Φυσιολογία Καρδιαγγειακού Συστήματος

φυσιολογία καρδιαγγειακού συστήματος
παράμετρος ερμηνεία
όγκοι όγκος παλμού, εξωθήσεως= τελοδιαστολικός όγκος-τελοσυστολικός όγκος
καρδιακή εξώθηση= καρδιακή συχνότητα Χ όγκος παλμού
μεταφορίο, προφορτίο
Νόμος Frank Starling για την καρδιά: καμπύλη καρδιακής λειτουργίας - καμπύλη φλεβικής πιέσεως
υπολογισμός επιφάνειας αορτικής βαλβίδας: κλάσμα εξωθήσεως  Χ καρδιακός δείκτης
διάμετροι κλασματική βράχυνση= (τελοδιαστολική διάμετρος- τελοσυστολική διάμετρος)/ τελοδιασστολική διάμετρος
διαγράμματα καρδιακός κύκλος, διάγραμμα Wiggers, διάγραμμα πιέσεως-όγκου
τροπισμός χρονότροπη δράση (καρδιακή συχνότητα), δρομότροπη δράση (ταχύτητα αγωγής), ινότροπη δράση (συσταλτικότητα), βαθμότροπη δράση (διατασιμότητα), λυσίτροπη (χάλαση)
σύστημα αγωγής Ηλεκτροφυσιολογία δυναμικά καρδιακή δράσεως(κολπικά και κοιλιακά) δραστική ανερέθιστη περίοδος, δυανμικά βηματοδότου, ΗΚΓ (: κύματα Ρ. διάστημα RQ, σύμπλεγμα QRS, διάστημα QT, τμήμα ST, κύμα Τ, κύμα U. εξαξωνικό σύστημα αναφοράς.
πίεση κοιλοτήτων κεντρική φλεβική πίεση, πίεση δξιού κόλπου, πίεση δεξιάς κοιλίας, πίεση πνευμονικής αρτηρίας, πίεση ενσφηνώσεως, πίεση αριστερού κόλπου, πίεση αριστερής κοιλίας, πίεση αορτής.
άλλα κοιλιακή ιστική αναδιαμόρφωση
αιματική ροή διατασιμότητα/ενδοτικότητα, αγγειακές αντιστάσεις, συνολικές περιφερικές αντιστάσεις, παλμός, αιμάτωση,
πίεση αίματος πίεση παλμού (συστολική-διαστολική, μέση αρτηριακή πίεση, πίεση σφαγίτιδας, πίεση πυλαίας φλ.
ρύθμιση αρτηριακής πιέσεως πιεσοαντανακλαστικά, σύστημα κινίνης-καλικρεΐνης, σύστημα ρενίνης-αγγειοτασίνης, αγγειοσυσπαστικά, αγγειοδιασταλτικά φάρμακα, αυτορύθθμιση (μυογενείς μηχανισμοί, σωληναριακή-σποειραματική ανάδραση, γκεφαλική αυτορύθμιση, παραγάγγλια 9αορτικά / καρωτιδικά σωμάτια, κύτταρα Glomus



διάγραμμα Wigger


 

Πνευμονική κυκλοφορία. Η πνευμονική κυκλοφορία ολόκληρη την καρδιακή εξώθηση, υπό ιδιαίτερα χαμηλή πίεση, μεταξύ της πνευμονικής αρτηρίας (x̄ Ρρα =15-20 mmHg) και αριστερού κόλπου (7-12 mmHg). Όπως στην περίπτωση των αεραγωγών, το σ'υστημα διαδοχικών διακλαδώσεων των αγγείων οδηγεί σε αύξηση τος συνολικής εγκάρσιας επιφάνειας των αγγείων, προς την περιοχή των κυψελίδων. Αντίθετα, όμως με το βρογχικό δένδρο, η αύξηση αυτή δεν συνοδεύεται από μείωση των αντιστάσεων. Η συνολική εγκάρσια επιφάνεια αυξάνεται εάν ο αριθμός των θυγατρικών κλάδων (n) είναι μεγαλύτερος του τετραγώνου του λόγου των ακτίνων των μητρικών προς τους θυγατρικούς κλάδους (a/b)2, αλλά οι αντιστάσεις αυξάνονται μόνο όταν ισχύει: (a/b)4. Η τελευταία περίπτωση ισχύει μόνο στους περιφερικούς αεραγωγούς αλλά όχι στα αγγεία, έτσι, ώστε αν και οι μικροί, περιφερικοί αεραγωγοί εισφέρουν πολύ περιορισμένα δτη διμόρφωση των αντιστάσεων, η πμευμονική μικροαγγείωση εισφέρει σημαντικά στη διαμίρφωση των τελικών αντιστάσεων στο πνευμονικό, αγγειακό σύστημα. Φαίνεται ότι το 20-30% της μειώσεως της πιέσεως, εντοπίζεται στστο αρτηριακό σκέλος της κυκλοφορίας, συμπεριλαμβανομένων των ααρτηριολίων, ενώ 40-60% στο επίπεδο των τριχοειδών κια μόνο το υπόλοιπο αποδίδεται στα φλεβικά πρέμνα. Με αύξηση της ροής, παρατηρείται διάνοιξη κλειστών αγγείων, ιδίως, στο μικροαγγειακό επίπεδο, έτσι, ώστε, η σχετική συνεισφοιρά τους στο μέτρο των αντιστάσεων παραμένει μικρή. Οι πνευμονικές, αγγειακές αντιστάσεις, R, υπολογίζονται ως R=ΔΡ/, όπου ΔΡ η διαγγγειακή οδηγούσα πίεση (x̄ ανιούσα Ρρα μείον x̄ κατιούσα Plα διαιρουμένης με την ροή).  Οι, έτσι, υπολογισμένες αντιστάσεις πρέπει να ερμηνεύονται στα πλαίσια της ροής, επειδή η σχέση μεταξύ της οδηγούσης πιέσεως με τη ροή συνήθως δεν είναι γραμμική και δεν διέρχεται δια του μηδενός. Οι πνευμονικές αντιστάσεις μειώνονται, καθώς η ροή και η πίεση αυξάνονται με αποτέλεσμα την διάνοιξη νέων και διαπλάτυνση υπαρχόντων αγγείων. Οι αντιστάσεις ροής μέσω ενός αγγείου αυξάνονται με το μήκος τους, με τη γλοιότητα, και, ακόμη περισσότερο, με το αντίστροφο της 4ης δυνάμεως της ακτίνας τους. Επιπλέον της δραστηριότητας των μυών στα τοιχώματα των αγγείων, η περίμετρος ενός διατατού αγγείου εξαρτάται παθητικά από τη διαφορά της ενδαυλικής και εξωαυλικής τους πιέσεως. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, για τους πνεύμονες, όπου τα αγγεία πακτώνονται μέσα στο διατατό παρέγχυμα. Γενικά, η επίδραση της πνευμονικής διατάσεως θεωρείται χωριστά προκειμένου για τα εξωαγγειακά αρτηριακά και φλεβικά αγγεία που διαφέρει από την επίδραση στα μικραγγεία στην αναπνευστική ζώνη. Με την αύξηση του πνευμονικού όγκου τα εξωακυψελιδικά αγγεία διατείνονται, καθώς η πίεση μειώνεται στον διατατό περιαγγειακό χώρο που τα περιβάλλει και, επιπλέον, επιμηκύνονται με τη διάταση των πνευμόνων. Αντίθετα, τα μικραγγεία στα τοιχώματα των κυψελίδων επιμηκύνονται, αλλά αλλά υφίσταντια μερική στένωση από την πνευμονική διάταση, επειδή η κυψελιδική πίεση που τα περιβάλλει τείνει να αυξάνεται, σε σχέση με την ενδαγγειακή πίεση. Αυτό μπορεί να αναγνωριστεί σε περιπτώσεις με αρισμό θετικής πιέσεως, αλλά και με αυτόματη αναπνοή επειδή οι ενδαγγειακές πιέσεις μειώνονται σχετικά με την ΒΡ και την κυψελιδική πίεση.
Τα δίκτυα τριχοειδών στο κυψελιδικό τοίχωμα προστατεύονται από την πλήρη συμπίεση λόγω της κυψελιδικής πιέσεως από την επιφανειακή τάση του υγρού που επαλείφει τις κεκαμμένες επιφάνειες του κυψελιδικού τοιχώματος. Τα μικροαγγεία στις γωνίες, των κυψελίδων όπου συναντώνται τα κυψελιδικά τοιχώματα προστστεύοντια πληρέστερα από τη συμπίεση από την ακόμη οξύτερα κάμψη των τοιχωμάτων κι, ενδεχομένως, από τοπικώς δρώσες διατείνουδες δυνάμεις, ανάλογες με εκείνες στα εξωακυψελιδικά αγγεία. 

Oι πνευμονικές αγγειακές αντιστάσεις είναι το άθροισμα εκείνων στα κυψελιδικά και εξωκυψελιδικά αγγεία, κι έτσι έχουν πολύπλοκη σχέση με τον πνευμονικό όγκο. Είναι χαμηλότερες πλησίον της FRC, αλλά αυξάνονται στους μεγαλύτερους καιμ μικρότερους πνευμονικού όγκους.