Δύσπνοια, διαφορική διάγνωση

Στη διαφορική διάγνωση της δύσπνοιας, ελέγχονται πνευμονολογικές, καρδιολογικές, νευρομυϊκές, νεφρολογικές, ενδοκρινικές, ρευματολογικές,από το ερειστικό, αιματολογικές ή ψυχιατρικές παθολογικές καταστάσεις,ενώ πρέπει να εξετάζεται, και η ακεραιτότητα του θωρακικού τοιχώματος. Επομένως, η διάγνωση της δύσπνοιας είναι δύσκολο έργο, καθώς επιπλέκεται από σωρεία παθοφυσιολογικών και παθοψυχολογικών διαταραχών, που διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην αίσθηση, αλλά και την αντίληψη του συμπτώματος. Τα πιθανά αίτια δύσπνοιας μπορούν να διακριθούν στις επόμενες 4 ομάδες.

πίνακας 1.

 

 Παθήσεις καρδιαγγειακού

 Μικτής αιτιολογίας

Συμφορητική καρδιοπάθεια, δεξιά, αριστερή, μικτή
Παθήσεις των στεφανιαίων
Έμφρακτο μυοκαρδίου
Διατατική και υπερτροφική μυοκαρδιοπάθεια
Βαλβιδοπάθειες
Αριστερή υπερτροφική καρδιοπάθεια
Περικαρδίτις
Αρρυθμίες
ΧΑΠ με πνευμονική υπέρταση και χρόνια πνευμονική καρδία
Οξεία και χρόνια πνευμονική εμβολή
Κακώσεις - τραύμα

Παθήσεις του αναπνευστικού συστήματος

Μη πνευμονικής μη καρδιακής αιτιολογίας

Χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια
Κακοήθειες
Άσθμα
Περιοριστικά σύνδρομα
Σύμφυτες πνευμονοπάθειες
Πνευμονία – λοιμώξεις
Πνευμοθώρακας
Πνευμονικό οίδημα
Διάμεσες πνευμονοπάθειες
Ελλείμματα πνευμονικής κυκλοφορίας
Διαταραχές ανταλλαγής αερίων
Απόφραξη ανώτερων αναπνευστικών οδών
Πλευριτικές συλλογές
Μεταβολικα νοσήματα, π.χ., οξέωση (αναπνοή Kausmaul)
Πόνος
Νευρομυϊκές παθήσεις
Ωτορινολαρυγγολογικές παθήσεις
Άγχος και κατάθλιψη
Παθήσεις πανικού
Υπεραερισμός
Ιατρογενή αίτια (ιατρικά, χειρουργικά)
Αναιμία
Δυσμορφίες θωρακικού τοιχώματος
Μυοπάθειες
Νοσογόνος παχυσαρκία
 

Στους περισσότερους ηλικιωμένους ασθενείς με δύσπνοια, αναγνωρίζεται ευχερώς η υποκείμενη καρδιο-πνευμονοπάθεια και η δυσκολία διακρίσεως μεταξύ τους είναι σε περιπτώσεις συνυπάρξεως παθολογικών καταστάσεων και από τα δύο συστήματα. Από τα κυριότερα αίτια δύπνοιας στους ηλικιωμένους είναι η ΧΑΠ και η καρδιακή ανεπάρκεια και η συνύπαρξή τους είναι πολύ συχνή, όχι μόνο ως συντρέχουσες παθολογίες, αλλά, κυρίως, και ως συνοσηρότητες (δηλαδή με αιτιολογική μεταξύ τους συνάφεια)[i]. Περίπου το 1/3 των ασθενών με συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια έχουν επίσης ΧΑΠ και το 1/5 των ηλικιωμένων με ΧΑΠ πάσχουν, επίσης, από συμφορητική καρδιοπάθεια, ως συνοσηρότητα. βλέπε: συνοπτική καταχώρηση παθολογικών καταστάσεων που προκαλούν δύσπνοια. Αίτια δύσπνοιας και περιορισμού ικανότητας άσκησης. Παθο-φυσιολογία και διαγνωστικά κριτήρια
<p>Giant calcified left atrium</p>Giant calcified left atriumγιγάντιος αριστερός αποτιτανωμένος κόλπος, στα πλάισια έρευνας για δύσπνοια κοπώσεως

|ανασκόπηση πνευμονοπαθειών|κλινικο- εργαστηριακή προσέγγιση|αναπνευστικό σύστημα: σημειολογία|Αναπνευστικό Σύστημα|

[i] Rutten FH, Cramer MJ, Lammers JW, Grobbee DE, Hoes AW. (2006). Eur J Heart Fail. 8: 706–711.

 



Διαφορική διάγνωση. Η αρχική προσέγγιση τη δύσπνοιας συνήθως καθορίζεται αναφορικά με την ποιότητα και ταχύτητα ενάρξεώς της. 
[α] οξεία δύσπνοια. Η οξεία δύσπνοια αναπτύσσεται σε διάστημα μερικών λεπτών ως ωρών, και υποδηλώνει απειλητική για τη ζωή καρδιοπάθεια ή πνευμονοπάθεια, που απαιτούν άμεση αντιμετώπιση. Η διάγνωση μποεεί να είναι εμφανής, όπως η εισρόφηση ξένου σώματος ή οίδημα λάυργγος απου συνοδεύεται με αναφυλαξία.Στις λοιπές καταστάσεις περιλαμβάνεται  μαζική εμβολή κια ο πνευμοθώρακας. Η δύσπνοια που εξελίσσεται σε διάστημα λεπτών/ωρών, μπορεί να οφείλεται σε άσθμα, οξεία παρόξυνση ΧΑΠ, ή καρδιακό επεισόδιο, με αριστερή καρδιακή ανεπάρκεια. Δύσπνοια που εγκαθίσταται σε ακόμη περισσότερο παρατεταμένο χρόνο, ωρών ως ημερών, μπορεί να οφείελται σε υποξεία πνευμονική εμβολή, συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια, ή λοίμωξη. Ένα σύμpτωμα που δεν είναι, ακριβώς δύσπνοια, είναi o:
υπεραερισμός, που απολήγει σε χαμηλή PaO2.
Η κατάσταση μπορεί να παριστά αντιρρόπηση μεταβολικής οξεώσεως (αναπνοή Kausmaul), π.χ., απότοκη νεφρικής ανεπάρκειας, διαβητικής οξεώσεως ή γαλακτικής οξεώσεως. Σπάνια, μπορεί να είναι το αποτέλεσμα δηλητηριάσεως με CO ή άλλων τοξικών. Το σύνδρομο υπεραερισμού (&) ή ψυχογενής δύσπνοια, είναι διακριτή παθολογική οντότητα, που αντιμετωπίζεται στα ΤΕΠ, και μπορεί να συνοδεύεται από ίλιγγο, παραισθησίες κι εξάντληση, που μ μιμείται τον υπεραρισμό με μείωση της PaCO2, ως επί εκούσιου υπεραερισμού. Είναι δυνατό να διαπιστωθεί ότι ο ασθενής αναπνέει σε υψηλούς πνυεμονικούς όγκους (με υπερδιατεταμένους πνεύμονες, σε υψηλή θέση της FRC), και βιώνει δύσπνοια, η θωρακική δυσφορία, ακόμη και εάν ο κυψελιδικός αερισμός παραμένει φυσιολογικός. Η κατάσταση προκαλεί ευερεθιστότητα, που επιδεινώνει, περαιτέρω την κατάσταση, και εμφανίζεται συχνότερα μεταξύ νέων γυναικών. Στη διαφορική διάγνωση δεν πρέπει να παραλείπεται η ηπατοπάθεια και οι όγκοι της παρεγκεφαλίδας.   ,  
[β] χρόνια δύσπνοια. Διαρκεί πάνω από ένα μήνα και είναι σύνηθες σ'υμπτωμα σε άτομα, ηλικίας>55 ετών. Η υποκείμενη παθολογία δεν καθορίζεται από τη διάρκεια ή της βαρύτητα της δύσπνοιας και 2/3 των περιπτώσεων οφείλονται σε χρόνιες καρδιοπνευμονικές καταστάσεις: 

πίνακας 2.
παθολογική εκτροπή περιγραφή
άσθμα διαλείποντα συμπτώματα, πυροδότηση, ατοπία, αλλεργική ρινίτις, ρινικοί πολύποδες. σύρρίττοντες, παράταση εκπνοής. Παρακολουθείται με μέτρηση της PEFR. αναστρέψιμη απόφραξη των αεραγωγών, (σπιρομέτρηση). Συστηματικές μετρήσεις PEFR, θερικές δοκιμασίες προκλήσεως (μεταχολίνη, μανιττόλη) εκνεόμενο ΝΟ, ηωσινόφιλα πτυέλων, IgG, βελτίωση συμπτωμάτων και μετρήσεων με αντιασθματική αγωγή,
ΧΑΠ κάπνισμα, πτύελα, βήχας,συρρίττοντες, παράταση εκπνοής, μη αναστρέψιμη αποφραξη αεραγωγών (σπιρομέτρηση)
διάμεσες πνευμονοπάθειες, πνευμονική ίνωση, πνευμονία εξ υπερευαισθησίας Ιτορικό εκθέσεως σε μη οργανικές ύλες, μέταλα, αμίαντο, νιτροφουταντοΐνη μπλεομυκίνη, μεθοτρεξάτη, περιβαλλοντικά ή επαγγελματικά αλλεργιογόνσα, ιστορικό ρευματολογικής παθήσεως. Πληκτροδακτυλία, επίμονοι τρίζοντες, που δεν αίρονται με το βήχα. CXR, περιοριστικού τύποου μείωση της ικανότητας αερισμού (σπιρομετρικώς)
καρδιοπάθειες, καρδιομυοπάθεια, συστολική και διαστολική δυσλειτουργία, ισχαιμία, αρρυθμία, ενδοκαρδιακή διαφυγή, περικαρδίτις Ιστορικό υπερτάσεως, στεφανιαία νόσος, διαβήτης, ορθόπνοια, παροξυσμική νυκτερινή δύσπνοια. ταχυκαρδία, αύξηση της JVP, καλπαστικός ρυθιμός (s3), τρίζοντες στις βάσεις, οίδημα σφυρών. BNP, CXR, ΗΚΓ, μείωση κλάσματος εξωθήσεως, διαστολική δυσλειτουργία, στο U/S, μείωση κλάσματος εξωθήσεως σε σπινθηρογράφημα, θετικές δοκιμασίες κοπώσεως, θετική μελέτη καθετηριασμού, μελέτη Holter, δυσλειτορευγία βαλβίδων (U/S), όγκοι κόλπων, παθήσεις του περικαρδίου
σύνδρομο οπισθορινικής καταρροής ιστορικό οπισθορινικής καταρορής, εισπνευστική επιβράδυνση στη σπιρομέτρηση
βρογχεκτασίες παραγωγικός βήχας, λοιμώξεις παιδικής ηλικίας, υπογαμασφαιριναιμία, κυστική ίνωση, πληκτροδακτυλία, τρίζοντες, καλλιέργειες πτυέλων, CXR, HRCT
παθήσεις του υπεζωοκότος, πλ. συλλογές, παχυπλευρίτις, εμπύημα, μεσοθηλίωνμα, πνευμοθώραξ, ινοθώραξ πλευροδυνία, ιστορικό πρόσφατου ταξιδιού, ή επεμβάσεως, μείωση της κινητικότητας των ημιθωρακίων, μείωση/απουσία των αναπνευστικών ήχων. CXR

Aπό τις συχνότερες αιτίες της χρόνιας δύσπνοιας είναι το άσθμα, η ΧΑΠ, οι διάμεσες πνευμονοπάθειες και οι ακρδιοπάθειες. Αναζητούνται ευρήματα, χρήσιμα στη διαμόρφωση της διαγνώσεως (πίνακας 1 και 2) και πρέπει να εντοπιστεί το πάσχων σύστημα (το καρδιαγγειακό, το αναπνευστικό και τα δύο ή κανένα από τα δύο). Σε ~1/3 των περιπτώσεων, θα εντοπιστούν περισσότερες της μιας αιτίας δύσπνοιας και, στην πράξη, μια μικρή ομάδα ασθενών θα παραμείνουν δυσπνοϊκοί, παρά την εφαρμογή βέλτιστης θεραπείας, καθώς δεν αποκλείεται νάχει παραβλεφθεί μια άλλη διάγνωση. ή συνυπάρχει απορρύθμιση ή συναισθηματική αστάθεια. Δεν είναι σπάνιο επί αθενών με μακροπερίοδη δύσπνοια να μειώνουν το επίεπδο σωματικής καταπονήσεως, προκειμένου να προσταυτούν από τις εξάρσεις της, γεγονός που απολήγει στην προοδευτική επίταση της δύσπνοιας με μικρότερη παραγωγή έργου, λόγω αυξήσεως του σωματικού βάρους και επειδεινώσεως της ήδη κακής προσαρμογής τους. 

χρό νια δύσπνοια. Αντίθετα, με ότι συμβαίνει σε ασθενείις σε κρίσιμη κατάσταση, διατίθεται, γενικά, περισσότερος χρόνος για την εκτίμησηασθενών με χρόνια δύπνοια. Το πρώτο βήμα είναι η ταυτοποίηση του πάσχοντος οργάνου κι έχει κατανοηθεί ότι ~2/3 των ασθενών με χρόνια δύσπνοια, πάσχουν από καρδιοπνευμονικές παθήσεις. ιΣτην βασική εκτίμηση περιλαμβάνεται η ενδελεχής λήψη του ιστορικού και οι εξετάσεις που, συνήθως, διαλαμβάνονται στο 1ο επίπεδο διερευνίσεως (βλέπε πίνακα 3). Κατά τη λήψη του ιστορικού, το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στον τρόπο ενάρξεως, την ποιότητα και το χρόνο εμφανίζεως της δύσπνοιας, εάν είναι συνεχής ή διαλείπουσα, τα συμπτώματα που τη συνοδεύουν Ιδίως, οι συρρίττοντες και ο βήχας), οι συνοδευτικοί βήχας, αιμόπτυση) παράγοντες κι ενδεχόμενοι προδιαθεστικοί παράγοντες (αλλεργιογόνα, εισπνοή κρύου αέρα, άσκηση θέση). Ελέγχεται η συνύπαρξη καρδιαγγειακών, ρευματικών ή γαστρεντερικών συμπτωμάτων.
Είναι ενδιαφέρον να εντοπιστεί η επίδραση της δύσπνοιας στην εκτέλεση καθημερινών δραστηριοτήτων και να διευκρινιστούν το ιατρικό και χειρουργικό ιστορικό, η λήψη άλλων φαρμάκων. Όχι σπάνια, πνευμονικά νοσήματα, όπως η φυματίωση μπορε'ι να ανζωπυρωθούν ή θεραπευθέντες όγκοι να υποστροπιάσουν. Επιση,ς το επαγγελματικό ιστορικό έχει σημασία στη εκδήλωση και την υφή της δύσπνοιας, καθώς η επαγγελματική έκθεση, ακόμη και σε απότερο χρόνο από της εμφανίσεώς της δύσπνοια μπορεί να διευκολύνει την κατάδειξη της αιτιολογίας της, όπως η έκθεση σε τοξικά προϊόντα, αλλά και εάν έχουν, επίσης, προσβληθεί άλλοι συνάδελφοι του ασθενούς. Άλλοι παράγοντες που μπορεί να έχουν σημασία είναι το οικογενειακό ιστορικό, το ιστορικό ταξιδιών, παράγοντες κινδύνου για λοίμωξη με HIV, η έκθεση σε κατοικίδια, τοξίνες και γνωστά αλλεργιογόνα. Ένα πολύωρο αεροπορικό ταξίδι που διενεργήθηκε στο πρόσφατο παρελθόν μπορεί να είναι ο μοναδικός προκλητικός παράγοντας ΠΕ.  Σημειώνεται ότι το επαγγελματικό ιστορικό έχει σημασία για τη διερεύνιση παθολογίας συμβιούντων ατόμων, επειδή μποεί να έρχονται σε επαφή με τα επαγγλεματικά ενδύματα, για τον καθαρισμό τους. Με τον τρόπο αυτό, π.χ., μπορεί να μολυνθεί με ίνες αμιάντου οι σύσζυγοι των εκτερθειμένων εργατών. Είναι σημαντική η ανασκόπηση παλαιότερων ακτινογραφημάτων , ιδιαίτερα των παθολογικών και να επισημανθεί ο χρόνος και η αφορμή λήψεώς τους.

Η ορθόπνοια και η παροξυσμική νυκτερινή δύσπνοια είναι καρδιακής προελεύσεως, ενώ η δύσπνοια που εμφανίζεται τις πρώτες πρωινές ώρες και συνοδεύεται με βήχα, υποδηλώνει άσθμα. Ταυτόχρονα, όμως πρέπει να εξεταστούν διεξοδικά και ΌΛΑ τά άλλα συστήματα, με ιδιαίτερη προσοχή το καρδιαγγειακό σύστημα, για ταχυκαρδία, αρρυθμία, πρόσθετους καρδιακούς ήχους, φυσήματα περιφερικό οίδημα, και την αναγνώριση μη μουσικών ήχων στις βάσεις αμφοτερόπλευρα. Φύσημα, επίσης, μπορεί να ακουστεί πάνω από την κοιλιά, επί στενώσεως της νεφρικής αρτηρίας, -μια διαταραχής που μπορέι να εμφανιστεί με παροξυσική νυκτερινή δύσπνοια.

Πίνακας 3. η διερεύνιση της δύσπνοιας.
επίπεδο 1.
οξυμετρία, έλεγχος μεταβολισμού, πλήρης αιματολογικός έλεγχος, CXR, ροομέτρηση, σπιρομέτρηση, καλλιέργεια πτυέλων και, ανάλογα με τις κλινικές υπόνοιες, BNP και d-dimers.
επίπεδο 2. Ημερήσια καταγραφή της μεγίστης εκπνευστικής ροής. PFT, ΑΑΑΑ, δοκιμασίες βρογχικής προκλήσεως ή βρογχικές δοκιμασίες στα αλλεργιογόνα, υψηλής διακριτικής ικανότητας αξονική τομογραφία θώρακος, αξονική πνευμονική αγγειογραφία, σπινθηρογράφημα αερισμού/αιματώσεως και doppler κάτω άκρων. Υπερηχοκαρδιογράφημα, βρογχοσκόπηση +/- βρογχοκυψελιδικέ ςεκπλύσεις, καταγραφή holter,σπινθηρογραφήματα καρδιάς.
επίπεδο 3.    καρδιακός καθετηριασμός, δοκιμαίσες καρδιοπνευμονικής κοπώσεως, μέτρηση pH οισοφάγου. βιοψία πνεύμονος.

Η εξέταση του αναπνευστικού συστήματος, στην οποία συμπεριλαμβάνεται η αποτίμηση της ποιότητας και ρυθμού της αναπνοής, μπορεί να αποκαλύψει διάφορες κλείδες, καθώς διάφορα σημεία εντοπίζονται και σε εξωπνευμονικές παθολογικές κατατάσεις. Η πληκτροδακτυλία, πχ., μπορεί να αναγνωριστεί σε φλεγμονώδεις και διαπουητικές παθήσεις του πνεύμονος, στο βρογχογενές καρκίνωμα, οι συρρόττοντες γενικευμένοι ή εντοπισμένοι επί στενώσεως των αεραγωγών: -παράταση της εκπνοής, απουσία συριττόντων ήχων μπορεί να διαπιστώνεται σε παθήσεις με απόφραξη των αεραγωγών, όπως το άσθμα. Τρίζοντες είναι συνοδό σημείο της πνευμονικής ινώσεως του διαμέσου οιδήματος, ή της πνευμονίας, ιδιαίτερα, εάν αυτοί δεν αίρονται με τον βήχα. Η πλευριτική τριβή, εαναγνωρίζεται σε κάθε πάθηση, κατά την οποία ο υπεζωκός φλεγμαίνει. Η βρογχική αναπνοή, ή  υακούγεται εάν οι αναπνευστικοί ήχοι μεταφέρονται μέσω ενός μεγάλου αεραγωγού που διατρέχει πυκνωμένο λοβό. Συριγμός ακούγεται πάνω από την τραχεία, επί  στενώσεώς της. Εν τούτοις, η απουσία σημείων δεν αποκλείει την παρουσία ακόμη και σοβαρής πνευμονοπάθειας.

 Η ενδελεχής εξέταση του αναπνευστικού συτήματος, στην οποία συμπεριλαμβάνεται η μέτρηση της ποιότητας και της συχνότητας της αναπνοής, οδηγεί στην επισήμανση απαραίτητων για τη διάγνωση κλειδιών:
ι. παράταση της εκπνοής, απουσία συριγμού αναγνωρίζεται σε παθήσεις αποφράξεως των αεραγωγών, όπως το άσθμα.
ιι. συρρίτοντες, διάχυτοι επί αποφρακτικών πνευμονοπαθειών ή εντοπισμένο επί πνευμονικής εμβολής. Μονοφωνικοί συρρίττοντες, επί αποφράξεως τραχείας ή μεγάλου βρόγχου, όπως επί πνευμονικού καρκίνου.
ιιι. τρίζοντες, Επί ινώσεως, διαμέσου οιδήματος, ή πνευμονίας. ιδιαότερα εάν δεν αίρονται με τον βήχα.
iv. ήχος τριβής, Ακούγεται σε κάθε πάθηση, στην οπάι ο υπεζωκός έχει υποστεί φλεγμονή.
v. βρογική αναπνοή, ακούγεται όταν οι αναπνευστικοί ήχοι μεταδίδονται μεσω βρίχγου, που διατρέχει πυκνωτικό τμήμα του παρεγχύαμτος. 
vii. πληκτροδακτυλία.  Αναγνωρίζεται σε περισσότερες πνευμονοπάθειες, όπως οι χρόινιες φλεγμονώδεις και διαπυητικές πνευμονοπάθειες, το βρογχογενές καρκίνωμα, ή εξωπνευμονικές, όπως οι αναιμίες, η κολίτιδα κλπ.
Εν τούτοις, η απουσία ορισμένου φυσικού σημείου, δεν αποκλείει την παρουσία σοβαρής πνευμονοπάθειας.
Όλα τα συστήματα πρέπει να εξεταστούν διεξοδικά! με ιδιαίτερη επιμέλεια το καρδιαγγειακό σύστημα, για αναζήτηση ταχυκαρδίας, αρρυθμιών, πρόσθετους καρδιακούς τόνους, φυσήματα, περιφερικό οίδημα, και παρουσία στις βάσεις αμφοτερόπλευρα μη μουσικών πρόσθετων ήχων. Μπορεί, ακόμη να ακουστεί φύσημα στην κοιλιά, επί στενώσεως της νεφρικής αρτηρίας -που μπορεί να εκδηλώνεται με επεισόδια νυκτερινής παροξυσμικής δύσπνοιας.
Mετά την προσεκτική λήψη ιστορικού και την κλινική εξέταση, η διάγνωση μπορεί να είναι εμφανής, αnαλλά επιβάλλοντι  ερικές πρόσθετες εξετάσεις, όπως η γενική και βιοχημική εξέταση αίματος, και η μέτρηση της CRP, προκειμένου να αποκλειστούν η αναιμία, η νεφρική ανεπάρκεια, η παρουσία φλεγμονώδους δραστηριότητας. Με την παλμική οξυμετία μπορεί να διαπιστωθεί αποκορεσμός ηρεμίας ή κατά την άσκηση και είναι μια καλή πρακτική, η δοκιμασία βαδίσεως. Απαραίτητη κρίνεται η γενική και μικροβιολογική εξέταση πτυέλων, αλλά στους περισσότερους ασθενείς θα απαιτηθεί η λήψη ακτινογραφίας θώρακος, και, εάν υπάρχει υπόνοια καρδιακής ανεπάρκειας ή πνευμονικής υπερτάσεως, το ΗΚΓ και το υπερηχογράφημα. Η ακτινογραφία θώρακος, από κοινού με τις πληροφορίες που συγκομίστηκαν από την κλινική εξέταση και την ΑΑΑΑ καθοδηγούν με ασφάλεια την περαιτέρω έρευνα του ασθενούς ή υποδεικνύουν τον τρόπο της θεραπευτικής του διαχειρίσεως. Μερικές φορές, αλλά όχι όσο συχνά παρατηρείται στην καθημερινή κλινική πράξη, απαιτείται η διενέργεια υψηλής διακριτικότητας αξονική τομογραφία. Η HRCT συνήθως έχει θέση στη διερεύνηση διάχυτων πνευμονοπαθειώνή βρογχεκτασίας. Η ελικοειδής λήψη CT με χορήγηση σκιαστικού μέσου, είναι εξέταση εκλογής για τον αποκλεισμό ή την επιβεβαίωση υπονοιών τοπικής πνευμονοπάθειας. 

Οι δοκιμασίες λειτουργικού ελέγχου αναπνοής, συνοδεύουν απαρέγκλιτα την έρευνα ασθενών με χρόνια δύσπνοια. Με την απλή σπιρομέτρηση θα διακριθούν σύνδρομα αποφρακτικού από περιοριστικού τύπου μειώσεως της ικανότητας αερισμού. Τα κλασικά αποφρακτικά σύνδρομα είναι η ΧΑΠ και το άσθμα, αλλά δεν αποκλείεται να εμφανίζονται με απόφραξη η σαρκοείδωση (αρχικά στάδια) και μερικές βρογχιολίτιδες. Η μετα βογχοδιαστολή αύξηση  του FEV1 >15% θεωρείται ότι η απόφραξη είναι αναστρέψιμη, αλλά εάν δεν είναι, τότε η διάκριση μεταξύ χρονίας βρογχίτιδας και πνευμονικού εμφυσήματος διευκολύνεται με την μέτρηση του συντελεστού διαχυτικής ικανότητας (TLCO), που είναι φυσιολογικός στην πρώτη, αλλά μειώνεται ανάλογα με την ανατομική βλάβη στο δεύτερο. Μεγάλος αριθμός πνευμονοπαθειών εκφράζεται με περιοριστικού τύπου μείωση της ικανότητας αερισμού. και σ΄αυτές, ιδίως, συμπεριλαμβάνονται οι παθήσεις των κυψελίδων, του υπεζωκότος, του νευρομυϊκού συστήματος και του θωρακικού τοιχώματος. Η πριν και μετά την άσκηση ή πριν και μετά τη βρογχική πρόκληση (με μεταχολίνη, μανιτόλη ή εισπνοή αεροαλλεργιογόνων) σπιρομέτρηση, κάτω από συνθήκες ελέγχου, μπορεί να είναι είναι χρήσιμες πρακτικές, για την επιβεβαίωση λανθάνοντος άσθματος, -περιπτώσεις, κατά τις οποίες η μείωση του FEV1 κατά 20% είναι διαγνωστική.
Οι καμπύλες ροής-όγκου έχουν παθογνωμονική σχηματική διαμόρφωση σε παθήσεις με απόφραξη ανώτερων -εξωπνευμονικών ή εξωθωρακικών- αεραγωγών. Από τις καμύλες μεγ΄σιτης ροής-όγκου παραλαμβάνονται χρήσιμες πληροφορίες, όχι μόνο από τις αριθμητικές παραμέτρους τους, αλλά και από τη σχηματική ανάλυσή τους, αναφορικά με την αιτιολογία της δύσπνοιας, εποίσης.
Σε μερικούς ασθενείς που προσέρχονται για διερεύνηση χρόνιας δύσπνοιας, οι εξετάσεις λειτουργικού ελέγχου αναπνοής
ιπαρέχουν χρήσιμες διαγνωστικές πληροφορίες, πολλές απόι τις οποίες δεν μπορούν να παραληφθούν με άλλες τεχνικές, ακόμη ακριβότερες και παρεμβατικές. Η ολική πνευμονική χωρητικότητα (TLCV) μειώνεται στα περιοριστικά σύνδρομα, αλλά απραμένει φυσιολογική (ή και αυξάνεται εκαφρώς) στις αποφρακτικές πνευμονοπάθειες, ως αποτέλεσμα παγιδεύσεως αέρος, και πνευμονικής υπερδιατάσεως (βλ.: πνευμονικό εμφύσημα).
Στις περιοριστικές πνευμονοπάθειες, προκαλούμενες από παθήσεις του πνευμονικού παρεγχύματος, όλοι οι πνευμονικοί όγκοι εμφανίζονται μειωμένοι, αλλά σε εκείνες, που προκαλούνται από νευρομυϊκές διαταραχές ή παθήσεις του θωρακικού τοιχώματος, ο υπολειπόμενος όγκος και ο δείκτης RV/TLC ευρίσκονται αυξημένοι. Η μείωση της TLCO είναι ευαίσθητη, αλλά μη ειδική, ένδειξη απώλειας κυψελιδικής ανταλλαγής αερίων, και επισημαίνεται σε μεγάλη αναλογία περιοριστικού τύπου πνευμονοπαθειών, όπως η πνευμονική ίνωση, η σαρκοείδωση (όψιμα στάδια) και οι φαρμακοεπάγωγές πνευμονοπάθειες. Η ΤLCO μπορεί επίσης να εμφανίζεται μειωμένη στις πνευμονικές αγγειοπάθειες, όπως η πνευμονική εβολή και να αυξάνεται επί πνευμονικής αιμορραγίας (που συχνά αποτελούν μέρος της εικόνας των πνευμονικών αγγειϊτίδων). Σημειώνεται, εν τούτοις, ότι το εύρος της φυσιολογικής διακυμάνσεως της ΤLCO είναι μεγάλο, έτσι, ώστε μια φυσιολογική έκβαση της μετρήσεως, δεν μπορεί να αποκλείσει την παρουσία αρχόμενης παθολογικής εκτροπής.
Οι μέγιστες εισπνευστικές κι εκπνευστικές πιέσεις προ του στόματος αποτελούν χρήσιμες δοκιμασίες ελέγχου της ικανότητας των εισπνευστικών μών, και πρέπει να διενεργούνται στους ασθενείς με υπόνοια νευρομυϊκών διαταραχών ή σε εκείνους με χρόνια δύσπνοια, μείωση των πνευμονικών όγκων, φυσιολογική ακτινογραφία θώρακος, κια φυσιολογική HRCT.

Εάν όλες οι προαναφερόμενες δοκιμασίες είναι φυσιολογικές, πρέπει να ελεγχθεί η συνεχής ή διαλείπουσα φύση της πνευμονοπάθειας που μελετάται (π.χ., άσθμα), το ενδεχόμενο η πρωιμότητα της παθήσεως να μην έχει φτάσει το όριο ευαισθησίας της παθήσεως (π.χ., πρώιμη διάμεση πνευμονοπάθεια), εάν η αιτιολογία της δύσπνοιας εδράζεται έξω από τον θώρακα, όπως η γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση ή η ψυχογενής δύσπνοια. Εάν με τα πιό πάνω περιγραφέντα μέσα, δεν καταστεί δυνατή η διευκρίνιση της αιτιολογίας της δύσπνοιας, διενεργείται περαιτέρω έλεγχος (βλ.: πίνακα 3, επίεπδο 2 και 3), με τη βοήθει άλλων ειδικοτητών, προς διευκρίνιση των περισσότερων από τις αδιάγνωστες περιπτώσεις δύσπνοιας, αλλά κόμη κια μετά τη διενέργεια όλων των διαλαμβανομένων στα επίπεδα 2 και 3, του πίνακα 3, παραμένει μια μικρή ομάδα δυσπνοϊκών ασθενών αδιάγνωστη. Γενικά, 85% των περιπτώσεων χρόνιας δύπσμνοιας; μπορεί να διαγνωστεί με μέτρα επιπέδου 1, και ακόμη ένα μικρότερο ποσοστό, με μέτρα εππιπέδου 2 και 3. Συνολικά, σε ποσοστό 36% η δύσπνοια οφείλεται σε πνευμονοπάθειες, 14% σε καρδιοπάθειες και 19% σε σύνδρομα υπεραρισμού. Εάν οι αθενείς παραμένουν δυσπνοϊκοί, παρά την εφαρμογή βέλτιστης θεραπευτικής αγωγής, πρέπει νααναζητηθούν άλλοι παράγοντες συγκινησιακοί ή παράγοντες αποπροσαρμογής.
Με τη δοκιμασία 6λεπτης βαδίσεως και τις δοκιμασίες καρδιοπνευμονικής κοπώσεως μπορεί να προσεγγιστεί η διάγνωση της υποκείμενης παθήσεως που είναι υπεύθυνη για την αναφαινόμενη δύσπνοια, να διευκρινιστεί, εάν η αιτιολογία της είναι πνευμονική ή καρδιαγγειακή. Η πνευμονική ( αναπνευστικός ρυθμόςε αναπνεόμενος όγκος, ΑΑΑΑ, τελοεκπνευστικό CΟ2, VO2,MAX) και καρδιακή (HKΓ, ΒP) λειτουργία των ασθενών τελεούν υπό στενή παρακολούθηση, κατά τη διάρκεια της δοκιμασίας και τονίζεται ότι μπορεί να εμφανιστούν διαταραχές, οι οποίες είναι δυσδιάκριτες ή αφανείς στις στατικές δοκιμασίες. Οι δοκιμασίες καρδιοπνευμονικής κοπώσεως διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο, όχι μόνο στη διάγνωση, αλλά και στην αποτίμηση της εμπλοκής της ασκήσεως, της επισημάνσεως της ανάγκης χορηγήσεως συμπληρωματικού οξυγόνου, και της εκτιμήσεως της απόδοσεως της θεραπείας, περιλαμβανομένων των προγραμμάτων αποκαταστάσεως, σε ασθενείς με χόνις πνευμοοπάθειες.