αδενοκαρκίνωμα - Εντόπιση

Κλασσικά περιφερικός όγκος, εντοπίζεται, συνήθως, στην περιφέρεια του πνεύμονος, οπότε είναι θηλώδους απεικονίσεως. Πιο συγκεκριμένα, το αδενοκαρκίνωμα εξορμάται είτε [1] από τους περιφερικούς αεραγωγούς και τις κυψελίδες, οπότε είναι δυσχερής η διάκρισή του από το μεταστατικό αδενοκαρκίνωμα ή το κακόηθες μεσοθηλίωμα ή [2], σπανιότερα, από τους επιθηλιακούς ή υποβλεννογόνιους αδένες, οπότε είναι δύσκολο να διακριθεί από τους μεταστατικούς όγκους του παγκρέατος, των νεφρών, του μαστού ή του εντέρου.
Αν και υπάρχουν σημαντικές αντιρρήσεις, το αδενοκαρκίνωμα θεωρείται ότι αναπτύσσεται στο έδαφος παλαιότερων ινωτικών περιοχών, συνεπεία κακώσεων, όπως η φυματίωση, το πνευμονικό έμφρακτο ή τα κάθε φύσεως κοκκιώματα. Οι αντιρρήσεις εγείρονται από παρατηρήσεις σχετικά με το μέγεθος της ινώσεως, το οποίο συνήθως αυξάνεται παράλληλα με το μέγεθος του όγκου, με το αδενοκαρκίνωμα, που εξορμάται και από μη ινωτικές περιοχές και με τις εξωπνευμονικές μεταστάσεις, οι οποίες μπορεί επίσης να εμφανίζουν κεντρική ίνωση. Εξάλλου και άλλοι ιστολογικοί τύποι έχουν αναγνωρισθεί στο έδαφος προηγούμενων ουλωδών εξελίξεων στο πνευμονικό παρέγχυμα. Είναι, πάντως, πιθανό ότι το αδενοκαρκίνωμα προκαλεί τυπικές κεντρικές εστίες ινώσεως/αποτιτανώσεως, λόγω αγγειακής προσβολής, αλλά και ότι "προτιμά" να αναπτυχθεί επί εδάφους "ουλώδους" αλλοιώσεως. Λόγω της περιφερικής του εντοπίσεως, μόνο 12% των αδενοκαρκινωμάτων μπορούν να διαγνωσθούν με βρογχική βιοψία, που αντιστοιχούν μόνο στο 5% των συνολικών θετικών ενδοβρογχικών βιοψιών. Αντίθετα, το 58% των περιφερικών όγκων είναι αδενοκαρκινώματα.
Διαφοροδιαγνωστικές δυσκολίες μπορεί να εμφανισθούν στη διάκριση μεταξύ πρωτοπαθούς πνευμονικού αδενοκαρκινώματος και δευτεροπαθούς μεταστατικού στον πνεύμονα ή μεταξύ υποϋπεζωκοτικού αδενοκαρκινώματος και μεσοθηλιώματος. Τότε απαιτούνται ειδικές τεχνικές, όπως η μέτρηση εκτόπου ACTH, ανίχνευση καρκινοεμβρυϊκών αντιγόνων, μελέτη με το ηλεκτρονικό μικροσκόπιο κλπ.