O παράγοντας αυτός προσελκύει ηωσινόφιλα στην περιοχή της αναφυλακτικής δραστηριότητας. Ο HCF-a που απομονώνεται από τον ανθρώπινο πνεύμονα φαίνεται ότι συντίθεται από δύο τουλάχιστον τετραπεπτίδια.
περίληψη. Ο παράγων που ενεργοποιεί τα αιμοπετάλια Platelet-activating factor, PAF) είναι ένα βιολογικά ενεργός φωσφολιπιδικός μεσολαβητής, που ανήκει στην οικογένεια των αλκυλοφωσφογλυκεριδίων, με ισχυρή δράση ως μεσολαβητής της φλεγμονής. Δρα μέσω του υποδοχέως πρωτεΐνης G-, που συνδέεται με την φωσφολιπάση Α2 και C. Ο PAF μεταβολίζεται από την ακετυλοϋδρολάση του PAF, που μειώνει τη δράση του. Χαμηλές συγκεντρώσεις της ακετυλοϋδρολάσης PAF έχουν συνδεθεί με φλεγμονώδεις παθήσεις όπως το άσθμα, και η ρευματοειδής αρθρίτις. Ο PAF παράγεται στα ενδοθηλιακά κύτταρα, τα μακροφάγα, τα ουδετερόφιλα, τα ηωσινόφιλα, τα μονοκύτταρακαι τα σιτευτικά κύτταρα και ενεργοποιεί πολλά κύτταρα της φλεγμονής, μέσω διακυτταρικών και ενδοκυτταρικών μηχανισμών. O PAF έιναι ένα σημαντικός μεσολαβητής της φλεγμονής σε διάφορες πνευμονοπάθειες, όπως το άσθμα, το ARDS και οι πνευμονικές αγγειοπάθειες. Επιπλέον, όμως, μπορεί να διαδραματίζει κρίσιμο ρόλο στη φυσιολογική ομοιοστασία του οργανισμού, πέρα από την εμπλοκή του στη φλεγμονή και την κάκωση, μια δραστηριότητα, που δεν έχει πλήρως διευκρινιστεί.
εισαγωγή. O PAF ή 1-O-alkyl-2-acetyl-sn-glycero-3-phosphocholine τπου ανακαλύφθβκε ως ενεργό μόριο που απελευθερώνεται από τα βασεόφιλα των κουνελιών, μετά διέγερσή τους με IgE. Η σημασία του PAF αναγνωρίστηκε καλύτερα, όταν διαπιστώθηκε ότι πρόκειται για έναν πλειοτροπικό λιπιδικό μεσολαβητή ππυ εμπλέκεται σε διαδικασίες στη φυσιολογική δραστηριότητα και στις παθοφυσιολογικές διεργασίες, κατά τη δια΄ρκεια φλεγμονωδών εξελίξεων.
μεταβολισμός. Ο PAF παράγεται σε πληθώρα κύττγαρα της φλεγμονής, όπως τα μονοκύτταρα, τα μακροφάγα, τα ουδετρόφιλα, τα ηωσινόφιλα, τα σιτευτικά και τα ενδοθηλιακά κύτταρα, κατά την ιστική αναδιαμόρφωση, στην οποία εμπλέκεται η ενεργοποίηση της φωσφολιπάσης Α2, PLA2, η οποία υδρολύει την ακυλομάδα μια μακριάς αλυσίδα, από την 1-alkyl-2-acyl-sn-glycero-3 phosphocholine στα φωσφολιπίδια της μεμβράνης προς σχηματισμό lysoPAF (1-alkyl-2-lyso-sn-glycero-3-phosphocholine), που ακολουθείται από ακετυλίωση από ένα ένζυμο ακετυλοτρανσφεράσης, η δράση της οποίας επαγεται από το Ca, τη θρομβίνη, τη βραδυκινίνη, την ελαστάση, την καθεψίνη G, τα λευκοτριένια C4 και D4. την ιντελευκίνη-8, και τον ογκονεκρωτικό παράγοντα και την ιντερλευκίνη 1α. Η ενεργοποίηση της ιστικής αναδιαμορφώσεως απολήγει στη βιοσύνθεση μεγάλων ποσών PAF, ενώ, αντίθετα, η de novo σύνθεσή του προέρχεται από τα (αιθερικά) φωσφολιπίδια όπως οι alkylacetylglycerols τυπό τη δρ΄σαση της με υψηλή ειδικότητα χολινοφωσφοτρανσφεράσης, που υπάρχει σε διάφορους ιστούς, όπως στους πνεύμονες πειραματοζώων και τα ανθρώπινα ουδετερόφιλα.
Η περιγραφόμενη παραγωγή PAF σχετίζετια με φυσιολογικές διεργασίες. Ο PAF αδρανοποιείται ταχέως, με την αφαίρεση ακετόνης από το μόιρό του προς σχηαμτισμό lyso-PAF, που είναι βιολογικά αδρανής, όπως επίσης κια από τις ακετυλοϋδρολάσες, από τις οποίες οι σημαντικότερες είναι η PAF-ειδική ακετυλοϋδρολάσες, που απαντώται στο πλάσμα και τα κύτταρα (PAF-AH). Χαμηλά επίπεδα της υδρολάσης αυτής ανιχνεύονται σε παθήσεις, όπως το άσθμα, η ρευματοειδής αρθρίτις, και η νόσος Crohn. Η ανεπάρκεια της PAF-AH έχει βρεθεί ότι είναι συχνότερη μεταξύ ανηλίκων Ιαπωνέζων, με σοβαρό άσθμα, και που οφείλεαι σε μια σημειακή μετάλλαξη στη θέση 279 (V279F), επί της PAF-AH. H σημασία της ανεπάρκειας της PAF-AH, είναι σαφής, εφόσον εκείνοι με ανεπάρκεια της PAF-AH εμφανίζουν συγκρίσιμο βρογχόσπασμο, στο εισπνεόμενο PAF, συγκριτικά με εκείνους χωρός PAF-AH ανεπάρκεια.
-PAF Παρ΄όλο ότι το ενδιαφέρον έχει περιοριστεί σε δύο παραλλαγές PAF, στο C16- και C18-PAF, τα διεγερμένα κύτταρα της φλεγμονής, επίσης, εκκρίνουν ποικιλία διαφορετικών ομολόγων και αναλόγων, ακυλ- και αλκυλ- PAF, περιλαμβανομένων κορεσμένων και ακόρεστων τύπων. Τα περισσότερα ανθρώπινα κύτταρα, όπως τα ουδετερόφιλα, τα ηωσινόφιλα, και τα μακροφάγα παράγουν, σχεδόν αποκλειστικά, PAF, ενώ άλλα κύτταρα, όπως τα σιτευτικά, τα βασεόφιλα και τα ενδοθηλιακά κύτταρα παράγουν κυρίως 1-alkyl-2-acyl-sn-glycero-3- phosphocholine. Το προφίλ της παραγωγής των PAFs, επίσης, εξαρτάται από το ερέθισμα, ώστε, πχ., τα ανθρώπινα βασεόφιλα παράγουν κυρίως 1-alkyl-2-acyl-snglycero-3-phosphocholine, ενώ ο ανθρώπινος πνεύμονας, διεγειρόμενος από την IgE στηη επιφάνεια των κυττάρων, παράγει, σε μεγάλη αναλογία 1-acyl-2-acetyl-sn-glycero-3-phosphocholine. οΟι βιολογικές δράσεις αυτών των ομολόγων και αναλόγων PAF διαφέρουν μεταξύ τους. Τα ομόλογα PAF από ακυλοαλυσίδα, δρουν διεγείροντας τα ουδφετερόφιλα, συγκρινόμενα με τon C16-PAF. Υπαπρχουν διαφορές στην ισχύ μεταξύ ακυλ- και αλκυλ- PAF in vitro επί των ανθρώπινων ουδετεροφίλων και in vivo με θρμβοκυτοπενικά και λευκοπενικά αποτελέσματα, ενιέμενα σε πειραματόζωα. Η 1-alkyl-2-acyl-sn-glycero-3-phosphocholine είναι σχετικά ασθενής διεγέρτης των ανθρώπινων ουδετεροφίλων και αιμοπεταλίων, και μπορεί, στην πραγματικότητα να αναστείλουν μερικές από τις διεγερτικές επιδράσεις του PAF στα ανθρώπινα ουδετρόφιλα.
κυτταρικές πηγές. Ποικιλία κυττάρων έχουν την ικανότητα παραγωγής PAF, εντός λεπτών, in vitro, δεχόμενα ανάλογα ερεθίσματα. Μεταξύ αυτών, τα ουδετερόφιλα μετά οψωνισμό zymosan ή ασβεστίου παράγουν PAF, αλλά μόνο το 3-4% αυτού απελευθερώνεται. ΤΑ λευκοτριένια B4, επίσης, διεγείρουν τη βιοσύνθεση του PAF, και τα 5-υδροξυ-εικοσιτετραϊνοίκό οξύ, συνεργικά, αυξάνει την εκ του PAF διέγερση της παραγωγής PAF, ενώ, επίση,μς το ίδιο το PAF μπορεί να διεγείρει την παραγωγή ακετυλοτρανσφεράσης από τα ουδετερόφιλα. Ο παράγων GM-CSF, επίσης, μπορεί να προκαλέσει επίταση της απραγωγής PAF, και αύξηση της ακετυλοτρανσφεράσης επί των ανθρώπινων ουδετερόφιλων.
Τα ηωσινόφιλα, επί ατόμων με ηωσινοφιλία, έχουν μεγάλη δραστηριότητα ακετυλοτρανσφεράσης και απελευθερώνουν PAF μετά διέγερση με διάφορους χημοτακτικούς παράγοντες. Τα ανθρώπινα ηωσινόφιλα περιέχουν αφθονία προδρόμων μορφών PAF, όπως η 1-alkyl-2-acyl-sn-glycero-3-phosphocholine. Τα κεκαθαρμένα ηωσινόφιλα εκκρίνουν PAF, μετά διέγερση με IgE, αλλά όχι μετά IgG.
Tα ανθρώπινα κυψελιδικά μακροφάγα, που παραλαμβάνονται με BAL, αλλεργικών-ασθματικών ασθενών, επίσης απελεύεθρώνουν μικρές ποσότητες PAF, μετά διέγερση in vitro, αλλά απελευθερώνουν μεγάλες ποσόστηες lyso-PAF, μετά διέγερση με ασβέστιο, ή μετά διαμεσολαβούμενους με την IgE μηχανισμούς. Καλλιέργειες ανθρώπινων ενδοθηλιακών κυττάρων απελευεθρώνουν μικρά ποσά συντεθειμένου, από τα ίδια, PAF, μετά διέγερση από ασβέστιο βραδυκινίνη, θρομβίνη, κια IL-1. Κεκαθαρμένα σιτευτικά κύτταρα επίσης παράγουν PAF μετά διέγερσή τους με επιφανειακή IgE, αλλά το μέγιστο της παραγωγής παραμένει ενδοκυττάριο. Τα μονοκύτταρα έχουν τηνη ικανότητα, επίσης, να απελευθερώνουν PAF, μετά διέγερση με IL-1b, ΤΝF, και ιντεερόνη -α, κατά μια διφασική διεργασία. Αντίθετα, τα ανθρώπινα λεμφοκύτταρα, φαίνεται ότι, στερούνται ακετυλότρανσφεράασης. Κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων ωρών της διεγέρσεως, ο PAF, παραμένει ενδοκυττάριος, αλλά σε μια επόμενη φάση, απελευθερώνεται.
O ρόλος του ενδοκυττάριου PAF. Πολλά είδη κυττάρων, όπως τα ουδετερόφιλα, τα μακροφάγα και τα ενδοθηλιακά κύτταρα, μπορούν να συνθέσουν μεγάλα ποσά ΡAF, τα οποία, όμως, παραμένουν εντός των κυττάρων. Η διαπίστωση αυτή έχει οδηγήσει στην αποδοχή της απόψεως ότι ο PAF ασκεί μια συγκεκριμένη ενδοκυτταρική δράση, ως δεύτερος μεσολαβητής. Η ικανότητα της ενδοτοξίνης να επάγει ουδετερόφιλα με ενισχυμένη έκκριση ανιόντων υπερξειδίων μπορεί να σχετίζειται με την πρωτοπαθή αύξηση του ενδοκυττάριου PAF. Ο ενδοκυττάριος PAF, στα ενδοθηλιακά κύτταρα, διεγειρόμενος από ουσίες, όπως η θρομβίνη ή τα λευκοτριένια, μπορεί να επάγει την προσκόλληση των ουδετεροφίλων. Έτσι, η ενδοκυτράρια παραγωγή PAF μπορεί να παρεκτοπιστεί από μηχανισμούς που δεν έχουν, ακόμη, διασαφηνιστεί, στο εξωτερικό μέρος της κυτταρικής μεμβράνης όπου μπορεί να δεσμευστεί με τους υποδοχείς του στα ουδετερόφιλα-στόχους (ή τα ηωσινόφιλα). O τύπος αυτός δράσεων του PAF μπορεί να οδηγήσει στην ενεργοποίηση των ουδετεροφίλων στις επιφάνειες των (ενεργοποιημένων) ενδοθηλιακών κυττάρων. Ένα πλεονέκτημα του μηχανισμού αυτού είναι ότι, έτσι, ο PAF που αδρανοποείται σύντομα από τη δράση της ακετυλοϋδρολάσης, κι επομένως, χρειάζονται μόνο χαμηλές συγκεντρώσεις του.
υποδοχείς PAF. O PAF ενεργοποιεί διάφορους υποδοχείς της κυτταρικής μεμβράνης κι έχουν περιγραφεί ενδοκυττάριοι ενδοσωμιακοί υποδοχείς, των οποίων η δράση παραμένει άγνωστη. Η διέγερση των υποδοχέων PAF προκαλεί την προσωρινή παραγωγή διασυγλυκερόλης που ενεργοποιεί την κινάση C και τριφωσφορικής ινοσιτόλης που οδηγεί στην απελευθέρωση Ca από τις εσωτερικές αποθήκες. Ο PAF διεγείρει την φωσφορυλίωση πολλών πρωτεϊνών στα ουδετερόφιλα, τα μακροφάγα, και τα αιμοπετάλια, επάγει την ενεργοποίηση του πυρηνικού παράγοντος Κ Β (NK-kB) και την μεταγραφή των c-fos και c-jun στα κύτταρα της φλεγμονής. Ο PAF, επίσης, μπορεί να ενεργοποιήσει την κινάση-3, που είναι γνωστός ενεργοποιητής του ρ38 κι, επίσης, την οδό Jack/STAT. Μετά από ενεργοποίηση λιγανδινών, ο υποδοχέας ΡAF αποδομείται μέσω, τόσο πρωτεασομικών, όσο και λυσοσωμιακών οδών. Ισχυροί εκλεκτικοί ανταγωνιστές PAF έχουν αναπτυχθεί από φυσικά προϊόντα ή με σύνθεση (φωσφολιπιδικά ανάλογα, παράγωγα τετραϋδροφουρανίου και τριαζολοβενζοδιαζεπίνης, ενώ μια εναλλακτική τεχνική αδρανοποιήσεως του PAF είναι μέσω ανασυνδυασμένης PAF-AH.
κυτταρική ενεργοποίηση και μεταβολισμός λιπιδίων. Ο PAF, σε πικομοριακές συγκεντρώσεις, είναι ισχυρός χημοτεκαιτκός και χημοκινητικός μεσολαβητής για τα ηωσινόφιλα, και προάγει τη συγκόλληση των ουδετεροφίλων και ηωσινοφίλων στο αγγειακό αγγειακά ενδοθηλιακά κύτταρα. Προκαλεί συσσώρευση των ανθρώπινων (και των πειραματοζώων) αιμοπεταλίων και απελευθέρωση 5-υδροξυτρυπταμίνης (σεροτονίνης). Προκαλεί την απελευθέρωση λυσοσωμιακών ενζύμων και ανιόντων υπεροξειδίων, την παραγωγή LTB4 και τη χημοταξία των ουδετεροφίλων, την απελευθλερωση της ηωσινοφιλικής περοξειδάσης από τα ανθρώπινα και των περιματοζώων ηωσινόφιλα. Τα ενεργοποιημένα από τον PAF ηωσινόφιλα προκαλούν in vitro απόπτωση των επιθηλιακών κυττάρων της τραχείας, που συνοδεύετια από επιβράδυνση της κινήσεως των κροσσών, κι επάγει δοσοεξαρτώμενη κυτοοτοξικότητα των ηωσινοφίλων.
Ο PAF αναστέλλει τον πολλαπλασιασμό των λεμφοκυττάρων, μετά διέγερση με μιτογόνα, όπως η φυτοαιμοσυγκολλητίνη, ή η κονκαβαλίνη Α, και, επίσης, αναστέλλει την παραγωγή της ΙL-2. Σε υψηλότερες συγκεντρώσεις, αναστέλλεται ο πολαπλασιασμός των CD4+ T-λεμφοκυττάρων, ενώ επάγει τα κατασταλτικά λεμφοκύτταρα, και αυξάνει τα CD8+ T-λεμφοκύτταρα, κια μικρή μείωση των CD4+ T-λεμφοκυττάρων. Ο PAF αντεπιδρά με τις κυτοκίνες και τα παράγωγα του αραχιδονικού οξέος. Η διάσπαση του προσχηματισμένου προδρόμου PAF απελευθερώνει δύο σημαντικούς πρόδρομους παράγοντες, τον Lyso-PAF και το αραχιδονικό οξύ. που, ακολούθως μεταβολιζεται σε PAF και παράγωγα του αραχιδονικού οξέος, μέσω λιποξυγενάσης ή κυκλοξυγενάσης. Η παραγωγή LTB4 και PAF από τα ουδετερόφιλα που ενεργοποιείται από το Α23187 και έχει την ικανότητα να ενεργοπποιεί τη σύνθεση του LTB4 στα ουδετερόφιλα και τα ηωσινόφιλα. Η IL-1b, ο TNF και η ιντερφερόνη α μπορούν να επάγουν τη σύνθεση του ΡAF από τα ανθρώπινα μονοκύτταρα και ο GΜ-CSF μπορεί να αυξήσει την παραγωγή PAF από τα ανθρώπινα ουδετερόφιλα. Ο PAF, με τη σιερά του, μπορεί νααυξήσει την απελευθέρωση υτοκινών, όπως ο TNF και η IL-1, από τα κυψελιδικά μακροφάγα και μονοπύρηνα, αντίστοιχα. Η προεπώαση ουδετεροφόλων με GM-CSF ενισχύει την ικανότητα του PAF να διεγείρει τη σύνθση των λευκοτριενίων, αυξάνοντας, τόσο τη διαθεσιμότητα του αραχιδονικού οξέος, όσο κια τη δραστηριόττηα της 5-λιποξυγενάσης. Ο GM-CSF επίσης, ενισχύει τη συγκέντρωση του PAF στους πνεύμονες, που επάγεται από τα ηωσινόφιλα.
Οι επιδράσεις του PAF στους πνεύμονες - αεραγωγοί. Ο PAF επάγει την σύσπαση των λείων μυϊκών ινών στους βρόγχους, in vitro και αύξηση της διαρροής στην πνευμονική μικροαγγείωση. Αυξάνει τη βροχική υπεραντιδραστικότητα στη μεταχολίνη, σε υγιείς, αν και οια σθμνατικοί δεν εμφανίζουν αύξηση της βρογχικής αντιδραστικότητας, μετά εισπνοή PAF. Ο PAF, εισπνεόμενος, προκαλεί ισχυρό βρογχόσπασμο, αλλά αναπτύσσεται αχέως ταχυφυλαξία με επανελαμαβνόμενες δόσεις, και η βρογχοσπαστική του δράση αναστέλλεται από τους ανταγωνιστές των υποδοχέων Lys-Lt1. Ο PAF επάγει ταχεία αύξηση της διαρροής στα μικραγγεία του πνεύμονος, μια δράση που είναι ανεξάρτητη των κυκλοφορούντων αιμοπεταλίων, και της παραγωγής εικοσανοειδών. Η εισπνοή PAF από υγιείς προκαλεί αύξηση της κυψελιδοαρτηριακής διαφοράς οξυγόνου (Α-αΡΟ2) και μείωση της ΡαΟ2, όπως και διαταραχές V/Q. Επίσης, επάγει την προκαλεί διαταραχές στη βλεννοκροσσωτή κάθαρση κι έκκριση παθολογικής συστάσεως βλέννης από τον πνεύμονα, δράση, δευτεροπαθής στην ενεργοποίηση της λιποξυγενάσης και αυξάνει την περιεκτικότητα σε πρωτεΐνες στο τραχειακό υγρό, καθώς την εξαγγείωση πλάσματος. Επιπλέον, ενισχύει μικρές μεταβολές στην μεταφορά ιόντων και την αγωγιμότητα των επιθηλίων.
κυκλοφορούντα και βρογχαγγειακά κύτταρα. Ο ΡAF προκαλεί έκδηλη ουδετεροπενία, αμέσως μετά την εισπνοή, που ακολουθείται από ουδετεροφιλία. Τα κυκλοφορούνται ουδετερόφιλα καθίστανται υποπυκνωτικά 15 λεπτά μετά εισπνοή του μεσολαβητή, ως αποτέλεσμα αυξήσεως του κυτταρικού όγκου. Η πτώση του αριθμού των κυκλοφορούντων στο αίμα κυττάρων θα μπορούσε να αποδοθεί σε συνδυασμό αιμοδυναμικών παραγόντων, ή μείωση της πνευμονικ΄ςη κυκλοφορίας κια αύξηση της συγκολλητικότητάς τους στα ενδοθηλιακά κύττταρα των πνευμονικών τριχοειδών. Έχει δειχθεί ότι, μετά ειπσνοή PAF, ραδιοσημασμένα ουδετερόφιλα συγκεντρώνονται απροφδικά σρτο πνευμονικό αγγειακό δίκτυο, ενώ προκαλείται εισροή κυττάρων στον αυλό του τραχειοβρογχικού δένδρου, υγιών εθελοντών, πιθανόν, μέσω αυξήσεως της εκφράσεως των βb2-ιντεγρινών, Mac-1 (CD11a/CD18) και LFA-1 (CD11b/CD18) επί των ουδετεροφίλων. Η ενδοδερμική χορήγηση PAF σε αλλεργικά άτομα προκαλεί εκλεκτική συγκέντρωση ηωσινοφίλων και έχει δειχθεί ότι ο PAF προκαλεί ηωσινοφιλική διήθηση τωψν αεραγωγών πειραματοζώων.
Πνευμονική αγγείωση και μικροαγγειακή διαπερατότητα. οH πειραματική έγχυση PAF προκαλεί παροδική αύξηση της πνευμονικής αρτηριακής πιέσεως, αύξηση της λεμφικής ροής και αύξηση του δείκτη συγκεντρώσεως πρωτεΐνης στη λέμφο/πλάσμα, ενδεικτικό αυξ΄σηεως της πμνευμονικής μικραγγειακής διαπερατότητας. Η έγυχυση PAF προκαλεί πνευμονικό οίδημα, που μπορεί να οφείλεται στα λευκοτριένια ή στην παραγωγή κεραμιδικού οξεός από τη δράση της όξινης σφιγγομυελινάσης. και ενεργοποιήσεως της κυκλοοξυγενάσης ιφδιαίτερως μέσω της παραγωγής PGE2. Στα πειραματόζωα, χαμηλές δόσεις PAF προκαλούν μείωση της πνευμονιθκής υπερτάσεως που οφείλεται στην υποξία, την PGF2a, ή τη νορεπινεφρίνη. ΑΠό την άλλη, όμως, η χρόνια χορήγηση PAF απολήγει στην πρόκληση πνευμονικής υπεετάσεως, μεγέθυνση της δεξιάς κοιλάις, και πάχυνση του έσω χιώνος και μείωση του αριθμού των μικρών πνευμονικών αρτηριών.
Ο PAF στις πνευμονοπάθειες. Λόγω των πολλών επιδράσεών του στις κυτταρικές λειτορυγίες και την πρωτοπαθή φλεγμονική απάντηση o PAF έχει θεωρηθεί μεσολαβητής της φλεγμονής, στην παθογένεια πολλών πνευμονοπαθειών συμπεριλαμβανομένου του άσθματος και της αλλεργίας, του ARDS, και της πνευμονικής υπερτάσεως.
-άσθμα και αλλεργικές παθήσεις. Eπειδή ο PAF μπορεί να μιμηθεί πολλά από τα χαρακτηριστικά του άσθματος, όπως ο βρογχόσπασμος, η βρογχική υπεραντιδραστικότητα, το οίδημα των αεραγωγών, η χημοταξία κι ενεργοποίηση των ηωσινοφίλων, έχει εμπλακεί στην παθογένεια του άσθματος, Μπορεί να μετρηθεί στο πλάσμα και το BAL, των ασθματικών ασθενών κι έχει παρατηρηθεί αύξηση της δραστηριότητάς του, προερχόμενη από την ακετυλίωση του lyso-PAF, κατά τη διάρκεια της όψιμης αντιδράσεως, αλλ΄όχι και κατά την άμεση αντίδραση υπερευαισθησίας, τύπου Ι μετά πρόκληση με αλλεργιογόνο. Οι συγκεντρώσεις το PAF στο πλάσμα αυξάνουν αμέσως μετά την πρόκληση με αλλεργιογόνα, ασθενών με ήπιο εποχικό άσθμα, αλλ΄όχι και μερτά πρόκληση με μεταχολίνη, ενώ υψηλά επίπεδα lyso-PAF έχουν ανιχνευτεί στο BAL αλλεργικών ασθενών, μετά από πρόκλησημε αλλεργιογόνα, αλλά δερν έχει σημειωθεί σημαντική αύξηση στο PAF. Μελέτες σε πειραματικές διατάξεις επιβεβαιώνουν το ρόλο του PAF στη φλεγμονή επί αλλεργίας. Σε μικρά πειραματόζωα με υπερέκφραση υποδοχέων PAF έχει δειχτεί βρογχική αντιδραστικότητα, στην εισπνεόμενη μεταχολίνη. Επιπλέον, όμως, η απουσία υποδοχέων PAF δεν απολήγει σε αύξηση της βρογχικής αντιδραστικότητας, μετά από χρόνια έκθεση σε αλλεργιογόνα, αλλά σε μια επιμένουσα βρογχική φλεγμονή. Η ανασυνδυασμένη ακετυλϋδρρολάση PAF που μετατρέπει τον PAF σε αδρανή lyso-PAF αναστέλλει την επαγόμενη από τα αλλεργιογόνα βρογχική αντιδραστικότητα, την υπερέκριση βλέννης, και την ηωσινοφιλία των αεραγωγών, σε ευαισθητοποιημένα πειραματόζωα. Εν τούτοις, οι επιδράσεις αυτές δεν έχουν επιβεβαιωθεί σε ασθματικά άτομα, που υπόκεινται σε πρόκληση με αλλεργιογόνα, μετά προθεραπεία με ανασυνδυασμένη ακετυλϋδρρολάση PAF. Οι ανταγωνιστές των υποδοχέων PAF έχουν χρησιμοποιηθεί για τον υποβιβασμό του ρόλου του PAF, καθώς αναστέλλουν την εισροή ηωσινοφίλων, στους αεραγωγούς και τη βρογχική αντιδραστικότητα, που επάγεται με ολβαλβουμίνη, σε ευαισθητοποιημένα πειραματόζωα, και μειώνουν την όψιμη αντίδραση υπρευαισθησίας τύπου Ι. Εν τούτοις, στα αλλεργικά άτομα, οι αναστολείς PAFWEB 2086 και MK-287 δεν απέδειξαν ικανοποιητική αποδόση, στην όψιμη αντίδραση υπερευαιθησίας τύπου Ι. Συμπερασματικά, ο PAF, ενώ έχει σημαντική επίδραση στην παθογένεια της πειραματικής αλεργικής φλεγμονής φαίνεται ότι η εισφορά του είναι ασήμαντη σε πραγματικές συνθήκεςε αλλεργικών ασθενών. Αυτό είναι συμβατό με την έλλειψη κλινικού αποτελέσματος των ανταγωνιστών PAF στη θεραπεία του ήπιου-προς βαρέος άσθματος ή των παροξύνσεών του.
-ARDS. Το σύνδρομο οξείας αναπνευστικής δυσχέρειας, (ARDS) είναι πολύπλοκη κλινική οντότητα, που χαρακτηρίζεται από επίμονη υποξαιμία και πνευμονικό οίδημα υψηλής διαπερατόττηας, παρουσία φυσιολογικής πιέσεως ενσφηνώσεως. Ο PAF μπορεί να προκαλέσει κυψελιδοτριχοειδική βλάβη, πνευμονικό οίδημα υψηλής διαπιερτότητας, πνευμονική αγγειοσύσπαση, και βρογχόσπασμο. Στους πνεύμονες από πειραματόζωα, θεραπευόμενα με PAF, αναδεικνύονται αδρές βλάβες των ενδοθηλιακών κυττάρων,, ενώ οι ανταγωνιστές του PAF αναστέλλουν την υποξαιμία, το πνευμονικό οίδημα και την αυξημένη διαπερατότητα, της κυψελιδοτριχοειδικής μεμβράνης μετά από βλάβη που προκλήθηκε από πειραμσατική χορήγηση ενδοτοξίης. Η επαγόμενη από οξέα, πειραματική κυψελιδική βλάβη και το συνακόλουθο πνευμονικό οίδημα, όπως κια η υποξαιμία, αυξήθηκαν μετά χορήγηση PAF ενώ επί καταργήσεως των υποδοχέων PAF, οι δράσεις αυτές μειώθηκαν. Σε μια κλινική δοκιμή επί ασθενών με σήψη, αλλά χωρίς εγκατάσταση ARDS, η χορήγηση ανασυνδυασμένης r-PAF-AH, απέλειξε στην αποτροπή του ARDS και του θανάτου.
Πνευμονικές αγγειοπάθειες. Ο ρόλος του PAF στη ρύθμιση της φυσιολογικής πνευμονικής κυκλοφορίας παραμένει αδιευκρίνιστος. Πνευμονικά ομογενειοποιήματα περιέχουν μετρητές συγκεντρώσεις PAF και ανιχνεύεται PAF στο BAL πειραμτοζώων που εκτίθενται σε υποξαιμία, ενώ αναγνωρίζονται υψηλές συγκεντρώσεις PAF σε νεογέννητα με πνευμονική υπέρταση. Σε πειραματικές διατάξεις, η η υποξική πνευμονική αγγειοσύσπαση μπορεί να αντιστραφεί με εξωγενείς χορηγήσεις PAF, ενώ μπορεί να μειωθεί με αναστολείς PAF. Oι αντικρουόμενες αυτές παρατηρήσεις είναι δύσκκολο να εξηγηθούν.
Συμπεράσματα. Η βιοσύνθεση, ο μεταβολισμός, οι κυτταρικές αποκρίσεις και ο έλεγχος του PAF είναι ζητήματα, που παραμένουν πολύπλοκα. Ο PAF, δρώντας, ως ενδοκυττάριος και διακυττάριος μεσολαβητής, μπορεί να εμπλέκεται στην επικοινωνία μεταξύ κυττάρων και να πεάγει την αριθνητική αύξηση και ενεργοποίησή των λευκοκυττάρων σε θέσεις φλεγμονής, τόσο κάτ από φυσιολογικές, όσο και παθολογικές συνθήκες. Το γεγονός ότι ΔΕΝ έχει επισημανθεί όφελος σε καμμιά πνευμονοπάθεια από τη χορήγηση αναστολέων PAF δεν υποβαθμίζει το ρόλο του, ως μεσοαλβητού της φλεγμονής.