ΔΙΑΧΥΤΗ ΚΥΨΕΛΙΔΙΚΗ ΑΙΜΟΡΡΑΓIΑ. |
|διάχυτη κυψελιδική αιμορραγία|πνευμονεφρικό σύνδρομο|πνευμονεφρικό σύνδρομο-δδ|Κυψελιδική αιμορραγία προκαλείται με έναν από τους επόμενους τρεις μηχανισμούς:
Α. Διαταραχή των μηχανισμών πήξεως του αίματος, πχ. χρήση αντιπηκτικών, όπως η ηπαρίνη, η βαρφαρίνη κλπ. και θρομβολυτικών παραγόντων, όπως η στρεπτοκινάση, η ουροκινάση και ο παράγων ενεργοποιήσεως του ιστικού πλασμινογόνου.
Β. Θρομβοκυττοπενία, επαγόμενη από φάρμακα και,
Γ. Βλάβη στην κυψελιδοτριχοειδική μεβράνη, πχ. επί χορηγήσεως πενικιλλαμίνης, που μπορεί να προκαλέσει ένα μη ανοσολογικό πνευμονεφρικό σύνδρομο ή σε λήψη κοκαΐνης, η οποία μπορεί να προκαλέσει διάχυτη κυψελιδική αιμορραγία, πιθανόν εξ αμέσου βλαπτικής επιδράσεως του φαρμάκου στην κυψελιδοτριχοειδική μεμβράνη.
4. Φωσφολιπίδωση - τοξικότητα αμιοδαρόνης
Η αμιοδαρόνη είναι ένας ισχυρός αντιαρρυθμικός παράγοντας που προκαλεί φωσφολιπίδωση στους πνεύμονες και δράσεις στην καρδιά, το ήπαρ, το ΚΝΣ και την ενδοκρινική λειτουργία. Η μελέτη βιοπτικών δειγμάτων από τους πνεύμονες αποκαλύπτει συρροή μακροφάγων με ωχρό, αφρώδες κυττόπλασμα. Σε χρονιότερα στάδια της εκτροπής, το πλούσιο σε μακροφάγα εξίδρωμα μπορεί να οργανωθεί προς εγκατάσταση βρογχιολίτιδας. Ο ασθενής εμφανίζεται με πυρετό, μη παραγωγικό βήχα, δύσπνοια και αρτηριακή υποξαιμία. Στην ακτινογραφία θώρακος καταδεικνύονται διάχυτα διάμεσα διηθήματα με εμβαλλωματικές περιοχές κυψελιδικής πληρώσεως, που συγκεντρώνονται στους άνω λοβούς περισσότερο απ΄ότι στους κάτω. Συνήθως οι πνεύμονες καθαρίζουν αργά, μετά τη διακοπή του φαρμάκου, ωστόσο, μπορεί να οργανωθεί πνευμονική ίνωση.
a. Διαγνωστική προσέγγιση
Ο λειτουργικός έλεγχος αναπνοής αποδεικνύει περιοριστικού τύπου μείωση της ικανότητας αερισμού στους πνεύμονες. Τα φυσικά ευρήματα της εκτροπής είναι συμβατά με διάχυτο πνευμονικό οίδημα. Τα εργαστηριακά ευρήματα εξαρτώνται από τον υποκείμενο αιτιολογικό παράγοντα και συμπεριλαμβάνουν αρτηριακή υποξαιμία, επί υπερβολικής χορηγήσεως ναρκωτικών, ενώ μικτή εικόνα αναπνευστικής αλκαλώσεως και μεταβολικής οξεώσεως εγκαθίσταται μετά δηλητηρίαση με σαλικυλικά.
Φαρμακοεπάγωγη διάχυτη κυψελιδική αιμορραγία. Εκδηλώνεται με δύσπνοια, αναιμία, και αμφοτερόπλευρα κυψελιδικά διηθήματα που εμφανίζονται στην απλή ακτινογραφία ως εικόνα νυκτερίδας, όπως επί πνευμονικού οιδήματος.Η μακροσκοπική αιμόπτυση δεν είναι συνηθισμένη εικόνα ακόμη και επί εκτεταμένης κυψελιδικής αιμορραγίας. Διαπιστώνεται αύξηση της ικανότητας διαχύσεως στους πνεύμονες, επειδή η εξαγγειωμένη αιμοσφαιρίνη απορροφά όλο το διαθέσιμο CO, αν και αυτό δεν είναι αξιόπιστο εύρημα. Τo BAL είναι αιματοβαφές και στην μικροσκοπική εξετάση εμπεριέχει ερυθρά αιμοσφαίρια. Αναγνωρίζονται κυψελιδικά μακροφάγα που είναι έμφορτα αιμοσιδηρίνης στις οξείες ή η σε αποδρομή αιμορραγίες, αλλά βιοψία πνεύμονος ενδείκνυται σπάνια, επειδή δεν προσφέρει περισσότερες πληροφορίες, ενώ η διαπιστούμενη τριχοειδίτις δεν μεταβάλλει ουσιωδώς τη θεραπεία. Η κυψελιδική αιμορραγία απαιτεί επείγουσα θεραπεία επειδή μπορεί να συμβεί ενδοκυψελιδική πήξη που απολήγει σε ανυπόστρεπτη αναπνευσιτκή ανεπάρκεια ή πήξη σε κεντρικούς αεραγωγούς με καταστροφικά αποτέλεσματα. Απαιτείτι εισαγωγή στο Νοσοκομείο και χορήγηση υποστηρικτικής αγωγής, με ενδοφλέβια υγρά, μεταγγίσεις αίματος, παρακολούθηση της νεφρικής λειτουργίας και παροχή οξυγόνου, εάν παρασταθεί ανάγκη, ώστε ο κορεσμός να παραμένει >92%. Μπορεί, να απαιτηθεί διασωλήνωση και χορήγηση μηχανικής αναπνοής ή CPAP. Η προσπάθεια τεκμηριώσεως της διαγνώσεως πρέπει να επιχειρηθεί με βιοψία ανοικτού πνεύμονος. Μπορεί να παιτηθεί πλασμαφαίρεση, χορήγηση υψγηλών δόσεων κορτικοειδών, κια κυκλοφωσφαμίδη. Ενίοτε απαιτείται αιμοκάθαρση.
H θεραπεία περιλαμβάνει τη διακοπή του υπεύθυνου φαρμακολογικού παράγοντος υποστηρικτική αγωγή, και ανάλογα με τις περιστάσεις, χορήγηση βιταμίνης Κ, χορήγηση πλάσματος, ενεργοποιημένου παράγοντος VII, κροτικοστεροιεδή, ανοσοκατασταλτικά, ή αφαιμαξομετάγγιση, κατά τρόπο ανάλογ με άλλες περιπτώσεις διάχυτης κυψελιδικής αιμορραγίας.
βλέπε: ιδιοπαθής κυψελιδική αιμορραγία.
ΔΙΑΧΥΤΗ ΚΛΥΨΕΛΙΔΙΚΗ ΑΙΜΟΡ