Η άμεση αντίδραση υπερευαισθησίας διακρίνεται σε δύο φάσεις, που κατά χρονική αλληλουχία, η πρώτη,
πρώιμη φάση, άρχεται εντός λέπτών από την έκθεση στο αλλεργιογόνο, μεσολαβείται μέσω των σιτευτικών κυττάρων και διαρκεί περίπου 1 ώρα, ένω η δεύτερη εμφανίζεται μετά ασυμπτωματική περίοδο 4-8 ωρών και διαρκεί επί πολύ πλέον παρατεταμένο διάστημα. Προηγείται σύνδεση του αλλεργιογόνου με την, προσηλωμένη στην επιφάνεια των σιτευτικών κυηττάρων, IgE, που απολήγει στην ενεργοποίηση του κυττάρου και την αποκοκκίωση προσχηματισμένων μεσολαβητών της φλεγμονής, που ενορχηστρώνουν την
πρώιμη φάση της αντιδράσεως υπερευαισθησίας. Έχει δειχθεί ότι η τοπική απελευθέρωση των μεσολαβητών αυτών άρχεται 10 λεπτά μετά πρόκληση με αλλεργιογόνα. Στους μεσολαβητές αυτούς συγκαταλέγονται βιογενείς αμίνες (ισταμίνη), ένζυμα (τρυπτάση, χυμάση), καρβοξυπεπτιδάση, καθεψίνη G, υδρολάσες και ογκονεκρωτικος παράγων-α (TNF-a).
Η ισταμίνη προκαλεί αγγειοδιαστολή και αύξηση της διαπερατότητας των ενδοθηλιακών κυττάρων με αποτέλεσμα διαρρροή πλάσματος στους ιστούς. Προκαλείται ερυθρότητα και οίδημα.Τα ενδοθηλιακά κύτταρα παράγουν, επίσης, προσταγλανδίνες και νιτρικά οξείδια, που επάγουν τη χάλαση των λείων μυϊκών ινών των αγγείων, αγγειοδιαστολή, σύσπαση των λείων μυϊκών ινών των βρόγχων και βρογχόσπασμο. Άρχονται διεργασίες που καταλήγουν στην απελευθέρωση κυτοκινών, προσταγλανδινών και λευκοτριενίων. Το αραχιδονικό οξύ μετατρέπεται σε προσταγλανδίνη ΡDE1, 2 και κυστεϊνυλικά λευκοτριένια (LTC4, LTD4, LTE4). Οι μεσολαβητές αυτοί είναι υπεύθυνοι για την αγγειακή διαρροή, το βρογχόσπασμο, τη φλεγμονή, και την ιστική καταστροφή. Οι ουσίες αυτές καταλήγουν σε φλεγμονώδεις μεταβολές εντός διαστήματος μερικών ωρών, από την έκθεση στο αντιγόνο, και περιγράφονται ως σύνολο αντιδράσεων που είναι γνωστό ως
όψιμη αντίδραση
εικόνα 1. πρώιμη και όψιμη φάση άμεσης υπερευαισθησίας.
Στην άμεση αντίδραση υπερευαισθησίας εκδηλώνεται με ενεργοποίηση των σιτευτικών κυττάρων, μέσω 2 μορίων IgE. ΤΑ IgE αντισώματα παράγονται από τα Β-λεμφοκύτταρα, σε απάντση της προσελεύσεως αντιγόνου, που προσάγονται για αναγνώριση από τα δενδριτικά κύτταρα των αεραγωγών (σ
την περίπτωση της βρογχικής προκλήσεως), σταν παρακείμενο λεμφαδένα. Τα αντισώματα IgE δεσμεύονται στα σιτευτικά κύτταρα μέσω των υψηλής συγγένειας υποδοχέων τους (FceRI). Διασταυρώμενη σύνδεση με την IgE πυροδοτεί το σήμα της ενεργοποίήσεως μέσω των FceRI, προς αποκοκκίωση των σιτευτικών κυττάρων, που επάγει την απελευθέρωση μεσολαβητών, όπως η ισταμίνη, τρυπτάση, εικοσανοειδή και ρίζες οξυγόνου. Τα σπασμογόνα αυτά προκαλούν αύξηση παθολογικής συστάσεως βλέννης, σπασμό των λείων μυϊκών ινών και αγγειοδιαστολή. Η διαρροή πρωτεϊνών πλάσματος προκαλεί οίδημα του βλεννογόνου των αεραγωγών, επιβραδύνει την κάθαρση μέσω της τρσαχειοβρογχικής συσκευής, κια επάγει το σχηματισμό βυσμάτων βλέννης Όλα αυτά κατατείνουν στην μείωση της βρογχικής αγωγιμότητας.
☛Η πρώιμη φάση χαρακτηρίζεται από αιμωδία, κνησμό, πταρμό, ρινόρροια, ρινική συμφόρηση, αυξημένες ρινικές αντιστάσεις και αύξηση του εκπνεόμενου NO.