Γήρανση, θεωρίες της

θεωρίες της γηράνσεως έχουν συγκεντρώσει το επιστημονικό ενδιαφέρον, μετά τις πρόσφατες ανακαλύψεις ότι η ηλικίωση δεν είναι ούτε παγκόσμιο φαινόμενο ούτε αναπόφευκτο, κι επομένως, είναι ευεπίφορη της δράσεως της Ιατρικής επιστήμης, προκειμένου, μάλιστα, να δικαιωθεί ο Γάλλος Ιατρός, ο οποίος υποστήριξε τον 19ο αιώνα, ότι η Ιατρική μπορεί να αναστείλει το θάνατο στο διηνηκές, με τη βοήθεια της βιολογία και της τεχνολογικής ανάπτυξης. Η έρευνα της γηράνσεως επηρεάζεται από τις τρέχουσες και παλαιότερες θεωρίες της ηλικιώσεως. Ο Weismann, 1882, πρότεινε ότι η γήρανση είναι μια γενετικά προκαθορισμένη προσαρμογή, προς όφελος του είδους, αλλά από τότε,  οι απόψεις για την παθογένεια του γήρατος έχουν αντικατασταθεί από άλλες, κατά τις οποίες, το γήρας δεν είνια προσαρμοστικός μηχανισμός, αλλά αποτέλεσμα συγκεντρώσεως σωρείας μεταλλάξεων ή ακόμη και αποτελέσμα παρενεργειών συγκεκριμένων ουσιδών εξελίξεων.  

            ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΓΗΡΑΤΟΣ
εξελικτικές  θεωρίες
αναλώσιμο σώμα εκλεκτική πίεση για αναπαραγωγή. Το σώμα αυτοδιαλύεται μετά την επιτέλεσή της 
ανταγωνιστικός πλειοτροπισμός  ανταγωνισμός γονιδίων που ευθνοούν την αναπαραγωγή,. αλλά όχι τη μακροβιότητα
μοριακές θεωρίες
γενετικές οι μεταβολές στην έκφραση των γονιδίων επηρφεάζει την μακροβιότητα και την γήρανση
σωματικές μεταλλάξεις Βλάβες που προκαλούνται στο DNA με την πάροδο του χρόνου. Επ[ηρεάζουν την αντιγραφή γενετικού υλικού
κυτταρικές θεωρίες
wear and tear (θεωρία της φθοράς) Βλάβες που αθροίζονται στα κύτταρα με την πάροδο του χρόνου
ελεύθερες ρίζες οξυγόνου |
οξειδωτικό stress
Κατά τον οξειδωτικό μεταβολισμό, παράγονται ελεύθερες ρίζες οξυγόνου, που μπορούν να βλάπτουν το DNA και τη σύνθεση των πρωτεϊνών.  
βράχυνση του τελομεριδίου βράχυνση του τελομεριδίου με την πάροδο του χρόνου επηρεάζει τη περαιτέρω διαίρεση των κυττάρων (γήρας)
συστηματικές θεωρίες
νευροενδοκρινικές μεταβολές Το κεντρικό βιολογικό ρολόϊ ελέγχει την παραγωγή και διάθεση ορμονών και τη διατήρηση της ικανότητας του οργανισμού να διαχειρίζεται το stess. 
Ανοσοποιητικό Οι αμυντικές λειτουργίες μειώνονται με το χρόνο· μεγαλύτερος κίνδυμος εμφανίσεως νεοπλασιών, και επηρρέπεια στις λοιμώξεις

 

α. παραδοσιακές θεωρίες εξελικτικής  μηχανικής και μη προσαρμοσμένες θεωρίες ηλικιώσεως.

 1. πριν τον Δαρβίνο, μερικοί πίστευαν ότι οι έμβιοι οργανισμοί προοδευτικά εξαντλούνται και η κατάστασή τους υποστρέφεται με τον ίδιο τρόπο, όπως ένα κομμάτι σίδερο, που με τον καιρό, εκτεθειμένο στις οξειδωτικές επιδράσεις του περιβάλλοντός του, καταλήγει σε άμοεφη μάζα σκουριάς.

2. το 1859, η εξελικτική μηχανική θεωρία του Δαρβίνου προετείνει ότι η δύναμη της εξελικτικής επιλογής τείνει στην μεγαλύτερη δυνατή μακροημέρευση, και στη μέγιστη αναπαραγωγική ικανότητα, δηλαδή προς την αθανασία.

3. 1859+, η κριτική εντοπίζει αντίφαση μεταξύ της θεωρίας της φυσικής επιλογής του Δαρβίνου, που ευνοεί άτομα με μέγιστο προσδόκιμο επιβιώσεως και μέγιστη ικανότητα αναπαραγωγής και της παρατηρούμενης προοδευτικής εκπτώσεως της ζωτικης και αναπαραγωγικής ικανότητας, δηλαδή του περιορισμού της μακροημέρευσης, που διαφέρει ευρέως μεταξύ των ειδών (Goldsmith 2004, &).

4. Η εμφάνιση στοχαστικών υποθέσεων των οποίων ανάλυση υπάρχει σε εμπεριστατωμένες  ανασκοπήσεις (&, &, &, &).

5. γενετικές θεωρίες μακροβιότητας. |γενετικές θεωρίες γηράνσεως Είναι η μακροβιότητα γενετικά καθορισμένη; Το γεγονός ότι η διάρκεια της ζωής είναι ειδική κατ΄ είδος έμβιων οργανισμών, μπορεί να σημαίνει ότι υπάρχει γενετικό υπόστρωμα στη μακροβιότητα και την έλευση του γήρατος. Οι αιωνόβιοι παριστούν το ανώτερω άκρο του φάσματος της μακροβιότητας. Εξασφαλίζουν την μακροβιότητά τους, εν μέρει επειδή στερούνται γονιδιακών παραλλαγών που συνδέονται με αίτια πρωίμου θανάτου.  Οι μελέτες Pedigree έχουν δείξει την παρουσία ενός σημαντικού οικογενούς ‘συστατικού’  στην ικανότητά τους να επιβιώνουν επί 100 και πλέον έτη, και μια πρόσφατη μελέτη έχει δείξει ότι το ‘προνόμιο’  της μακροβιότητας κωδικεύεται στο χρωματόσωμα 4ˑ γεγονός που μαρτυρά την παρουσία τουλάχιστον ενός γονιδίου, σχετιζόμενου με την μακροβιότητα, στον άνθρωπο. Οι αιωνόβιοι αποτελούν  στόχο για τους ερευνητές, καθώς ενδέχεται οι απόγονοί τους να ζήσουν ακόμη περισσότερο. Εάν η αιτία για την οποία οι απόγονοι των αιωνόβιων αναμένεται -γι αυτό το λόγο- να ζήσουν επίσης πλέον των 100 ετών, είναι αποκλειστικά ζήτημα ευνοϊκής επιδράσεως κοινωνικο-οικονομικών ή περιβαλλοντικών παραγόντων, το πλεονέκτημά τους αυτό, θα μειωνόταν με την πάροδο της ηλικίας. Κι αυτό για τους εξής λόγους: Τα παιδιά των αιωνοβίων έχουν σε αξιοσημείωτο βαθμό το πλεονέκτημα της μειώσεως των ηλικιακά εξαρτημένων κινδύνων νοσηρότητας ιδιαίτερα των καρδιοπαθειών, της υπερτάσεως και του σακχαρώδους διαβήτη, έτσι που να αποτελούν υποσχόμενα πρότυπα γενετικών και φαινοτυπικών μελετών για 1] την επιβράδυνση της ελεύσεως του γήρατος στο γενικό πληθυσμό, και, 2] την καθυστέρηση και, ενδεχομένως, αποφυγή προσβολής από ηλικιακά εξαρτημένες παθήσεις.  (*&*):  Γενικά, σε μελέτες φαλάγγων η κατανομή των ταχέως γηρασκόντων έναντι των βραδέως αναμένεται να εντάσσεται σε μια κωδωνοειδή κατανομή. Σε πειραματικές διατάξεις, όπως σε πειράματα με νηματοειδή και drosophila (είδος εντόμων), η μακροβιότητα συνδέεται με μεταλλάξεις απλού γονιδίου  απλών γονιδίων. Υπάρχει μια οικογένεια drosophila που φέρει μια μετάλλαξη με το όνομα methuselah από την οποία προκύπτει μια αύξηση της διάρκειας της ζωής κατά 35% και, ταυτόχρονα ενισχυμένη αντίσταση στην καταπόνηση  (stress) όπως η πείνα και η αύξηση της θερμοκρασίας (https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pubmed/9794765?dopt=Abstract)">&). Στους ποντικούς, εντοπίζεται σύνδεση μεταξύ της μακροβιότητας και των γονιδίων που κωδικεύουν την ορμόνη IGF-1, που είναι μια ινσουλινόμορφη πρωτεΐνη που επηρεάζει το ρυθμό της ανάπτυξης. Χαμηλότερα επίπεδα της ορμόνη αυτής φαίνεται ότι εμπλέκονται με την μακροβιότητα σε συστήματα πολυμοντέλων. Όσο περισσότερο βραχύτερα, μικρότερα, και ελαφρότερου σωματικού βάρους είναι τα άτομα του είδους αυτού, τόσο  μεγαλύτερη μακροβιότητα εμφανίζουν. Αντίθετα, όσο μεγαλύτερες συγκεντρώσεις IGF-1 διαθέτουν, τόσο νεότερα πεθαίνουν, ενώ ταυτόχρονα παίρνουν μεγαλύερο σωματικό βάρος και μέγεθος, κατά τον 3ο μήνα της ηλικίας τους. Η αποκοπή της παραγωγής IGF-1 στγα νηματοειδή συνδέεται επίσης με μακροβιότητα (https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pubmed/16131353?dopt=Abstract).">&). 

Υπάρχουν αλήθεια γονίδια, διαπιστευμένα με την μακροβιότητα, στο ανθρώπινο είδος; Σε σχετικές μελέτες New England Centenarian Study, αναγνωρίζεται, πράγματι, ένας κοινός τόπος σε πολλούς από τους αιωνόβιους και τις οικογένειές τους, στο χρωματόσωμα 4ˑ παρόμοιες μελέτες ευρίσκονται σε στάδιο εξελίξεως, αλλά το γενετικό puzzle παραμένει πολύπλοκο, έτσι, ώστε οριστικά συμπεράσματα δεν μπορούν, προσώρας, να εξαχθούν. Π.χ., είναι γνωστό ότι παρόλο ότι έχουν κοινά τα 97% των γονιδίων τους, οι  μπαμπουΐνοι ζουν μέχρι μόλις 20 χρόνια, και ο άνθρωπος μέχρι 80. Οι ειδικοί διαβλέπουν ότι αυτό που μέχρι τώρα έχει γνωστεί σχετικά με τον γονιδιακό έλεγχο της μακροβιότητας δεν είναι αρκετό για να διευκολύνει ένα σχέδιο γονιδιακής θεραπείας ή άλλο τύπο γοινιδιακού χειρισμού με τον οποίο θα μπορούσε να επιτευχθεί παράταση της ζωής. Αντ’ αυτού  ίσως ήταν εφικτή η αναγνώριση του μηχανισμού δράσεως των κυττάρων και να χρησιμοποιηθούν παρόμοιες γνώσεις για τη φαρμακοθεραπεία, με την οποία θα μπορούσε να επιβραδυνθεί η έλευση του γήρατος (&).

6. μηχανισμοί συντήρησης και επιδιόρθωσης του DNA. Μερικά αναπτυξιακά μοντέλα ηλικιώσεως εστιάζουν στην ισορροπία που πρέπει να εξασφαλίζεται μεταξύ της αναπαραγωγής του είδους και της διαλύσεως του ατόμου (θεωρία της αναλώσεωςς του σώματος). Π.χ., το DNA των κυττάρων του ανθρωπίνου σώματος συγκεντρώνει βλάβες, με το χρόνο, έτσι, που χρειάζεται να διατεθεί ενέργεια προκειμένου να αποκατασταθούν και να διατηρηθεί η ακεραιότητά του. Παρά το γεγονός ότι έχουν προβλεφθεί ισχυροί μηχανισμοί επιδιορθώσεως, οι βλάβες μερικές φορές αφορούν σε ζωτικά μόρια στο κύτταρο, με αποτέλεσμα την αναστολή πολλαπλασιασμού του κυττάρουˑ η κατάσταση ονομάζεται γήρανση. Μερικοί υποστηρίζουν ότι η εξέλιξη αυτή είναι προστατευτική, επειδή η αναστολή των κυττάρων αυτών είναι στην ουσία προστατευτική, επειδή έτσι, εμποδίζεται η ανάπτυξη κακοήθων κυττάρων (&). |κυτταρική γήρανση| Στον όρο αυτόν περιλαμβάνεται η δυσλειτουργία του τελομερούς, η βλαβη του DNA, η παραγωγή ισχυρών μιτογόνων σημάτων, και η διάσπαση της χρωματίνης. Τα φαινόμενα αυτά, ονομαζόμενα κυτταρική γήρανση ελέγχονται από το p53 και το RB, που παριστούν κατασταλτικά ογκογονίδιαˑ πρωτεΐνες, δηλαδή που συνθέτουν έναν ισχυρό αντικαρκινικό μηχανισμό. Σε κάθε περίπτωση, τα γηρασμένα κύτταρα αποκτούν φαινοτυπικές αλλοιώσεις που μπορεί να εισφέρουν στην νηλικίωση και σε διάφορες παθήσεις σχετιζόμενες με την ηλικία, συμπεριλαμβανομένου του καρκίνου της προσωρημένης ηλικίας. Έτσι, η γεροντική απάντηση μπορεί να είναι ανταγωνιστικά πλειοτροπική ενθαρρύνοντας την πρώιμη επιβίωση, εμποδίζοντας την ανάπτυξη νεοπλασμάτων αλλά, προοδευτικά περιορίζουν τη μακροβίωση με τη συγκέντρωση δυσλειτουργικών γεροντικών κυττάρων.   

7. Η θεωρία των ελευθέρων ριζών οξυγόνου. Αποτελεί παραλλαγή της ‘θεωρίας της φθοράς’ κατά την οποία υποστηρίζεται ότι η συγκέντρωση αποδομημένης ύλης  (debris) συγκεντρώνεται στα κύτταρα και τα υποχρεώνει σε δυσλειτουργία και θάνατοˑ η θεωρία των ελευθερών ριζών οξυγόνου. Η θεωρία αυτή προτάθηκε αρχικά από τον Harman D. (1956)

Στα μιτοχόδρια, τα οργανύλια των κυττάρων στα οποία παράγεται η ενέργεια, παράγονται επίσης ως παραπροϊόντα, ελέυθερςες ρίζες οξυγόνουˑ ασταθή μόρια όπως το υπεροξείδιο και οι υδροξυλικές ρίζες που μπορούν να ενσωματωθούν σε κυτταρικά συστατικά και να προκαλέσουν βλάβη στο DNA και άλλες πρωτεΐνες (&).

Φαίνεται ότι τα ασταθή αυτά προϊόντα συνδέονται στενά με την ηλικίωση, αλλά και με την μακροβιότητα.  Οι μακροβίωτοι οργανισμοί παράγουν μεγαλύτερες ποσότητες δεσμουτάσης του περοξειδίου (: ενός ενζύμου που αδρανοποιεί τις ελεύθερες ρίζες οξυγόνου, ΕΡΟ), έχουν δηλαδή ενισχυμένη ικανότητα άμεσης αδρανοποίησης των ριζών οξυγόνου και απαλλαγής του οργανισμού από το οξειδωτικού stress.

Ένας από τους τρόπους, με τους οποίους οι ΕΡΟ προκαλούν  βλάβες είναι οι συνδέσεις τους με πρωτεΐνες. Οι σταυρωτές αυτές συνδέσεις αυξάνονται με την ηλικία και αλλοιώνουν ειδικότερα τις μακροβιότερες πρωτεΐνες όπως το κολλαγόνο και η ελαστίνη, που μπορεί να οδηγήσουν σε αύξηση της ενδόσεως των αρτηριών, της καρδιάς και του πνευμονικού παρεγχύματος (: πνευμονικό / γεροντικό εμφύσημα) (&).

Οι πρωτεΐνες αυτές που συνδέονται με ΕΡΟ, χάνουν τη λειτουργική τους ακμαιότητα, αλλά επιπλέον δεν μπορούν να αποκαθαρθούν από το ορισμένο για την κάθαρση των αλλοιωμένων πρωτεϊνών κυτταρικό σύστημα. Επομένως, αθροίζονται και προκαλούν βλάβες ή συγκεκριμένες παθήσεις. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η αντίδραση της ενδοκυττάριας γλυκόζης και των αμινομάδων των πρωτεϊνών αυτών, που είναι μια διαδικασία ονόματι glycation. Μια, επομένως, από τις θεωρίες, της πρώιμης γηράνσεως των διαβητικών είναι ότι η υπεργλυκαιμία προκαλεί ενδοκυττάρια αύξηση των ΕΡΟ, των κυττάρων που επιστρώνουν την αορτή, και έτσι, προκαλείται πρώιμη αθηροσκλήρυνση |οξειδωτικό stress|.   

8. κυτταρική ηλικίωση και γήρανση. Ένα κρίσιμης σημασίας ζήτημα στη γεροντολογία είναι η συντήρηση κι επιδιόρθωση και αυτό είναι απαραίτητο ακόμη και στο κυτταρικό επίπεδο. Υπολογίζεται ότι επισυμβαίνουν 30000-70000 βλαπτικά επεισόδια στο DNA κάθε κυττάρου την ημέρα. Η κυτταρική ανακύκλωση είναι ένας τρόπος να διασφαλίζεται η διάθεση υγιών κυττάρωνˑ αλλά χρειάζεται η διάθεση ενέργειας για να επιτευχθεί η εν λόγω κυτταρική ανανέωση. Το ποσόν της διατιθέμενης ενέργειας εξαρτάται από την πάροδο της ηλικίας, που σημαίνει ότι τα φυσιολογικά κύτταρα δεν μπορούν να ανανεώνονται στο διηνεκέςˑ δεν διαιρούνται αορίστως, ακόμη και σε εργαστηριακές διατάξεις. Στην αντίληψη της της ενεργού διαιρέσεως βασίζεται η θεωρία του αναλώσιμου σώματος  (Disposable Soma Theory: (&, *&*).

 Μετά από έναν ορισμένο αριθμό διαιρέσεων, τα κύτταρα περιέρχονται σε κατάσταση μη – περαιτέρω- διαιρέσεως-, που ονομάζεται γήρανση. Έτσι, φαίνεται ότι τα κύτταρα χρεώνονται τον αριθμό των διαιρέσεών τους, μάλλον, παρά από τη διάρκεια της ζωής. Τι είναι αυτό που καθορίζει το συνολικό αριθμό των διαδοχικών διαιρέσεών τους; Θεωρείται, εν γένει, ότι το τελομερές ελέγχει το συνολικό αριθμό των διαιρέσεών τους. Το τελομερίδιο βραχύνεται μετά κάθε διαίρεση και όταν εξαντληθεί, το κύτταρο δεν μπορεί πλέον να ανανεωθεί κι έτσι περιέρχεται σε κατάσταση γηράνσεως. Τα τελομερή είναι κατασκευές στην άκρη κάθε χρωματοσώματος, που το μέγεθός τους καθορίζεται από τη δράση του ενζύμου τελομεράσης και μειώνεται μετά από κάθε κυτταρική διαίρεση. Η παρουσία των τελομερών είναι μια λειτουργία που απαγορεύει στα κύτταρα να καταστούν αθάνατα και από το να πολλαπλασιάζονται επ΄άπειρον σε καλλιέργειες. Θεωρείται ότι αυτό συμβαίνει επειδή μετά έναν ορισμένο αριθμό διαιρέσεων, το τελομερές έχει φτάσει σ΄ένα κριτικό σημείο, κατά το οποίο περαιτέρω διαίρεση του κυττάρου απολήγει στον σχηματισμό αλλοιωμένου DNA που εισάγει το κύτταρο σε συνθήκες γήρανσης.  Η τελομεράση είναι ένα ένζυμο, το οποίο αντιστρατεύεται αυτήν την πορεία προς τη γήραςˑ αποκαθιστά τα αποκομμένα τμήματα του τελομερούς, μετά κάθε διαίρεση του κυττάρου. Η τελομέραση εξαντλείται στα πρώιμα στάδια της ζωής, κι έτσι, δεν μπορεί να συνεχίζει τη δράση της στο διηνεκ΄λες, μετατρέποντας τα θνητά κύτταρα σε αθάνατα. Αντίθετα, τα κύτταρα που θεωρούνται ότι διατηρούν την ιδιότητα τη διαιρέσεως, όπως τα βλαστικά κύτταρα του μυελού των οστών, διαθέτουν ενεργό τελομεράση. Τη δεκαετία του 1990 διαπιστώθηκε ότι εισάγοντας τελομεράση στα μη βλαστικά κύτταρα του ανθρωπίνου σώματος μπορεί να επιτευχθεί η αθανασία τους, τουλάχιστον σε κυτταρολογικές καλλιέργειες (&).

Σε ποσοστό >90% τα καρκινικά κύτταρα εκφράζουν την τελομεράση και, θεωρείται ότι, είναι ένα από τα υποκείμενα αίτια, για το οποίο τα καρκινικά κύτταρα επιβιώνουν και αναπαράγονται στο διηνεκές. Σημειώνεται ότι εισάγοντας τελομεράση στα φυσιολογικά κύτταρα, αυτά δεν καθίστανται νεοπλασματικά. Οι αυξημένες συγκεντρώσεις τελομεράσης στα νεοπλασματικά κύτταρα συσχετίζονται με χειρότερη κλινική έκβασηˑ αναδύεται ένας νέος θεραπευτικός στόχος! Η αναστολή τηε τελομεράσης στα καρκινικά κύτταραˑ καθώς θα καταστούσε τα καρκινικά κύτταρα περισσότερο ευαίσθητα στη χημειοθεραπεία (&).

Το μήκος του τελομεριδίου μπορεί, επίση,ς να συσχετιστεί με την μακροβιότηταˑ σε μια μελέτη επι δειγμάτων περιφερικού αίματος δείχτηκε ότι τα μακρύτερα τελομερίδια συσχετίζοντο με λιγότεορ κιίνδυνο θανάτου (&). 
Το μήκος των τελομεριδόιων δεν μειώνεται μόνο με τις αλληλοδιάδοχες κυτταρικές διαιρέσεις, αλλ΄επίσης και με τις επιδράσεις των ΕΡΟ (&). 
Η παρατήρηση αυτή αποτελεί υπόδειγμα του τρόπου με τον οποίο αντεπιδρούν μεταξύ τους οι διάφορες θεωρίες της γήρανσης.
Ένα πρόσθετο παράδειγμα είναι, επίσης, ο τρόπος με τον οποίο η δράση των τελομεριδίων τελεί υπό γονιδιακό έλεγχο. Το γονίδιο p53 μπορεί να είναι ένα μηχανισμός ελέγχου της κυτταρικής γηράνσεως και αυτό αποτελεί ένα παράδειγμα ανταγωνιστικού πλειοτροπισμού, καθώς μπορεί να είναι αντινεοπλασματικός παράγοντας στις νεότερες ηλικίες και προγεροντικός, αργότερα. Σε πειραματικά μοντέλα, πολύ ασθενής p53 έκφραση απολήγει σε θάνατο από νεοπλάσματα στις νεότερες ηλικίες (&).

Αντίθετα, έντονη γονιδιακή έκφραση p53 απολήγει σε επιτάχυνση της γήρανσης, με την ανάπτυξη πρόωρης οστεοπόρωσης, απώλειας βάρους, και μειωμένης ταχύτητας επούλωσης τραυμάτων (&).

Οι παρατηρήσεις αυτές, με τη σειρά τους, ενισχύουν τη θεωρία ότι η γήρανση των κυττάρων μπορεί, αντίθετα, να είναι προστατευτικής υφής, και ότι η γήρανση είναι το τίμημα που πληρώνουμε προκειμένου να αποφύγουμε τον καρκίνο (&).

9. Κυτταρικός θάνατος. Νέκρωση και απόπτωση. Ενώ η κυτταρική γήρανση, δηλαδή η ματαίωση περαιτέρω διαιρέσεως των κυττάρων μπορεί να είναι ένας προστατευτικός μηχανισμός αποτροπής προσβολής από καρκινικές εξαλλαγές, ο κυτταρικός θάνατος μπορεί να παριστά  έναν άλλον μηχανισμό με τον οποίο ο οργανισμός προσπαθεί να προστατευτεί από τα αλλοιωμένα κύτταρά του. Υπάρχουν δύο μορφές κυτταρικού θανάτου: η νέκρωση και η απόπτωση (&). Μια τρίτη μορφή – ο ανοίκειος κυτταρικός θάνατος- είναι λιγότερο διευκρινισμένη και, στην πραγματικότητα, αποτελεί μέρος μιας από τις δύο προηγούμενες. Η νέκρωση θεωρείται ότι αποτελεί συνέπεια μαζικής βλαπτικής δράσεως που είναι ατυχηματικής φύσεως και είναι πάντα παθολογική. Ως καταλληλότερο παράδειγμα θα μπορούσε να αναφερθούν τα κύτταρα του μυοκαρδίου, τα οποία υφίστανται ισχαιμική  νέκρωση, η στέρηση της αιματώσεώς τους, οπότε προκαλείται το έμφραγμα του μυοκαρδίου. Η απόπτωση είναι ο κυτταρικός θάνατος που τελεί υπό απόλυτο έλεγχο των ενδογενών μηχανισμώνˑ που επίσης αποκαλείται ‘προγραμματισμένος θάνατος’ και επισυμβαίνει ως απάντηση σε συγκεκριμένα ερεθίσματα.  Θεωρείται ότι καθοδηγείται γενετικά. Σε αντίθεση με τη νέκρωση, η απόπτωση θεωρείται φυσιολογική διαδικασία και μπορεί να οριστεί ως  η απαλλαγή του οργανισμού από ανεπιθύμητα κύτταρα. Ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα μπορεί να ανασυρθεί από το ανοσολογικό σύστημα, στο οποίο τα Τ-λεμφοκύτταρα  υφίστανται κυτταρικό θάνατο σε ό,τι πιστεύεται ότι αποτελεί αντίδραση στην αναγνώριση αυτό-αντιγόνων που θα απέλεγε στην ανάπτυξη αυτοάνοσων παθήσεων (&). Θάνατος των νευρωνικών κυττάρων αναγνωρίζεται σε πολλές παθήσεις φθοράς, όπως στη νόσο Alzheimer.   

10. νευροενδοκρινικές / ανοσολογικές θεωρίες γηράνσεως. Υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ότι η αμυντική λειτουργία του οργανισμού μειώνεται με την ηλικία. Η λειτουργία των Τ-λεμφοκυττάρων εκπίπτει προοδευτικά αυξάνοντας έτσι, τις πιθανότητες για λοιμώξεις και νεοπλάσματα. Αυτό μπορεί να συμβαίνει μέσω μεταβολών στις κυτοκίνες, που, εν γένει, είναι μόρια, υπεύθυνα για την επικοινωνία των ανοσοκυττάρων μεταξύ τους.
Μερικοί βιολόγοι πιστεύουν ότι το νευρικό, το ενδοκρινικό και το αμυντικό σύστημα στον οργανισμό συνεργάζονται και ότι η γήρανση είναι μια εν γένει έκπτωση της ικανότητας διαχειρίσεως στρεσσογόνων ερεθισμάτων (&). Μερικοί, ακόμη, πιστεύουν ότι το δεσπόζον ʺβιολογικό ρολόϊʺ εδράζεται στον υποθάλαμο, στον εγκέφαλο, το οποίο είναι και υπεύθυνο για το χρόνο και το ρυθμό με τον οποίο εμφανίζεται το γήρας, μέσω ενδοκρινικών οδών. Όπως, σημειώθηκε και στο ανάλογο κεφάλαιο της παρούσης ανασκοπήσεως, οι ορμόνες μειώνονται με την πάροδο της ηλικίας ιδιαίτερα εκείνες της αναπαραγωγικής λειτουργίας, η τεστοστερόνη και τα οιστρογόνα. Συμβαίνουν επίσης μειώσεις των συγκεντρώσεων των αυξητικών παραγόντων και στην έκκριση άλλων ορμονών που επηρεάζουν την ικανότητα των γηραιοτέρων να διαχειρίζονται στρεσσογόνους παράγοντες όπως οι λοιμώξεις και η αφυδάτωση.   

11. πρότυπα πρώιμης γήρανσης. Αναφέρονται διάφορα παραδείγματα – σύνδρομα πρώιμης γήρανσης, που θα μπορούσαν να φωτίσουν τη βιολογία της πρώιμης γήρανσης – της προγηρίας, όπως αναφέρεται το πρώιμο γήρας.

Σύνδρομο Werner. Το ΣW ή "προγηρία των ενηλίκων" ενδείξεις ήρατος αρχίζουν να διαφαίνονται ήδη από την εποχή της εφηβείας. Συνήθως τα παιδιά που προσβάλλονται έχουν κανονικό ανάστημα στο δημοτικό σχολείο, αλλά ακολούθως η ανάπτυξή τους καθυστερεί, ενώ ταυτόχρονα αναπτύσσουν τυπικά χαρακτηριστικά γήρατος στην πρώιμη περίοδο της ζωής τους. Εμφανίζουν πρώιμο καταρράκτη, αν και όχι στο ίδιο σημείο του φακού, που συνήθως εμφανίζεται στους ηλικιωμένους. Επιπλέον, εμφανίζουν χαρακτιστική εικόνα γήρατος στο δέρματος, όπως μειωμένη ενδοτικότητα κια δερματική ευθραστότητα, γκρίζες και λεπτές τρίχες. Συνήθως πάσχουν από οστεοπόρωση, πρώιμη εμμηνόπαυση σακχαρώδη διαβήτη και νεοπλάσματα. Ο θάναστος οφείλεται σε έμφραγμα του μυοκαρδίου ή καρκίνο, σε μέση ηλικία, περίπου 47. Είναι ενδιαφέρον να τονιχτεί ότι, συνήθιως δεν αναπτύσσουν νόσο Alzheimer ή υπέρταση.
  To σύνδρομο Werner είναι μια αυτοσωμιακή πάθηση που μεταφέρεται με τον υπολειπόμενο χαρακτήρα και το υπεύθυνο γονίδιο εντοπίζεται στο χρωμόσωμα 8. Πιστεύεται ότι οφείλεται σε μια μετάλλαξη της ελικάσης του DNA, ενός ενζύμου, δηλαδή που εμπλέκεται στην αναστολή της ελικώσεως του DNA (&). O μηχανισμός επιδιορθώσεως του DNA εμφανίζεται φυσιολογικός, αν και πάσσχει η ένταξη της συνθέσεώς του. Τα κύτταρα έχουν κανονικό μήκος τελομεριδίου αλλά, εμφανίζουν επιτάχυνση του ρυθμού βράχυνσής της (&).        

Σύνδρομο Hutchinson–Gilford. Η κλασική μορφή προγηρίας. είναι  μια σπάνια πάθηση που προσβάλλει 1/8.000.000 γεννήσεις (&). Περιγράφηκε αρχικά στη Αγγλία, το 1886, από τον Hutchinson, ένα αγόρι, ηλικίας 8.5 ετών με όψη γέροντος. Τα προσβληθέντα άτομα εμφανίζουν  προγηρία, που άρχεται από την ηλικία των 2.5 ετών,με γεροντικό δέρμα, καθυστέρηση της σωματικής αναπτύξεως και απουσία σεξουαλικής ωίμανσης, αλλά φυσιολογικής διανοητικής ανάτπυξης. ΟΙ ασθενείς εμφανίζουν αθηροσκλήρυνση, ώστε συχνά καταλήγουν από έμφραγμα μυοκαρδίου, σε ηλικία <30 ετών, με μέση διάρκεια ζωής 12 έτη. Αντίθετα από την προγηρεία Werner,  οι ασθενείς με προγηρεία Hutchinson δεν εμφανίζουν καταρράκτη διασβήτη, ή δερματικές εκελκώσεις. Επίσης δεν εμφανίζουν, όπως και επί σ. Werner, νόσο Alzheimer.
Τα κύτταρα επί σ. Hutchinson - Gilford εμφανίζουν βραχύτερα τελομερίδια κι έτσι μπορεί να έχουν ένα βραχύτερο "βιολογικό ρολόϊ". Έτσι, τα κύτταρά τους εμφανίζουν μειωμένη ικανότητα πολαπλασιασμού, λκια μπορεί να μην λειτουργούν μηχανισμοί επιδιόρθωσης του DNA τους (&).    

Σύνδρομο Down. Οι ασθενείς με σύνδρομο Down εμφανίζουν πρώιμο γήρας. Οφείλεται σε μια τρισωμία ή μετατόπιση του χρωματοσώματος 21. Οι πάσχοντες συνήθως εμφανίζουν πρώιμες αγγειοπάθειες σακχαρώδη διαβήτη, απώλεια μαλλιών, οστεοααρθρίτιδα, κια αυξημένη εποίπτωση καρκίνου. Εμφανίζουν επίσης πρώιμη άνοια, αντίθετα με τους ασθενείς με σ. Werner ή Hutchinson - Gilford, καθώς εμφανίζουν οαθολογικές μξεταβολές στον εγκέφαλο παρόμοιες με εκείνες που συναντώνται επί νόσου Alzheimer. Αυτόμμπορεί να οφίλεται στο γεγονός ότι το γονίδιο του β-αμυλοειδούς είναι παρόν στο χρωματόσωμα 21. που έχει συνδθυαστεί μεμ την δημιουργία πλακών που παρατηρούνται στην παθολογία της νόσου Alzheimer.

 Συμπερασματικά, Η έρευνα στο πεδίο της γήρανσης τείνει να εστιάζει σε απλούς μηχανισμούς ηλικιώσεως. Προσώρας, καμμιά θεωρία δεν μπορεί να απωθήσει τις άλλες, ως πλήρως ερμηνεύουσα το φαινόμενο της γηράνσεως και καμμιά δεν περικλείει όλους τους πολύπλοκους μηχανισμούς της. Δεν έχουμε αποθησαυρίσει αρκετές γνώσεις ώστε να διατηρούμε ακμαία την ομοιοστασία του οργανισμού μας, προς αποφυγή εγκαταστάσεως ανικανοτήτων και τη επίπτωση παθήσεων με την πάροδο της ηλικίας. Ειδικοί στη βιολογία του γήρατος ελπίζουυν ότι σύντομα θα μπορέσουν να υποδείξουν τρόπους στοχευμένης παρεμβάσεως στο μέλλον, ώστε να επιτευχθεί μακροβιότητα, απαλλαγμένη από προσβολές της υγείας.