισμούς κοινωνικών συμφερόντων, μερικά δε εξ αυτών παραμένουν άθικτα ακόμη και από δυνητικές προσβολές, προερχόμενες από τη λαϊκή κυριαρχία. Αντίθετα, λειτουργούν ως "veto" που διαθέτουν τα άτομα εναντίον πολιτικών, που θα επιχειρούσαν να επιβάλουν κάποιο συγκεκριμένο ορισμό περί αγαθού ακατανόητο για την κοινωνία.

"Προτού μπορέσουμε να αναγνωρίσουμε τα δικαιώματα του ανθρώπου" έγραφε ο Αριστοτέλης "είναι αναγκαίο να αναγνωρίσουμε πρώτα τη φύση του πλέον επιθυμητέου τρόπου ζωής. Σύμφωνα με τις απόψεις αυτές, το επιχείρημα για την αναγνώριση ενός δικαιώματος εξαρτάται από το να δειχτεί ότι σέβεται ή προάγει ένα σημαντικό ανθρώπινο αγαθό. Κατά συνέπεια, η υπεράσπιση της αναγνώρισης ενός δικαιώματος εξαρτάται από την ευχέρεια της κοινωνίας να δείξει ότι ένα τέτοιο δικαίωμα ενσωματώνεται στα κοινά νοήματα που διαποτίζουν την εν λόγω κοινότητα ή παράδοση. Απόκλιση από τον απαραβίαστο αυτό πυρήνα δεν νοείται καθώς θα ισοδυναμούσε όχι με πραγμάτωση της ανθρώπινης βούλησης ούτε με άσκηση της ελευθερίας του και του δικαιώματος επιλογής, αλλά με απάρνηση της ίδιας της τρισυπόστατης ανθρώπινης οντότητας (: φυσική κίνηση, σκέψη, συναίσθημα).

Η μήτρα των θεμελιωδών δικαιωμάτων είναι η ανθρώπινη ιδιότητα, αυτό που ο Θεμελιώδης Νόμος της Βόννης αναφέρει ως ανθρώπινη αξία και που το ελληνικό σύνταγμα κατοχυρώνει στο άρθρο 2 παρ. 1, κατά το οποίο ως πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας ορίζεται ο σεβασμός και η προστασία της ανθρώπινης αξίας. Η κινητικότητα γύρο από τη διαμόρφωση κανόνων βιοηθικής, αποδεκτών σε υπερκρατικό και παγκόσμιο επίπεδο, αποδεικνύεται από το γεγονός ότι τόσο τα Ηνωμένα Έθνη, εξουσιοδοτώντας, όπως ήταν αναμενόμενο, τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, όσο η Ουνέσκο, αλλά ακόμη και η Ομάδα των Επτά (:πλέον αναπτυγμένων βιομηχανικά κρατών) ασχολούνται εντατικά με ζητήματα, όπως το μέλλον της πολιτικής για την υγεία των λαών σε παγκόσμιο επίπεδο και, ιδίως, αυτό, τους σχεδιασμούς πειραμάτων στον άνθρωπο και στο ανθρώπινο γονιδίωμα.  Κατά καιρούς, με μεγαλύτερη συχνότητα τα τελευταία δέκα χρόνια, συντάσσονται κείμενα και συμβάσεις, όπως η Σύμβαση για την προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειας του ατόμου αναφορικά με τις εφαρμογές της βιολογίας και της ιατρικής (: Σύμβαση για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη βιοϊατρική, που βασίστηκε σε διεθνή κείμενα, όπως η Παγκόσμια Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών της 1ης Δεκεμβρίου 1948, η Σύμβαση για την Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών, της 4ης Νοεμβρίου 1950, η Παγκόσμια Κοινωνική Χάρτα, της 10ης Οκτωβρίου 1961, η Διεθνής Σύμβαση για τα Αστικά και Πολιτικά Δικαιώματα και η Διεθνής Σύμβαση για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα της 16ης Δεκεμβρίου 1966η, η Σύμβαση για την Προστασία του Ατόμου σε σχέση με την αυτόματη επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων της 28ης Ιανουαρίου 1981 και η Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού της 2ης Νοεμβρίου 1989. Με τα κείμενα αυτά, επιδιώκεται η προάσπιση και περαιτέρω αναγνώριση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών, εν όψει των επιταχυνόμενων εξελίξεων στη Βιολογία και την Ιατρική, προς το σκοπό να αναχαιτισθούν φαινόμενα βιοδεσποτισμού και καταχρήσεων, που ενδέχεται να οδηγήσουν σε πράξεις που θέτουν σε κίνδυνο την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, ενώ ταυτόχρονα, ελέγχεται ο προσανατολισμός της χρήσης των ανακαλύψεων για την ωφέλεια της παρούσης και επόμενων γενεών. Με τη Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και τη βιοϊατρική, προστατεύεται η αξιοπρέπεια και η ταυτότητα κάθε ανθρώπινου όντος, χωρίς διάκριση και περιφρουρείται η ακεραιότητά του και οι λοιπές θεμελιώδεις ελευθερίες του (άρθρο 1), τα συμφέροντα και η ευημερία του (άρθρο 2),  σε σχέση με τις εφαρμογές της βιοτεχνολογίας και της Ιατρικής. Επίσης, διασφαλίζεται η ισότιμη πρόσβαση στην κατάλληλη παροχή των υπηρεσιών υγείας, λαμβάνοντες υπ΄ όψη τις ανάγκες και τους διαθέσιμους πόρους (άρθρο 3), ενώ κάθε επέμβαση πρέπει να επιτελείται σύμφωνα με τις επαγγελματικές υποχρεώσεις και τα παραδεκτά πρότυπα (άρθρο 4),    

Τα ατομικά δικαιώματα και οι ατομικές ελευθερίες βασίζονται πάνω στις κυρίαρχες κοινωνικές αντιλήψεις και τις ποιότητες που αναγνωρίζονται απ΄ αυτές, ενώ διακυμαίνονται ως προς τον τόπο και τον χρόνο, ανάλογα με την ένταση και τη διεισδυτικότητα των κοινωνικών συνθηκών που κάθε φορά επικρατούν και των πολιτικών διαρρυθμίσεων. Τα φυσικά δικαιώματα του ανθρώπου είναι ισχυρότερα και κατισχύουν των κελευσμάτων οποιασδήποτε πολιτείας, η οποία υποχρεώνεται όχι μόνο σε αποχή οποιασδήποτε επεμβάσεως, αλλά τίθεται και ως προστάτης και εγγυητής της ελεύθερης δράσης του πολίτη στο συνταγματικά κατοχυρωμένο ατομικό δικαίωμα. Τα δικαιώματα αυτάκαθίστανται έννομα, δηλαδή αναγνωρίζονται ως προστατευόμενη έννομη ύλη, ως αγαθά,  από την πολιτεία, μόνον  εφόσον ορίζονται σύμφωνα με τις "επικρατούσες ηθικές αξίες" και δεν έχουν να κάνουν με το περιεχόμενο της έκφρασης ή τη φύση του σκοπού.  

Στα πλαίσια της προβληματικής των ατομικών δικαιωμάτων εξετάζεται και η Συνταγματική κατοχύρωση των δικαιωμάτων στη ζωή και στο θάνατο. Σύμφωνα με το άρθρο 5 § 2 του Συντάγματος "όλοι όσοι βρίσκονται στην ελληνική επικράτεια απολαμβάνουν την απόλυτη προστασία της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας τους, χωρίς διάκριση εθνικότητας, φυλής, γλώσσας και θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων". Υπό τις συνθήκες αυτές, η ζωή, όπως νοείται και ερμηνεύεται σύμφωνα με τα πορίσματα της ιατρικής και της βιολογίας, προστατεύεται με απόλυτο τρόπο. Το δικαίωμα της ζωής είναι ένα έννομο αγαθό, δηλαδή έχει καταστεί ″έννομο″ επειδή η Πολιτεία έχει αναγνωρίσει ″αξίες″ με βάση τις ανάγκες του κοινωνικού συνόλου. Με την έννοια αυτή, θα μπορούσε να πει κανείς ότι κάθε ατομικό αγαθό ενσωματώνει και κάποιο κοινωνικό ή κρατικό συμφέρον που δικαιολογεί ή επιβάλλει την προστασία του. Μόνο ως ατομικό θεωρούμενο το αγαθό αφήνει την Πολιτεία αδιάφορη ή η όποια ανάμειξή της έχει μόνο διαιτητική σκοπιμότητα. Το κρατικό και κοινωνικό ενδιαφέρον για την αναγωγή του αγαθού σε έννομο προσδιορίζεται από την ένταση των κοινωνικών συγκρούσεων που θα συνεπαγόταν η μη τυποποίηση των προσβολών του. Αλλά αν η ατομική ζωή προστατευόταν και ως κρατικό συμφέρον ή κοινωνικό έννομο αγαθό, θα έπρεπε να προστατεύεται μόνο ή έστω περισσότερο η ζωή των πολιτών ενός κράτους και όχι εξίσου όλων γενικά των ατόμων και θα δικαιολογούνταν μειωμένη προστασία της ζωής ατόμων που εργάζονται σε βάρος των συμφερόντων του κράτους ή του κοινωνικού συνόλου ή που η παρουσία τους θεωρείται επικίνδυνη ή ζημιογόνος σε ένα κοινωνικό σύνολο ή στο κράτος.

Ένα από τα θεμελιακά δικαιώματα του ανθρώπου είναι η ελευθερία διαθέσεως του σώματός του, με την έννοια ότι κάθε άτομο μπορεί να κινείται ανεμπόδιστα, στο μέτρο που του επιτρέπουν οι σωματικές, ψυχικές και διανοητικές του δυνάμεις. Αν σύμφωνα με τις αντιλήψεις αυτές, ο βαριά ασθενής αποτελεί ένα δυσβάστακτο φορτίο για την κοινωνία, επειδή απορροφά υψηλού κόστους υπηρεσίες, περιορίζει την ευχέρεια κινήσεων στους συγγενείς του, οι οποίοι πλέον, καθώς είναι υποχρεωμένοι ηθικής συμπαραστάσεως, επαναπροσδιορίζουν τον καθημερινό προγραμματισμό τους. Εν όψει του γεγονότος ότι το συμφέρον της κοινωνίας βλάπτεται όχι μόνο από τις δαπάνες τις οποίες είναι υποχρεωμένη να υποστεί προκειμένου να παρέξει νοσηλεία σε απέλπιδες καταστάσεις, αλλά και από το γεγονός της υποχρεωτικής συμβιώσεως με δυσάρεστες εικόνες, η ευθανασία θα μπορούσε να αποτελέσει μια δικαιολογημένη διέξοδο και ένα μέσον απαλλαγής του κράτους από τα επιπλέον έξοδα και των συγγενών από τις υποχρεώσεις συμπαραστάσεως και περιθάλψεως. Η ζωή του ασθενούς θα κατέληγε να ήταν αντικείμενο μειωμένης προστασίας από την πολιτεία ή ακόμη και η πολιτεία θα έχανε το ενδιαφέρον της να προστατεύει τη ζωή ενός ατόμου που της προκαλεί οικονομική ζημιά. Αλλά ο θάνατος που προκάλεσε κάποιος σε κάποιο στην προσπάθειά του να τον ληστέψει, τιμωρείται αυστηρά, δεν καταλαβαίνω για ποιο λόγο πρέπει να τιμωρηθεί με μικρότερη ποινή η προσβολή της ζωής κάποιου επειδή αυτή η ζωή είναι επιφορτισμένη με πόνους και βάσανα και ο τερματισμός της θα συνεπάγεται, εκτός των άλλων, την εξοικονόμιση χρημάτων που αλλοιώς θα εξοδεύοντο για τη νοσηλεία του. Στην περίπτωση της ανθρωποκτονίας για λόγους ληστείας, η προσβολή της ζωής είναι μεγαλύτερης σημασίας απ΄ ό,τι η προσβολή της ζωής για λόγους περιστολής εξόδων; Και στη μια και στην άλλη περίπτωση κάποιος ή κάποιοι επωφελούνται οικονομικά και ο παράνομος πλουτισμός στοιχειοθετείται ως κίνητρο στην πρώτη περίπτωση. Γιατί όχι και στην δεύτερη; Όμως μια από τις θεμελιώδεις κατακτήσεις του πολιτισμού μας υπήρξε ακριβώς η διεύρυνση της προστασίας της ζωής σε όλα τα άτομα, ως αυτοσκοπός, ανεξάρτητα με τη φυλή, την εθνικότητά τους, τις πολιτικές ή θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, δηλαδή ανεξάρτητα με το εάν τα άτομα αντιπροσωπεύουν ή όχι ένα συγκεκριμένο κοινωνικό συμφέρον. Το να έχω ένα δικαίωμα υποστηρίζει ο Mill [1863] "σημαίνει να έχω κάτι του οποίου την κατοχή οφείλει να υποστηρίζει η κοινωνία". Και η υποχρέωση της κοινωνίας είναι τόσο ισχυρή, ώστε η αξίωσή μου έχει το χαρακτήρα της απολυτότητας, της εμφανούς απειρότητας, και της ασυμμετρότητας σε σχέση με όλα τα άλλα μελήματα, που συγκροτούν τη διάκριση ανάμεσα στο αίσθημα του ορθού και του εσφαλμένου και στο αίσθημα σκοπιμότητας υπό τη συνήθη έννοια. Και η κοινωνία οφείλει να εκπληρώνει απαρέγκλιτα αυτή την υποχρέωση, όχι για κανένα άλλο λόγο, αλλά μόνο για τη γενική ωφελιμότητα.

 Κι έτσι, ως αυτοσκοπός ορίζεται και η προστασία της ζωής στο ελληνικό Σύνταγμα [άρθ 5 παρ 2] [176], το οποίο προστατεύει, εξίσου, τη ζωή όλων των ατόμων, δηλαδή η ζωή προστατεύεται μόνο ως ατομικό έννομο αγαθό, για την απόλυτη διασφάλιση του οποίου δεν διαδραματίζουν κανένα απολύτως ρόλο τα συμφέροντα του κράτους, του κοινωνικού συνόλου ή των κατά περίπτωση ατόμων. Δηλαδή το δικαίωμα στη ζωή είναι ένα θετικό δικαίωμα: επιβάλλει στην κοινωνία, το κράτος, τους άλλους να προβούν σε ενέργειες προσαρμογής προκειμένου να διασφαλίσουν το έννομο δικαίωμα. Εάν από τις συνταγματικές αυτές εγγυήσεις μπορεί, κατ΄ επέκταση να υποστηρίζεται και ατομικό δικαίωμα στο θάνατο, αποτελεί θέμα ευρείας συζητήσεως, καθώς επικρατούν δύο απόψεις:

Κατά την πρώτη άποψη, που υποστηρίζεται από τους απολογητές της ευθανασίας, το δικαίωμα στο θάνατο είναι εκδήλωση του γενικού δικαιώματος στην ελεύθερη οργάνωση της προσωπικότητας και το κράτος οφείλει να απέχει από κάθε ενέργεια που θα παρακώλυε την ανάπτυξη αυτού του δικαιώματος. Εάν κανείς δεχτεί την αρχή της ατομικής  αυτοδιαθέσεως και της ατομικής αυτονομίας, ως βάση για την τεκμηρίωση της ενεργητικής εθελοντικής ευθανασίας, απομένει να διευκρινισθεί το νομικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο θα κατανοηθεί το ενδιαφέρον του ασθενούς στην επιλογή πρωιμότερου θανάτου, μέσα στα ρυθμιστικά πλαίσια εννόμων αγαθών, όπως η ζωή, η υγεία και η σωματική ακεραιότητα. Ειδικά, πρέπει να αποφασισθεί, εάν οι ασθενείς έχουν το δικαίωμα του θανάτου, ως έκφραση της ατομικής ελευθερίας τους. Κατά την άποψη αυτή, πρόκειται για αμυντικό δικαίωμα κατά του κράτους, αλλά όχι και για διατακτικό δικαίωμα, δηλαδή δεν επιβάλλεται υποχρέωση στο κράτος να λάβει μέριμνα, ώστε να διευκολύνει, π.χ., με την ίδρυση ειδικών υπηρεσιών ή τον διορισμό τρίτου, στις συμβατικές υποχρεώσεις του οποίου θα περιλαμβάνεται η παροχή βοήθειας για την άσκηση του δικαιώματος αυτού.  

Με βάση τις τρέχουσες συνθήκες και νομολογίες, υπάρχει περιορισμένη θεματολογία αναφορικά με το θετικό δικαίωμα θανάτου. Οι νόμοι αγνοούν το θάνατο, ως βιολογικό συμβάν. Αν, όπως έχει κατανοηθεί, δικαίωμα είναι τα συμφέροντα [92] μας ή των άλλων, που, λόγω κάποιας ρητής νομικής διάταξης ή κάποιας σιωπηρής συμφωνίας καθίστανται απτές, αλλά και άθικτες ποιότητες, που χαρακτηρίζουν την κοινωνική μας ζωή, τότε ο θάνατος δεν μπορεί να θεωρηθεί, κάτω από οποιαδήποτε συγκυρία, προϋπόθεση ή συνθήκη ότι συνιστά ανθρώπινο συμφέρον και, επομένως, δεν μπορεί να αναχθεί σε ανθρώπινο δικαίωμα.  

Το λεγόμενο "δικαίωμα στον θάνατο" πού αποτελεί την νομική κατοχύρωση της ευθανασίας θέτει σε άλλη βάση το ύψιστο αγαθό της ζωής και την ύψιστη λειτουργία της ιατρικής επιστήμης, που είναι η αποσόβησή του ή επιβράδυνση ελεύσεώς του και η μέχρι τότε διασφάλιση της καλύτερης δυνατής ποιότητας διαβιώσεως. Το δικαίωμα θανάτου ή τουλάχιστον η ελευθερία υποβοηθήσεως στην πρωιμότερη επέλευση ενός, έτσι κι αλλιώς επερχομένου θανάτου, μπορεί να ενταχθεί στο σώμα άλλων δικαιωμάτων, όπως εκείνων της ζωής, της ασφάλειας, της σωματικής ακεραιότητας, της προσωπικής ζωής, που αποτελούν μέρη των Συμβάσεων των Ανθρω­πίνων Δικαιωμάτων, που έχουν υπογράψει οι περισσότερες χώρες. Δηλαδή ο θάνατος, όπως και η γέννηση παριστούν όρια μέσα στα οποία το πρόσωπο ορίζεται ως πλήρες και αυτοτελές και οριοθετεί τις νομικές πρωτοβουλίες, προκειμένου να ενσαρκωθεί η πρωταρχική και απροϋπόθετη αρχή της προστασίας της ζωής. Εξάλλου αυτός είναι ο λόγος, για τον οποίο η νομική επιστήμη απευθύνεται στην ιατρική και τη βιολογία προκειμένου να καταλήξει σε κοινωνικά αποτελεσματικές ρυθμίσεις και να εκτείνει τις ρυθμίσεις αυτές ώστε να καλύψουν ολόκληρη τη χρονική περίοδο της ζωής, κατά την οποία το πρόσωπο, με αναγνωρισμένη νομική υπόσταση, υπέρ του οποίου θεσπίζονται οι ρυθμίσεις, θα καλύπτει, πράγματι, τα κριτήρια της πληρότητας και της αυτοτέλειας. Κατά τη νομική και συνταγματική θεωρία, το πρόσωπο αναγνωρίζεται από τη γέννησή του ως το θάνατό του και στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα ασκείται ο έλεγχος της προσβολής της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας, της υγείας.

Μερικοί υποστηρίζουν ότι ο θάνατος είναι μια διαδικασία μέσα στα πλαίσια της ζωής και επομένως, και ο θάνατος εντάσσεται στην συνταγματική προστασία της ζωής και πρέπει επίσης να προστατεύεται ισότιμα με το αγαθό της ζωής.

Κατά τη γνώμη αυτή, η αυτοκτονία και, κατ΄επέκταση η ευθανασία, είναι συνταγματικά προστατευμένη πράξη, κατά το άρθρο 5§1 Σ, ως έκφραση του δικαιώματος στο θάνατο. Μερικοί προβάλλουν το επιχείρημα [46,48] ότι το δικαίωμα της ζωής πρέπει να έχει τη δυνατότητα παραιτήσεως του δικαιώματος και η επιλογή επισπεύσεως του θανάτου δεν αφαιρεί από το άτομο το δικαίωμα της ζωής. Αντίθετα, η απαγόρευση της ευθανασίας αφαιρεί από το άτομο το δικαίωμα της ελεύθερης επιλογής διακοπής της ζωής με την συνεπικουρία του ιατρού του. Ισχυρίζονται ότι η διαδικασία του θανάτου είναι αναπόσπαστο μέρος της ζωής και, επομένως, εντάσσεται στη συνταγματική προστασία της ζωής. Οι συγγραφείς καταλήγουν ότι το δικαίωμα του αξιοπρεπούς θανάτου πρέπει να προστατεύεται στο ίδιο βαθμό, όπως όλες οι άλλες απόψεις του δικαιώματος της ζωής και αυτή η προστασία πρέπει να επεκταθεί στα άτομα με ανικανότητα που ζητούν υποβοήθηση να καταλήξουν. Η περίπτωση αυτή εμφανίζει ενδιαφέρον επειδή δείχνει πως μια ερμηνευτική επέκταση ενός δικαιώματος καταλήγει να το εξουδετερώνει. Κι αυτό επειδή είναι αμφίβολο κατά πόσο το δικαίωμα στη ζωή μπορεί να ερμηνευτεί ότι εγγυάται θετικό δικαίωμα στο θάνατο. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν τα προβαλλόμενα από τον Feinberg [46] επιχειρήματα, σύμφωνα με τα οποία, εάν η απαγόρευση της ενεργητικής εκούσιας ευθανασίας είναι ορθή [δεν μπορεί δηλαδή ο βαριά πάσχων να επιλέγει την υποβοηθούμενη αυτοκτονία], τότε αυτό σημαίνει ότι το δικαίωμα στη ζωή είναι ένα διατακτικό δικαίωμα, δηλαδή του εντέλλεται ένα καθήκον να ζει, παρά την οδυνηρή συγκυρία, τους ακατάληκτους πόνους και τις εξαρτήσεις από ιατρική ή μηχανική υποστήριξη. Δηλαδή δεν έχει μόνο η πολιτεία την υποχρέωση να προστατεύει τη ζωή των πολιτών της, αλλά ταυτόχρονα έχει και ο κάθε πολίτης ξεχωριστά την υποχρέωση να περιφρουρεί την ίδια αυτού ζωή, να αποφασίζει για την ποιότητά της και να έχει την εξουσία της αναστολής της. η πεποίθηση αυτή ερείδεται στην αντίληψη της προστασίας των δικαιωμάτων, αφού για κάθε δικαίωμα αναγνωρίζεται η δυνατότητα της παραιτήσεως από το δικαίωμα αυτό.  Εφόσον, τώρα κανείς έχει τη δυνατότητα να παραιτείται από το δικαίωμα να ζει, πρέπει να του εξασφαλίζονται τα μέσα να υλοποιεί αυτή του τη δυνατότητα. Δηλαδή η πολιτεία πρέπει να αναγνωρίζει στον ασθενή το δικαίωμα του θανάτου και, κατ΄ επέκταση το δικαίωμα να ορίζει τον εκτελεστή του. Υπάρχει η κρατούσα άποψη ότι δεν χωρεί παραίτηση από τα συνταγματικά δικαιώματα. Με την έννοια ότι αυτή η παραίτηση δεν μπορεί να γίνει ανεκτή στο ισχύον κράτος δικαίου, δεν μπορεί η πολιτεία να δεχτεί την παραίτηση από αυτά γιατί θα ήταν σαν να αναγνωρίζει τη εκούσια μείωση ενός στοιχείου που συγκροτεί την ανθρώπινη αξία. Αλλά η κατάσταση είναι δυσκολότερη, εάν το δικαίωμα του θανάτου επιχειρηθεί να αναγνωρισθεί ως έννομο δικαίωμα. Εκτός των προβλημάτων ορισμού, υπάρχουν δυσκολίες υιοθετήσεως ενός σταθερού μοντέλου ως βάση για τη νομοθεσία της ευθανασίας. Παρ΄όλο ότι η έννοια του "δικαιώματος"  μπορεί να εκπτυχθεί ώστε να συμπεριλάβει ποικιλία νομικών ζητημάτων, τα δικαιώματα είναι συνυφασμένα με τις υποχρεώσεις. Επομένως, η δημιουργία ενός δικαιώματος ενεργητικής ευθανασίας συνδέεται άρρηκτα με τη δημιουργία καθήκοντος  σε κάποιον που θα εμπλακεί ενεργά και θα συνδράμει στην πρόκληση του θανάτου. Πχ., το δικαίωμα του υποβοηθούμενου θανάτου θα προκαλέσει τις αντιρρήσεις συνειδήσεως  μερικών τουλάχιστον ιατρών που δεν επιθυμούν να παρέχουν τέτοιου είδους συνδρομή. Εναλλακτικά, η υποβοηθούμενη ευθανασία μπορεί να παρέχει διευκολύνσεις στον υποψήφιο ασθενή να ορίζει ένα άτομο που θα προκαλέσει το θάνατο εκ προθέσεως και απ΄ ευθείας. Αλλά χωρίς παράλληλα να εγερθεί το δικαίωμα της  αξιώσεως  παρόμοιας συνδρομής. Ακόμη και οι υποστηρικτές της ενεργητικής ευθανασίας συμφωνούν ότι δεν μπορεί να επιβληθεί σε κανένα το καθήκον να αφαιρεί τη ζωή από κάποιον άλλο. Παρ΄ όλο ότι ένα παρόμοιο καθήκον θα υποστήριζε κάποιον που ζητάει υποβοηθούμενη ευθανασία, αναγνωρίζεται ότι αποτελεί αδικαιολόγητη ανάμειξη στην αυτονομία των άλλων. Είναι καθοριστική η αποφυγή της εμπλοκής κάθε τέτοιου καθήκοντος και της επακόλουθης καταπατήσεως της αυτονομίας κάποιου τρίτου, έτσι, που έχει απορριφθεί το μοντέλο της αναγνωρίσεως

Κατ΄ αρχή, πρέπει να συνυπολογισθεί ότι ο βαθμός της ατομικής ελευθερίας κάποιου εξαρτάται από το μέτρο, στο οποίο είναι ή δεν είναι σωματικά ή νομικά περιορισμένη η εκτέλεση των πράξεων που εμπεριέχονται στην δικαιοδοσία του [62]. Ακόμη και εάν αρθεί ο νομικός περιορισμός, δηλαδή εάν επιτρεπόταν σ΄ ένα υγιή να προκαλέσει μόνος του πρωιμότερα το θάνατό του, χωρίς καμιά μομφή ή δίωξη από την πλευρά της πολιτείας, υπάρχει ο σωματικός περιορισμός, που καθιστά την απώλεια της ελευθερίας του πάσχοντος οριστική.

Ο βαριά πάσχων ασθενής, που αιτιάται συνδρομή, λόγω σωματικής αδυναμίας, για να επιτύχει τον πρώιμο τερματισμό της ζωής του, έχει υποστεί, σε σημαντικό βαθμό, έκπτωση της ατομικής του ελευθερίας, επειδή ο ίδιος είναι ανίκανος για την εκτέλεσή της και εξαρτάται από τη βούληση των άλλων. Ήδη από την Αναγέννηση ο κόσμος συνέκλινε προς την άποψη ότι ο βαθμός της ελευθερίας κάποιου, ως ελεύθερου πολίτη, θα πρέπει να μετριέται με το βαθμό, κατά τον οποίο περιορίζεται ή δεν περιορίζεται από το να πράττει κατά βούληση, επιδιώκοντας τους στόχους που έχει επιλέξει. Η έννοια της ελευθερίας περιγράφεται αρνητικά, ως απουσία κάποιου μέτρου περιορισμού ή αναστολής της. Έτσι, η μη ελευθερία είναι προϊόν όχι μόνο της νομικής απαγορεύσεως, που μπορεί να τακτοποιηθεί με κατάλληλη νομοθετική δραστηριότητα, αλλά και από την εξάρτηση από τη βούληση τρίτων, στην καλή προαίρεση των οποίων επαφίεται η υλοποίηση μιας προθέσεως ευθανασίας. Με δεδομένο, μάλιστα, την ευχέρεια νομοθετικής τακτοποιήσεως του καταναγκασμού, η μη ελευθερία απομένει αποκλειστικά προϊόν της εξάρτησης. Όπως έχει παρατηρηθεί, ο βαθμός της πραγματικής ελευθερίας θα παραμένει πάντοτε "αντιστρόφως ανάλογος προς τον αριθμό και τη σημαντικότητα των περιορισμών" που τίθενται στην ικανότητα του καθενός να επιδιώκει τους στόχους που έχει επιλέξει. Για τους δύο αυτούς λόγους, όντας πλέον ανελεύθερος ο βαριά και ανίατα πάσχων, που εξαρτάται από μηχανικές υποστηρίξεις ζωτικών λειτουργιών ή και περιποιήσεις τρίτων ή διάγει ένα βασανιστικό βίο λόγω αφόρητων πόνων, η διεκδίκηση του θανάτου του ως απόδειξη της αυτοδιαθέσεως και της ελευθερίας καταντάει ειρωνεία, εφόσον για λόγους ανεξάρτητους των όποιων νομικών ρυθμίσεων ή περιορισμών έχει οριστικά απολεσθεί.

Υποστηρίζεται και η εντελώς αντίθετη άποψη, που υιοθετείται και από τη νομολογία και, εκπηγάζει από την αρχή ότι, γενικά, η κοινωνία δεν δύναται να αναγνωρίσει καταχρηστικά δικαιώματα ούτε παραχωρεί προνόμια, που αποτελούν δυνητικό κίνδυνο της συνέχειάς της και, έτσι, διατηρεί το κύρος της, αρνούμενη τον κατακερματισμό της με την ανοχή επιδιωγμένων μορφών καταστροφής της ζωής. Επομένως, το δικαίωμα στη ζωή δεν μπορεί να συνεπάγεται κατά προβολή το δικαίωμα υποβοηθήσεως του θανάτου.

Σύμφωνα με την άποψη αυτή, το Σύνταγμα δεν κατοχυρώνει δικαίωμα στο θάνατο, ενόσω το δικαίωμα στη ζωή περιγράφεται ως ένα απόλυτο δικαίωμα, δηλαδή σε κάθε έναν εντέλλεται μια υποχρέωση να ζει. Το Σύνταγμα καθιερώνει μόνο δικαίωμα ζωής, εφόσον τα ατομικά δικαιώματα, όπως ήδη ελέχθη, υπηρετούν και αναδεικνύουν τη ζωή και επάγουν τις ποιότητες, που αναδεικνύουν την αξία της ζωής και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και όχι την απαξία και την καταστροφή της. Επομένως, το δικαίωμα στη ζωή δεν μπορεί να συνεπάγεται κατά προβολή το δικαίωμα υποβοηθήσεως του θανάτου. Ο χαρακτηρισμός, επομένως, της αυτοκτονίας και της απόπειρας αυτοκτονίας ως άδικης πράξης είναι επιτρεπτός και η μη τιμώρηση της αυτοκτονίας σαν πράξη αυτοπροσβολής, οφείλεται στο γεγονός ότι μια τέτοια τιμώρηση είναι άσκοπη, αλλά και ανέφικτη, αλλά δεν εξασφαλίζει αυτόματα και την μη τιμώρηση της συμμετοχής σ΄ αυτήν.

Αντίθετα, η συμμετοχή σε αυτοκτονία καθιερώνεται σε ιδιώνυμο έγκλημα και τιμωρείται, τόσο ο συνεργός, όσο και αυτός, που με πρόθεση κατέπεισε άλλον να αυτοκτονήσει. Ο ελληνικός ποινικός κώδικας, σε αντίθεση με τους ποινικούς κώδικες άλλων ευρωπαϊκών χωρών, όπως της Γερμανίας, της Γαλλίας και του Βελγίου, τιμωρεί τη συμμετοχή στην αυτοκτονία σαν αυτοτελή εγκληματική συμπεριφορά. Η συμμετοχή είναι αξιόποινη όταν έχει γίνει τουλάχιστον απόπειρα αυτοκτονίας, ενώ σε ορισμένες νομοθεσίες όπως της Ολλανδίας και της Τουρκίας, απαιτείται να έχει ολοκληρωθεί η πράξη. Η διαφορά της διάταξης μ΄ εκείνες του άρθρου 300ΠΚ, ανθρωποκτονία με συναίνεση, είναι ότι στο 300ΠΚ η πράξη με την οποία πραγματώνεται το έγκλημα είναι πράξη του ίδιου του δράστη, ενώ στο 301ΠΚ είναι πράξη του ίδιου του θύματος. Ο δράστης απλά, παρέχει τα μέσα με τα οποία το θύμα, αυτοπροσβαλλόμενο, θα προβεί στην πράξη της αυτοκτονίας. Δεν δικαιολογείται, ωστόσο, να μένει ατιμώρητος αυτός, ο οποίος βοηθάει τον αυτόχειρα, ή τον "ωθεί" στην αυτοκτονία, καθώς δεν έχει νόμιμη εφαρμογή στην περίπτωση αυτή η αρχή της αυτοδιάθεσης, από τη στιγμή που αναφερόμαστε στη "διάθεση" της ζωής κάποιου άλλου. Το έγκλημα του 301ΠΚ έχει δικό του δικαιολογητικό θεμέλιο και η απαξία της αυτοκτονίας δεν αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση. Αξίζει να σημειωθεί στο σημείο αυτό, ότι ο ελληνικός ποινικός κώδικας, στο άρθρο 301, τιμωρεί αυτόν που πείθει άλλον να αυτοκτονήσει ή αυτόν, που παρέχει βοήθεια κατά την αυτοκτονία είτε αυτή συντελέστηκε ή ανεκόπη ως απλή απόπειρα. Στην εισηγητική έκθεση του νόμου αναφέρεται: "Η αυτοκτονία δεν αναγράφεται μεταξύ των τιμωρητέων πράξεων, θεωρηθέντος ότι δικαιούται έκαστος να διαθέτει την ιδίαν αυτού ζωήν. Ο διεγείρων ή βοηθών άλλον εις τέλεσιν αυτοκτονίας δεν διαθέτει την ίδιαν αυτού ζωήκαι γι αυτό τιμωρείται".

Η συμμετοχή στην αυτοκτονία μπορεί να ποινικοποιηθεί χωρίς να θίγεται η συνταγματικά κατοχυρωμένη ελευθερία του ανθρώπου σε αυτοδιάθεση και αυτοπροσδιορισμό. Το ερώτημα το οποίο τίθεται είναι το εξής: Εφόσον κάποιος δεν μπορεί να αδικήσει τον εαυτό του, μπορεί να αδικηθεί από τρίτο, ο οποίος ενήργησε ακριβώς την ίδια πράξη, που ο ίδιος θέλησε και επεδίωξε; Επίσης πως μπορεί να κριθεί αντικειμενικά και πολύ περισσότερο να διαπιστωθεί το συμφέρον ενός ήδη νεκρού; Πολλοί αντιπαραβάλλουν ότι μεταξύ της αυτοκτονίας [μιας αυτόνομης και αυτοθεωρούμενης πράξης] και της ιατρικής συνδρομής σε αυτοκτονία ή της ενεργητικής ευθανασίας υπάρχει ουσιώδης διάκριση. Η συμμετοχή του τρίτου μέρους συνιστά ουσιώδη διαφορά, επειδή η ανάμειξή του μετατρέπει μια εντελώς ιδιωτική υπόθεση σε μορφή δημόσιου εγχειρήματος, επειδή οι επιπτώσεις της εκτείνονται περά από τα εμπλεκόμενα μέρη. 

Είναι γνωστό ότι τα ευθανασιακά αιτήματα πληθαίνουν στις μέρες μας, ιδιαίτερα, σε χώρες, όπου η θρησκευτική τους συνείδηση δέχεται παθητικότερα διάφορες μορφές επεμβάσεως επί της ζωής, όπως πληθαίνουν και οι εκστρατείες διαμορφώσεως ευνοϊκής κοινής γνώμης. Δρουν παγκόσμιες οργανώσεις "τελικής εξόδου από τη ζωή", που προπαγανδίζουν συστηματικά την ενσυνείδητη επιλογή του θανάτου, σε περιπτώσεις βαριά πασχόντων από ανίατες αρρώστιες ασθενών, για τους οποίους εξέλιπε κάθε ελπίδα βελτιώσεως της οδυνηρής καταστάσεώς τους, από τους αφόρητους πόνους και τις ταπεινωτικές εξαρτήσεις από συσκευές υποστηρίξεως και περιποιήσεις τρίτων και προσπαθούν να πείσουν, τόσο τους ήδη αρρώστους ότι, αν δεν τα "καταφέρουν" με την αποκατάσταση της υγείας τους, λόγοι διατηρήσεως της αξιοπρέπειάς τους και χρήσεως του δικαιώματος της αυτονομίας τους επιβάλλουν να αποφασίσουν τον τερματισμό της ζωής τους, όσο και τους υγιείς να υπογράψουν μια εκ των προτέρων διαθήκη εν ζωή, με την οποία, αν, στη διάρκεια της επόμενης ζωής τους, προσβληθούν από βαριά ανίατη αρρώστια, να αρνηθούν παροχές υπηρεσιών, που μπορεί να ερμηνευτούν ότι πλήττουν δικαιώματα, που η ανθρωπότητα κατάκτησε με τόσους σκληρούς αγώνες. Το βασικότερο επιχείρημα των απολογητών της ευθανασίας είναι ότι ο ασθενής μπορεί και πρέπει να διατηρεί, παρά την αθεράπευτη αρρώστια του, τον σε άλλοτε άλλο βαθμό αποσχηματισμό του σώματός του και τις ταπεινωτικές εξαρτήσεις από ιατρικές και μηχανικές εξαρτήσεις, πλήρη και ακέραιη την αυτονομία του, ώστε μπορεί και πρέπει να επιλέξει την έξοδό του στη φυσική κατάσταση και να μην επιτρέψει την προσβολή της αξιοπρέπειάς του και τον "εξαναγκασμό του" να παραμείνει ζωντανός, ως ένα είδος ιατρικής επιτυχίας και παρά τη θέλησή του. Άλλωστε, όπως ορθά υποστηρίζεται, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια δεν είναι δυνατή χωρίς την αναγνώριση αυτοκυριαρχίας. Η απόλυτη προστασία κάθε είδους ζωής τίθεται ήδη σε αναθεώρηση, παρά το γεγονός ότι καμιά νομική, ιατρική ή άλλη αυθεντία δεν επιτρέπεται να προβαίνει σε εκτίμηση και οποιουδήποτε είδους διαβάθμιση της αξίας της ζωής του προσώπου.

Η ευθανασία, μαζί με την άμβλωση, προβάλλεται ως ακραίο ανθρώπινο ενέργημα, που αφορά όχι απλά τη διάθεση του σώματος σε προσβολές της υγείας ή της ακεραιότητάς του, αλλά και την ίδια τη συνταγματική σχέση της ζωής και του θανάτου με την έννομη τάξη. Για την πληρότητα του κειμένου, σημειώνουμε ότι η έκτρωση είναι μια μορφή ανθρωποκτονίας, μια αδικοπραξία που τιμωρείται από το νόμο, εφόσον η ζωή απολαμβάνει της απόλυτης προστασίας της έννομης τάξης. Αρκεί να αποδεικνύεται ότι η διακοπή της κυήσεως αφορά σε έναν οργανισμό, που έχει ήδη λάβει τους χαρακτήρες και τις ποιότητες του έμβιου όντος, δηλαδή έχει ήδη συμπληρώσει την 12η εβδομάδα της ενδομήτριας ζωής του. Σε περιπτώσεις κινδύνου της ζωής της εγκύου, επειδή πρόκειται για σύγκρουση δύο δικαιωμάτων ζωής ή για σύγκρουση προστασίας δύο ζωών, του εμβρύου και της εγκύου, η μια από τις οποίες αντιστρατεύεται την άλλη, το θέμα επιλύεται με βάση την κατάσταση ανάγκης.

Εναντίον της ενεργητικής εκούσιας ευθανασίας εγείρονται δογματικά και δεοντολογικά επιχειρήματα, που προβάλλουν τις συνέπειες της αποδοχής της ενεργητικής εκούσιας ευθανασίας. Σύμφωνα με τα δογματικά επιχειρήματα, η ενεργητική εκούσια ευθανασία είναι εγγενώς εσφαλμένη, ανεξάρτητα με τις συνθήκες που επιβάλλουν την επίκλησή της. Τα δογματικά επιχειρήματα αφορούν το σωτηριολογικό σκοπό της ζωής, ενώ οι πρακτικοί λόγοι αφορούν τις συγκρούσεις της  ενεργητικής εκούσιας ευθανασίας με τους τρέχοντες νόμους και τον κίνδυνο δυσμενών συνεπειών. Η πρακτική επιχειρηματολογία εναντίον της ενεργητικής εθελοντικής ευθανασίας [πχ., η πιθανότητα λάθους, αδυναμίας αλλαγής αποφάσεως ή καταχρήσεώς της] προσβάλλεται από την πεποίθηση ορισμένων ότι είναι δυνατόν να εισαχθούν κανόνες ασφάλειας ώστε να μην υπάρχει κίνδυνος καταχρήσεως της ευχέρειας επιβολής ενεργητικής ευθανασίας και δεν υπονομεύεται η αρχή αυτοδιαθέσεως του ασθενούς. Ο μόνος περιορισμός είναι η προϋπόθεση ότι ο ασθενής διατηρεί την νοητική ικανότητα να λαμβάνει αποφάσεις και είναι πλήρως πληροφορημένος.

Ένα επιχείρημα που υποστηρίζει το δικαίωμα του σε τελικά στάδια ασθενούς να αιτείται υποβοήθηση για να πεθάνει μπορεί να ερείδεται στο δικαίωμα της  ιδιωτικής ζωής που εμπεριέχεται σε μια σειρά διεθνών αποφάσεων. Θεωρείται, πχ., ότι το άρθρο 8 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου επί των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το οποίο –μεταξύ άλλων- ορίζει ότι ο καθένας έχει το  δικαίωμα να απολαμβάνει σεβασμού η ιδιωτική του ζωή, μπορεί να αποτελέσει έδαφος προκειμένου να εγερθεί δικαίωμα αιτήσεως υποβοηθήσεως θανάτου, δηλαδή να αποτελέσει υπόστρωμα να εγερθούν επιχειρήματα που να στηρίζουν το δικαίωμα του ατόμου να επιλέξει το τρόπο του θανάτου του. Τελικά, προβάλλονται επιχειρήματα βασισμένα στην αρχή ότι "κανείς δεν μπορεί να υπόκειται σε απηνείς, απάνθρωπες ή εξευτελιστικές  θεραπείες ή τιμωρίες". Οι απολογητές της νομιμοποιήσεως της ενεργητικής ευθανασίας ισχυρίζονται ότι η συνέχιση της απαγορεύσεως της ενεργητικής ευθανασίας είναι μια παράνομη παραβίαση της ελευθερίας του ατόμου, ακόμη και της επιλογής τους να φονευθούν. Η απαγόρευση της ενεργητικής ευθανασίας είναι μορφή τυραννίας, προσπάθεια να τεθεί υπό έλεγχο η ζωή του πολίτη  και να έχει ο ίδιος άποψη για το μήκος της ζωής του, γεγονός που τελικά σημαίνει άρνηση της αποδόσεως του πρέποντος σεβασμού, ισχυρίζονται δηλαδή ότι η συνέχιση της απαγορεύσεως της νομιμοποιήσεως της ευθανασίας συνιστά άρνηση απόδοσης της πρέπουσας τιμής και σεβασμού στο άτομο. Σύμφωνα με την ομάδα των υποστηρικτικών της ενεργητικής ευθανασίας, ο ιατρός πρέπει, χωρίς φόβο διώξεως, να ικανοποιεί το αίτημα του πληροφορημένου και ενσυνείδητου ασθενούς του και να χορηγεί ευθανασία.

Αυτή η άποψη θεμελιώνεται περισσότερο στο στοιχείο “προστασία της ανθρώπινης αξιας” (θετική δράση). Αποσιωπά όμως το στοιχείο “σεβασμός της ανθρώπινης αξίας” (αποχή από δράση). Σε αυτό το δεύτερο στοιχείο μπορεί υπό αυστηρούς όρους να θεμελιωθεί το δικαίωμα στο θάνατο. Αυτή η άποψη θεμελιώνεται περισσότερο στο στοιχείο “προστασία της ανθρώπινης αξιας” (θετική δράση). Αποσιωπά όμως το στοιχείο “σεβασμός της ανθρώπινης αξίας” (αποχή από δράση). Σε αυτό το δεύτερο στοιχείο μπορεί υπό αυστηρούς όρους να θεμελιωθεί το δικαίωμα στο θάνατο. H εγκατάλειψη θύματος τροχαίου ατυχήματος τιμωρείται από το νόμοκαι είναι απορροίας άξιο, πως μπορεί να διακριθεί ως διαφορετική η περίπτωση της εγκαταλείψεως του θύματος μιας βαριάς και ανίατης παθήσεως στη φυσική της εξέλιξη προς το θάνατο, που βέβαια, συνοδεύεται από πόνους και αναπηρία, όταν, μάλιστα, αυτή η εγκατάλειψη επιβαρύνεται ως αθέτηση επαγγελματικής υποσχέσεως των "επ’ ωφελείη καμνόντων", που ο κάθε ιατρός δίνει στον εαυτό του, τους ομοτέχνους του και στην κοινωνία.  Ενώ η από αμέλεια προσβολή της ζωής, δηλαδή η από αμέλεια  επιδείνωση της καταστάσεως του ασθενούς ή η επίδειξη αμέλειας με αποτέλεσμα να επέλθει σωματική βλάβη ή ακόμη και ο θάνατος τιμωρείται ως πλημμέλημα από τον ΠΚ είναι απορίας άξιο για ποιο λόγο η μη επίδειξη επιμέλειας και η μη καταβολή προσπάθειας για βελτίωση των όρων της ασθένειας ενός βαρέως πάσχοντος και η πρόκληση της παθητικής ευθανασίας, πρέπει να θεωρηθεί ως αδιάφορο ποινικά γεγονός. Είναι αλήθεια ότι στη δεύτερη περίπτωση απαιτείται πολύ πιο προσεκτική άσκηση της επιβολής απ΄ ό,τι στην πρώτη. Να υποχρεωθεί να λογοδοτήσει κάποιος, γιατί έκανε κακό σε έναν άλλο, είναι ο κανόνας∙ να υποχρεωθεί να λογοδοτήσει, γιατί δεν εμπόδισε το κακό, είναι η εξαίρεση. Όπως σημειώνει στο περί ελευθερίας δοκίμιό του ο J. Mill, ο άνθρωπος μπορεί να προξενεί κακό στους άλλους, όχι μόνο με τις πράξεις του, αλλά και με την απραξία του∙ και στις δύο περιπτώσεις, όμως, είναι δικαιολογημένα υπόλογος για τη βλάβη που προκάλεσε.

Αν όμως νομιμοποιητικός λόγος μιας ποινικής ρύθμισης είναι η άρση των κοινωνικών συγκρούσεων και η διευκόλυνση της κοινωνικής συμβιώσεως, τα παραπάνω στοιχεία υποδεικνύουν ότι η νομιμοποιητική βάση της νομιμοποιήσεως της ευθανασίας, ερχόμενη σε ευθεία σύγκρουση με ό,τι ισχύει για τα υπόλοιπα εγκλήματα κατά της ζωής, δεν είναι ιδιαίτερα σταθερή. Το γεγονός δηλαδή ότι ένα αγαθό καθορίζεται ως ″έννομο″ από την ένταση της κοινωνικής ανάγκης που επιβάλλει την αναγνώρισή του, η συχνότητα της προσβολής του και οι κοινωνικές αντιλήψεις για τη σημασία των προσβολών του, αποτελεί αδιαφιλονίκητο δείκτη της παραιτήσεως από την σπουδή με την οποία επιδιώκεται η νομιμοποίησή της. Εκτός εάν τη σπουδή προκαλεί η δύναμη συγκεκριμένων ομάδων πίεσης, που βιάζονται να εμφανίσουν ως ″κατάκτηση″  τη  νομιμοποίηση της ευθανασίας, και οι οποίες ενδιαφέρονται να βεβαιώνονται νομοθετικά οι αξιολογικές-ιδεολογικές τους θέσεις και ο προβαλλόμενος από αυτές τρόπος ζωής και να εμφανίζονται, έτσι, κυρίαρχες απόψεις ολόκληρου του κοινωνικού συνόλου. Οι τάσεις αυτές ενδιαφέρονται πολύ περισσότερο για την επιβεβαίωση των θέσεων τους και την εμπέδωση των επιδιωκόμενων εκτροπών στον τρόπο σκέψεως της κοινωνίας και των δυνατοτήτων αξιολογήσεως των φαινομένων, παρά για την εξυπηρέτηση του πανανθρώπινου αιτήματος της εξασφαλίσεως καλύτερων συνθηκών κοινωνικής διαβιώσεως και προσεγγίσεως της ευδαιμονίας.

Ο άνθρωπος είναι ένα άτομο με ατομικά δικαιώματα η πρόσωπο με προσωπικές σχέσεις; Ο άνθρωπος είναι αποτέλεσμα σχέσεως, καρπός αγάπης δύο ανθρώπων, των γονέων του, που συνεργάζονται με τον Θεό, δηλαδή είναι κοινωνικόν ον. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί να συμπεριφέρεται ως άτομο και μέσα από τα ατομικά δικαιώματα, αλλά ως πρόσωπο και μέσα από προσωπικές σχέσεις. Έτσι, δεν έχουμε ατομικό δικαίωμα στον θάνατο, όπως δεν έχουμε ατομικό δικαίωμα στην ζωή. Το μόνο «δικαίωμα-καθήκον» που έχουμε είναι να αισθανόμαστε το «δώρο» της ζωής, να χαιρόμαστε όλες τις «περιπέτειες» της ζωής, την δραστηριότητα της ημέρας, αλλά και την ομορφιά της νύκτας, να υπερβαίνουμε τον πόνο και τις δοκιμασίες της ζωής με υπευθυνότητα, να αισθανόμαστε τις σχέσεις μας με τους ανθρώπους ως μια «ανταλλαγή δώρων», να ζούμε προσωπικά και κοινωνικά. Τότε θα γνωρίσουμε καλά ότι η θετική αντιμετώπιση της διαδικασίας του θανάτου είναι ευεργετική για τον εαυτό μας, γιατί έτσι ωριμάζουμε, αλλά και ωφέλιμη για τους συνανθρώπους μας, γιατί έτσι εκφράζεται κατά τον καλύτερο τρόπο η αγάπη ως θυσία, υπέρβαση του εγώ και προσφορά, και όχι ως μια ευχάριστη ατομική δικαιωματική απόφαση.

Όποιος δίνει νόημα στην ζωή, τον πόνο και τον θάνατο και βιώνει την «έκσταση της αγάπης» έχει σκοπό στην ζωή του και ισχύει ο λόγος του Νίτσε «εκείνος που έχει ένα σκοπό στην ζωή μπορεί ν’ αντέξει σχεδόν στο κάθε τι» και δεν τρέμει προ της διαδικασίας του θανάτου, ούτε την αρνείται εγωϊστικά, με το ατομικό του δικαίωμα, για να καταλήξει στην ευθανασία. Οπότε και δεν τον απασχολεί το ερώτημα εάν έχει δικαίωμα στον θάνατο, αφού γεμίζει από νόημα ζωής.

Επιλέγοντας το θάνατο, ένας αυτόχειρας, δεν μπορεί να σημαίνει ότι ασκεί το δικαίωμά του να ζήσει, επειδή ο θάνατος δεν συναντιέται μέσα στα πλαίσια της ζωής, αλλά, στην πραγματικότητα την οριοθετεί. Για τον απλό λόγο ότι το αγαθό της ζωής είναι ένα συνειδητοποιημένο αγαθό που ενσωματώνει ένα δίκαιο νόημα στην κοινή συνείδηση, ενώ ο θάνατος είναι, στην ουσία του, μια  ανέκαθεν θεωρούμενη αποφευκτέα και γι αυτό άδικη οριστικά τελική έκβαση των διαδικασιών της ζωής. Αν παράλληλα με το δικαίωμα της ζωής προβληθεί το δικαίωμα το θανάτου, τότε το πρώτο δικαίωμα επειδή ενσωματώνει συμφέροντα κι επιδιώξεις που είναι περισσότερο εύληπτα στην κοινή συνείδηση, συγκριτικά με τα ασαφή και ακαθόριστα συμφέροντα που μπορεί να προάγονται με την υποστήριξη του δικαιώματος του θανάτου, το δεύτερο αυτό δικαίωμα εξασθενεί προ του πρώτου και πρέπει  να υποχωρήσει Ο θάνατος δεν καταφάσκει τη ζωή, την αρνείται, και γι αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ούτε συνέχειά της ούτε ειδοποιό χαρακτηριστικό της. Τουλάχιστον στην κοινή συνείδηση. 

X

  Αν λοιπόν, πράγματι, ο άνθρωπος είναι ένα ον που τελεί υπό τη διακαή επιθυμία της υπαρξιακής του πληρότητας και αυτό αποτελεί εγγενή λειτουργική ιδιότητα του ατόμου, που επιθυμεί την ανέλιξή του σε πρόσωπο, που την αντιλαμβάνεται ως τάση μετακινήσεως από μια μειονεκτική κατάσταση σε μια πλεονεκτικότερη·

  -αν ο άνθρωπος βιώνει τη ζωή του "επί παρουσία του θανάτου", δηλαδή έχει επίγνωση του ατομικού του θανάτου τον οποίο απωθεί μεν, αλλά μόνο για λειτουργικούς σκοπούς, προκειμένου να διατηρήσει τη δημιουργική του ικμάδα να αγωνιστεί στο στίβο της ζωής, να προκόψει, να ευημερήσει, να αναπαραχθεί και να εκπληρώσει τις προσδοκίες της κοινωνίας στην οποία ανήκει, αλλιώς η προφάνεια του θανάτου θα αποτελούσε τροχοπέδη για κάθε πρόθεση δράσεως, θα τον καταστούσε ανίκανο να αναλάβει οποιοδήποτε πρωτοβουλία, να καταστρώσει μεγαλόπνοα και μακροπερίοδα σχέδια ανορθώσεως και δημιουργίας και θα τον ωθούσε σε απογοήτευση και αδράνεια·

  -αν η βαριά αρρώστια και η υπό αφόρητους πόνους κλινική της πορεία ή η ταπεινωτική εξάρτηση από συσκευές τεχνητής παρατάσεως ζωτικών λειτουργιών ή η παρεμπόδιση της ελεύθερης διάθεσης του σώματος θρυματίζει την εικόνα κύρους και αυθεντικότητας, με την οποία, ως πρόσωπο αναμιγνύεται στην κοινωνία και αναστέλλει τον αγώνα του για ανέλιξη και τη φυσιολογική του διαδρομή προς την ωριμότητα·

  -αν ο σωματικός πόνος συνιστά ρήξη του προστατευτικού κελύφους του Εγώ και συνεπάγεται αμέσως ένα ψυχικό πόνο, έτσι που εκείνος που πονάει σωματικά είναι γι αυτό και μόνο το λόγο και ψυχικά άρρωστος·

  τότε, η επιδίωξη του θανάτου απ΄αυτόν τον "υποκύψαντα" συνάνθρωπο  συνιστά μια κατάρρευση, μια άτακτη οπισθοχώρηση, μια ανάσχεση της υλοποιήσεως του σχεδίου ζωής, που ο ίδιος εκπόνησε πριν από χρόνια στη νεότητά του κι ευρίσκεται στην όποια φάση υλοποιήσεώς του, μια ανάδρομη διέλευση της ζωής του ολόκληρης, προς τη φύτρα του και ακόμη πιο πίσω απ΄αυτή. Το αίτημα του θανάτου απ΄αυτόν τον άνθρωπο δεν είναι παρά μια κραυγή απόγνωσης, μια οργισμένη διαφωνία στη βιωμένη, ήδη, πραγματικότητά του, δεν είναι παρά η μανιώδης αναζήτηση διαφυγής από τις παρούσες δυσμενείς συγκυρίες. Η απώλεια της αξιοπρέπειάς του δεν έχει να κάνει με την αρρώστια του καθ΄αυτή, αλλά με το γεγονός ότι υποχρεώνεται να φυγομαχήσει ζητώντας έναν θάνατο. Είναι το αίτημα του θανάτου, στο οποίο υποχρεώνεται, που του προκαλεί ντροπή, όχι ο αγώνας έστω κι αν είναι άνισος· ιδιαίτερα μάλιστα αν είναι άνισος –επειδή οι άνισοι και προδικασμένης εκβάσεως αγώνες κάνουν τους ήρωες. Και των ηρώων η αξιοπρέπεια είναι δεδομένη.

Πριν από την εκδήλωση της αρρώστιας του, την καθήλωσή του στο αναπηρικό καροτσάκι, την εξάρτησή του από μηχανήματα τεχνητής παρατάσεως της ζωής, η κοινωνία στην οποία ανήκε ολοκληρωτικά και αγόγγυστα και κατά τις επιθυμίες της οποίας και σύμφωνα με τους ισχύοντες θεσμούς της διαμορφώθηκε, είχε φροντίσει να τον γαλουχήσει έτσι, ώστε να μην αποστρέφεται καταστάσεις σαν κι αυτή, πού ο ίδιος τώρα βιώνει, αν τον είχε πείσει ότι ακόμη και στις αποφράδες ημέρες του βασανισμού του δεν θα εγκατελείπετο μόνος του, αλλά στη μαρτυρική προς τον Γολγοθά πορεία του θα εύρισκε αλληλέγγυους και συνοδοιπόρους την κοινωνία, την πατρίδα, την οικογένεια τη φυλή, την ομάδα, στην οποία με τόση αφοσίωση είχε σε όλη του τη ζωή αφιερωθεί και για την ανέλιξη και πρόοδο της οποίας κατέβαλε όλα του αποθέματα και καταβλήθηκε, τότε αυτός ο άνθρωπος δεν θα είχε υποχρεωθεί να βλέπει τη φυγή ως μόνη διέξοδο από τη φάση των παθών του. Αυτό που τον οδηγεί στο απονενοημένο διάβημα του τερματισμού της ζωής του δεν είναι οι, ακόμη και αφόρητοι, σωματικοί πόνοι, για τους οποίους, εξάλλου, η σύγχρονη επιστήμη εγγυάται αποτελεσματικό έλεγχο, χωρίς σοβαρές επιπτώσεις στη διανοητική του διαύγεια και ψυχική του επάρκεια. Είναι η απελπισία, η αίσθηση εγκατάλειψης και η απώλεια κάθε νοήματος της ζωής. Αδυσώπητες, δηλαδή, καταστάσεις, που δεν αναδύθηκαν με αφορμή τις τρέχουσες δυσμενείς συγκυρίες, αλλά που βυσσοδομούσαν καθ΄ όλη τη διάρκεια της ζωής του, εγκλωβισμένης στη μηχανιστική απανθρωποίηση της κοινωνίας.

  Αν γνώριζε ότι θα στηριζόταν, ότι θα βοηθιόταν με πρακτικούς και αποτελεσματικούς τρόπους, αν η παρηγόρηση και όχι η αδιαφορία, η συντροφικότητα και όχι η αποστροφή, η φιλευσπλαχνία και όχι η ανοικτίρμων σκληρότητα χαρακτήριζαν τις κοινωνικές δομές, αν ο αλληλεγγυητικός τρόπος συνυπάρξεως και κοινωνικής συμβιώσεως και όχι η αδιαφορία για τον πλησίον ή και, ακόμη χειρότερα, η απήνεια του "ο θάνατός σου η ζωή μου", τελούσε ως κοινή αντίληψη, αν γνώριζε ότι στην κοινωνία ο ίδιος δεν υπήρξε, παρά ένα ανώνυμο παραγωγικο-καταναλωτικό συνοθύλευμα, διακρινόμενο μόνο από ένα code bar, αλλά, αντίθετα, θα  ήταν επώνυμος, και στην επωνυμία του θα ενσωμάτωνε μια ολόκληρη ιστορία συμμετοχής σε κοινούς αγώνες ανελίξεως, τότε θα είχε την ελπίδα ότι θα μπορούσε να μοιράσει τον πόνο του και, έτσι, θα τον βίωνε αποδυναμωμένο, ως εάν να επρόκειτο πράγματι για ένα επιμερισμένο μερτικό που του αναλογούσε.

Αν ο άνθρωπος ήξερε ότι στο συγκυτιακό δίκτυο στο οποίο είναι παραγωγικά και καταναλωτικά εγκλωβισμένος είχε ανάδρομες δυνατότητες και ότι με την ευχέρεια με την οποία σε όλη του τη ζωή δεχόταν "εντολές" που εκτελούσε αγόγγυστα, σχεδόν αυτόματα, ακόμη και διακινδυνεύσεις της ίδιας του της ζωής, με την ίδια ευχέρεια θα μπορούσαν να εκπεμφθούν από τον ίδιο και να εισακουσθούν από την κοινωνία "μηνύματα εκτάκτου ανάγκης", που θα ήταν ικανά να συνεγείρουν άμεσες αντιδράσεις και ανάλογες προσαρμογές, αν ήξερε, με άλλα λόγια, ότι δεν θα εγκαταλειπόταν να σύρει μόνος του τον σταυρό του μαρτυρίου του, σε μια κοινωνία που επιμένει να αγνοεί ό,τι δεν έχει αγοραία αξία, κανένα ευθανασιακό αίτημα δεν θα είχε καταγραφεί και καμιά αυτοκτονία δεν θα είχε παρατηρηθεί.

  Αν δεν είχε τεθεί υπό ανηλεή διωγμό ό,τι ωραίο και αληθινό υπάρχει στον άνθρωπο, σε εκείνον τον άνθρωπο, που ξέρει καλά πως ο θάνατος δεν νικιέται, μα η αξία του ανθρώπου δεν είναι η νίκη, αλλά ο αγώνας για τη νίκη και ότι σ΄αυτό τον αγώνα δεν είναι μόνος του, αλλά δίπλα του, πριν απ΄αυτόν και μετά απ΄αυτόν ακολουθούν άλλοι κι άλλοι,

  Αν η κοινωνία θέλει να διατηρήσει και να αναπτύξει την ευθυκρισία της και αν η ιατρική επιδιώκει να συνεχίσει να λειτουργεί ως αυθεντική επιστήμη "επ΄ωφελείη καμνόντων", τότε ασφαλώς, ένα αίτημα-επίκλιση του θανάτου ή, ακόμη και, η προσδοκία έλευσής του δεν πρέπει να λαμβάνεται κατά κυριολεξία. Πρέπει να αναζητείται ο υποκείμενος συμβολισμός του και να αναγνωρίζεται ως ένα ακόμη σύμπτωμα της σε εξέλιξη βαριάς νόσου του. Το αίσθημα επικειμένου θανάτου, που συνοδεύει πολλές από τις βαριές νόσους, μετατρέπεται σε αίτημα θανάτου, ως μια μορφή υπεραναπληρώσεως, όταν ο άνθρωπος αφήνεται να διεξέλθει μόνος του την τραγική περιπέτειά του. Η ανθρώπινη φύση δεν ανέχεται εκκρεμότητες. Επιχειρεί, πάντα, να καταστήσει πραγματικότητα και να αναμετρηθεί μαζί της ό,τι συνιστά απειλή, παρά να στέκει τρομαγμένη υπό το δέος του δυνητικού κινδύνου.

Ο άνθρωπος, που στα τελικά στάδια μιας επώδυνης νόσου προβάλλει το αίτημα του θανάτου ενεργεί είτε υπό το κράτος της απόγνωσης, της απελπισίας, υπό το κράτος της υπαρξιακής σύγχυσης, της βαθιάς κατάθλιψης, της βαριάς ψυχοπάθειας, υπό το κράτος του πανικού, καθώς βλέπει την ιατρική αμήχανη και την κοινωνία αδιάφορη ή διστακτική. Γι αυτό δεν πρέπει να εισακούεται, όπως –πολύ ορθά- δεν εισακούεται εκείνος, που θέλει να καπνίσει ένα τσιγάρο σε δημόσιο χώρο και του το απαγορεύουν, χωρίς η επίκληση κανενός δικαιώματος αυτοδιαθέσεως, αυτοπροσδιορισμού και ελευθερίας να αναστείλει ή έστω μετριάσει την απαγόρευση. Εάν εισακουσθεί και κάποιος συναινέσει ή συνδράμει το  θάνατο που παραμονεύει, αυτόν τον σκοτεινό συνοδοιπόρο του καθενός μας, θα έχει διαπραχθεί μια ανθρωποκτονία εκ προμελέτης. Εκτός κι αν δεχτούμε ότι η ευθανασία είναι μια εντελώς προσωπική υπόθεση, από την οποία κανείς άλλος, εκτός ίσως από τον αυτόχειρα δεν βλάπτεται. Αλλά δεν είναι έτσι. Σε κάθε ικανοποιούμενο ευθανασιακό αίτημα, η κοινωνία των ανθρώπων υφίσταται την μέγιστη ηθική βλάβη, επειδή συλλαμβάνεται ανέτοιμη να προστατεύσει τα μέλη της, δηλαδή να ανταποκριθεί σ΄αυτό ακριβώς που απετέλεσε τον όρο συμπήξεώς της και αυτοακυρώνεται. Και βλάπτεται ιδιαίτερα στη σημερινή εποχή, που κομπάζει για τον τεχνολογικό εξοπλισμό της, την κατανόηση της φύσης, τη διείσδυση σε ανεξάντλητα κοιτάσματα γνώσης και την κατάκτηση, της μεγαλύτερης στην ιστορία της, αυτονομίας και άλλων δικαιωμάτων. Επειδή η κοινωνία κατέκτησε ισότιμα το δικαίωμα να υποβάλλει αιτήματα νομιμοποιήσεως της ευθανασίας, αλλά και το προνόμιο να τίθεται αλληλέγγυα στους αναξιοπαθούντες, η ανοχή στο θάνατο και, ακόμη χειρότερα, η επιλογή του  -ανεξάρτητα μορφής, αιτιολογίας ή συνθηκών- του θανάτου στο πεδίο της μάχης, στο ικρίωμα, στην άσφαλτο ή τη νοσηλευτική κλίνη ισοδυναμεί με την αυτοκατάργησή της.

Η επιλογή του θανάτου από τον σύγχρονο άνθρωπο, που η ατυχία τον έφερε στη ζοφερή κατάσταση να βιώνει μια αναξιοβίωτη ζωή, δεν είναι παρά ένας ελιγμός, μια προσποίηση. Είναι η εκποίηση της ίδιας του της ζωής για τη διατήρησή της.

 

[1] Δραγώνα-Μονάχου, Μ.: Φιλοσοφία και Ανθρώπινα Δικαιώματα. Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 1986