Mείζων ταξινόμηση Τ-λεμφοκυττάρων, τα οποία φέρουν CD4 αντιγόνο. Τα περισσότερα είναι επικουρικά κύτταρα. Η CD4 είναι μια γλυκοπρωτεΐνη που εκφράζεται στην επιφάνεια των επικουρικών, ΤΑ-λεμφοκυττάρων, των ρυθμιστικών ΤΥ-κυττάρων, των μονοκυττάρων, των μακροφάγων, και των δενδριτικών κυττάρων. Κωδικοποιείται από το γονίδιο CD4. Ο CD4 είναι συν-υποδοχέας που συνδέει τον υποδοχέα των Τ-λεμφοκυττάρων (T cell receptor, TCR) με τα αντιγονοπαρουσιαστικά κύτταρα. Χρησιμοποιώντας το μέρος του που εδράζεται στο εσωτερικό των Τ-λεμφοκυττάρων, το σήμα που παράγεται από τους υποδοχείς Τ-κυττάρων (TCR) προκαλεί αύξηση ενός ενζύμου, της κινάσης lck της τυροσίνης που είναι απαραίτητο για την ενεργοποίηση πολλών μορίων που εμπλέκονται στην παραγωγή σημάτων από τα ενεργοποπιημένα Τ-κύτταρα. Τα CD4, επίσης, διεπιδρούν με τα μόρια MHC τάξεως ΙΙ, στην επιφάνεια των αντιγονοπαρουσιαστικών κυττάρων χρησιμοποιώντας το εξωκυττάριο περιβάλλον τους .
τα CD4+ T λεμφοκύτταρα στην πνευμονική ίνωση
Η ανακάλυψη των διαφόρων υποομάδων των Τ-λεμφοκυττάρων έχει εισφέρει στην κατανόηση του ρόλου των CD+T κυττάρων στην παθογένεια της ιστικής ινώσεως στους πνεύμονες. Έχει πράγματι αγνωριστεί πρόσφατα ότι οι CD4(+) T - υποπληθυσμοί των λεμφοκυττάρων αναλαμβάνουν προ- και αντιινωτικές δραστηριότητες σε ανθρώπινες και πειραματικές πνευμονικές ινώσεις. Έχει δοθεί ειδική προσοχή για τη διευκρίνιση των δραστηριοτήτων των CD4(+) T -λεμφοκυττάρων ((Tregs, Th22 και Th9) επί της δράσεως των ινοβλαστών και τηςε εναποθέσεως στο εξωκυττάριο δίκτυο μέσω απελευθερώσεως αυξητικού παράγοντος, κυτοκινών, και εικοσανοειδών. Φαίνεται ότι η λειτουργία τωνCD4(+) T-λεμφοκυττάρων ή της κυτοκίνης μπορεί να διαφέρει ανάλογα με το στάδιο της παθήσεως (οξεία vs χρόνια), της εντοπίσεως στους πνεύμονες (βρογχική vs κυψελιδική) κυτταρικό επίπεδο (εποιθηλιακά κύτταρα vs ινιβλάστες), ή το ανοσολογικό περιβάλλον (ανοσοκατασταλτικό ή φλεγμονώδες) (&) . Συμπληρώνοντας τις γνώσεις μας επί της συσταλτικής λειτουργίας των υποομάδων Τ-λεμφοκυττάρου στην ίνωση θα φωτίσει περαιτέρω και θα διευκολύνει το σχεδιασμό καλύτερων θεραπειών.